Inkling of an Unembarrassing Postmodern Religion 28.01.2012 © Benjamin Cain |
Σε κάποια άρθρα-παραληρήματα έχω αγγίξει αδρομερώς τη νιτσεϊκή άποψη ότι η κοσμική κοινωνία, μετά το θάνατο του Θεού, είναι η έλλειψη ενός προφανούς υποκατάστατου που μπορούμε να νιώσουμε βαθιά μέσα μας πως είναι ιερό (βλ. Νίτσε και Κοσμικός Φιλελευθερισμός.) Όταν οι επιστήμονες ανακάλυψαν την πραγματική απάνθρωπη κλίμακα του σύμπαντος και την πλήρη ζωώδη φύση του σώματός μας και της εξελικτικής μας ιστορίας, το αποτέλεσμα ήταν η απομυθοποίηση του κόσμου που απειλεί να διαλύσεις τις ψευδαισθήσεις που μας κρατούν λογικούς. Οι μεταμοντέρνοι κυνικοί λένε πως δεν μια τέτοια μη θεϊστική θρησκεία δεν χρειάζεται, πως μπορούμε να ζούμε με άπειρα επίπεδα ειρωνείας, να μετατρέψουμε τον πολιτισμό μας σε ένα τεράστιο σκετς του Stephen Colbert, όπου η κάθε δημόσια δήλωση είναι το λιγότερο ένα λευκό ψέμα και χειροκροτιόμαστε αναμεταξύ μας για τον ξύπνιο πραγματισμό μας, την απέχθειά μας για φιλοσοφική αναζήτηση και τις μηδενιστικές μας πόζες.
Αυτοί οι κυνικοί μπορεί να κοροϊδεύουν τους εαυτούς τους, αλλά εμένα δεν με ξεγελάνε. Βάλτε ένα πιστόλι στο κεφάλι ενός μέλος της οικογένειας του μεταμοντέρνου υποκριτή και θα δείτε κατά πόσον θα διατηρήσει την ημι-βουδιστική του αποστασιοποίηση και κατά πόσον πράγματι δεν θεωρεί τίποτα ιερό στη γη. Φυσικά, ως το ζώο που είναι, ο μεταμοντερνιστής θα θυσίαζε τον εαυτό του για έναν αγαπημένο του. Οπότε η θρησκεία του είναι καθορισμένη βιοχημικά. Χρησιμοποιείται όχι από έναν υπερβατικό Δημιουργό, αλλά από άνοια, αναπαραγόμενα γονίδια που μας κάνουν να νοιαζόμαστε περισσότερο για εκείνους με τους οποίους μοιραζόμαστε γενετικό υλικό. Το ερώτημα προς τον μεταμοντερνιστή είναι αν κάποια αισθήματα μπορούν να θεωρηθούν ανώτερα από άλλα σύμφωνα με ιδεώδη που δεν έχουν χαθεί μαζί με τις προ-μοντέρνες, θεϊστικές κοσμοθεωρίες. Ο Νίτσε θεωρούσε πως αν και η παραδοσιακή ηθική καθίσταται αμφίβολη με το θάνατο του θεϊσμού, τα αισθητικά κριτήρια εξακολουθούν να είναι αξιόλογα. Το πρόβλημα με την συναισθηματικής φύσεως υπεράμυνση των μελών της οικογενείας μας (ήτοι η ενστικτώδης αντικατάσταση των παραδοσιακών θεοτήτων με φυσικά επιλεγμένα είδωλα) είναι ότι από αισθητικής φύσεως πρόκειται για μια πρωτόγονη θρησκευτική παρόρμηση που μετά από εκατομμύρια γενιές έχει γίνει πλέον ένα γελοίο κλισέ.
