◄◄ | ◄ | Περί Ντεϊσμού και των κειμένων του Thomas Paine | ▲ | Απόλυτος Προορισμός | ► | ►► |
(CC) 2009 EvanT |
Περί της υπάρξεως του Θεού
Μία συζήτηση στην Εταιρεία Θεοφιλανθρωπίας[82]
στο Παρίσι
“A Discourse delivered to the Society of Theophilanthropists at Paris”
Το δοκίμιο αυτό διαβάστηκε κατά πάσα πιθανότητα στην πρώτη συνέλευση της Εταιρείας στις 16 Ιανουαρίου 1797. Το παρόν κείμενο είναι μετάφραση από την αγγλική μετάφραση του Conway, που έχει βασιστεί στο πρωτότυπο έργο του Paine, το οποίο είχε εκδοθεί στο Παρίσι.
Ο Conway σημειώνει ότι αυτό το δοκίμιο φαίνεται να είναι μία σύνοψη των επιχειρημάτων του Νεύτωνα στις επιστολές του προς τον Bentley, στις οποίες υποστηρίζει την αναγκαιότητα μιας θεϊκής δύναμης για την εξήγηση των πλανητικών κινήσεων. Το πότε γράφτηκε το κείμενο δεν είναι γνωστό, αλλά ο Conway υποστηρίζει ότι το συγγραφικό στυλ του Paine εδώ δεν είναι ακόμα ώριμο και θυμίζει τα άρθρα του στο “Pennsylvania Magazine” στα 1775 (πριν την Αμερικανική Επανάσταση, την οποία ο συγγραφέας θεωρούσε σημαντικό γεγονός για τη συγγραφική του ωρίμανση). Στην Αγγλία κυκλοφόρησε με τον τίτλο “Atheism Refuted” και λόγω της “αθώας” φύσης του θεωρήθηκε αρκετά ακίνδυνο για να τυπωθεί παρά το γεγονός ότι την περίοδο εκείνη καταδικάζονταν εκδότες για την κυκλοφορία των έργων του Paine.
Πάντως εδώ ο Paine εμφανίζεται να πιστεύει σε μια πολύ πιο ενεργή θεϊκή Οντότητα απ’ότι αφήνει να διαφανεί στο πρώτο μέρος της “Εποχής της Λογικής” όπου αναπτύσσει επιχειρήματα βάσει της φύσης (βλ.και εδώ). Προσωπικά δεν είμαι βέβαιος αν όντως πιστεύει σε μια τέτοια Οντότητα ή αν απλώς προσπαθεί να αναπτύξει μια πειστική και επιστημονικοφανή αντι-αθεϊστική επιχειρηματολογία. Θα παρατηρήσετε, επίσης, ότι τα πιο πολλά από τα επιχειρήματα του συγγραφέα, που βασίζονται στις επιστημονικές γνώσεις της εποχής του, σήμερα δεν ισχύουν.
Η θρησκεία έχει δύο κύριους εχθρούς· το Φανατισμό και την Απιστία, [83] γνωστή και ως Αθεΐα. Για να καταπολεμηθεί ο πρώτος χρειάζεται λογική και ηθική· η δεύτερη μπορεί να καταπολεμηθεί με τη φυσική φιλοσοφία.
Η ύπαρξη του Θεού είναι το πρώτο δόγμα των Θεοφιλανθρώπων. Σε αυτό το ζήτημα θέλω να τραβήξω την προσοχή σας γιατί, αν και συζητείται συχνά και πολλές φορές εξαίσια, είναι ανεξάντλητο και πάντα θα υπάρχει κάτι που δεν έχει ειπωθεί ξανά. Θα ανοίξω, λοιπόν, το θέμα αυτό και ζητώ την προσοχή σας μέχρι το τέλος.
Το Σύμπαν είναι η Βίβλος ενός πραγματικού Θεοφιλανθρώπου. Εκεί είναι που διαβάζει για το Θεό. Εκεί είναι που αναζητά και βρίσκει αποδείξεις για την ύπαρξή Του. Όσον αφορά τα χειρόγραφα ή τυπωμένα βιβλία, ανεξαρτήτως του ονόματός τους, αυτά είναι έργα του ανθρώπου και δεν εμπεριέχουν κανένα στοιχείο ότι τα έγραψε ο Θεός. Αποδείξεις για την πίστη μας πρέπει να βρούμε σε κάτι που δεν μπορεί να κατασκευάσει ο άνθρωπος και αυτό το κάτι είναι το Σύμπαν, η αληθινή Βίβλος· το αμίμητο έργο του Θεού.
Αναλογιζόμενοι το Σύμπαν, όλο το σύστημα της Πλάσης, και έχοντας αυτό κατά νου, θα ανακαλύψουμε πως ό,τι ονομάζουμε φυσική φιλοσοφία είναι στην ουσία μελέτη του Θείου. Είναι η μελέτη του Θεού μέσω των έργων του. Είναι η καλύτερη μέθοδος με την οποία μπορούμε να καταλήξουμε στη γνώση της ύπαρξής Του και η μόνη με την οποία μπορούμε να δούμε έστω και ένα ψήγμα της τελειότητάς Του. [84]
Θέλουμε να αναλογιστούμε τη δύναμή Του; Τη βλέπουμε στο άπειρο της Πλάσης. Θέλουμε να αναλογιστούμε τη σοφία Του; Τη βλέπουμε στην αέναη τάξη με την οποία κυβερνάται το ακατανόητο ΟΛΟΝ. Θέλουμε να αναλογιστούμε την γενναιοδωρία Του; Τη βλέπουμε στην ποικιλία με την οποία είναι γεμάτη η γη. Θέλουμε να αναλογιστούμε το έλεός Του; Το βλέπουμε στο ότι παρέχει τη γενναιοδωρία Του ακόμα και στους αχάριστους. Εν τέλει, θέλουμε να γνωρίσουμε τι είναι ο Θεός; Μην ψάχνετε σε χειρόγραφα ή τυπωμένα βιβλία, αλλά στη Γραφή που ονομάζεται “Πλάση”.
