Το αθροιστικό αποτέλεσμα των προηγουμένων καταπνίγουν τη μυθικιστική θέση, η οποία ξεκίνησε από τη ριζοσπαστική νεοδιαθηκική παράδοση στην Ολλανδία, Βρετανία και ΗΠΑ στα τέλη του 19ου αιώνα και στη Γερμανία νωρίτερα. Ως γνώστης αυτών και των ύστερων μυθικιστικών θεωριών, μπορώ να πω με ασφάλεια ότι στην προσπάθεια να περιθωριοποιηθούν τα ευαγγέλια, καμία γωνία δεν έμεινε αφώτιστη. Τώρα πλέον έχουμε φωτίσει αυτές τις σκοτεινές γωνίες ξανά και ξανά χωρίς αποτέλεσμα και χωρίς να βρούμε κάτι κρυμμένο εκεί.
Παρά την ενέργεια της μυθικιστικής σχολής, από τον Drews, τον Robinson, τον Couchoud και τον van Eysinga μέχρι και τον Wells, τον τελευταίο αξιόλογο εκπρόσωπό της,[124] τα συμπεράσματά της έχουν καταστεί λανθασμένα από την ιστορική έρευνα του τέλους του 20ου αιώνα.[125] Παραμένει μεν μια χαριτωμένη, παράξενη, ενδιαφέρουσα, αλλά εν τέλει μη εντυπωσιακή αξιολόγηση των στοιχείων -ή για να μεταφέρω την ετυμηγορία του James Robinson, ένα “χάσιμο χρόνου” με ατζέντα. Μεθοδολογικά ξεφορτώνεται ό,τι είναι αντίθετο με τον πυρήνα της –ο Ιησούς δεν υπήρξε– σε ένα λάκκο άρνησης και μισομαγειρεμένων θεωριών συνωμοσίας που δίνουν κακό όνομα στο σκεπτικισμό και την καχυποψία. Όπως όλες οι αποτυχημένες υποθέσεις, φτάνει στο ζητούμενο διαισθητικά, επιλέγει τα στοιχεία όπως θέλει για να δείξει πως η αμφισημία, η αβεβαιότητα και η περιπλοκότητα των κειμένων και των παραδόσεων στερούνται νοήματος και εφευρέθηκαν από τις νεοδιαθηκικές σπουδές και υπερασπίζεται τα “συμπεράσματά” της μέσω force majeure. Εν ολίγοις, ο Μυθικισμός είναι δόγμα σε αναζήτηση υποσημειώσεων. Οι περισσότερες που συνεχίζει να εκμεταλλεύεται ως αναφορές, ευθείες και πλάγιες, και προβλήματα είναι ηλικίας άνω των 100 ετών. Αν και θα ήταν λάθος να πούμε πως η θεωρία δεν έχει εξεταστεί σοβαρά από υπεύθυνους μελετητές, και τότε και τώρα οι πιο φανατικοί υποστηρικτές της ήταν και είναι ερασιτέχνες των νεοδιαθηκικών σπουδών και εκείνοι με τα λιγότερα εφόδια, παιδεία και διάθεση να εξετάσουν το τεράστιο και μπερδεμένο σύνολο των αποδείξεων.
Ως αντικείμενο, η ιστορία ασχολείται με την αποκάλυψη απατεώνων από τον καιρό του Lorenzo Valla.[126] Αλλά η έκθεση της απάτης δεν είναι η ανακάλυψη της πραγματικότητας ή της αλήθειας -του “τι πραγματικά συνέβη”. Η ιστορία απαιτεί κάποια υπομονή με την ασάφεια, μερικές φορές χειρουργική ακρίβεια με ντελικάτες πηγές που έχουν μια στάλα αξιόπιστων στοιχείων κάτω από στρώματα προσθηκών και διορθώσεων. Ο Harnack θεωρούσε πως η διαδικασία ήταν σαν να ξεφλουδίζεις ένα καλαμπόκι, [127] αλλά η εικόνα ήταν ατυχής όπως του υπενθύμισε ένας επικριτής του, ο Alfred Loisy. [128] Οι νεοδιαθηκικές σπουδές έμαθαν πρόσφατα να διακρίνουν μεταξύ γεγονότος και αλληγορίας, τα οποία είναι ανακατεμένα στην ιστορία του Ιησού. Ασχέτως, τα όρια αυτής της ιστορικής φιγούρας είναι σαφή. Όπως λέει και ο υπερδραστήριος Τερτυλλιανός στο δοκίμιό του για τη Σάρκα του Ιησού (De carne Christi, ~212), κατά των Μυθικιστών της εποχής του:
Γιατί λες πως η σάρκα είναι ουράνια, ενώ δεν έχεις λόγο να τη θεωρείς ουράνια; Γιατί αρνείσαι το γήινο, ενώ έχεις λόγο να το αναγνωρίσεις ως γήινο; Πεινάει με τον Διάβολο, διψάει με τη Σαμαρίτιδα, Θρυνεί το Λάζαρο, τρέμει στην προοπτική του θανάτου. Λέει πως η σάρκα είναι αδύναμη και στο τέλος χύνει το αίμα της. Υποθέτω πως τα θεωρείς αυτά ουράνια σημεία. Αλλά εγώ λέω, πώς θα μπορούσε, καθώς προείπε πως θα συνέβαινε, να ατιμαστεί και να υποφέρει, αν στη σάρκα είχε λάμψει έστω και λίγη από την ουράνια ευγένειά του; Έτσι, αποδεικνύουμε ότι στη σάρκα δεν υπήρχε τίποτα που να κατέβηκε από τον ουρανό και αυτό για να μπορεί να ατιμαστεί και να υποφέρει. [129]
Η γλώσσα μας είναι παράξενη επειδή ο Τερτυλλιανός επιχειρηματολογεί κατά ενός αποστάτη μαθητή του Μαρκίωνα, του Απελλή. Αλλά το μήνυμα είναι απλό: ο Ιησούς ήταν πραγματικός.
Όταν ξεκίνησα να δουλεύω με τον Μαρκίωνα στην Οξφόρδη, πέρασα κι εγώ από τη φάση αμφισβήτησης της ιστορικότητας του Ιησού. Έπρεπε γιατί και ο Μαρκίωνας το έκανε -και την απέρριψα. Το μοναδικό του ευαγγέλιο ήταν η μοναχική του αναγνώριση εκείνης της πραγματικότητας, ενώ η πραγματική του εργασία -να θέσει τη θεολογία του Παύλου υπεράνω του ευαγγελίου- επικρατούσε στη σκέψη του. Οι ακόλουθοί του, όπως ο Απελλής, πρέπει να έλαβαν τη θέση του “ε και;” που μπορεί να ανιχνευθεί μέχρι και την περιφρόνηση του Παύλου για τους “υπερλίαν αποστόλους”, τους υπεραποστόλους, με τον ισχυρισμό του ότι γνώριζαν τον Ιησού “ως σάρκα”. “Ε και σαν τον γνώριζαν έτσι;”, χλεύαζε ο Παύλος, “αφού δεν τον γνωρίζουμε έτσι πλέον” (Β Κορ 5,16).
Αλλά ο Παύλος, που γράφει γύρω στο 50 του 1ου αιώνα, λέει περισσότερα σε αυτό το εκνευρισμένο και παράπλευρο σχόλιό του από όσα γράφει οπουδήποτε αλλού στις επιστολές του για τον ιστορικό Ιησού: μας λέει γιατί, ως προσωπικό ζήτημα, δεν “κηρύσσει” την ιστορία της ζωής του Ιησού, αλλά αντίθετα ξεκινά με το σκάνδαλο του σταυρού, μια χρήση που σημαίνει πως ο Παύλος ήξερε τουλάχιστον μια πληροφορία για τον Ιησού και πως το κήρυγμά του μεταξύ Εβραίων και “Ελλήνων” είχε τίμημα.
Δυστυχώς, η στάνταρ απάντηση για αυτή την αντιπαλότητα μεταξύ Παύλου και εκκλησίας της Ιερουσαλήμ μεταξύ των Μυθικιστών είναι να παραβλέπουν την αντιπαλότητα αυτή ή να αρνούνται την ύπαρξη της εκκλησίας της Ιερουσαλήμ ή την ύπαρξη του ίδιου του Παύλου. [130] Όταν ο Mark Twain ένιωσε πως η πλοκή και οι χαρακτήρες σε ένα μυθιστόρημα ονόματι Τα εκπληκτικά δίδυμα είχαν γίνει πολύ δύσχρηστοι για να προχωρήσουν την ιστορία, έπνιξε τα περισσεύματα σε ένα “δηλητηριασμένο πηγάδι”. Πάρα πολλές πληροφορίες βρίσκονται στον πάτο του μυθικιστικού πηγαδιού. [131] Το πιο πολύ υλικό έχει σχέση με τη διεύρυνση της κατανόησής μας του κόσμου και του πλαισίου στα οποία έδρασε ο Παύλος.
Δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να αμφιβάλλουμε για το πρώτο βεβαιωμένο σχίσμα στην ιστορία της εκκλησίας (αν εξαιρέσουμε εκείνα για τα οποία τα στοιχεία είναι λιγότερο ξεκάθαρα). Το σχίσμα είχε τουλάχιστον εν μέρει σχέση με τους ισχυρισμούς “κάποιων ανδρών από τον Ιάκωβο” (Γαλ 2,12) ότι είχαν σχέση, ίσως και φιλική με τον Ιησού -ενώ ο Παύλος “ήταν εξίσου απόστολος με εκείνους!”- και παγίωσε το μήνυμά του σε μια αποκάλυψη από τον αναστημένο Κύριο. Στα πιο πικρά τμήματα της Β΄ προς Κορινθίους, την πιο περίπλοκη επιστολή της Καινής Διαθήκης, -μία που φαίνεται να είχε ιδιαίτερη σχέση με το Μαρκίωνα, αν κρίνουμε από την μακρόσυρτη αναφορά σε αυτή στο Adversus Marcionem– έχουμε μια πρώτη ματιά στην πρώτη διαχειριστική κρίση της χριστιανικής θρησκείας. Δεν πρέπει να μας κάνει εντύπωση ότι ο πόλεμος ήταν μεταξύ των διευθυντών που άφησε ο ιδρυτής και ενός νέου ανθρώπου “με ιδέες” που μπήκε στην εταιρεία μετά το θάνατο του ιδρυτή. Ακόμα και η συμφιλιωτική προσπάθεια του Λουκά στις Πράξεις των Αποστόλων, γραμμένη πάνω από 50 χρόνια μετά, δεν πετυχαίνει να σβήσει τη ζημιά που έκανε το σχίσμα. Ωστόσο η ίδια η κρίση μας καλεί σαφώς να κοιτάξουμε πέρα από το θρύλο των Δώδεκα, στην ιστορικότητα του Ιησού, των μαθητών του και του Ιακώβου. [132]
Αυτό που ενδιέφερε όμως την πρώιμη εκκλησία ήταν η σημασία του αναπάντεχου θανάτου του Ιησού -το νόημά της ως μυστηριακής νίκης επί του κακού από τη δύναμη της χάρης του Θεού και των συνεπειών της- όχι η στοιχειώδης ανθρωπιά του κηρύγματος στο Όρος των Ελαιών ή η (κοινότυπη) ευλάβεια της Κυριακής Προσευχής ή ακόμα και η επιλογή ιεραποστόλων που θα συνέχιζαν το κήρυγμα. Αυτή η σημασία ήταν που δημιούργησε την αποστολική κοινότητα, έβαλε τον Παύλο στον ιεραποστολικό δρόμο και η εχθρότητα προς αυτή ήταν που ενέπνευσε το ευαγγέλιο της αγάπης του Μαρκίωνα και την υπεράσπιση της ζωντανής παράδοσης του Ειρηναίου. Ή μάλλον -αυτό που είχε περισσότερη σημασία ήταν η σημασία του θανάτου του, αφού δεν υπάρχει στοιχείο που να δείχνει ότι υπήρχε ενδιαφέρον για τα απλά και τα τετριμμένα της ζωής του Ιησού την ίδια περίοδο, ούτε ότι αποτελούσαν ανταγωνιστικό μοτίβο.
Παρά την εμμονή του και τις υποθέσεις για τη θεολογία του Παύλου, όπως την ήξερε, ο Μαρκίωνας ήταν επίσης και κάπως λιτεραλιστής και πιθανότατα μικρασιάτης Εβραίος, όπου ο Χριστιανισμός αναπτύχθηκε νωρίς και είχε εγκατασταθεί για τα καλά μέχρι τον καιρό του Πλινίου το 110-113 -μια περίοδο που ο Μαρκίωνας θα ήταν ενεργός ως διδάσκαλος. Βασικός πυρήνας της διδασκαλίας του ήταν ότι υπάρχει ένας ανώτερος κι ένας κατώτερος θεός, ο Ιησούς ήταν η προσωποποίηση της αγάπης και της καλοσύνης αυτής της ανώτερης και μέχρι τότε άγνωστης δύναμης. Αλλά η εξελισσόμενη εκκλησία δεν μπορούσε να δεχθεί ούτε καν αυτό. Προτίμησε να ρισκάρει με ένα είδος θεολογικής ασυναρτησίας (η οποία νομίζω ότι ζει ακόμα, αιώνες μετά τη Χαλκηδόνα) επιμένοντας στην πλήρη ανθρώπινη και θεϊκή φύση του Ιησού, δύο σε ένα.