Μπορούμε εμείς οι μεταμοντέρνοι μη θρησκευόμενοι να τα πάμε καλύτερα; Δεδομένου πως οι θρησκείες είναι αναπόφευκτες στις ανθρώπινες κοινωνίες -επειδή είμαστε συναισθηματικά δεσμευμένοι να αναγνωρίζουμε κάτι ως ιερό, ως ένα ακτινοβόλο αγαθό που μας ανυψώνει παρά τις ανίερες ζωές μας, γεμάτες απογοήτευση, άγχος ή απογοήτευση- μπορούμε να δημιουργήσουμε μια πιο όμορφη θρησκεία που είναι βιώσιμη ακόμη και μετά το γεγονός ότι ο σύγχρονος κοσμικός ουμανισμός έχει προχωρήσει σε έναν μεταμοντέρνο υπερσκεπτικισμό; Αν είχα καταστρώσει καλά μια τέτοια θρησκεία, ίσως ήμουν στην τηλεόραση να πουλάω μπλουζάκια με τα δογματικά της συνθήματα. Περιττό να πω πως δεν ξέρω μια τέτοια θρησκεία. Ωστόσο θα ήθελα να μιλήσω για ορισμένα ζητήματα που με εμπνέουν και να σκιαγραφήσω τουλάχιστον πως θα ήθελα να είναι η θρησκεία αυτή. Κάποια από τα μοτίβα βρίσκονται στο τελικό λογύδριο από το μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας του 1930 του Olaf Stapledon Τελευταίοι και Πρώτοι Άνθρωποι. Αυτό το μυθιστόρημα μπορείτε να το βρείτε ολόκληρο στο ίντερνετ, στην Αυστραλία, οπότε θα ήθελα να μεταφέρω ολόκληρο το λόγο αφού κάνω μια περίληψη του βιβλίου και μετά θα τον αναλύσω. Αν όμως δεν έχετε διαβάσει το μυθιστόρημα και δεν θέλετε να σας χαλάσω το τέλος, μη διαβάσετε την επόμενη ενότητα και ίσως σταματήστε να διαβάζετε το άρθρο και διαβάστε το αργότερα. Σας προειδοποίησα…
Το λογύδριο του Stapledon
Το μυθιστόρημα του Stapledon μιλάει για ολόκληρη την μελλοντική ιστορία και πιάνει δύο δισεκατομμύρια έτη μέχρι την εξαφάνισή μας. Μετά από πολλές νοητικές και ψυχολογικές εξελίξεις, συν μερικές παρολίγον εξαφανίσεις, η ανθρωπότητα τελικά έρχεται αντιμέτωπη με τον αναπόφευκτο θάνατό της λόγω ηλιακής ακτινοβολίας. Ο Stapledon ίσως αφελώς φαντάζεται πως η τελευταία γενεά ανθρώπων θα έχει επιτύχει έναν ψυχολογικό ώριμο και ειρηνικό πολιτισμό στον οποίο ο αλτρουισμός είναι το φυσιολογικό και ο εγωισμός είναι ανάθεμα και ίσως και σωματικά απωθητικός. Αν και αγχωμένοι από τη θανάσιμη ηλιακή ακτινοβολία που καθιστά γρήγορα τον πλανήτη των απογόνων μας μη κατοικήσιμο, αυτοί οι τελευταίοι άνθρωποι παλεύουν να ολοκληρώσουν το τελευταίο του επίτευγμα: να κατασκευάσουν διαπλανητικούς σπόρους που θα μεταφέρουν τα αρχεία των ανθρώπινων επιτευγμάτων, ώστε να επιβιώσει τουλάχιστον η μνήμη του είδους μας.
Ο αφηγητής μιλάει για την “υποβάθμιση των ανώτερων νευρικών κέντρων” λόγω της αποσύνθεσης του ήλιου που…
…έφερε μαζί του και ένα πολύ πιο σοβαρό και βαθύ πρόβλημα, συγκεκριμένα μια γενική πνευματική υποβάθμιση που παλιά θα θεωρούνταν αδύνατη, τόση αυτοπεποίθηση είχαμε στην ακεραιότητά μας… Κοιτάζουμε πίσω στους παλιούς εαυτούς μας με θαυμασμό, αλλά και με έλλειψη κατανόησης και ανησυχία. Προσπαθούμε να ανακαλέσουμε τη δόξα που έμοιαζε να αποκαλύπτεται σε καθέναν από εμάς στον φυλετικό νου, αλλά δεν θυμόμαστε σχεδόν τίποτα από αυτόν. Δεν μπορούμε να ανέλθουμε πια ούτε στην ομορφιά που ήταν δυνατή ακόμα και ένα αβοήθητο άτομο, εκείνη την ηρεμία που, έμοιαζε, πως ήταν η απάντηση του πνεύματος σε κάθε τραγικό γεγονός. Το χάσαμε. Δεν είναι μόνο αδύνατο, αλλά αδιανόητο. Τώρα βλέπουμε τα ατομικά μας προβλήματα και την κοινή καταστροφή μας ως απλά απαίσια. Μετά από μια τόσο μεγάλη μάχη για την ωριμότητα, ο άνθρωπος θα ψηθεί ζωντανός σαν παγιδευμένο ποντίκι, για την διασκέδαση ενός τρελού! Πώς μπορεί να υπάρχει ομορφιά σε αυτό;
Μια ομάδα, ονόματι η Αδελφότητα των Καταδικασμένων, στην οποία ο αφηγητής ανήκει, μια στο τόσο συναντάται….
…σε μικρές ομάδες ή μεγάλες συναντήσεις για να εμψυχώνονται ο ένας με την παρουσία του άλλου. Μερικές φορές σε τέτοιες συναντήσεις καθόμαστε ήσυχοι, ψάχνοντας για παρηγοριά και δύναμη. Μερικές φορές τρεμοπαίζουνε λόγια μεταξύ μας, ρίχνοντας λίγο φως και ελάχιστη ζεστασιά στην ψυχή που βρίσκεται παγωμένη σε έναν θυελλώδη κόσμο.