Είναι λάθος των σχολείων να διδάσκουν την αστρονομία και τις άλλες επιστήμες και τα ζητήματα φυσικής φιλοσοφίας μόνο ως [ανθρώπινα] επιτεύγματα· θα έπρεπε να τα διδάσκουν και θεολογικά ή με αναφορά στον Ον που τα συνέγραψε, αφού οι αρχές της επιστήμης έχουν θεϊκή προέλευση. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να κατασκευάσει, να εφεύρει ή να αλλάξει τις αρχές αυτές, μπορεί μόνο να τις ανακαλύψει· και θα έπρεπε μέσα από τις ανακαλύψεις αυτές να αναζητήσουμε το Συγγραφέα.
Όταν εξετάζουμε ένα εκπληκτικό μηχάνημα, ένα θαυμάσιο κτίριο, ένα καλοσμιλεμένο άγαλμα ή έναν καλοφτιαγμένο πίνακα ζωγραφικής, στον οποίο αντικατοπτρίζονται η ζωή και η κίνηση, και μόνο η συνήθεια δε μας αφήνει να μπερδέψουμε τις φωτεινές και σκοτεινές επιφάνειες για τρισδιάστατα αντικείμενα, τελικά δε θα μπορέσουμε παρά να σκεφτούμε το εκπληκτικό ταλέντο του καλλιτέχνη. Όταν μελετούμε γεωμετρία σκεφτόμαστε τον Ευκλείδη. Όταν μιλάμε για βαρύτητα σκεφτόμαστε το Νεύτωνα. Γιατί λοιπόν, όταν μελετούμε τα έργα του Θεού στην Πλάση, σταματάμε και δεν σκεφτόμαστε το ΘΕΟ; Αυτό οφείλεται στο σχολείο που μας τα δίδαξε αυτά ως ανθρώπινα επιτεύγματα, χωρίζοντας τη μελέτη τους από το Ον που τα συνέγραψε.
Τα σχολεία μετέτρεψαν τη μελέτη της θεολογίας στη μελέτη απόψεων γραμμένων σε χειρόγραφα ή τυπωμένα βιβλία, ενώ η θεολογία θα έπρεπε να μελετάται στα βιβλία και τα έργα της Πλάσης. Η μελέτη της θεολογίας από βιβλία απόψεων συχνά παρήγαγε φανατισμό, κακία και σκληρότητα· τις θρησκευτικές πυρές και σφαγές που ισοπέδωσαν την Ευρώπη. Αλλά η μελέτη της θεολογίας από τα έργα της Πλάσης παράγει το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα. Ο νους ταυτόχρονα φωτίζεται και γαληνεύει αντιγράφοντας τη σκηνή που βλέπει· η γνώση και η λατρεία πηγαίνουν χέρι-χέρι και όλες οι κοινωνικές αρετές ενισχύονται.
Το κακό που παρήγαγε αυτό το σφάλμα των σχολείων να διδάσκουν τη φυσική φιλοσοφία μόνο σαν ανθρώπινο επίτευγμα είναι το ότι παρήγαγε μια γενιά μαθητών που είναι κατά ένα τρόπο άθεοι. Αντί να κοιτάξουν πέρα από τα έργα της Πλάσης προς τον ίδιο το Δημιουργό, στέκονται σ’αυτά και χρησιμοποιούν τη γνώση που απέκτησαν για να δημιουργήσουν αμφιβολίες για την ύπαρξή Του. Πασχίζουν ευφυώς να αποδώσουν ό,τι βλέπουν σε έμφυτες ιδιότητες της ύλης και προσπερνούν τα υπόλοιπα λέγοντας ότι η ύλη είναι αιώνια.
Ας εξετάσουμε αυτό το ζήτημα· αξίζει τον κόπο. Γιατί αν εξετάσουμε όλες τις περιπτώσεις του ζητήματος αυτού, το αποτέλεσμα θα είναι ότι με φυσικές αρχές μπορούμε να συμπεράνουμε την ύπαρξη μιας ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΑΙΤΙΑΣ ή αυτό που ο άνθρωπος ονομάζει ΘΕΟ.
Κατ’αρχάς, ακόμα κι αν παραδεχτούμε ότι η ύλη έχει ιδιότητες, όπως άλλωστε βλέπουμε ότι έχει, το ερώτημα παραμένει· πώς τις απέκτησε; Σ’αυτό [οι άθεοι] απαντούν ότι τις είχε ανέκαθεν. Αυτό δεν είναι λύση, αλλά αξίωμα· το να το αρνηθεί κανείς επιδέχεται αποδείξεων, όσο και το να το δεχθεί. Είναι απαραίτητο να συνεχίζουμε με το ζήτημα αυτό και δηλώνω ότι αν υπάρχει κάτι χωρίς το οποίο το Σύμπαν, ή ειδικότερα το ηλιακό σύστημα, δεν θα μπορούσε να υπάρχει και το οποίο δεν είναι ιδιότητα της ύλης, τότε όλα τα επιχειρήματα των Αθέων τα οποία εκπορεύονται από τις ιδιότητες της ύλης και εφαρμόζονται στο Σύμπαν θα καταρρεύσουν, οπότε και η ύπαρξη μιας πρωταρχικής αιτίας, ή αυτό που ο άνθρωπος ονομάζει Θεό, γίνεται ανιχνεύσιμη με τη φυσική φιλοσοφία.