Επιπλέον, ο Μαρκίωνας δεν ανίχνευσε καμία λογοτεχνική ασάφεια στο ευαγγέλιο που είχε: θεωρούσε πως οι ακόλουθοι του Ιησού ήταν κακοί μαθητές και εν τέλει ψευδείς μάρτυρες της διδασκαλίας του. Δεν το βασίζει αυτό σε κάποιο λογοτεχνικό μοτίβο στα ευαγγέλια (στον Λουκά τουλάχιστον οι απόστολοι φαίνεται να συμμορφώνονται), [133] αλλά σε έναν σκεπτικισμό για την αξιοπιστία των αποστόλων που προέρχεται από τον ίδιο τον Παύλο. Ήταν ο Παύλος η πηγή ή απλά αποδέκτης της ιδέας των “ψευδών αποστόλων”. Με ποια κριτήρια απέρριπτε ο Παύλος το πρόσχημα ανωτερότητας των ανώτερων αποστόλων; Ένας ιστορικός Ιησούς που τώρα βρίσκεται στον ουρανό, είχε γίνει γνωστός υλικά και συνεχίζει να αποκαλύπτει το μήνυμά του και να ορίζει αποστόλους μετά θάνατον, δεν είναι πιο χρήσιμος για το παράξενο μήνυμα του Παύλου, από έναν ιστορικό Ιησού που όρισε όλους τους αποστόλους ενώ ζούσε; Ή να συμπεριφερθούμε μυθικιστικά και να πούμε πως όλη η διαμάχη είναι πλασμένη από τους συγγραφείς;
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
124 ▲ |
Βλ. τη συζήτησή μου στην επανέκδοση των K. Jaspers και R. Bultmann, Myth and Christianity: An Inquiry into the Possibility of Religion without Myth (Amherst, 2005), 9-22, που επίσης παρέχει και μια περίληψη των βασικών αξόνων στους οποίους κινούνται οι Μυθικιστές. |
125 ▲ |
Μια εντυπωσιακή αντίδραση των αρχών του 20ου αιώνα στο Μυθικισμό είναι το δοκίμιο του Maurice Goguel, “Recent French Discussion of the Historical Existence of Jesus Christ,” Harvard Theological Review, 19.2 (1926), 115-142. |
126 ▲ |
Carlo Ginzberg, History, Rhetoric, and Proof (The Menahem Stern Jerusalem Lectures; Brandeis, 1999), pp. 54-71. |
127 ▲ |
Η εικόνα είναι η αγαπημένη του Harnack: What is Christianity? (rpt of 1901 edition; Martino, 2011), pp. 12, 15, 55, 179, 217 |
128 ▲ |
Βλ. τη συζήτηση του W. Wildmann, Boston University Collaborative Encyclopedia, “Alfred Losiy and Adolph von Harnack” http://people.bu.edu/wwildman/bce/loisy.htm (15 Απριλίου 2012) |
129 ▲ |
Τερτυλλιανός de carne Christi (μτφρ. Evans, Oxford, 1956), 9.39. |
130 ▲ |
Hermann Detering, The Falsified Paul, Early Christianity in the Twilight (Journal of Higher Criticism, 2003), και βλ. J. Murphy O’Connor, Paul, A Critical Life (Clarendon, 1996). |
131 ▲ |
“Book Editing: Killing Characters With Mark Twain’s Deadly Well”(12 Ιανουαρίου 2102); http://www.deborahteramischristian.com/writing/mark-twain-editing-books/ (5 Μαΐου 2012) |
132 ▲ |
Σε αυτό το δοκίμιο δεν ασχολούμαι με το αίνιγμα των πολλαπλών Ιακώβων και των συνθετικών ακροβατικών που τους δημιούργησαν. Μόνο ως προς την Προς Γαλάτας, θεωρώ πως ο Ιάκωβος που αναφέρεται στο Γαλ 1,18 και ο αδελφός που αναφέρεται στο Μκ 6,3 αντιπροσωπεύουν τις πλέον πρώιμες εμφανίσεις στην γραπτή παράδοση. Οι πλάγιες αναφορές στο Α Κορ 15,7 (πρβλ. 5) είναι δίδυμες, ίσως δείχνοντας δύο διαφορετικές εκδοχές της επιστολής ή δύο διαφορετικές αναστάσιμες παραδόσεις, μία που σχετίζεται με τον Πέτρο και τους Δώδεκα και μία με τον Ιάκωβο και τους Αποστόλους. |
133 ▲ |
Βλ. την εκτεταμμένη μου συζήτηση στο Marcion, 101-133 |
Τα σχόλιά σας είναι ευπρόσδεκτα / Your comments are welcome