Αλλά υπάρχει ανάμεσά μας ένας, που πάει από μέρος σε μέρος και από συνάντηση σε συνάντηση, του οποίου τη φωνή όλοι θέλουν να ακούσουν. Είναι νέος, ο τελευταίος που γεννήθηκε από τους Τελευταίους Ανθρώπους, επειδή είναι ο τελευταίος που γεννήθηκε πριν μάθουμε για το τέλος του ανθρώπου και σταματήσουμε την αναπαραγωγή. Επειδή είναι ο τελευταίος, είναι και ο πιο ευγενής. Όχι μόνο αυτός, αλλά όλη η γενιά του. Τους χαιρετίζουμε και τους έχουμε για να παίρνουμε δύναμη, αλλά είναι ο νεότερος και είναι διαφορετικός από τους άλλους. Μέσα του το πνεύμα, που δεν είναι παρά η σάρκα που ξυπνά στην πνευματικότητα, έχει τη δύναμη να αντισταθεί στην ηλιακή ακτινοβολία περισσότερο από τους υπόλοιπους. Είναι λες και ο ήλιος έχει κρυφτεί από την ένταση του πνεύματός του. Είναι λες και μέσω αυτού και για μια μέρα μόνο πληρώθηκε η υπόσχεση του ανθρώπου. Γιατί, όπως και οι άλλοι, αν και υποφέρει σαρκικά, είναι υπεράνω του πόνου. Και παρόλο που περισσότερο από όλους μας νιώθει τον πόνο των άλλων, δεν νιώθει οίκτο για τον εαυτό του. Στην παρηγοριά του υπάρχει ένα γλυκό χιούμορ που κάνει τον κάθε πονεμένο να χαμογελά με τον πόνο του. Όταν αυτός ο νεώτερος αδελφός μας αναλογίζεται μαζί μας το θάνατο του κόσμου και την απογοήτευση όλων των κόπων του ανθρώπου, δεν είναι σαν εμάς, απογοητευμένος και σιωπηλός. Στην παρουσία μιας τέτοιας ηρεμίας η απόγνωση μετατρέπεται σε ηρεμία. Με τα λογικά λόγια του, σχεδόν μόνο με τον ήχο της φωνής του, τα μάτια μας ανοίγουνε και οι καρδιές μυστηριωδώς γεμίζουν ανάταση. Αλλά συχνά τα λόγια του είναι σκληρά.
Και ο αφηγητής κλείνει το μυθιστόρημα με τα λόγια του τελευταίου παιδιού των Τελευταίων Ανθρώπων:
Σπουδαία είναι τα αστέρια και ο άνθρωπος δεν έχει σημασία για αυτά. Αλλά ο άνθρωπος είναι αγνό πνεύμα, που το συνέλαβε ένα άστρο και άστρο τον σκοτώνει. Είναι σημαντικότερος από αυτές τις λαμπερές, τυφλές ομάδες. Γιατί αν και μέσα τους υπάρχει απερίγραπτο δυναμικό, μέσα σε αυτόν υπάρχει επίτευγμα, μικρό, αλλά υπαρκτό. Πολύ σύντομα θα βρει το τέλος. Αλλά όταν τελειώσει δεν θα είναι ένα τίποτα, δεν θα είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ. Γιατί είναι αιώνια όμορφος στην αιώνια μορφή των πραγμάτων.
Ο άνθρωπος είχε ελπιδοφόρα φτερά. Το είχε μέσα του να πάει μακρύτερα από αυτή τη σύντομη πτήση που τώρα τελειώνει. Θεώρησε πως θα γινόταν μέχρι και το Λουλούδι των Πάντων, όταν θα μπορούσε να τα γνωρίσει όλα, να τα θαυμάσει όλα. Αντίθετα, τώρα θα καταστραφεί. Είναι απλά ένα πουλάκι εγκλωβισμένο στις φλόγες. Είναι πολύ μικρός, πολύ απλός, ελάχιστα ικανός να πετάξει. Η γνώση που έχει για τη μεγάλη σφαίρα των πραγμάτων είναι λίγη σαν μικρού πουλιού. Ο θαυμασμός του είναι σαν αυτός του πουλιού για τα πράγματα που είναι φιλικά προς τη φύση του. Λατρεύει μόνο την τροφή και τη φωνή του γονιού που του το φέρνει. Η μουσική των σφαιρών τον προσπερνάει, τον διαπερνάει και δεν την ακούει.
Αλλά τον χρησιμοποίησε. Και τώρα χρησιμοποιεί την καταστροφή του. Μεγάλο, τρομερό και πολύ όμορφο είναι το Όλο και για τον άνθρωπο είναι καλό που το Όλο θα τον χρησιμοποιήσει.
Τον χρησιμοποιεί όμως; Ενισχύεται η ομορφιά του Όλου από την αγωνία μας; Και είναι πραγματικά όμορφο το Όλο; Και τι είναι η ομορφιά; Κατά τη διάρκεια της ύπαρξής του ο άνθρωπος προσπαθεί να ακούσει τη μουσική των σφαιρών και φαίνεται πως μια στο τόσο πιάνει ένα κομμάτι της μελωδίας της ή ακόμη και μια ιδέα του συνόλου της. Αλλά δεν μπορεί να είναι ποτέ σίγουρος πως την έχει ακούσει όλη πραγματικά, ούτε πως υπάρχει όντως μια τέτοια τέλεια μουσική για να ακούσει. Αναπόφευκτο, αφού αν υπάρχει, δεν είναι για τα μικρά αυτιά του.
Αλλά ένα μόνο είναι σίγουρο. Ο άνθρωπος τουλάχιστον ο ίδιος είναι μουσική, ένα γενναίο μοτίβο που κάνει μουσική και όλη την ακολουθία του, το πλέγμα από καταιγίδες και αστέρια. Ο άνθρωπος ο ίδιος είναι για το μέγεθός του μια ομορφιά στην αιώνια μορφή των πραγμάτων. Πολύ καλό το ότι υπήρξε άνθρωπος. Και μπορούμε να προχωρήσουμε με γέλιο στην καρδιά μας και ειρήνη, ευτυχείς για το παρελθόν και για το κουράγιο μας. Γιατί θα κάνουμε ωραίο τέλος για αυτή τη σύντομη μουσική που είναι ο άνθρωπος.