Θα δείξω τώρα ότι αυτό το “κάτι” όντως υπάρχει και θα πω και τι είναι. Το Σύμπαν αποτελείται από ύλη και ως σύνολο συντηρείται από την κίνηση. Η κίνηση δεν είναι ιδιότητα της ύλης [85] και χωρίς αυτή την κίνηση το ηλιακό σύστημα δεν θα μπορούσε να υπάρχει. Αν η κίνηση ήταν ιδιότητα της ύλης τότε θα είχαμε ανακαλύψει τη μη ανακαλύψιμη αέναη κίνηση. Επειδή η κίνηση δεν είναι ιδιότητα της ύλης η αέναη κίνηση είναι αδύνατη για οποιονδήποτε πέρα από το Δημιουργό της ίδιας της κίνησης. Όταν οι Άθεοι θα μπορέσουν να παρουσιάσουν αέναη κίνηση [86] και μόνο τότε μπορούν να ελπίζουν ότι θα τους λάβουμε σοβαρά υπ’όψιν.
Η φυσική κατάσταση της ύλης είναι η ακινησία. Η κίνηση, η αλλαγή θέσεως, είναι αποτέλεσμα μιας εξωτερικής αιτίας που δρα πάνω στην ύλη. Όσον αφορά την ιδιότητα της ύλης που λέγεται βαρύτητα είναι η αμοιβαία δράση δυο σωμάτων με σκοπό να ενωθούν και να επέλθουν σε κατάσταση ακινησίας. Ό,τι έχει ανακαλυφθεί σχετικά με την κίνηση των πλανητών στο ηλιακό σύστημα έχει σχέση μόνο με τους νόμους της κίνησης και όχι με την αιτία της. Η βαρύτητα δεν είναι η αιτία κίνησης του ηλιακού συστήματος, αλλά θα ήταν η καταστροφή του αν η περιφορά [των πλανητών] σταματούσε. Όπως η περιστροφή κρατά όρθια μια σβούρα, η περιφορά των πλανητών τους εμποδίζει να τους έλξει ο ήλιος και σχηματίσουν ένα ενιαίο σώμα. Υπό μία έννοια η φιλοσοφία γνωρίζει και ο Αθεϊσμός λέει ότι η ύλη βρίσκεται σε διαρκή κίνηση. Αλλά η κίνηση αυτή αναφέρεται στην κατάσταση της ύλης όπως εμφανίζεται στη γη. Είναι ή αποσύνθεση, η διαρκής καταστροφή της μορφής των υλικών σωμάτων, ή ανασύνθεση, που ανανεώνει την ύλη στην ίδια ή διαφορετική μορφή, όπως είναι η αποσύνθεση ζωικών και φυτικών υλών και η ανασύνθεσή τους σε νέα σώματα [ζωντανών οργανισμών]. Αλλά η κίνηση του ηλιακού συστήματος είναι εντελώς διαφορετικού είδους και δεν είναι ιδιότητα της ύλης. Έχει τελείως διαφορετικό σκοπό· την “αέναη συντήρηση” και την παρεμπόδιση οποιασδήποτε αλλαγής στο ηλιακό σύστημα. [87] Το να αποδίδει κανείς στην ύλη όλες τις ιδιότητες που η φιλοσοφία γνωρίζει ότι έχει και όλες τις ιδιότητες που της αποδίδουν οι Αθεϊστές, ακόμα και να υποθέσουμε ότι η ύλη είναι αιώνια, αυτές δεν μπορούν να εξηγήσουν το ηλιακό σύστημα, αφού η κίνηση είναι που το συντηρεί. Όταν, λοιπόν, ανακαλύπτουμε κάτι τόσο σημαντικό, χωρίς το οποίο το Σύμπαν δεν μπορεί να υπάρξει και το οποίο δεν μπορεί να εξηγηθεί ούτε από την ύλη, ούτε από τις ιδιότητές της, αναγκαστικά πρέπει να οδηγηθούμε στη λογική πεποίθηση της ύπαρξης μιας αιτίας ανώτερης της ύλης και αυτή η αιτία ονομάζεται από τον άνθρωπο ΘΕΟΣ. [88]
Όσον αφορά αυτό που ονομάζουμε “Φύση” δεν είναι παρά οι νόμοι της κάθε είδους κίνησης και ενέργειας που ρυθμίζονται ακατανόητα. Και όταν λέμε ότι κοιτάζουμε δια μέσου της Φύσης στο Θεό της Φύσης, φιλοσοφικά μιλάμε το ίδιο λογικά με το αν λέγαμε ότι εξετάζουμε τους ανθρώπινους νόμους [για να κατανοήσουμε] εκείνον που τους θέσπισε.
