Darwinism and Nature’s Undeadness 15.10.2012 © Benjamin Cain |
Θα πρέπει να σημειωθεί πως στο παρακάτω δοκίμιο, όταν ο Benjamin Cain μιλάει για “Δαρβινισμό” συχνά συμπεριλαμβάνει εννοιολογικά μέσα του και την Αβιογένεση. Αυτό είναι ανακριβές, αλλά δεν επηρεάζει τα βασικά του επιχειρήματα. Το αναφέρω απλώς προληπτικά για τον διορατικό αναγνώστη.
Ακολουθώντας την αρχή του Ξυραφιού του Όκαμ οι επιστήμονες αναζητούν ερμηνείες για φαινόμενα, δηλαδή ερμηνείες που σχετίζονται με όσο το δυνατόν λιγότερες θεωρητικές οντότητες. Έτσι, αντί να θεωρήσει τη Γη ως κάτι το ιδιαίτερο και ξεχωριστό από το υπόλοιπο σύμπαν, ο Νεύτωνας ένωσε τις δύο έννοιες με την θεωρία της παγκόσμιας έλξης, με μια δύναμη που δουλεύει παντού με τον ίδιο τρόπο. Ο Maxwell ένωσε το μαγνητισμό, τον ηλεκτρισμό και το φως, δείχνοντας πως είναι εκφάνσεις της ίδιας δύναμης (του ηλεκτρομαγνητικού πεδίου). Και ο Αϊνστάιν ένωση το χώρο, το χρόνο και τη βαρύτητα με τη θεωρία για το χωροχρόνο. Σε κάθε μία από αυτές τις ενοποιήσεις ένας περίπλοκος τρόπος θεώρησης μετατρέπεται σε έναν πιο απλό και ανάλογα με τις δυνάμεις ή τις αδυναμίες της περίπλοκης θεώρησης, η απλοποίηση μπορεί να καταλήξεις να εξαλείψει το πλαίσιο αναφοράς της συζήτησης, ώστε η απλούστερη θεωρία να θεωρείται πως ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Θεωρώ πως η θεωρία της φυσικής επιλογής του Δαρβίνου είναι άλλη μια τέτοια περίπτωση ενοποίησης, αλλά κάποιες από τις φιλοσοφικές επιπτώσεις αυτής της θεωρίας δεν έχουν εκτιμηθεί επαρκώς. Αυτό που έδειξε ο Δαρβίνος είναι πως η φύση μπορεί να επιτελέσει το έργο ενός ευφυούς σχεδιαστή, με τη δημιουργία νέων έμβιων οργανισμών. Πριν τον Δαρβίνο η διαφορά μεταξύ έμβιου και άβιου ερμηνεύονταν δυϊστικά: η ζωή προκύπτει από το Θεό ο οποίος είναι διακριτός από τη φύση και ο οποίος εμφυτεύει ένα πνεύμα ή μια υπερβατική, άυλη ουσία μέσα σε ορισμένα υλικά σώματα, ενώ η μη έμβια ύλη δεν έχει τέτοιον υπερφυσικό πυρήνα. Εδώ είχαμε μια απόλυτη διάκριση μεταξύ ζωής και θανάτου, όπως η σαφής διάκριση μεταξύ χώρου και χρόνου από τον Νεύτωνα. Αλλά μετά το Δαρβίνο οι επιστήμονες δεν θεωρούν πλέον ως πηγή των χαρακτηριστικών ενός οργανισμού -την συνείδησή του, τη δράση του, τη χαρά και τον πόνο του- το υπερφυσικό, ήτοι η δαρβίνεια βιολογία είναι μονιστική ως προς τις διαφορές μεταξύ έμβιου και άβιου. Η θεωρία του Δαρβίνου για το πώς τα άτομα ενός είδους αποκτούν τα χαρακτηριστικά τους είναι απλούστερη από τη θεϊστική, δυϊστική εξήγηση. Αντί να αναφερόμαστε σε δύο πράγματα, έναν Δημιουργό Θεό και μια πλασμένη υλική μορφή, έχουμε μόνο τις υλικές οντότητες, όπως το περιβάλλον, τα γονίδια και υλικά σώματα που αναπαράγονται από γενιά σε γενιά, μεταναστεύουν, αλλάζουν περιβάλλον και γίνονται πιο περίπλοκα και εξειδικευμένα στην πορεία.