Αυτό το πολύ ενδιαφέρον άρθρο του Benjamin Cain περί της “κατηραμένης” φύσης της λογικής ντουμπλάρει και ως άρθρο της σειράς “Ανίερες Αγελάδες” καθώς επιτίθεται ευθέως στην άποψη του Richard Dawkins περί του επιστημονικού δέους ως υποκατάστατο της θρησκευτικής έκστασης. Αξίζει να το διαβάσετε προσεκτικά, παρόλο που οι απόψεις μπορεί να σας ξενίζουν. Όταν είπα ότι είχα σκοπό να ερευνήσω περισσότερο τις μηδενιστικές εκφάνσεις της αθεΐας, το εννοούσα.
The Curse of Reason 07.12.2011 © Benjamin Cain |
Η λογική είναι δίκοπο μαχαίρι. Οι ικανότητές μας να πλάθουμε μοντέλα της πραγματικότητας στο μυαλό μας, να απομονωνόμαστε από τα ερεθίσματα του περιβάλλοντος και να πειραματιζόμαστε με νοητικές απεικονίσεις, να εφαρμόζουμε θεωρητικές κατηγορίες με τη γλώσσα και να σκεφτόμαστε λογικά ή ολιστικά και έτσι να ανακαλύπτουμε πώς λειτουργεί το περιβάλλον μας είναι ως επί το πλείστον οι λόγοι για τους οποίους ευημερούν οι άνθρωποι. Λόγω των γνωστικών μας δυνάμεων έχουν γίνει κυρίαρχοι του μεγαλύτερου τμήματος του κόσμο· πράγματι, το θαυμαστό με τη λογική είναι η σχεδόν θεϊκή δύναμη που βάζει στα πέλματα ενός ζώου. Αλλά η γνώση μπορεί να είναι ευλογία ή και κατάρα, ανάλογα με τι υπάρχει για να μάθει κανείς. Απ’ό,τι φαίνεται, μάθαμε πως οι αφελείς, ανθρωποκεντρικές προτιμήσεις μας είναι ως επί το πλείστον λανθασμένες. Το σύμπαν δεν νοιάζεται για μας· δεν είμαστε καν στο κέντρο του· τα ιδανικά μας είναι αδιάφορα στα κοσμικά τεκταινόμενα· δεν είμαστε αθάνατοι, ούτε τόσο νοήμονες, ελεύθεροι ή και λογικοί όσο νομίζουμε όταν συγκρίνουμε παιδιάστικα τους εαυτούς μας με μια θεία πηγή όλου του σύμπαντος. Η λογική μας κάνει σαν θεούς, αλλά μόνο όταν συγκρινόμαστε με τα άλογα ζώα που πλανώνται δίπλα μας· εξακολουθούμε να είμαστε ζώα, δεδομένης της δυνατότητάς εξέλιξης νοημόνων ειδών επί εκατομμύρια χρόνια.
Πώς η Λογική καθιστά την Ανθρώπινη Ζωή παράλογη
Όπως έχει παρατηρήσει ο φιλόσοφος Thomas Nigel, η λογική καθιστά τη ζωή παράλογη ποικιλοτρόπως. Αν το σκεφτούμε αντικειμενικά, με το να βλέπουμε τα πράγματα ως έχουν και όχι όπως θα θέλαμε να είναι, σημαίνει πως έχουμε για αυτά μια, όπως έλεγε, “θέα από το πουθενά”. Μπορούμε να δούμε μια κατάσταση πάνω-κάτω απρόσωπα, αγνοώντας τα συναισθήματά μας και ακολουθώντας τα δεδομένα ή την λογική όπου κι αν μας οδηγήσουν. Ο κίνδυνος εδώ είναι ότι μπορούμε να δούμε και τους εαυτούς μας αντικειμενικά και, όταν το κάνουμε,
είναι δύσκολο να αποφύγουμε την καταστροφική αίσθηση ειρωνείας. Πάρτε οποιαδήποτε υπερεξειδικευμένη μορφή περιπλοκότητας, όπως μια βιολογική προσαρμογή. Ο ψηλός λαιμός της καμηλοπάρδαλης έχει λογική από την περιορισμένη οπτική γωνία της καμηλοπάρδαλης, αλλά αν η καμηλοπάρδαλη μπορούσε να δει τον εαυτό της ουδέτερα, από μια άλλη οπτική γωνία, σίγουρα θα θεωρούσε τον εξειδικευμένο λαιμό της ως γελοιότητα. Δεκτόν, η προσαρμογή αυτή επιτρέπει στην καμηλοπάρδαλη να επιβιώσει δίνοντάς της πρόσβαση σε τροφή σε ψηλά μέρη, αλλά το στενό εύρος αυτού του τρόπου ζωής ταυτόχρονα στερεί από την καμηλοπάρδαλη άλλες δυνατότητες. Όσο περισσότερο εξελίσσεται ένα είδος προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, τόσο λιγότερο ευέλικτο γίνεται και τόσο περισσότερο παράλογη καθίσταται η συμπεριφορά τους, όταν απομακρυνθούν από τη ζώνη άνεσής τους.
Και η γλώσσα και ο πολιτισμός καθίστανται παράλογη όταν θεωρείται από έναν εξωτερικό παρατηρητή. Τα σύμβολα που μεταδίδουν νόημα στον ομιλητή μιας γλώσσας είναι απλοί ήχοι και παράξενες μουντζούρες σε οποιονδήποτε άλλο. Τα ταμπού, οι τελετουργίες και οι κοινωνικές συμβάσεις μπορούν να φανούν ως υπερβολικές ανοησίες σε όποιον δεν έχει συμφέρον σε έναν πολιτισμό. Οι κανόνες των παιχνιδιών και των σπορ είναι σχετικά τυχαίοι, οπότε η εμμονή του παίκτη να τους τηρήσει είναι κωμική· αν οι κανόνες αλλάζαν, ο παίκτης θα πρέπει να ακολουθήσει τους καινούργιους κανόνες, καθιστώντας τις προηγούμενες προσπάθειές τους άσκοπες. Από την οπτική γωνία όπου οι κανόνες έχουν νόημα, το παιχνίδι αποκτά και αυτό νόημα και όσοι ασχολούνται μπορεί να αποκτήσουν εμμονή με τις λεπτομέρειες του παιχνιδιού. Αλλά κάποιος που βλέπει το παιχνίδι αντικειμενικά, από μια εντελώς αδιάφορη θέση, δεν εμποτίζεται με τη δυναμική των συμβόλων του. Αντί για την προσωπική ενασχόληση λοιπόν, υπάρχει η ειρωνική απομάκρυνση και η αίσθηση της ματαιότητας των περίπλοκων δομών, λόγω της στενότητάς τους και κατ’επέκταση της παροδικότητάς τους. Οι περίπλοκες δομές είναι συχνά άκαμπτες και έτσι ασταθείς.
