Αυτά που είπα είναι ένα βασικό περίγραμμα για τους λόγους για τους οποίους θεωρώ πως κανείς σοβαρός μελετητής της πρώιμης εκκλησίας δεν θα έλεγε πως ο Ιησούς δεν υπήρξε ποτέ.
Τα ευαγγέλια από μόνα τους, ακόμα και με τις παράδοξες περιστάσεις κάτω από τις οποίες γράφτηκαν και η αλληλεξάρτησή τους, δεν το αποδεικνύουν αυτό. Αλλά το σύμπλεγμα υλικού που επιβιώνει και μας λέει την ιστορία των απαρχών του Χριστιανισμού μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως ο Ιησούς υπήρξε, τότε και εκεί που μας λένε τα ευαγγέλια. Τα βασικά στοιχεία, πολλές από τις λεπτομέρειες και ειδικά οι αντιπαραθέσεις που στήνουν τη σκηνή της ζωής του Ιησού παραμένουν φανερές. Δεν είναι έργο ενός σατανικού εγκεφάλου ή ενός μάστερ της πλαστογραφίας ή ενός απατεώνα παραμυθά. Είναι το έργο σοβαρών, αν και περιορισμένων λόγω πολιτισμικής παράδοσης, συγγραφέων που προσπαθούν να κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούσε με συλλεγμένες παραδόσεις που υπήρχαν σε μια πληθώρα “μορφών”, όπως θα τις αποκαλέσει αργότερα η ακαδημαϊκή έρευνα. Το αν ο Ιησούς έβγαλε λόγο σε ένα όρος, σε ένα λιβάδι, στην κορφή ενός λόφου, όλο μαζί ή τμηματικά, δεν αναιρεί την παράδοση ότι το έκανε. Επικεντρωθήκαμε υπερβολικά στην ευρετική αξία της αμφιβολίας κατά την εξέταση μιας αφελούς λογοτεχνικής παράδοσης και όχι αρκετά στην εμμονή της σε ένα σταθερό πλαίσιο και στην ιστορική συνέπεια του κεντρικού της χαρακτήρα. Με τον δικό τους τρόπο, και σε μια περίοδο όταν ο Ιησούς θα μπορούσε να είχε καταβροχθιστεί από δεκάδες ανάλογους μύθους και τελετουργίες, οι συγγραφείς των ευαγγελίων και οι ερμηνευτές του, οι πατέρες της εκκλησίας, επιμένουν σε αυτό το πλαίσιο.
Όπως παρατήρησα και στο “Οι πηγές της παράδοσης του Ιησού”, η άρνηση του Θεού και η άρνηση του Ιησού είναι διαφορετικά. Δεν θεωρώ πως τα ιστορικά στοιχεία αρκούν για να ξεκαθαρίσει το ζήτημα της ύπαρξης του Θεού στη γενικότερη μορφή του όρου πέρα από τις πολιτισμικές εκφάνσεις του. Θεωρώ πως η Βίβλος, και οι δύο οι διαθήκες, και όλη η ιερή φιλολογία, συνολικά δεν μας βοηθά να λύσουμε το ζήτημα.