Η παράλογη και τραγική Ζωή
Τα ζητήματα που θέλω να σχολιάσω είναι η αναγνώριση της σκοτεινής υπαρξιακής μας κατάστασης, ο μυστικιστικός πανθεϊσμός, η αισθητική άποψη για τη ζωή και το μαύρο χιούμορ. Ξεκινώντας, ο αφηγητής, που θα αποκαλώ Stapledon χάριν απλότητας, προφανώς αναγνωρίζει τον προφανή παραλογισμό της ανθρώπινης ζωής, συμπεριλαμβανομένου και του χάσματος ανάμεσα στην αυτάρεσκη ιδέα που έχουμε για τη σημασία μας και την πραγματική θέση που έχουμε στο σύμπαν ως “πουλάκια”, καθώς και την αντικειμενικά ανάξιες και μάταιες προσπάθειές μας (βλ. Ευτυχία.) Μια ευγενής θρησκεία πρέπει να ξεκινήσει από αυτό το υπαρξιακό δεδομένο. Όσο περισσότερο ξεστρατίζει μια θρησκεία από αυτό και προσαρμόζεται σε κάποιου είδους ευχολόγιο, τόσο λιγότερο η θρησκεία αυτή εξυψώνει και τόσο περισσότερο λειτουργεί σαν νηπιαγωγός για τις άσχετες μάζες. Στο μυθιστόρημα του Stapledon, ο παραλογισμός εμφανίζεται με τη μορφή της τραγικής εξάλειψης του είδους μας. Ακόμα και σήμερα όμως, με την αυξανόμενη επιστημονική μας γνώση, το χάσμα ανάμεσα στα γεγονότα και στις πρωτόγονες προτιμήσεις μας είναι τόσο μεγάλο που μοιάζει λες και το κάνουμε επίτηδες. Τώρα δεν ξέρουμε απλώς πως το σύμπαν είναι τόσο μεγάλο που ποτέ δεν θα μπορέσουμε να το διασχίσουμε, επεκτείνοντας το σπίτι μας και μειώνοντας την αποξένωσή μας, αλλά πως το σύμπαν είναι απλά ένα μόνο από έναν άπειρο αριθμών συμπάντων στο πολυσύμπαν.
Στον πρώτο τόμο του Ο Μύθος της Μηχανής, ο Lewis Mumford αναφέρεται στο ζήτημα της αποξένωσης λόγω τους μεγέθους του δικού μας και των ιδανικών μας σε σχέση με την κλίμακα της φύσης. Λέει πως σε ένα άλφα επίπεδο δεν θα υπήρχε σύμπαν χωρίς τη συνείδηση του παρατηρητή, οπότε η κατεύθυνση της ηθικής μείωσης θα έπρεπε να δείχνει προς την άλλη κατεύθυνση. Ακολουθώντας τον φιλόσοφο Immanuel Kant, το πώς εμφανίζεται το σύμπαν σε μας εξαρτάται από τα νοητικά εργαλεία που στρέφουμε προς αυτό, στις μορφές αντίληψής μας. Σύμφωνα με την κβαντομηχανική, η σημασία του παρατηρητή είναι σημαντική και στο πιο στοιχειώδες επίπεδο της φύσης [ΣτΜ: ανακριβές, αλλά δεν επηρεάζει το επιχείρημα]. Πράγματι, λέει ο Mumford, οι μαθηματικές έννοιες του μεγέθους και της κλίμακας, η χρήση των ίδιων των αριθμών, είναι ανθρωποκεντρικές, οπότε όποια αποξένωση νιώθουμε με τη χρήση τους όταν μετράμε, ακόμα κι η έννοια της μέτρησης, είναι λανθασμένη. Είναι το σύμπαν που είναι ασήμαντο εν συγκρίσει με τα έλλογα όντα που δίνουν νόημα στο σύμπαν με το να το συλλαμβάνουν και να το κατανοούν.
Ωστόσο αντίθετα με αυτή την καντιανή απάντηση στον Stapledon, η αποξένωσή μας δεν είναι απαραίτητο να οφείλεται μόνο στη μεγάλη διαφορά μεγέθους. Η διαφορά μεγέθους απλά μας υπενθυμίζει για την πιο στοιχειώδη άβυσσο ανάμεσα στην οικειότητά μας με το σπίτι μας και την Ετερότητα που βρίσκεται πέρα από σύνορα του σπιτιού μας. Όταν βλέπουμε γαλαξίες επί γαλαξιών και σύμπαντα επί συμπάντων, δεν είναι μόνο το πόσο πραγματικά μικροί είμαστε, αλλά πόση απανθρωπιά υπάρχει σε σχέση με τον άνθρωπο. Ακόμη κι αν οι μαθηματικές έννοιες της μέτρησης να μην ήταν ανθρωποκεντρικές -οπότε το άπειρο της φύσης μάλλον θα μας τιμούσε και δεν θα μας αποξένωνε, αφού δεν θα υπήρχε η έννοια της μονάδας μέτρησης χωρίς την δημιουργία της από εμάς- δεν αλλάζει το γεγονός πως ακόμη κι αν δεν υπήρχαν άνθρωποι ή μονάδες μέτρησης, η πλειοψηφία της φύσης θα παρέμενε τελείως μη ανθρώπινη. Θα συνέχιζε να διαδραματίζεται ένα κοσμικό πάρτυ στο οποίο ποτέ δεν θα ήμασταν καλεσμένοι. Σε καντιανούς όρους, ο κόσμος των φαινομένων που εξαρτώνται από την κατανόησή μας θα εξαφανιζόταν, αλλά τα νοούμενα θα εξακολουθούσαν να είναι ως ακατανοήτως έχουν και η Ετερότητά τους είναι η πραγματική πηγή της αποξένωσής μας.