Από τη στιγμή που αποστασιοποιείσαι και βλέπεις κάτι κριτικά ή επιστημονικά, παύεις να ενδιαφέρεσαι για αυτό και επικεντρώνεσαι στους μηχανισμούς με τους οποίους λειτουργεί. Όσο περισσότερα καταλαβαίνεις, τόσο περισσότερη δύναμη έχεις επάνω του και αυτή η δύναμη αφαιρεί από το αντικείμενο μελέτης την αξιοπρέπειά του. Η λογική μεταμορφώνει το φυσικό σε τεχνητό, μεταμορφώνοντας τη φύση σε παιδική χαρά. Μετατρέπουμε άτομα άλλων ειδών σε παιχνίδια, εξημερώνοντάς τα ή καταναλώνοντας κομμάτια τους μετά από καλλιτεχνική προετοιμασία. Χρησιμοποιούμε ό,τι μαθαίνουμε προς όφελός μας και, όπως υποτίθεται πως η δύναμη ενός θεού του δίνει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί τα δημιουργήματά του για τους σκοπούς του, μετατρέπουμε ό,τι κατανοούμε σε εργαλεία που χάνουν την οποιαδήποτε έμφυτη αξία τους. Επειδή είμαστε κτήνη και όχι θεοί, η δύναμη που αποκτούμε με τη λογική μας διαφθείρει, οπότε η λογική μας ρίχνει σε ένα βούρκο μηδενισμού και εξαθλίωσης.
Κατά συνέπεια, με την καμηλοπάρδαλη έχουμε κοινή την ντροπή της υπερεξειδίκευσης. Ενώ η λογική μας καθιστά προφανώς πιο ευέλικτους από την καμηλοπάρδαλη, το εξελικτικό αυτό δώρο γίνεται περισσότερο κατάρα όταν αλλάζουν κάποιες περιστάσεις. Στην περίπτωση της καμηλοπάρδαλης, όταν τα ψηλά δέντρα αρχίζουν και σπανίζουν, η καμηλοπάρδαλη δεν είναι κατάλληλα εξοπλισμένη για να συναγωνιστεί για τα πιο χαμηλά δέντρα. Στην δική μας περίπτωση, αλλάζουμε το περιβάλλον μας, δημιουργώντας ένα φαύλο κύκλο καθώς χρησιμοποιούμε την τεχνολογία για να τροποποιήσουμε τις φυσικές διαδικασίες, προσαρμοζόμαστε στο νέο, τεχνητό περιβάλλον, χάρη στην ευέλικτη λογική μας, και αποξενωνόμαστε από τον τρόπο ζωής των προγόνων μας. Ήτοι, γινόμαστε μεταμοντέρνοι κυνικοί χωρίς καθοδηγούντες μύθους ή αντιδραστικοί, αλαζόνες ζηλωτές. Όπως ένας ενήλικας επιθυμεί να ξανακερδίσει μια κατάσταση παιδικής αθωότητας, μιας τεχνοεπιστημονικά ανεπτυγμένη κοινωνία αναπολεί την αφέλεια μιας τυφλά ανθρωποκεντρικής κουλτούρας που δεν έχει ανακαλύψει τις απρόσωπες διεργασίες της φύσης. Έχοντας χάσει την επαφή με την παιδιάστικη θέαση της φύσης και όντας διεφθαρμένοι από την τεχνολογική φυλακή στην οποία κλειστήκαμε, θεριεύουμε τα ζωώδη ένστικτά μας και οδηγούμαστε προς την αναπόφευκτη κοινωνική κατάρρευση. Αντικαθιστώντας την παιδική δημιουργικότητα και τον οπτιμισμό με την κρύα, τεχνοκρατική λογική, με τον απρόσωπο ινστρουμενταλισμό και τον υλιστικό καταναλωτισμό, χτίζουμε μια κοινωνία υψηλής τεχνολογίας, αλλά στερούμε από τους εαυτούς μας την αθωότητα και το πάθος που ίσως θα μπορούσε να κατευθύνει παραγωγικά τη θεϊκή μας δύναμη. Ειρωνικά, τότε, η κοινωνία γίνεται εξωτερικά πιο θεοκεντρική, χρησιμοποιώντας την επιστήμη και τους σύγχρονους θεσμούς για να αποκτήσει δύναμη επί της φύσης, αλλά ταυτόχρονα γίνεται εσωτερικά πιο θηριώδης καθώς το θεϊκό κέλυφος -που αποτελείται από το σύμπλεγμα στρατού-οικονομίας-βιομηχανίας-κυβέρνησης και το μεταμοντέρνο απαξιωτικό στυλ ζωής- κάνει το κτήνος μέσα μας να ασφυκτιά.
(Δεν έχω σκοπό να αντιπαρατεθώ με τον Steven Pinker που δείχνει σε πρόσφατη μελέτη πως ο σύγχρονος άνθρωπος είναι λιγότερο βίαιος από τον αρχαίο. Η θηριώδης φύση μας δεν κρύβεται μόνο στη τάση μας για βίαιες αντιδράσεις, αλλά και στη μεγάλη μας διαφθορά, το μηδενισμό και την παρακμή μας· στο ότι γινόμαστε υποχείρια στα τεράστια συστήματα που δημιουργούμε· στον ψυχοπαθή ρασιοναλισμό που υιοθετούμε για να υποτάξουμε τις φυσικές δυνάμεις και για να ανταγωνιστούμε τις μηχανές που κατασκευάζουμε· και στην επιστημονιστική ειδωλολατρία που υποκλέπτει το θρησκευτικό ένστικτο. Φυσικά οι αρχαίοι κατέληγαν συχνότερα να χρησιμοποιούν ωμή βία· δεν είχαν τις υποδομές για να τιμωρήσουν τους εχθρούς τους και τα θύματά τους με πιο ασφαλές και εκλεπτυσμένες μεθόδους, με εξελιγμένες νομοθεσίες και μαζικά κατασκευασμένες φυλακές υψίστης ασφαλείας· με προπαγάνδα για κοινωνικό έλεγχο· και με οικονομικό πόλεμο, κυβερνοπόλεμο και πόλεμο εξ αποστάσεως. Διοχετεύουμε την επιθετικότητά μας με πιο εκλεπτυσμένα εργαλεία, αλλά η χρήση αυτών των εργαλείων δεν μας καθιστά πιο ενάρετους).