Ο Θεός, η πρώτη αιτία, είναι ο νομοθέτης, η Φύση είναι ο νόμος και η ύλη είναι οι υπήκοοι [που υπακούν τους νόμους]. Αλλά η απιστία, με το να αποδίδει κάθε φαινόμενο στις ιδιότητες της ύλης, δημιουργεί ένα σύστημα που φαίνεται, αλλά δεν είναι συνεπές· ένα σύστημα που φαίνεται λογικό με τα γήινα δεδομένα, αλλά δεν μεταφράζεται καλά με την προϋπάρχουσα κίνηση του ηλιακού συστήματος. Βλέπει [ο άθεος] στην επιφάνεια της Γης τη διαρκή αποσύνθεση και ανασύνθεση της ύλης. Βλέπει μια βελανιδιά να παράγει ένα βελανίδι και το βελανίδι να παράγει μια βελανιδιά, το πουλί να γεννά ένα αυγό και το αυγό να γεννά ένα πουλί και ούτω καθ’εξής. Σε τέτοια πράγματα υπάρχει μια φυσική αιτία, αλλά καμία από αυτές τις αιτίες δεν έχει σχέσει με τις κινήσεις που συντηρούν το ηλιακό σύστημα. Ας αναλογιστούμε για λίγο αυτό το θαυμαστό και απίθανο σύστημα ύλης και κίνησης. Δεν έχουμε ύλη σε ακινησία ή σε κατάσταση αποσύνθεσης και ανασύνθεσης. [89] Είναι ένα σύνολο συστηματοποιημένο σε διαρκή τροχιακή ή κυκλική κίνηση. Η κίνηση είναι γι’αυτό το σύστημα ότι είναι η ίδια η ζωή για ένα ζωντανό οργανισμό· αν το σύστημα στερηθεί αυτή την κίνηση τότε πρέπει να “πεθάνει”. Ποιος λοιπόν έθεσε σε κίνηση αυτό το σύστημα; Ποια δύναμη ανάγκασε τους πλανήτες να κινηθούν, αφού η κίνηση δεν είναι ιδιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται; Αν αναλογιστούμε τις τεράστιες ταχύτητες αυτής της κίνησης ο θαυμασμός μας αυξάνεται αναλογικά. Για παράδειγμα, μόνο ένας από όλους τους πλανήτες, η Γη στην οποία κατοικούμε, απέχει από τον Ήλιο, το κέντρο των τροχιών των πλανητών, σύμφωνα με παρατηρήσεις των διελεύσεων της Αφροδίτης, 100 εκατομμύρια μίλια· συνεπώς η διάμετρος της τροχιάς ή του κύκλου πάνω στον οποίο κινείται η Γη είναι δύο φορές η απόσταση αυτή και η περιφέρεια της τροχιάς είναι τρεις φορές η διάμετρος, δηλαδή 600 εκατομμύρια μίλια. Η Γη κάνει αυτό το ταξίδι σε 365 ημέρες και μερικές ώρες, συνεπώς κινούμαστε με ρυθμό μεγαλύτερο των 1.600.000 μιλίων το 24ωρο.
Πού θα βρει η απιστία, πού θα βρει η αθεΐα, αιτία γι’αυτή τη συγκλονιστική ταχύτητα που ποτέ δεν αλλάζει και διατηρεί τη Γη στην τροχιά της; Αυτό δεν μπορεί να εξηγηθεί με τη λογική “από βελανίδι σε βελανιδιά και από αυγό σε πουλί” ούτε με οποιαδήποτε αλλαγή στην επιφάνεια της Γης. [90] Ο άθεος που παραδίδεται στη λογική και ο φανατικός που την απορρίπτει πέφτουν και οι δύο σε δυσκολίες από τις οποίες δεν μπορούν να ξεφύγουν. Ο ένας παραποιεί την υπέροχη και διαφωτιστική μελέτη της φυσικής φιλοσοφίας σε ένα συνονθύλευμα παραλογισμών με το να μη δέχεται να ακολουθήσει τη ροή της λογικής μέχρι το τελικό συμπέρασμα. Ο άλλος χάνεται σε σκοτεινές μεταφυσικές θεωρίες και ατιμάζει το Δημιουργό με το να κοιτάζει με βδελυγμία τη μελέτη του έργου Του. Ο πρώτος βασίζεται εν μέρει στη λογική και γι’αυτόν υπάρχει ελπίδα, ο άλλος είναι ένας φαντασιόπληκτος τον οποίο πρέπει να συμπονούμε.
Όταν σκεφτόμαστε για πρώτη φορά για το Δημιουργό, οι έννοιες μας φαίνονται συγκεχυμένες και απροσδιόριστες. Αν σκεφτούμε φιλοσοφικά όμως οι έννοιες αυτές εύκολα κατηγοριοποιούνται και απλοποιούνται. “Είναι ένα Ον του οποίου η δύναμη ισούται με τη θέλησή Του”. Παρατηρήστε τη φύση της θέλησης του ανθρώπου. Είναι άπειρη. Δεν μπορούμε να φανταστούμε την πιθανότητα ορίων στη θέληση του ανθρώπου. Από την άλλη, παρατηρήστε πόσο υπερβολικά περιορισμένη είναι η δυνατότητά του να πράττει σε σχέση με τη φύση της θέλησής του. Φανταστείτε τη δύναμή του ανθρώπου ίση με τις επιθυμίες του και ο άνθρωπος γίνεται Θεός. Θα επιθυμούσε να είναι αθάνατος και θα γινόταν. Θα επιθυμούσε να δημιουργήσει κάτι και θα συνέβαινε. Προχωρώντας με αυτή τη λογική, βλέπουμε στη φύση της θέλησης του ανθρώπου το μισό της ιδέας που έχουμε για το Θεό. Αν το συνδέσουμε με το άλλο μισό [την παντοδυναμία] μπορούμε να έχουμε μια ολοκληρωμένη άποψη για ένα Ον που δημιούργησε το Σύμπαν και το διατηρεί σε διαρκή κίνηση επειδή μπορεί να δημιουργήσει αυτή την κίνηση. [91]
Δεν γνωρίζουμε τίποτα για τη δύναμη της θέλησης των ζώων, αλλά ξέρουμε πολλά για τις διαφορετικές τους δυνατότητες. Για παράδειγμα, ξέρουμε πόσο πολυπληθείς και διαφορετικές είναι οι δυνατότητές τους, από ένα άκαρι μέχρι τον άνθρωπο. Αφού σε κάθε τι κατώτερό μας βλέπουμε μια διαβάθμιση δύναμης, πού υπάρχει δυσκολία να υποθέσουμε ότι στην κορυφή των πάντων υπάρχει μία άπειρη δύναμη ενωμένη με άπειρη θέληση; Όταν συλλάβουμε αυτή την ιδέα θα έχουμε συλλάβει το τέλειο Ον που ο άνθρωπος ονομάζει Θεό.