Οπότε, ακόμα κι αν αποδεχθούμε την καντιανή κοσμοθεώρηση, η περιγραφή του Stapledon για την ανθρώπινη οπτική γωνία ως αυτή του μικρού πουλιού που θαυμάζει αυτά που είναι αγαθά για τη φύση του θα παρέμενε.Όπως το έθεσε ο Νίτσε στο “Περί Αλήθειας και Ψεύδους υπό ένα Μη Ηθικό Πρίσμα“, “Όταν κάποιος κρύβεται πίσω από ένα θάμνο και αργότερο τον ψάχνει και τον βρίσκει στην ίδια θέση, αυτή η αναζήτηση και εύρεση δεν είναι ιδιαίτερα αξιέπαινη. Ωστόσο έτσι θεωρούνται τα ζητήματα αναζήτησης και εύρεσης της “αλήθειας” στο πεδίο της λογικής”. Αυτό, μας λέει είναι “μια τελείως ανθρωποκεντρική αλήθεια”. Αποξενωνόμαστε από γεγονός ότι ποτέ δεν θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε την μη ανθρώπινη καρδιά της φύσης χωρίς να απανθρωποποιηθούμε οι ίδιοι.
Μυστικιστικός Πανθεϊσμός
Έπειτα ο Stapledon κάνει πλάγια αναφορά στον πανθεϊσμό του φιλοσόφου Σπινόζα, όταν λέει επανειλημμένα πως είμαστε “ομορφιές αιώνιες στην αιώνια μορφή των πραγμάτων”. Ο Σπινόζα μοιράζεται την θεώρηση του μύστ πως παρά την προφανή ανεξαρτησία των πραγμάτων ή “ουσιών”, όλα διασυνδέονται, ή για να χρησιμοποιήσουμε τη μεταφορά του Σπινόζα, όλα υποστηρίζονται από μία μοναδική υποκείμενη ουσία που λέγεται Θεός ή ύλη, διαφορετικές υποστάστεις του ίδιου πράγματος. Στον Ινδουισμό τα ονόματα για αυτό τον προφανή δυϊσμό ύλης και νου είναι Βραχμάν και Ατμάν. Αυτό που λέει ο πανθεϊστής είναι πως ο Θεός δεν μπορεί να εκτείνεται πέραν της ύλης αν, όπως υπονοεί η θεώρηση του μύστη, τα πάντα είναι ένα, οπότε όλο το υλικό σύμπαν και τα πάντα μέσα του είναι θεία. Η θεϊκότητα εδώ αντιστοιχεί με την απρόσωπη δημιουργικότητα, δηλαδή η φύση μπορεί να θεωρηθεί θεϊκή δεδομένου πως δημιουργεί με τις εξελικτικές διαδικασίες. Ο Αϊνστάιν, ο Χώκινγκ και άλλοι μεγάλοι επιστήμονες μοιράζονται τη λατρεία του Σπινόζα για τη φύση, οπότε ο πανθεϊσμός αυτός δεν είναι ξένος στον επιστημονικό νατουραλισμό.
Αυτό που θέλω να τονίσω όμως είναι πως ο μυστικιστικός πανθεϊσμός απαλύνει την αποξένωση, τονίζονται πως όλα στη φύση είναι μεταφυσικά συνδεδεμένα, οπότε σε αυτό το επίπεδο δεν υπάρχει κενό μεταξύ εαυτού και κόσμου. Με σπινοζικούς όρους, υπάρχει μια θεία οπτική γωνία από την οποία οι αιτιακές και λογικές συνδέσεις μεταξύ των πάντων ανιχνεύονται και καθίσταται προφανής η τάξη στην εξέλιξη του σύμπαντος. Κάθε αίτιο και αιτιατό και κάθε επίπεδο της φύσης, από το υποατομικό μέχρι το διαγαλαξιακό, κάθε κόκκος σκόνης ή κάθε τρίχα στο κεφάλι μας έχει τη θέση της στην φυσική τάξη, στο τερατώδες σώμα του Θεού που είναι το πανθεϊστικό σύμπαν, το οποίο συνδέει τα πάντα σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους, είτε είναι πιθανολογικοί, είτε είναι απόλυτοι. Αυτό το μοτίβο στο οποίο ό,τι υπάρχει έχει θέση ως μέρος μιας φυσικής διεργασίας που τα συνδέει με το άπαν, είναι αυτό που ο Stapledon αποκαλεί “αιώνια μορφή των πραγμάτων”. Από τη θεϊκή οπτική γωνία, που είναι μια πλήρης φυσική επιστήμη, ο χρόνος σταματά με την έννοια πως ο θεόμορφος επιστήμονας μπορεί να προβλέψει τα πάντα στο μέλλον κοιτώντας ένα μέρος του μοτίβου· η φύση είναι σαν ένας ιστός αράχνης στον οποίο τα πάντα υπάρχουν ως αλληλένδετοι κόμβοι και όταν κάποιος κατανοήσει τον ιστό στο σύνολό του, όταν αναγνωριστούν όλοι οι κόμβοι, οι χρονικές συνδέσεις απλά καθίστανται περισσότεροι κόμβοι στον ιστό.