Ως παράδειγμα της κατάρας της λογικής, αναλογιστείτε την τετριμμένη εργασία διόρθωσης ενός κειμένου. Κατά τη διάρκεια συγγραφής ο συγγραφέας νιώθει συνδεδεμένος συναισθηματικά με τις λέξεις και η διόρθωση είναι δύσκολη. Όταν το κείμενο “κρυώσει”, μετά από αρκετές μέρες, και το περιεχόμενο έχει ψιλοξεχαστεί, τότε μπορεί ο συγγραφέας να αναθεωρήσει τις αδυναμίες του κειμένου αντικειμενικά και να το τροποποιήσει. Η αντικειμενική κριτική μπορεί να βελτιώσει το κείμενο, αλλά η απόσταση που απαιτείται από το κείμενο αποκλείει τη συναισθηματική επαφή μαζί του. Η αξία του κειμένου περισσότερο γίνεται αντιληπτή περισσότερο συναισθηματικά, παρά λογικά ή με πείραμα ή κάποιο νοητικό αλγόριθμο. Προσδίδουμε αξία σε πράγματα για τα οποία νοιαζόμαστε και η αντικειμενικότητα είναι αντίθετη έννοια. Νοιαζόμαστε λιγότερο για ό,τι κατανοούμε περισσότερο.
Άλλο παράδειγμα είναι η κοινωνιολογική κριτική του πολιτισμού στον οποίο ανήκει κάποιο και ενός πολιτισμού που δεν υπάρχει πλέον. Στην πρώτη περίπτωση τα συναισθήματα εξάπτονται ευκολότερα γιατί ο κριτικός ίσως έχει επενδύσει συναισθηματικά στο εν λόγω κοινωνικό πλαίσιο. Στην περίπτωση αρχαίων πολιτισμών, οι ιστορικοί και οι κοινωνιολόγοι είναι πιο εύκολο να αντικειμενοποιήσουν το αντικείμενο μελέτης και να προσφέρουν μηχανιστικές, απλουστευτικές εξηγήσεις για τη συμπεριφορά των προγόνων μας, οι οποίες κοροϊδεύουν τον τρόπο με τον οποίο οι αρχαίοι κατανοούσαν τους εαυτούς τους. Όσο και αν ενδιαφέρονται οι ιστορικοί για τους αρχαίους πολιτισμούς, αποκλείεται να είναι το ίδιο συναισθηματικά δεμένοι με αυτούς όσο με τις δικές τους κοινωνίες. Καθώς ο συναισθηματικός δεσμός είναι κάτι που πρέπει να κοπεί, έστω και προσωρινά, για να θεαθεί κάτι αντικειμενικά, η έλλειψη τέτοιου δεσμού ευνοεί την αντικειμενικότητα, η οποία εγκαθιδρύει μια σχέση αφέντη-σκλάβου μεταξύ αντικειμενικού παρατηρητή και παθητικού αντικειμένου μελέτης.
Υπάρχουν, άλλωστε, πάνω-κάτω δύο επίπεδα ερμηνείας που μπορούν να αποδωθούν στην ανθρώπινη συμπεριφορά· η κοινή ερμηνεία και η επιστημονική. Εμείς, ο απλός κοσμάκης, σκεφτόμαστε ενιστικτωδώς ή με μεθόδους που κληρονομούμε από την ερασιτεχνική μας ενασχόληση. Οπότε ερμηνεύουμε τη συμπεριφορά των ανθρώπων με οικείες έννοιες, όπως πεποιθήσεις και επιθυμίες και υποθέτουμε πως το άτομο έχει συνείδηση, ελευθερία και ίσως και μια άυλη ψυχή που το καθιστά ιερό. Αυτό το επίπεδο ερμηνείας είναι γεμάτο κανονιστικότητα, αφού μιλάμε για πεποιθήσεις, επιθυμίες και άλλα τα οποία προϋποθέτουν στάνταρ συμπεριφοράς και την αυταξία του ανθρώπινου όντος. Οπότε ορθώνουμε το περίφημο καρτεσιανό χώρισμα μεταξύ ανθρώπων και φύσης, αφού παρόλο που εξακολουθούμε σχεδόν ανιμιστικά να αποδίδουμε ψυχολογικές ερμηνείες στον μη ανθρώπινο κόσμο, είμαστε έτοιμοι να δούμε τον κόσμο αυτό επιστημονικά. Η ζούγκλα των απρόσωπων φυσικών δυνάμεων βρίσκεται εκτός του πεδίου εφαρμογής των σύγχρονων κοινωνικών νόμων και μιας και έχουμε εξελιχθεί να είμαστε κοινωνικά όντα, ενδιαφερόμαστε περισσότερο για τα άτομα και τα κατοικίδιά μας.
Οι επιστήμονες αγνοούν αυτές τις ανησυχίες και χρησιμοποιούν πιο απρόσωπη και ακριβή γλώσσα για να κατανοήσουν τη φύση υπό το πραγματιστικό πρίσμα ότι η φύση εν τέλει αποτελείται από απρόσωπες οντότητες και διαδικασίες. Βέβαια, οι ψυχολόγοι, οικονομολόγοι, ανθρωπολόγοι και άλλοι κοινωνικοί επιστήμονες έχουν στρέψει το βλέμμα τους στα ανθρώπινα όντα και έτσι έχουν υποσκάψει την παραδοσιακή εξήγηση της κοινής λογικής. Ενώ η κοινή λογική προϋποθέτει ηθικούς δεσμούς και ιδιότητες, όπως η αυτονομία, οι οποίες μας χτίζουν την αξιοπρέπειά μας, η επιστημονική εξήγηση αναλύει το άτομο σε πιο αόριστες κατηγορίες. Όταν κατανοούμε την ανθρώπινη συμπεριφορά ως αποτέλεσμα αιτίων, είτε αυτά τα αίτια βρίσκονται στη Φυσική, στον εγκέφαλο, στα γονίδια, στο περιβάλλον ή στην εξελικτική ιστορία, αναπόφευκτα μηχανοποιούμε τον άνθρωπο και τον βλέπουμε στην ουσία ως μια φαιδρή μαριονέτα. Ακόμα κι αν ακολουθούμε μια δυϊστική κοσμοθεωρία σύμφωνα με την οποία όλα τα επίπεδα ερμηνεία είναι έγκυρα επειδή η πραγματικότητα μπορεί να γίνει κατανοητή με πολλούς τρόπους και σύμφωνα με τα ενδιαφέροντά μας, η Επιστημονική Επανάσταση μας οδηγεί να θεωρήσουμε κάποια επίπεδα βαθύτερα από τα άλλα. Στη φύση, όπως γίνεται κατανοητή αντικειμενικά από τους επιστήμονες, ο νους δεν είναι στοιχειώδης, δηλαδή ενώ οι πεποιθήσεις, επιθυμίες και κάποιο επίπεδο συνείδησης, ελευθερίας και λογικής μπορεί να υπάρχει στην πραγματικότητα, είναι πολύ ακριβέστερο να μιλάμε με επιστημονικούς όρους που απομυθοποιούν την ανθρώπινη φύση και σχηματίζουν έναν πιο ντετερμινιστικό και εν γένει απάνθρωπο κόσμο.