Είναι ευχάριστο να ζούμε με την πεποίθηση της ύπαρξης μιας άπειρης προστατευτικής δύναμης και μαζί με αυτή τη θαλπωρή να ξέρουμε ότι αυτή η πεποίθηση δεν είναι απλή παραδοχή ή φαντασία, όπως πολλές θρησκευτικές θεωρίες είναι, ούτε βασισμένη στην παράδοση ή την αποδοχή μιας άποψης, αλλά μια πεποίθηση που προκύπτει με τη χρήση της λογικής στα συστατικά του Σύμπαντος· μια πεποίθηση που απορρέει από ορατά δεδομένα. Και είναι τόσο προφανές το αληθές αυτής της πίστης που αν η πίστη αυτή δεν υπήρχε καθόλου, τα άτομα που τώρα την αντιμάχονται θα ήταν εκείνοι που θα την δημιουργούσαν και θα την προωθούσαν. Κι αυτό γιατί ξεκινώντας τους συλλογισμούς τους θα κατέληγαν τελικά στο ότι η ύλη και οι ιδιότητές της δεν εξηγούν το Σύμπαν και πρέπει αναγκαστικά να υπάρχει ένα ανώτερο αίτιο. Αυτό που αρχικά εξώθησε ανθρώπους στην απιστία είναι οι υπερβολές στις οποίες οδηγήθηκαν οι πλασματικές θρησκείες· η μισαλλοδοξία, οι διωγμοί, οι πυρές και οι σφαγές που υποστήριξαν. Θεώρησαν ότι είναι καλύτερο να μην πιστεύει κανείς καθόλου, παρά να πιστεύει σε μια πληθώρα πραγμάτων και περίπλοκων δογμάτων που έφερναν τόσο κακό στον κόσμο. Αλλά εκείνες οι μέρες πέρασαν, οι διωγμοί σταμάτησαν και το αντίδοτο που δημιούργησαν δεν έχει πλέον κανένα λόγο ύπαρξης. Εμείς ομολογούμε ειρηνικά την αγνή, ανόθευτη, ευχάριστη και λογική πίστη σε ένα Θεό, όπως αυτός αποκαλύπτεται στο Σύμπαν. Το κάνουμε αυτό χωρίς φόβο ότι η πίστη αυτή θα γίνει αιτία διωγμών όπως οι υπόλοιπες ή ότι εμείς οι ίδιοι θα διωχθούμε. [92] Οι άνθρωποι θα λογοδοτήσουν για την πίστη τους στον ίδιο το Θεό και όχι στους ανθρώπους.
Ορθώς έχει παρατηρηθεί κατά την ίδρυση της Εταιρείας ότι τα δόγματα που πιστεύει υπάρχουν από κτίσεως κόσμου· δεν είναι καινοτομίες, αλλά η βάση όλων των θρησκειών, όσο πολυπληθείς και αντιφατικές και να είναι αυτές. Όλοι οι άνθρωποι κατά βάση είναι Θεοφιλάνθρωποι. Είναι αδύνατο να δημιουργηθεί οποιαδήποτε θρησκεία χωρίς αυτές τις αρχές, συνεπώς δεν πρόκειται για αρχές που ανήκουν σε κάποια συγκεκριμένη σέκτα· εκτός κι αν υποθέσουμε ότι όλος ο κόσμος ανήκει στην ίδια σέκτα.
Κατά τη διάρκεια αυτής της ομιλίας είπα ότι η μελέτη της φυσικής φιλοσοφίας είναι μελέτη του Θεού, αφού είναι η μελέτη των έργων του Θεού στην Πλάση. Αν αναλογιστούμε τη θεολογία με αυτό ως δεδομένο, τότε πόση δυνατότητα βελτίωσης διαφαίνεται και τι νέοι ορίζοντες ανοίγονται μπροστά μας! Όλες οι αρχές της επιστήμης είναι θεϊκής προέλευσης. Δεν είναι ο άνθρωπος που εφηύρε τις αρχές στις οποίες βασίζεται η αστρονομία και κάθε κλάδος μαθηματικών. Δεν είναι ο άνθρωπος που απέδωσε τις ιδιότητές τους στον κύκλο και το τρίγωνο. Αυτές οι αρχές είναι αέναες και αμετάλλακτες. Βλέπουμε σ’αυτές την αμετάλλακτη φύση του Θείου. Βλέπουμε σ’αυτές την αθανασία, μια αθανασία που υπάρχει αφού η ύλη που εκφράζουν οι αρχές αυτές διαλυθούν σε σκόνη.
Η Εταιρεία είναι ακόμα στα σπάργανα και δεν έχει πολλά μέσα, αλλά θέλω να τονίσω αυτό το ζήτημα· ότι η διδασκαλία των κλάδων της [φυσικής] φιλοσοφίας δεν πρέπει να γίνεται [παρουσιάζοντας τα επιτεύγματά της] ως διακοσμητικά, αλλά να διδάσκονται συνδυάζοντας τη θεολογική γνώση με την επιστημονική παίδευση. Για να γίνει αυτό αποτελεσματικά θα χρειαστούν κάποια μέσα που η Εταιρεία ακόμα δεν έχει. Αλλά καθώς οι απόψεις της Εταιρείας θα αρχίσουν να επεκτείνονται και να επηρεάζουν προς το καλό και το κοινωνικό σύνολο και το άτομο, και δεδομένου ότι οι αρχές μας δεν μπορούν να έχουν εχθρούς, μπορεί να χρειαστούν κάποιες ενέργειες για να τα προμηθευτούμε [τα μέσα αυτά].