Οπότε όλα τα μέρη του μοτίβου έχουν ένα είδος αθανασίας, επειδή αν και όλα τα γεγονότα έρχονται και παρέρχονται από τη μία στιγμή στην άλλη, και ο χρόνος έχει περιορισμένη θέση στην πορεία της φύσης. Το σύμπαν ξεδιπλώνεται σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους που καθορίζουν τις αιτιακές διαδικασίες και την ανάδυση περίπλοκων ιδιοτήτων και παρόλο που πολλά πράγματα βρίσκονται στο παρελθόν, από τη δική περιορισμένη οπτική στο παρόν, αυτά τα παρελθόντα στάδια της εξέλιξης της φύσης δεν χάνονται από τη θεϊκή όραση του πάνσοφου επιστήμονα. Αντίθετα ο ρόλος τους είναι εγγυημένος στην υπέρτατη επιστημονική θεωρία, η θέση τους στο μοτίβο βέβαιη. Οπότε ακόμη και αν όλη η ζωή χανόταν και τα άστρα έσβηναν και το σύμπα έκλεινε τον δημιουργικό του κύκλο, η ενότητα των πάντων που συνέβησαν στο σύμπαν θα παρέμενε, έστω και μόνο ως δυναμική προς κατανόηση.
Να σημειωθεί πως ο πανθεϊσμός αυτός είναι μεταφυσικός, όχι επιστημολογικός. Στην πράξη, φυσικά, οι επιστήμονες ποτέ δεν θα μπορέσουν να μετρήσουν τα πάντα στο σύμπαν, αφού πολλά γεγονόταν βρίσκονται εκτός του κώνου φωτός ή μέσα σε αδιαπέραστες μαύρες τρύπες ή μοναδικότητες. Πάντως, δεδομένου πως αυτά τα γεγονότα είναι φυσικά και έτσι κατανοητά, αποτελούν μέρος του συνολικού φυσικού ιστού. Όταν φανταζόμαστε έναν πάνσοφο επιστήμονα να καταγράφει κάθε κόμβο στο φυσικό ιστό των γεγονότων στο θεϊκό επιστημονικό του βιβλίο, απλά κάνουμε ένα νοητικό πείραμα. Σκοπός του πειράματος είναι να παρηγορηθούμε με την ιδέα πως ακόμη κι αν ποτέ δεν υπάρξει ένας τέτοιος τέλειος επιστήμονας, τα πάντα στη φύση θα είναι μεταφυσικά και άχρονα ενωμένα με δεσμούς αιτιότητας και λογικής.
Αισθητικά Ιδεώδη
Γιατί μιλά όμως ο Stapledon για φυσική “ομορφιά” και για τη “μουσική των σφαιρών”; Αυτό είναι το τρίτο θέμα που θέλω να βγάλω από το λογύδριο του Stapledon. Όλες οι αξίες που πλάθουμε με την κρίση μας για τον ενιαίο ιστό της φύσης είναι λίγο-πολύ τοπικιστικές, αφού όλοι μας έχουμε ταπεινή καταγωγή στις εξελικτικές διαδικασίες μεταξύ οργανισμών που έχουν τον περιορισμένο σκοπό της επιβίωσης και της σεξουαλικής αναπαραγωγής. Οι ηθικές αξίες έχουν αξία για κοινωνικά όντα με σχετικά μεγάλο βαθμό ελευθερίας, οπότε η θέαση της φύσης ως αγαθής είναι οδυνηρά ανθρωποκεντρική, ασχέτως της πλατωνικής τελεολογίας. Τα αισθητικά κριτήρια και αυτά εξελίχθηκαν ως μέσο αξιολόγησης της υγείας και της γενετικής καταλληλότητας πιθανών συντρόφων.