Αυτό οδηγεί σε μια μεταμοντέρνα ειρωνεία και κυνισμό διότι, ενώ φυσικά τρέχουμε πίσω στην αφελή εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας στις κοινωνικές μας συναναστροφές, στο πίσω-πίσω του μυαλού μας ταυτόχρονα ξέρουμε για τα γονίδια, για τις ορμόνες, για τον εγκέφαλό μας και γενικότερα όλη την αθεϊστική πανστρατιά απρόσωπων αιτίων και αποτελεσμάτων που λειτουργούν σε όλο το σύμπαν, των σωμάτων μας συμπεριλαμβανομένων. Η λογική είναι λοιπόν ο αγγελιοφόρος που μας ενημερώνει για την ανοησία μας, το γελοίο υπαρξιακό μας πρόβλημα. Υπάρχει ένα είδος κωμωδίας στο οποίο ο χαρακτήρας κυνηγά φαιδρούς στόχους με απόλυτα λογικά μέσα. Αυτό είναι εν ολίγοις η ανθρώπινη ζωή: η αφελείς, κοινότυποι στόχοι είναι αυταπάτες που συντηρούνται από την άγνοιά μας των πιο θεμελιωδών αιτίων και όταν εφαρμόζουμε τη λογική μας για να κατανοήσουμε αυτά τα αίτια, εν τέλει καταστρέφουμε τους εαυτούς μας, ίσως προσπαθώντας να αποφύγουμε τη μοίρα του να γελάμε με την κατάντια μας ες αεί. Το διασκεδαστικό δεν είναι απλά το χάσμα μεταξύ αυτού που νομίζουμε πως κάνουμε σε αφελές επίπεδο και σε αυτό που πράγματι συμβαίνει, όπως το κατανοούν καλύτερα οι επιστήμονες· είναι το ότι ο οικείος μας κοινωνικός κόσμος στον οποίο νιώθουμε τη μεγαλύτερη άνεση είναι μια ψευδαίσθηση, αν συγκριθεί με την βαθύτερη πραγματικότητα των φυσικών διεργασιών.
Οι ενέργειές μας είναι τόσο παράλογες όσο και οι κινήσεις μιας μαριονέτας: η μαριονέτα είναι ένας εν αγνοία της ηθοποιός που ακολουθεί ένα σενάριο και ελέγχεται πλήρως από έναν μαριονετίστα που βρίσκεται εκτός σκηνής. Αν η μαριονέτα ζωντάνευε κάπως και μάθενε για τη διαφορά μεταξύ της αφελούς της κατανοήσης του εαυτού της ως υποκειμένου στον μαριονετο-κεντρικό της κόσμο και της βαθύτερης πραγματικότητάς της ως έρμαιο σε μια σκηνή σε έναν πολύ μεγαλύτερο κόσμο που αδιαφορεί για τις μαριονέτες, τότε σίγουρα η μαριονέτα θα γέμιζε με άγχος. Στην ταινία “The Truman Show” ο πρωταγωνιστής μαθαίνει [προσοχή: spoiler!] ότι όλη του η ζωή ήταν σκηνοθετημένη για μια τηλεοπτική σειρά στην οποία είναι ο πρωταγωνιστής και στο τέλος επιλέγει να φύγει από το σήριαλ και να βγει στον πραγματικό κόσμο. Αλλά εμείς δεν έχουμε έξοδο, δεν έχουμε τρόπο να κόψουμε τα σχοινιά που μας ενσαρκώνουν ως υλικά όντα. Ο χαρακτήρας του Truman φεύγει από τη μία σκηνή για να μπει σε μια άλλη, αυτή της αφελούς ανθρώπινης κοινωνίας της οποίας η αξιοπρέπεια υποσκάπτεται από την λογικά αποκτηθείσα γνώση.