Αλλά θεωρώ πως το βασικό γεγονός του Ιησού είναι αδιαμφισβήτητο, εκτός και αν (α) δεν κατανοούμε την περιπλοκότητα των πηγών και του ιστορικού τους πλαισίου ή εφαρμόζουμε επί αυτών λάθος υποθέσεις και κακή μεθοδολογία, (β) είμαστε έντονα επηρεασμένοι από θεωρίες συνωμοσίας που -για να χρησιμοποιήσω την αρχή του Hume- είναι πιο απίστευτες από την ιστορία που προσπαθούν να καταρρίψουν ή (γ) θέλουμε να είμαστε εξωφρενικοί. Για να επαναλάβω την ετυμηγορία του Morton Smith για τον Wells, η ιδέα ότι ο Ιησούς δεν υπήρξε απαιτεί τη δημιουργία ενός μύθου πιο απίστευτου από οτιδήποτε υπάρχει μέσα στη Βίβλο. [134]
Η χρήση οποιουδήποτε μοναδικού “θεωρήματος” για να διαχειριστεί όσα είπαμε ήδη φτάνει στα όρια του πιστευτού. Ωστόσο υπάρχουν αυτοανακηρυγμένοι ειδήμονες στο χώρο που καθοδηγούν εξίσου εύπιστους και ανυποψίαστους ερασιτέχνες στην ατραπό της ψευδο-μαθηματικής πιθανότητας βασιζόμενοι στην παράλογη άποψη πως τα ευαγγέλια μπορούν να προσεγγιστούν με δυϊστικές λογικές “σωστού-λάθους”, χωρίς αναφορά στους αποδέκτες τους, που ούτε αποδέχθηκαν, ούτε κατανόησαν το κήρυγμα για τον Ιησού με αυτούς τους όρους. Βασίζεται στο αντίθετο της προσεκτικής έρευνας, αφού εξαρτάται από μια αναχρονιστική και “νομικιστική” προσέγγιση των ευαγγελίων ως μια συλλογή ισχυρισμών που μπορούν να απαντηθούν με ναι ή όχι. Αλλά η γραπτή παράδοση δεν μας ζητάει αυτό. Η “παράδοση του Ιησού” λέγεται έτσι επειδή είναι δεν είναι ιστορία γεγονότων όπως θα τη θέλαμε. Ανάμεσα σε εμάς και τον Ιησού παρεμβαίνει η κοινότητα, όχι μια φορά, αλλά διαρκώς. Αυτό δεν σημαίνει πως ο Ιησούς δεν είχε φωνή, όπως και αν επαναλάβετε μια ιστορία που σας είπε η γιαγιά σας δεν σημαίνει πως γιαγιά δεν υπάρχει.
Όταν συνεκλήθη το συνέδριο “Ann Arbor” με θέμα “Ο Ιησούς στην Ιστορία και το Μύθο” πριν 27 χρόνια, ο τότε γνωστότερος υποστηρικτής του Μυθικισμού, ο George A. Wells, είχε προσκληθεί να συμμετάσχει. Τότε ήμουν ένας νέος επίκουρος καθηγητής του πανεπιστημίου του Μίσιγκαν.
Στην δική μου παρουσίαση “Άλλα ευαγγέλια, Αιρετικοί Χριστοί”, σχολίασα ότι υπάρχει πιθανότητα να χρειάζεται να αλλάξουμε την άποψή μας ότι τα ευαγγέλια είναι στηρικτικά και ότι ίσως είναι διορθωτικά, ένα μάλλον αδιάφορο συμπέρασμα, πίστευα, δεδομένου αυτών που ξέρουμε για την αλληλεξάρτησή τους. Δηλαδή, δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τα συνοπτικά κείμενα ως αλληλοστηριζόμενη μαρτυρία ενός γεγονότος, όπως θεωρούνταν παλιότερα, τον καιρό του Τατιανού. Αλλά μπορούμε να θεωρήσουμε ως ανεξάρτητες διορθωτικές πηγές ως προς τις παραδόσεις που περιέχουν, κάτι εξίσου κοινό μεταξύ των κλασσικών ιστορικών. “Και τι διορθώνουν;” μου πέταξε ο Wells όταν τελείωσα, “αφού δεν υπάρχουν αδιαμφισβήτητες ιστορικές λεπτομέρειες για να χρησιμοποιήσουμε ως στάνταρ;” Τότε, ο μακαρίτης ο Morton Smith, που “χρειαζόταν” έναν ιστορικό Ιησού για το ρόλο του ήρωα στη δική του θεωρία του μάγου είπε: “Να σου πω, μπορεί να είχαν ξεφύγει σε ένα κάρο κατευθύνσεις. Δεν το έκαναν. Η ομοιότητά τους είναι αρκετά ισχυρό στοιχείο ότι προσπαθούσαν να διατηρήσουν κάτι και πιστεύω πως ήταν η ιστορική μνήμη.”