Αν προς το παρόν ενωθούμε για την πραγματοποίηση κάποιων ομιλιών για τα ζητήματα που προανέφερα θα μετατρέψουμε αρχικά τη θεολογία στο πιο ψυχαγωγικό και απολαυστικό αντικείμενο. Έπειτα θα πρέπει να παρέχουμε επιστημονική εκπαίδευση σε εκείνους που δεν μπορούν να την αποκτήσουν. Ο κάθε τεχνίτης θα διδαχθεί τις μαθηματικές αρχές που χρειάζονται για να αριστεύσει στην τέχνη του, ο γεωργός θα μάθει φυτολογία, ενώ παράλληλα θα καθοδηγούνται για να δουν το χέρι του Θεού σε όλα αυτά.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
82 ▲ | Ο Conway σημειώνει ότι η Εταιρία Θεοφιλανθρωπίας επιβίωσε για έξι χρόνια παράγοντας πλούσια βιβλιογραφία και υπέστη την μήνιν της Καθολικής Εκκλησίας που την κατεδίωξε ανηλεώς. Όταν ο Μ. Ναπολέων την έκλεισε επαναφέροντας τον Καθολικισμό, επαινέθηκε για την ευσέβειά του παρόλο που ήταν δηλωμένος άθεος. Ο ίδιος φέρεται να λέει ότι δεν πίστευε πως ο Ιησούς Χριστός είχε υπάρξει ποτέ, αλλά δεδομένου ότι ο λαός αρεσκόταν στη δεισιδαιμονία δεν το θεώρησε σκόπιμο να του αντιταχθεί. |
83 ▲ | Ο Conway σημειώνει ότι ο συγγραφέας εδώ δεν αναφέρεται τόσο στην καθαρή αθεΐα, αλλά στον ορισμό της απιστίας που έχει δώσει ήδη στο πρώτο βιβλίο της “Εποχής της Λογικής”, όπου άπιστος θεωρείται αυτός που παριστάνει ότι πιστεύει αυτά που στην ουσία δεν πιστεύει. (βλ. και εδώ) |
84 ▲ |
Ο Uzal Ogden διαφωνεί κάθετα με την αντίληψη αυτή του συγγραφέα. Αναφέρει: “Όσοι αναζητούν το Θεό χωρίς τον Ιησού Χριστό ποτέ δεν μπορούν να βρουν το φως με τις έρευνές τους, ούτε θα αποκτήσουν αληθινή ικανοποίηση, ούτε [τα αποτελέσματα των ερευνών τους] θα είναι χρήσιμα. Γιατί, είτε δεν θα προχωρήσουν αρκετά [στις έρευνές τους] ώστε να βρουν τι είναι ο Θεός, είτε θα δημιουργήσουν μια μέθοδος επικοινωνίας με το Θεό που δεν βασίζεται στο διαλογισμό, οπότε και θα γίνουν σίγουρα Ντεϊστές. Συνεπώς, μια πρακτική γνώστη της Θεότητας, η αναγνώρισή της και η λατρεία του ενός και αληθινού Θεού μπορεί να αποκτηθεί μόνο με τη Θεία Αποκάλυψη. Πόσο αναγκαίο ήταν ο Θεός να αποκαλυφθεί στους Εβραίους, να δηλώσει ότι ήταν ο πρώτος και ο έσχατος και ότι άλλος ΘΕΟΣ δεν υπάρχει, να τους προστατέψει από την ειδωλολατρία των γειτονικών εθνών, να τους ζητήσει να μην έχουν άλλο Θεό πέρα από Αυτόν, να απαγορεύσει την κατασκευή ειδώλων και τη λατρεία πραγμάτων της γης κάτω και του ουρανού επάνω; [Πόσο αναγκαία ήταν όλα αυτά;] Καθώς κανένα έθνος (που δεν είχε φωτιστεί με την αποκάλυψη) με εξαίρεση τους Εβραίους, δεν είχε, πριν τη διάδοση του Χριστιανισμού, αναγνωρίσει την ύπαρξη ενός Θεού και τη λατρεία του, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο Κος Paine, που πιστεύει “σε ένα Θεό και μόνο” δε θα το είχε κάνει μόνος, αν είχε απολαύσει μόνο το φως της φύσης και δεν είχε μεγαλώσει σε μια χριστιανική χώρα.” (σελ. 68-73) Κατ’αρχάς, αναρωτιέμαι πώς μπορεί κανείς να “αναζητήσει” το Θεό, όταν έχει αποδεχθεί ήδη ένα τεράστιο σύνολο δηλώσεων με το να δεχθεί το Ιησού ως Θεό. Είναι λίγο δύσκολο να αναζητήσεις κάτι που ήδη έχεις “βρει”. Έπειτα θα πρέπει να παρατηρήσω ότι πολύ πριν το Χριστό είχε ήδη αρχίσει να αναπτύσσεται η ιδέα του μονοθεϊσμού στους Έλληνες φιλοσόφους. Το να λέμε ότι ο μονοθεϊσμός είναι αποκλειστικότητα του Ιουδαϊσμού είναι απλά λανθασμένο. Επίσης είναι ενδιαφέρουσα η διαφορά μεταξύ του Ogden και του Πασκάλ, ο οποίος θεωρούσε ότι οποιαδήποτε αναζήτηση του Θεού εμπνέεται από τον Ιησού και δεν ανησυχούσε για το αποτέλεσμα. |
85 ▲ | Για την εποχή του συγγραφέα η κίνηση όντως δε θα μπορούσε να θεωρηθεί εγγενής ιδιότητα της ύλης. Παρόλο που η έννοια της κινητικής ενέργειας υπήρχε, έλλειπε η Θεωρία της Σχετικότητας που ουσιαστικά περιγράφει την ύλη και την ενέργεια ως διαφορετικές μορφές της ίδιας “ουσίας”. Έλειπαν, επίσης, και τα ατομικά μοντέλα (οι απαρχές της ατομικής θεωρίας μπορούν να εντοπιστούν στα μέσα του 19ου αιώνα) που τοποθετούσαν την κίνηση στα ίδια τα στοιχειώδη σωματίδια της ύλης. Η κίνηση αποτελεί βασικό στοιχείο μέχρι και στη Θεωρία των Υπερχορδών. Δυστυχώς για το συγκεκριμένο επιχείρημα του συγγραφέα, ξέρουμε πλέον ότι η κίνηση είναι βασικό και αναφαίρετο χαρακτηριστικό της ύλης. |