Ο Dawkins περί Επιστημονικού Θαυμασμού
Ο βιολόγος Richard Dawkins απαντά σε αυτή την κριτική της λογικής στο βιβλίο του “Unweaving the Rainbow” [ΣτΜ: Το βιβλίο κυκλοφορεί στα Ελληνικά ως “Υφαίνοντας το Ουράνιο Τόξο”, ειρωνικό καθώς ο τίτλος στα Αγγλικά λέει “ξηλώνοντας”· ακριβώς το αντίθετο!]. Συγκεκριμένα απαντά στην κατηγορία ότι η επιστήμη αφαιρεί τη μαγεία από ζωή και παρέχει ελάχιστο υλικό για σπουδαία ποίηση. Αντίθετα, λέει, οι ποιητές έχουν αναλώσει το ταλέντο τους σε ρομαντικά φαντασιολογήματα που βγαίνουν από τη φαντασία τους και αν σταματούσαν για λίγο να αγνοούν τις επιστημονικές ανακαλύψεις, θα έβρισκαν έναν πλούτο έμπνευσης. Για παράδειγμα, όταν ο Νεύτωνας εξήγησε πώς δουλεύει το φως κατέστρεψε μόνο το παραμύθι των ουράνιων τόξων και των ξωτικών, αλλά μας επέτρεψε να μάθουμε για τον ηλεκτρομαγνητισμό, την ειδικά σχετικότητα και το τεράστιο μέγεθος του σύμπαντος και τις ιδιότητες άλλων αστρικών συστημάτων. Άρα η επιστήμη αντικαθιστά τα μικρά θαύματα με μεγάλα. “Τι καθιστά την λογική τόσο απειλητική;”, ρωτάει ο Dawkins. “Τα μυστήρια δεν χάνουν την ποίησή τους όταν λύνονται. Αντίθετα, η λύση συχνά είναι πιο όμορφη από το μυστήριο και, εν πάσι περιπτώσει, όταν λύσεις ένα μυστήριο ανακαλύπτεις και άλλα που ίσως εμπνεύσουν μεγάλη ποίηση”. (σελ. 41)
Κατ’αρχάς, όταν ο Dawkins μιλά περί μυστηρίων και γρίφων προσωποποιεί τη φύση και έτσι περνάει μια στρώση ασβέστη πάνω από τη ζημιά που προκαλεί η επιστήμη στην αφελή, εξωτεριστική κοσμοθεώρηση. Για να υπάρχει ένα μυστήριο, μιλώντας κυριολεκτικά, χρειάζεσαι ένα μυστικό και έτσι έναν νου που δημιουργεί το μυστήριο με σκοπό να το λύσει κάποιος (άλλωστε το “μυστήριο” προέρχεται από τις μυστηριακές λατρείες της Αρχαίας Ελλάδας). Υπό αυτή την έννοια οι επιστήμονες δεν είναι σαν τον Σέρλοκ Χολμς. Η φύση είναι πράγματι ανεξήγητη πριν την επιστημονική έρευνα, αλλά η μεταφορά ενός πολυμήχανου Βρετανού ντετέκτιβ που ακολουθεί τα ίχνη που άφησε άθελά του πίσω ένας δολοφόνος είναι τόσο ανθρωποκεντρική, όσο και κάθε άλλο μονοθεϊστικό παραμύθι. Το θετικό φιλοσοφικά στην όλη υπόθεση είναι η νιτσεϊκή ή λαβκραφτιανή θεώρηση, ότι κανείς άλλος δεν νοιάζεται αν οι άνθρωποι εξηγήσουν τις φυσικές διεργασίες ή αν γίνουν κυρίαρχοί τους ή αν υποκύψουν σε αυτές. Δεν υπάρχει Μητέρα Φύση που παίζει κρυφτούλι με τον επιστήμονα σας συνεσταλμένη κορασίς.
Αν τώρα η απομυθοποιημένη φύση είναι όμορφη, το ερώτημα είναι τετριμμένο, αφού η ομορφιά είναι υποκειμενική. Οτιδήποτε μπορεί να φαντάζει όμορφο ή άσχημο ανάλογα με τα κριτήρια του θεατή. Αφού τα αισθητικά κριτήρια είναι κανονιστικά, δεν υπάρχει ένα αντικειμενικά ορθό σύνολο. Ακόμα κι αν η φυσική επιλογή μας κάνει να προτιμάμε συμμετρικά πρόσωπα και κορμιά κλεψύδρες, για παράδειγμα, καμία προτίμηση ή απόρριψη δεν καθίσταται ορθή ή λανθασμένη μόνο και μόνο βάσει αυτού του εξελικτικού δεδομένου. Οι κανονιστικές κρίσεις δεν καθίστανται ορθές με τη βία· ρέουν αβίαστα από τις αξίες μας. Οι βιολόγοι μπορούν να εξηγήσουν γιατί μερικές αισθητικές προτιμήσεις είναι φυσιολογικές, δηλαδή πιο διαδεδομένες, αλλά όχι γιατί κάποιος θα πρέπει να προτιμά το δημοφιλέστερο στάνταρ. Οι επιστημονικές θεωρίες δεν έχουν ηθικούς υπαινιγμούς. Έτσι οι βιολόγοι μπορεί να θεωρούν τα έντομα όμορφα, ενώ άλλοι να έχουν διαφορετική άποψη.
Το επιστημονικό δέος είναι κανονιστικό, άρα υποκειμενικό. Δεν υπάρχει λάθος αν κάποιος πει ότι δεν συμφωνεί με έναν επιστήμονα ότι ο ηλεκτρομαγνητισμός είναι όμορφος. Επιπλέον, αν ορίσουμε το “δέος” ως έκπληξη ανακατεμένη με θαυμασμό, τότε σίγουρα μιλάμε για το αρχικό σοκ που νιώθουμε για ένα φυσικό φαινόμενο που δεν είναι κατανοητό και μετά τον αυξανόμενο θαυμασμό καθώς το φαινόμενο ερμηνεύεται και τέλος τιθασεύεται από τις τεχνολογικές εφαρμογές. Αυτού του είδους το δέος είναι άκακο γιατί είναι αντίστοιχο με τη σύγχυση ενός θεού προς ένα ελεγχόμενο δημιούργημα. Ένας επισκέπτης στο ζωολογικό κήπο νιώθει αυτό το δέος, αυτό το απολαυστικό μείγμα σοκ και θαυμασμού, όταν βλέπει ένα κλειδωμένο λιοντάρι. Βάλε τον ίδιο θαυμαστή των λιονταριών σε μια αφρικανική σαβάνα, μόνο του, χωρίς όπλα, να κοιτάζει κατάματα ένα πεινασμένο κοπάδι λιονταριών, και μάλλον θα είχαμε ένα διαφορετικό είδος δέους. Βλέπετε, τότε θα είχαμε το ίδιο αρχικό σοκ και έκπληξη, αλλά αντί για τον εκ τους ασφαλούς θαυμασμό, πρέπει να υποθέσουμε πως ο θαυμαστής των κλειδωμένων λιονταριών θα έπασχε από φόβο λόγω της αντιστροφής δύναμης. Υπό αυτή την έννοια, ένας θρήσκος φοβάται το Θεό επειδή ο Θεός έχει δύναμη πάνω μας και όχι το αντίστροφο.