Ωστόσο, η αισθητική θέαση της κοσμικής εξέλιξης είναι λιγότερη ανθρωπόκεντρική από την ηθική, για παράδειγμα, επειδή ο μυστικιστικός πανθεϊσμός είναι συνεπής ως προς την θεώρηση της φύσης ως όμορφης. Άλλωστε το ενιαίον της φύσης μετατρέπει τη φύση σε μία μοναδική διακεχυμένη οντότητα και οι αιτιακοί και λογικοί δεσμοί που δένουν τα πάντα μεταξύ τους είναι προσπελάσιμα στην επιστημονική κατανόηση. Ξανά, ακόμη κι αν κανείς επιστήμονας δεν καταφέρει ποτέ να κατανοήσει όλους τους δεσμούς αυτούς ή να έχει δεδομένα κάθε στιγμής όλων των φυσικών κατηγοριών, το μεταφυσικό/θρησκευτικό μοντέλο του μυστικιστικού πανθεϊσμού επιτρέπει την φυσική συνοχή μέσω ενός νοητικού πειράματος στο οποίο η συνοχή αυτή επιτρέπει μια θεϊκή θεώρηση. Αυτό το μεταφυσικό δυναμικό δεν χάνεται με την πρακτική αδυνατότητα αυτής της πανσοφίας. Έτσι, ο σπινοζικός μυστικιστικός πανθεϊσμός συμπεριλαμβάνει μαζί και τη μία ενιαία κοσμική οντότητα και την υπόθεση ενός θεϊκού πανεπιστήμονα που θεωρεί το σύνολο, επιθεωρεί τα μέρη του και κατανοεί τους συσχετισμούς τους. Σαφώς αυτό είναι ανάλογο της αισθητικής περίπτωσης κατά την οποία ένα άτομο θαυμάζει ένα έργο τέχνης. Το μόνο που χρειάζεται να προστεθεί στο πανθεϊστικό νοητικό πείραμα είναι το ότι ο επιστήμονας έχει αισθητικό κριτήριο.
Η προηγούμενη σύγχρονη έννοια της μουσικής των σφαιρών έχει έναν θεϊστικό ή τουλάχιστον ντεϊστικό, τελεολογικό τόνο. Άλλωστε, αυστηρά μιλώντας, η αναλογία μεταξύ της κοσμικής εξέλιξης και των μερών ενός μουσικού κομματιού υπονοεί έναν συνθέτη. Με αυτό τον τρόπο το αισθητικό μοτίβο του Stapledon θα αντέκρουε σε ένα μυστικιστικό πανθεϊστικό, αφού ο συνθέτης θα έπρεπε να στέκεται εκτός της ορχήστρας και της μουσικής, δηλαδή εκτός του σύμπαντος. Τα δύο μοτίβα μπορούν να συμφιλιωθούν όμως ακολουθώντας την πανθεϊστική υπόθεση, σύμφωνα με την οποία το σύνολο του σύμπαντος θα μπορούσε να καταγραφεί πλήρως από έναν υποθετικά πάνσοφο επιστήμονα. Με τον ίδιο τρόπο που τα σχέδια της φυσικής επιλογής δεν είναι σκόπιμα, αλλά μπορούν να γίνουν αντικείμενο θαυμασμού από τους βιολόγους, έτσι μπορούν να αναδυθούν και αισθητικές ιδιότητες στη φυσική τάξη που γίνονται αντικείμενο θαυμασμού από ατελή ευφυή όντα που καταλαμβάνουν περιορισμένες θέσεις μέσα στην ίδια φυσική τάξη. Δηλαδή η φυσική τάξη μπορεί να είναι όμορφή ή και φρικαλέα όταν θεωρείται στην πλήρη μυστικιστική της ενότητα.
Μαύρο Χιούμορ
Τέλος ο Stapledon λέει για τον σπουδαίο άνθρωπο πως “στην παρηγοριά του υπάρχει ένα γλυκό χιούμορ που κάνει τον κάθε πονεμένο να χαμογελά με τον πόνο του”. Αυτό θεωρώ πως είναι ένα είδος μαύρου χιούμορ, που σε αυτή την περίπτωση είναι μια ελαφριά, καλόκαρδη κοροϊδία που προάγει τη συντροφικότητα. Αυτό που θα μπορούσε να κάνει μια παρηγορία ένα είδος μαύρου χιούμορ είναι η ύπαρξη τραγικού υποβάθρου (η αναμενόμενη καταστροφή του ανθρώπινου είδους). Ευρύτερα η τραγωδία είναι αυτή που περιλαμβάνεται στο πρώτο μοτίβο, δηλαδή ο προφανής υπαρξιακός παραλογισμός της ανθρώπινης ζωής.
Το μαύρο χιούμορ που έχω κατά νου μπορεί να συγκριθεί δημιουργικά με το είδος χιούμορ του Jon Stewart και του Bill Maher. Το δεύτερο επίπεδο της κωμωδίας του μοιάζει να είναι η απεγνωσμένη κραυγή των φιλελευθέρων για επίσημη αναγνώριση των κοινωνικοπολιτικών παραλογισμών που ακολουθούν την προφανή παρακμή των Δυτικών δυνάμεων, την οποία και αγνοούν τα ΜΜΕ. Αυτό ήταν ιδιαίτερα προφανές όταν ο George W. Bush ξεκίνησε πόλεμο στο Ιράκ με την ευλογία των αμερικανικών ΜΜΕ, ενώ ο υπόλοιπος κόσμος ήταν κατά του πολέμου. Οι Αμερικανοί φιλελεύθεροι αναζητούσαν απεγνωσμένα επιβεβαίωση πως δεν ήταν τρελοί και πως η κυβέρνηση Bush ήταν όντως φαρσοκωμωδία. Ο Jon Stewart έδινε την επιβεβαίωση κάθε νύχτα, πραγματοποιώντας το όνειρο κάποιου -οποιουδήποτε- με ντουντούκα αρκετά δυνατή για να ακουστεί από εκατομμύρια, καταδικάζοντας τους πολιτικούς παραλογισμούς και γελοιοποιώντας το απόλυτα γελοίο.