86 ▲ | Εδώ μάλλον έχουμε μια έμμεση αναφορά στα “αεικίνητα”, ιδεατά μηχανήματα που μπορούν να κινούνται διαρκώς χωρίς παροχή ενέργειας, κάτι που εν τέλει είναι αδύνατο στον πραγματικό κόσμο. Η αναφορά αυτή, πάντως, δεν φαίνεται να έχει άμεση σχέση με το επιχείρημά του. Μάλλον πρόκειται για περίπτωση προσπάθειας απόδειξης μέσω υπερβολής. |
87 ▲ | Για άλλη μια φορά ο συγγραφέας αντανακλά τις αντιλήψεις της εποχής περί στατικού Σύμπαντος· όχι απλά στατικού με την κοινή έννοια της λέξεως, αλλά ένα Σύμπαν όπου το Θείο επεμβαίνει τακτικά για να διατηρήσει τη στατικότητα αυτή. Με ή χωρίς θεϊκή παρέμβαση η θεωρία ενός στατικού Σύμπαντος επιβίωσε μέχρι και στα μέσα του 20ου αιώνα σε διάφορες μορφές (π.χ. Το Μοντέλο Σταθεράς Κατάστασης, βλ.Singh σελ.398-400), μέχρις ότου το μοντέλο της Μεγάλης Έκρηξης να υποστηριχθεί πλήρως από τις παρατηρήσεις. |
88 ▲ |
Στιγμιαία ο συγγραφέας εμφανίζεται να πιστεύει σε ένα “Θεό των κενών”, ένα Θεό που δρα στα σημεία που η ανθρώπινη γνώση είναι ανεπαρκής. Το πρόβλημα με αυτού του τύπου Θεότητα είναι ότι τείνει να εκδιώκεται από ένα άρτι πληρωθέν κενό σε ένα άλλο, όσο προχωρά η ανθρώπινη κατανόηση του Σύμπαντος. Στην εποχή μας ο “Θεός των κενών” έχει πλέον εκτοπιστεί στην πρωτογενή σούπα ενέργειας “πριν” τη Μεγάλη Έκρηξη (τουλάχιστον μέχρι οι επιστήμονες να βουλώσουν κι αυτή την τρύπα). Στην εποχή του Paine πάντως η πίστη σε ένα “Θεό των κενών” ήταν, σίγουρα, πολύ πιο ασφαλής απ’ότι στις μέρες μας. Στην επόμενη παράγραφο επανέρχεται στη συνηθισμένη του πεποίθηση· ότι η μοναδική θεολογία δεν μπορεί να είναι άλλη από τη μελέτη του υλικού Σύμπαντος. |
89 ▲ | Προφανώς ούτε αυτό το επιχείρημα στέκει με τα σημερινά δεδομένα περί σύνθεσης πολύπλοκων ατόμων στους πυρήνες των άστρων και την ανακύκλωση αυτής της ύλης με τις εκρήξεις των καινοφανών και υπερκαινοφανών αστέρων. Το Σύμπαν, όπως το γνωρίζουμε σήμερα, μόνο στατικό και αέναο δεν είναι. |
90 ▲ | Και όμως η λογική αυτή είναι που σήμερα εξηγεί τις κινήσεις στο ηλιακό σύστημα (ως μετεξέλιξη της περιστρεφόμενης μάζας αερίων από την οποία δημιουργήθηκε το ηλιακό σύστημα) Η λογική της μετεξέλιξης μιας κατάστασης σε μία άλλη εφαρμόζεται από τη στιγμή της Μεγάλης Έκρηξης και είναι βασική στο Σύμπαν που ζούμε. |
91 ▲ |
Θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω αυτό το απόσπασμα από το ποίημα “De Rerum Natura” (Περί φύσεως πραγμάτων) του Λουκρητίου, Ρωμαίου επικούρειου φιλοσόφου του 1ου αι. π.Χ. (Αβραμίδης, σελ.251.253) όπου διαφαίνεται η επικούρεια άποψη για το τι αποτελέσματα έχει η πίστη σε μια διαρκή θεϊκή παρεμβατικότητα στο Σύμπαν. Το ίδιο προσπαθεί να εξυγιάνει και ο συγγραφέας, αλλά διατηρώντας την παρεμβατικότητα αυτή. “…Γιατί όταν υψώνουμε το βλέμμα στις ουράνιες περιοχές του μεγάλου κόσμου και στον αιθέρα με τ’άστρα, και αναλογιζόμαστε του ηλίου τις τροχιές και της σελήνης, τότε μες στις καρδιές μας, που ήδη καταπιέζονται από άλλα κακά, ξυπνάει μια έγνοια και αρχίζει να σηκώνει κεφάλι: μήπως έχουμε αντίκρυ μας μια τεράστια θεϊκή δύναμη που προκαλεί τις ποικίλες κινήσεις των λαμπρών άστρων. Γιατί η άγνοια των αιτιών κάνει το μυαλό ν’αναρωτιέται μήπως υπήρχε μια αρχική γέννηση και, παρόμοια, αν θα υπάρξει κάποιο τέλος όπου μέχρι τότε θα αντέξουν τα οχυρά του κόσμου στην καταπόνηση της αέναης κίνησης —ή μήπως, προικισμένα από τους θεούς με αιώνια ύπαρξη, μπορούν να γλιστρούν μες στον απέραντο χρόνο αψηφώντας τις δυνάμεις του. Εξ άλλου, ποιανού δεν σφίγγεται η ψυχή από το φόβο των θεών, ποιανού δε ζαρώνει το κορμί από τον τρόμο, όταν η κατάξερη γη τρέμει από το χτύπημα του κεραυνού, όταν τα μουγκρητά διατρέχουν τον απέραντο ουρανό; Δεν τρέμουν έθνη