Με αυτή τη διάκριση κατά νου μπορούμε να δούμε πως ο Dawkins έχει δίκιο μέχρι ενός σημείου: το επιστημονικό δέος μπορεί να βιωθεί όσο η φύση δεν μας απειλεί, είτε επειδή το φαινόμενο είναι πολύ απόμακρο, είτε επειδή το ελέγχουμε με την τεχνολογία μας. Αλλά όταν η επιστήμη μας ενημερώνει για ένα φυσικό φαινόμενο που μας απειλεί πραγματικά, είτε γιατί δεν μπορούμε να το ελέγξουμε τώρα, είτε επειδή δεν θα μπορέσουμε να το ελέγξουμε ποτέ, ο φόβος είναι καταλληλότερη αντίδραση από το γεμάτο θαυμασμό δέος. Και φυσικά οι επιστημονικές θεωρίες είναι γεμάτες με πληροφορίες που θα έπρεπε να μας τρομοκρατούν. Για παράδειγμα, οι επιστήμονες έμαθαν πως οι δεινόσαυροι πιθανότατα εξαλείφθηκαν από έναν μετεωρίτη και τίποτα δεν εμποδίζει να πάθουμε κι εμείς το ίδιο, εκτός ίσως από την τύχη. Προφανώς, με εξαίρεση την αυτοκαταστροφική μας χρήση της επιστήμης, οι επιστήμονες είναι απλά οι αγγελιοφόροι και δεν πρέπει να κατηγορούνται επειδή ανακαλύπτουν στην πράξη την δυσοίωνη υπαρξιακή μας κατάσταση (τον συγκλονιστικό βαθμό παραλογισμού μας, το ασυνείδητο και την έλλειψη ελευθερίας μας· και την θνητότητά μας, την μοναξιά μας στο σύμπαν και στο ότι είμαστε υποχείριά του). Σίγουρα οι δυσοίωνες υπαρξιακές προεκτάσεις των επιστημονικών θεωριών είναι ο λόγος που οι άνθρωποι δεν προσφεύγουν στην επιστήμη για ποιητική έμπνευση.
Ακόμα και να έγραφε ένας ποιητής μια τραγωδία ή ένα μοιρολόι, για τα οποία η επιστήμη έχει άφθονο υλικό, οι περισσότεροι άνθρωποι προτιμούν την αφελή, ανθρωποκεντρική κοσμοθεώρησή τους και δεν θέλουν να γνωρίζουν τις λεπτομέρειες της υπαρξιακής μας κατάστασης. Στο βιβλίο του ο Dawkins κριτικάρει την αστρολογία και τους προωθητές των ψυχικών και διαφόρων παραφυσικών φαινομένων επειδή ενθαρρύνουν τους ανθρώπους να βιώνουν μη επιστημονικό δέος, αλλά για τους περισσότερους ανθρώπους αυτά είναι απλή διασκέδαση. Το βαθύτερο πρόβλημά τους δεν είναι ότι ο πραγματικός κόσμος δεν κρύβεται στις ανεκπλήρωτα new age ενδιαφέροντα, αλλά επειδή υποπτεύονται ότι η λογική καθιστά κοροϊδία την κοινότυπη εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας, ότι η πιο λογική φιλοσοφική θέση ξεκινά ουασιαστικά με την αθεΐα του Νίτσε και τον συμπαντισμό του Lovecraft (βλ. Συμπαντισμός). Και το πρόβλημα με αυτή τη φιλοσοφία είναι ότι έρχεται σε αντίθεση όχι μόνο με τον φαιδρό υπεφυσικισμό, αλλά με την κοινωνικά απαραίτητη άποψη ότι οι άνθρωποι έχουμε αξιοπρέπεια ως λογικά, ελεύθερα και ανώτερα όντα.
Ο Dawkins διαχωρίζει τον μύστη από τον επιστήμονα. Χωρίς να αναλύει τα τρία συνώνυμα, λέει ότι και οι δύο νιώθουν “δέος, ευλάβεια και θαυμασμό”, αλλά λέει ότι “ο μύστης αρκείται να απολαμβάνει το θαυμασμό και να αγαλιάζει με μυστήρια τα οποία δεν υπάρχουν ‘για να γίνουν’ κατανοητά. Ο επιστήμονας νιώθει τον ίδιο θαυμασμό, αλλά είναι ανήσυχος, ανικανοποίητος· αναγνωρίζει το μυστήριο ως βαθύ και μετά προσθέτει ‘αλλά το ψάχνουμε το πράμα’.” (σελ. 17)
Αυτές οι καρικατούρες μυστών και επιστημόνων προκύπτουν από την επιστημονιστική μυθολογία, αλλά εκτός αυτού του πλαισίου είναι ντροπιαστικά απλουστευτικές. Η Ιωάννη της Λωρραίνης “αρκούνταν” στο μυστήριο και δεν ήταν “ανήσυχη”; Μήπως ο Βουδιστής μοναχός που αυτοπυρπολείται για να διαμαρτυρηθεί εναντίον της δικτατορίας “αγαλιάζει” με θαυμασμό; Αυτό που ξεχνά ο Dawkins είναι ότι ενώ η μυστικιστική συνείδηση αποξενώνει τον μύστη από την κοσμική κοινωνία, η γαλήνη που νιώθει εν μέσω περισυλλογής καταστρέφεται μόλις ο μύστης αναγκαστεί να αντιμετωπίσει τις αφώτιστες μάζες. Ο μύστης δεν είναι ούτε κατά διάνοια αυτάρεσκος και συχνά αφήνει τη σπηλιά ή το μοναστήρι και εργάζεται ακούραστα για να επιτευχθούν οι ηθικοί του στόχοι. Επιπλέον ο ισχυρισμός του μύστη δεν είναι ότι εν τέλει δεν μπορούμε να κατανοήσουμε την υπέρτατη πραγματικότητα, αλλά ότι η λογική και η επιστήμη είναι οι λάθος μέθοδοι. Όχι μόνο μπορούμε να κατανοήσουμε την πραγματικότητα με κατάλληλα προετοιμασμένη συνείδηση, αλλά ότι ο υπέρτατος σκοπός μας, λέει ο μύστης, είναι να ξεφύγουμε από τον κόσμο των ψευδαισθήσεων αναγνωρίζοντας την θεία φύση μας και την ενότητά μας με αυτό που σε εμάς φαντάζει πλουραλιστικό.
Επίσης, όπως έχω ήδη πει, ο επιστήμονας δεν νιώθει τον ίδιο θαυμασμό με τον μύστη. Το επιστημονικό δέος είναι λεκιασμένο με ειρωνικό θαυμασμό που προκύπτει από το επιστημονικό πλεονέκτημα δύναμης. Ο μύστης θεωρεί ως παράλογο τον εγωισμό στη βάση των παιχνιδιών εξουσίας. Ενώ ο φωτισμένος μύστης δεν φοβάται την απόλυτη ενότητα με το παν, το υπαρξιακό άγχος και η αποστασιοποίηση ενός μερικώς φωτισμένου μυαλού δεν απέχουν και πολύ. (βλ. Βουδισμός.)