“Και μιας και πιάσαμε την κουβέντα”, συνέχισε ο Smith, “ποια είναι μια αδιαμφισβήτητη ιστορική λεπτομέρεια;”
Αυτό με φέρνει πίσω στην αρχή. Διατηρούν κάτι και θεωρώ πως είναι και η ιστορική μνήμη. Θα μπορούσαν να είχαν ξεφύγει σε ένα κάρο κατευθύνσεις. Η απόκρυφη ιστορία του Ιησού αυτό κάνει, με ιστορίες με αναλήψεις, ένα θείο κωλόπαιδο που σκοτώνει τα παιδάκια με τα οποία παίζει, και έναν διαφωτιστή που κατεβαίνει στην κόλαση και αλυσοδένει τους δαίμονες. [135] Αυτά είναι σκέτοι θρύλοι. Ξεφεύγουν “σε ένα κάρο κατευθύνσεις”. Και τα γνωστικά ευαγγέλια το κάνουν αυτό. Αλλά τα κανονικά όχι. Αν η πλαστή μυθολογία αρκεί για να εξηγήσει αυτά τα φιλολογικά τεχνουργήματα, είναι δουλειά των Μυθικιστών να μας εξηγήσουν γιατί είναι τόσο φτωχά παραδείγματα της μυθοπλαστικής παράδοσης -όχι επειδή μας λένε την ιστορία ενός άνδρα που αναλαμβάνεται θριαμβευτικά στους ουρανούς, στο τέλος της διήγησης, όπως αποθεώνεται ο Ρωμύλος στην ιστορία του Λίβιου- αλλά για ποιο λόγο έκανε καν τον κόπο να πατήσει στο έδαφος.
Εν ολίγοις, τα ευαγγέλια είναι η καλύτερη κατάρριψη της μυθικιστικής θεωρίας της καταγωγής τους. Το ίδιο κάνουν πλαγίως οι θεολογικές υπερασπίσεις της πραγματικότητας και ανθρώπινης φύσης του Ιησού. Το ίδιο κάνει και ο Παύλος με την παραδοχή της απόρριψης του ιστορικού Ιησού στα πλαίσια της διαμάχης του με “εκείνους που ήταν από πριν απόστολοι”. Είναι στην ουσία και στην πράξη μια κατάρριψη μιας ιδιαίτερα ελκυστικής σωτηριολογίας, ενός θεϊκού όντος που εστάλη από ψηλά για να διαλέξει μερικούς εκλεκτούς και να τους ψιθυρίσει τη “γνώση” της σωτηρίας.
Δεν μπορούμε να πούμε πόσο επιτυχώς εξημεώνουν το μύθο αυτό στην ιστορική πραγματικότητα της ζωής, του θανάτου και της περιορισμένης διδασκαλίας ενός ανθρώπου. Ο Γνωστικισμός είναι το πιο βέβαιο στοιχείο που έχουμε για το πώς θα μπορούσαν να είχαν εξελιχθεί τα πράγματα αν τα ιστορικά πλαίσια είχαν θυσιαστεί σε μια σωτηριακή θεωρία και το ευαγγέλιο του Ιωάννη μας δίνει στοιχεία για ένα ενδιάμεσο στάδιο -ένα μεσοβέζικο συμβιβασμό, μπορούμε να πούμε- μεταξύ πραγματικότητας και μύθου. Με άλλα λόγια, ξέρουμε τι είναι ένα ευαγγέλιο, επειδή ξέρουμε σήμερα με αρκετή βεβαιότητα με τι μοιάζει ένα αποτυχημένο ευαγγέλιο με τη μορφή μιας προγενέστερης σωτηριακής μυθολογίας που κατοικείται από αποκαλυπτικές, αφηρημένες οντότητες που ταξιδεύουν στο χρόνο. Όμως τα ευαγγέλια δεν ενδιαφέρονται για τα κοσμικά, αλλά για εγκόσμια και η διδασκαλία του Ιησού για ζητήματα από το διαζύγιο μέχρι την πρόβλεψη του επικείμενου θανάτου του -την οποία θεωρώ περισσότερο ζήτημα κοινής λογικής, παρά προφητείας- είναι φυσικοί προβληματισμοί για έναν άνθρωπο που βλέπει τον χρόνο του να τελειώνει.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
134 ▲ |
Βλ. υποσημείωση 2 |
135 ▲ |
Βλ. J. K Elliott, ed., The Apocryphal New Testament A Collection of Apocryphal Christian Literature in an English Translation (Oxford 2005) και την εισαγωγή στο The Secret Gospels, ed. R. J. Hoffmann (Amherst, 1996). |
Τα σχόλιά σας είναι ευπρόσδεκτα / Your comments are welcome