και δεν ζαρώνουν οι περήφανοι βασιλιάδες, χτυπημένοι από το φόβο των θεών, μήπως φτάσει η βαριά η ώρα της τιμωρίας για κάποια πράξη κακή ή για κάποιον αλαζονικό λόγο; (V 1204-1225) Αν δεν βγάλεις από το νου ετούτες τις ιδέες και δεν διώξεις μακριά δοξασίες που είναι ανάξιες για τους θεούς και ξένες προς τη γαληνότητά τους, η θειότητά τους, υποτιμημένη από εσένα, θα σε βλάπτει συχνά: όχι επειδή θα διψά για εκδίκηση η η υπέρτατη δύναμή τους, — ωσάν να ήταν δυνατόν να προσβληθεί ποτέ —, μα επειδή εσύ ο ίδιος θα φαντάζεσαι πως οι γαλήνιοι και ειρηνικοί εκείνοι θεοί κυλούν μεγάλα κύματα οργής καταπάνω σου· και δεν θα μπορείς να ζυγώνεις με ψυχική γαλήνη τα ομοιώματα που αφήνουν το θεϊκό το σώμα και ταξιδεύουν μέσα στο νου των ανθρώπων, αναγγέλλοντας τη θεϊκή μορφή. Είναι λοιπόν φανερό τι είδους ζωή σε περιμένει στο εξής. (VI 68-79) Παρατηρήστε επίσης, ότι τα ίδια γενικά επιχειρήματα του συγγραφέα έχει χρησιμοποιήσει στο παρελθόν και ο Αθανάσιος Αλεξανδρείας για να υποστηρίξει τη δική του κοσμοθεωρία στο έργο του “Λόγος κατά Ελλήνων”: “Ο Θεός είναι αγαθός και φιλάνθρωπος και φροντίζει για τις ψυχές που έπλασε, επειδή είναι όμως από τη φύση του αόρατος και ακατάληπτος, και βρίσκεται πέρα από κάθε δημιουργημένη ουσία, για το λόγο αυτό το ανθρώπινο γένος αποτύγχανε να τον γνωρίσει, καθώς τα όντα δημιουργήθηκαν από το μη ον, αυτός όμως ήταν αδημιούργητος· γι’αυτό το λόγο διακόσμησε την κτίση με το Λόγο του ο Θεός, ώστε, επειδή είναι κατά τη φύση του αόρατος, για να μπορούν να τον γνωρίσουν οι άνθρωποι από τα έργα του. Γιατί από τα έργα πολλές φορές αναγνωρίζουμε τον τεχνίτη αν και δεν τον βλέπουμε […] έτσι από την τάξη του κόσμου πρέπει να αντιλαμβανόμαστε τον ποιητή και δημιουργό του Θεό, ακόμα κι αν δεν είναι ορατός με τα μάτια του σώματος.” (σελ. 201-203) Αν σταματούσε εδώ θα είχαμε ένα εξαίσιο δείγμα πρωτοχριστιανικής ντεϊστικής σκέψης. Παρασύρεται βέβαια, και λίγο αργότερα προσπαθεί να χρησιμοποιήσει αυτό το ντεϊστικό μανιφέστο για να προωθήσει τη δική του αναπόδεικτη κοσμοθεωρία, αποδίδοντας τη ρύθμιση του Σύμπαντος στον Ιησού-Λόγο, ενώ επιχειρεί να προβάλει και επιστημονικοφανή επιχειρήματα με βάση την ελλειπή γνώση της εποχής. Κοινώς, γεμίζει τα κενά κι αυτός με το Θεό. “…Αυτός λοιπόν είναι ο αγαθός Λόγος του αγαθού Πατέρα, αυτός διαρρύθμισε την τάξη των όλων, ενώνοντας μεταξύ τους τα αντίθετα [προηγουμένως είχε αναφέρει εκτεταμένα παραδείγματα περί θερμών-ψυχρών και υγρών-ξηρών ουσιών που συνυπάρχουν στο Σύμπαν και από τις οποίες αυτό αποτελείται] και δημιούργησε με αυτά μια αρμονία. Αυτός, Θεού δύναμη και Θεού σοφία είναι, τον Ουρανό περιστρέφει, τη γη κρέμασε, και ενώ δεν στηρίζεται πουθενά, με το νεύμα του τη στερέωσε. Από αυτόν παίρνοντας φως ο ήλιος φωτίζει την οικουμένη και η σελήνη παίρνει το δικό της φως. Αυτός κρεμά το νερό στα σύννεφα και τη γη ποτίζουν οι βροχές [τη βροχή τη θεωρεί μέγα θαύμα δεδομένου του ότι το νερό είναι βαρύτερο του αέρα. Επιπλέον, δεν αντιλαμβάνεται τα νέφη ως αποτελούμενα από νερό, αλλά ως δοχεία νερού] και η θάλασσα περιορίζεται και η γη καλύπτεται με κάθε είδους φυτά και βγάζει χορτάρι. Και εάν κανείς άπιστος ζητάει να μάθει σχετικά με αυτά που είπαμε, αν πραγματικά υπάρχει ο Λόγος του Θεού, αυτός που αμφιβάλλει για το Λόγο του Θεού, θα ήταν τρελός· έχει όμως από όσα βλέπει την απόδειξη· ότι όλα από το Λόγο του Θεού δημιουργήθηκαν…” (σελ.223-225) |
92 ▲ | Ο Conway σημειώνει ότι λίγα χρόνια αργότερα ο Ναπολέων έκλεισε τις Θεοφιλανθρωπικές Εταιρείες. Είναι γεγονός πάντως, ότι ο συγγραφέας εμφανίζεται υπέρ του δέοντος αισιόδοξος και μάλιστα αδικαιολόγητα, δεδομένου ότι τα γραπτά του ακόμα διώκονταν στην Αγγλία. Αν δεχθούμε πάντως την άποψή του περί των γενεσιουργών αιτίων του Αθεϊσμού, δεν πρέπει να μας κάνει εντύπωση πως σήμερα ο Αθεϊσμός βιώνει την Αναγέννησή του. |
Τα σχόλιά σας είναι ευπρόσδεκτα / Your comments are welcome