Τέλος, υπάρχει και η υπεροπτική διαβεβαίωση του Dawkins ότι ο επιστήμονας εργάζεται για να ξεδιαλύνει τα μυστήρια, αντί να τα αφήσει ανεξέλεγκτα και ατίθασα. Η ιδέα εδώ είναι ότι επιστήμονες δεν φοβάται εκείνα τα σημεία της φύσης που δεν έχουν τιθασευθεί, αφού ο επιστήμονας υποθέτει πως, αφού η επιστήμη έχει δουλέψει τόσες άλλες φορές, μάλλον θα δουλεύει σε όλες τις περιπτώσεις, μην αφήνοντας καθόλου χώρο για άξιο φόβου άγνωστο και για δυνάμεις πολύ μεγάλες για να τιθασευθούν. Αυτός ο οπτιμισμός είναι παρόμοιος με τον ήπιο ανθρωποκεντρισμό της θεώρησης της φύσης ως φύλακα μυστηρίων/μυστικών. Γιατί να υποθέσουμε πως μερικά θηλαστικά με μια τυχαία ικανότητα για λογική είναι εξοπλισμένα να κατανοήσουν ό,τι υπάρχει ή ότι είμαστε αρκετά ευφυείς για να υπερβούμε όλα τα εμπόδια με την τεχνολογία; Η πραγματιστική θέση εδώ μπορεί να είναι ότι η παραίτηση σε σχέση με αυτά τα ζητήματα είναι αντιπαραγωγική, οπότε οι επιστήμονες είναι στην ουσία ανοιχτόμυαλοι, αν και είναι επαγγελματικά αισιοόδοξοι χάριν της δουλειάς τους. Αλλά ο Dawkins το πάει παραπέρα όταν μιλάει για τον “ανήσυχο” χαρακτήρα του επιστήμονα.
Εδώ ο Dawkins μιλάει για αυτό που αποκαλώ “επιστημονιστική πίστη” ή αυτό που συχνά αποκαλείται “κοσμικός ουμανισμός” (βλ. Επιστημονισμός.) Σε αυτή την περίπτωση ο ανθρωποκεντρισμός έγκειται στην αποθέωση της ανθρώπινης φύσης αντί για την προβολή ανθρώπινων κατηγοριών στο μη ανθρώπινο. Αυτή η επιστημονιστική, ημιθρησκευτική εμπιστοσύνη στην τεχνοεπιστήμη είναι ειρωνική, όταν ο Dawkins θέλει να αντιπαραθέσει την κοσμική βεβαιότητα με τον μυστικισμό. Ο επιστημονισμός είναι ύπουλος, αφού είναι στην πράξη μια θρησκεία της οποίας οι πιστοί δεν τολμούν να την αναγνωρίσουν ως τέτοια, αφού παριστάνουν πως είναι υπερ-ρασιοναλιστές που καταδικάζουν τα θρησκευτικά ένστικτα. Ο Dawkins καταδικάζει την εμπιστοσύνη στην αστρολογία, στα ούφο, στα μέντιουμ και στο τέρας του Λοχ Νες, αλλά όχι την εμπιστοσύνη στην κοσμική ουμανιστική ιδεολογία, ούτε στην φιλοσοφική πεποίθηση ότι πρέπει με θάρρος να αντιμετωπίσουμε το άγνωστο με την επιστήμη, αντί να ζαρώσουμε από φόβο.
Μέρος αυτού του επιστημονοκεντρικού οπτιμισμού είναι αυτό που ο πολιτικός φιλόσοφος Leo Strauss αποκελεί ως την σύγχρονη αποδοχή ότι όλοι μπορούν να διαχειριστούν την ωμή αλήθεια. Χωρίς αυτή την υπόθεση, το τεχνοκρατικό κυνήγι του επιστήμονα για την αλήθεια μπορεί να είναι αντιπαραγωγικό· άλλωστε, αν τα φυσικά φαινόμενα ήταν αρκετά δυσάρεστα και τα φωνάζαμε από τις ταράτσες, μπορεί να αναστάτωναν την κοινωνία και να κατέστρεφαν και την επιστημονική κοινότητα. Αλλά αυτή η έλλειψη αυτογνωσίας από τον κοσμικό ουμανιστή δείχνει πως δεν υπάρχει μια τόσο διαδεδομένη όρεξη ή ανοχή. Ο Dawkins μαλώνει τους θεϊστές για τις παράλογες θρησκευτικές αντιλήψεις τους, αλλά εμπιστεύεται τους ανθρώπους και τους κοσμικούς θεσμούς, όπως η δημοκρατία και ο καπιταλισμός, το οποίο δεν είναι λιγότερο παράλογο. Πιο συγκεκριμένα, η λογική είναι ανεπαρκής για να αποφασίσουμε τι να πιστέψουμε για αυτά τα φιλοσοφικά ζητήματα. Δεν υπάρχει κάποιος μαθηματικός τύπος που να αποδεικνύει ότι οι άνθρωποι μπορούμε να κατανοήσουμε τα πάντα, ούτε υπάρχει πείραμα που θα δείξει ότι καπιταλισμός θα είναι εν τέλει καλός και όχι καταστροφικός. Σίγουρα υπάρχουν σχετικά δεδομένα που μπορούμε να ληφθούν υπ’όψιν, αλλά αυτά δεν είναι εντελώς εμπειρικά ζητήματα. Για παράδειγμα, το αν ο καπιταλισμός είναι καταστροφικός, αυτό εξαρτάται από τι θεωρείται να έχει αξία και αυτό είναι άλλο ένα κανονιστικό ζήτημα.
Όσα στοιχεία κι αν υπάρχουν από τις επιτυχίες της επιστήμης και της δύναμης της τεχνολογίας, χρειάζεται πίστη για γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα σε αυτό που λένε τα δεδομένα από τη μία και αυτό που ο κοσμικός ουμανιστής φιλοσοφικά δηλώνει από την άλλη. Ο λόγος που ο κοσμικός ουμανιστής αρνείται ότι πιστεύει σε μια επιστημονοκεντρική θρησκεία είναι ότι τα φιλοσοφικά δόγματα της πίστης του είναι ανθρωποκεντρικές αντιδράσεις στην σκοτεινή πραγματικότητα που αποκαλύπτει η επιστήμη. Όπως οι μάζες τρέχουν έντρομες από τους λαβκραφτιανούς θεούς στα χέρια των new age απατεώνων, έτσι και οι πιο εκλεπτυσμένοι “κοσμικιστές” αναζητούν θρησκευτική παρηγορία σε μια επιστημονοκεντρική, παράλογη εν μέρει ιδεολογία. Αντί λοιπόν να υψώνει το πρότυπο του επιστήμονα ως ηρωικό μοντέλο δίπλα στον ηττοπαθή μύστη, ο κοσμικός ουμανιστής καλά θα κάνει να κοιταχτεί στον καθρέφτη και να εκτιμήσει το γεγονός ότι είμαστε όλοι ζώα και κατά συνέπεια ανεπαρκώς εξοπλισμένοι να αμυνθούμε στην πλημμύρα των σκληρών αληθειών.
Ένας κοσμικός ουμανιστής σαν τον Dawkins θα επέμενε ότι η λογική κάθε άλλο από κατάρα είναι, αφού η λογική μας επιτρέπει να γαληνεύσουμε τις φυσικές δυνάμεις ώστε να θαυμάσουμε την ομορφιά τους. Αντίθετα, ο συμπαντιστής δείχνει την άβυσσο ανάμεσα σε αυτό που αφελώς θέλουμε να πιστεύουμε για τον εαυτό μας και σε αυτό που η λογική μας δείχνει ότι πραγματικά ισχύει και υποπτεύεται πως χωρίς μια άπειρη ικανότητά για νοητική διαμερισματοποίηση (κάτι που εξελιγμένα ζώα είναι μάλλον δύσκολο να έχουν) μπορούμε να περιμένουμε πως η λογική στο τέλος θα μας οδηγήσει στην τρέλα και στην κοινωνική κατάρρευση· ήτοι η λογική είναι καταραμένη.
Αν και είμαι θιασώτης της μεδινιστικής αθεϊας, θα σε συμβούλευα Εβαν όσο μπορείς να την αποφευγείς, διότι πάντα οδηγεί στο συμπέρασμα της έλλειψης του νοήματος της ζωής… και κατά επέκταση φλερτάρει με την ιδέα της αυτοχειρίας… LOL…
Να σου πω, ο μηδενισμός είναι μια γνήσια (αν όχι η γνησιότερη) έκφανση της αθεΐας. Προσωπικά δεν έχω καμία διάθεση να εθελοτυφλώ, όσο politically incorrect, ντεμοντέ ή πολιτικά άβολος κι αν είναι ο μηδενισμός για το αθεϊστικό κίνημα. Το αν και πώς θα ενσωματώσει ο καθένας την φιλοσοφία αυτή στην κοσμοθεωρία του είναι καθαρά προσωπικό ζήτημα.
Για παράδειγμα, σε ένα σχόλιο που αντάλλαξα με τον Ben στο άρθρο του αναφέρει χαρακτηριστικά ότι συχνά ο μηδενισμός συγχέεται με τον φαταλισμό και πως “το πρόβλημα με τον φαταλισμό είναι ότι μπορεί να συνδεθεί με την τελεολογία, αλλά δεν σημαίνει πως πρέπει να γίνεται αυτό. Μόνο και μόνο επειδή υπάρχουν μοτίβα στη φύση, δεν σημαίνει πως προορίζονται για κάποιον. Προτιμώ να θεωρώ πως τα μοτίβα αυτά προσκαλούν μια αισθητική ερμηνεία του κόσμου.”
Αν το καλοσκεφτείς, η προσέγγιση αυτή δεν διαφέρει και πολύ από τη στάνταρ αθεϊστική ατάκα “φτιάχνουμε το δικό μας νόημα”. Άλλωστε η αθεΐα ως επί το πλείστον απορρίπτει την τελεολογία. Το πρόβλημα είναι μόνο όταν αρχίζουμε και νομίζουμε πως το νόημα της ζωής μας είναι κάτι το αντικειμενικά αξιόλογο ή αγαθό ή αξιοσέβαστο ή … να τολμήσω να πω;… ιερό;
Τώρα, αν κάποιος δεν μπορεί να ανεχθεί το να μην υπάρχει αντικειμενικός σκοπός ζωής, τι να κάνουμε; Το αναφέρει και στο άρθρο εδώ ο Ben, ότι το να νομίζουν οι κοσμικοί ουμανιστές πως όλοι είναι σε θέση να χωνέψουν έναν κόσμο χωρίς θεό και την ωμή αλήθεια είναι απλά λανθασμένο. Αλλού η girlwriteswhat λέει πως οι άθεοι θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε ότι πιθανώς δεν είναι όλοι οι άνθρωποι έτοιμοι ή ικανοί να ελέγξουν την συμπεριφορά τους χωρίς έναν μπαμπούλα-θεό να τους περιορίζει. Τι να κάνουμε;
Όλα τα φιλοσοφικά ρεύματα δεν είναι για όλους. Όπως και η αθεΐα δεν ταιριάζει σε όλους (παρά την εμμονή του σχετικού μιμιδίου που κάνει λες και η αθεΐα οδηγεί στο τσουκάλι με το χρυσάφι στο τέλος του ουράνιου τόξου).
Εμένα δεν με τρομάζει ούτε κατά το ελάχιστο η ελλείψη αντκειμένικου σκοπού ζωής, καθώς έχω βρει ένα πολύ δελεαστικό υποκειμένικο σκοπό, που είναι η κατάκτηση της καρδιάς της πιτσιρίκας… LOL…
Αυτή η φράση του Cain μου ανέβασε την διάθεση “…ο κοσμικός ουμανιστής καλά θα κάνει να κοιταχτεί στον καθρέφτη και να εκτιμήσει το γεγονός ότι είμαστε όλοι ζώα…”
Δεν ήξερα ότι το O Fortuna είναι “αθεϊστικο” άσμα… τρομεροί πάντως οι στίχοι… θεωρώ ότι το πιο εμπνευσμένο κατασκεύασμα της ελληνικής μυθολογίας είναι η αδυσώπητη Μοίρα…
Ο Thomas Nagel, ίσως;
Δεν έχω καταφέρει ακόμα να βρω κάποιο αντίγραφο του “Mind and Cosmos” (φαντάζομαι σ’αυτό θα αναφέρεσαι) αλλά μπορώ να κάνω μια μικρή παρατήρηση με τα λίγα που έχω διαβάσει για το βιβλίο: επιχειρήματα του τύπου “το τάδε αντιτίθεται στην κοινή λογική” είναι ιδιαίτερα προβληματικά. Επίσης διαβάζω πως ο Nagel δέχεται αξιωματικά ως ορθό τον Ηθικό Ρεαλισμό (τεράστιο red flag για μένα). Αλλά πρέπει να αξιωθώ να διαβάσω το βιβλίο πριν σχολιάσω περισσότερο (ωραίο θέμα και για άρθρο, αλλά πρώτα πρέπει να τελειώσω με το “Moral Landscape” του Harris -μέχρι τώρα: bleh!)