Όμως παρότι οι αμερικανοί πολιτικοί κωμικοί γελοιοποιούν το όντως απελπιστικά επικίνδυνο, το χιούμορ τους δεν είναι ακριβώς μαύρο. Αυτό φαίνεται από την αντίδραση του κοινού στα αστεία τους. Ο Stapledon περιγράφει την αντίδραση στο μαύρο χιούμορ ως τον αποδέκτη να χαμογελά με τον πόνο του, ίσως και να κουνά το κεφάλι σιωπηλά, εκτιμώντας το αστείο, αλλά και τον τρόμο και τον πόνο που προκαλεί την ανάγκη για αυτού του είδους την κωμωδία. Το κοινό του Stewart πάντως προδίδει την κατανόηση του παραλογισμού της πολιτικής του κατάστασης, μετατρέποντας σε είδωλο του Stewart και τον Φιλελευθερισμό. Διοχετεύουν την οργή του στους πολιτικούς αντιπάλους τους με το έντονο χειροκρότημα όταν ο Stewart τους κατακεραυνώνει, φτάνοντας μέχρι το σημείο να δημιουργεί άβολες καταστάσεις ακόμη και όταν ένας αντίπαλος βρίσκεται μπροστά του κατά τη διάρκεια συνέντευξης με τον Stewart. Το κοινό του Bill Maher στο Λος Άντζελες είναι ακόμη πιο φυλετικό, ρομποτικό και εντελώς άνευ ταπεινοφροσύνης. Το μαύρο χιούμορ είναι το τελευταίο καταφύγιο ενός διαλυμένου ανθρώπου χωρίς ψευδαισθήσεις, ο οποίος έχει διαλυθεί αντιμετωπίζοντας τη σκέψη του ίδιου του του αναπόφευκτου θανάτου ή των τραγωδιών και των παραλογισμών που γεμίζουν τον μεταμοντέρνο κόσμο. Οι στιγμές για τέτοιο χιούμορ είναι θλιβερές και απαιτούν μια ταπεινοφροσύνη και το κουράγιο να μπουν στην άκρη τα είδωλα της φυλής και η ασφάλεια της κλασσικής θρησκείας. Η λογική του αμερικανικού φιλελεύθερου χιούμορ είναι φυλετική και αυτάρεσκη και έτσι δεν είναι επαρκές παράδειγμα της πιο ευγενούς μαύρης κωμωδίας που προϋποθέτει την απουσία ψευδαισθήσεων.
Σκιαγράφηση της Θρησκείας
Μπορεί να παρατηρήσατε πως το πρώτο μοτίβο μοιάζει να αντικρούει τα επόμενα δύο. Πώς μπορεί η ανθρώπινη ζωή να είναι παράλογη και τραγική, αν τα πάντα στο σύμπαν είναι μεταφυσικά ένα και αυτή η ενότητα μπορεί να εκτιμηθεί αισθητικά; Υπάρχουν δύο λόγοι για τους οποίους δεν υπάρχει απαραίτητα σύγκρουση εδώ. Πρώτον, ο παραλογισμός της ζωής έχει μεταφυσικές και φαινομενολογικές πλευρές. Μεταφυσικά η ζωή είναι παράλογη επειδή δεν υπάρχει αντικειμενικός σκοπός της ζωής, δηλαδή κανείς σκοπός που να υπερβαίνει τις ερμηνείες μας. Εν συντομία, ο θεϊσμός είναι ψευδής. Φαινομενολογικά υπάρχει το αίσθημα της αποξένωσης, της τραγωδίας, της απανθρωπιάς των φυσικών δυνάμεων, του αξιολύπητου μεγέθους μας και της τελικής ματαιότητας των προσπαθειών μας. Ο Πανθεϊσμός είναι συνεπής με τον μη θεϊσμό, αφού η θεϊκότητα της φυσικής τάξης, που είναι η δημιουργική της δύναμη, είναι απρόσωπη. Επιπλέον, το υπαρξιακό άγχος μπορεί να είναι κατάλληλο για υλικά όντα που μόλις μετά βίας προσεγγίζουν τον πάνσοφο επιστήμονα του νοητικού πειράματος. Εκείνος ο επιστήμονας μπορεί να μην έχει λόγο για υπαρξιακό άγχος, αλλά αυτό εμάς δεν μας ωφελεί. Ωστόσο, ακόμη κι εκείνος ο υπέρτατος επιστήμονας μπορεί να νιώθει απόγνωση και τρόμο, αφού υπάρχουν και θετικές και αρνητικές αισθητικές ιδιότητες. Αν η φυσική τάξη ήταν όμορφη, το υπαρξιακό άγχος θα μπορούσε να αντικατασταθεί από δέος και ευλάβεια, αλλά αν το σύνολο της φύσης είναι φρικαλέο ή αν η μουσική των σφαιρών ήταν εκνευριστική σαν μουσική που της λείπουν νότες, ο επιστήμονας μπορεί να ήταν το λιγότερο απογοητευμένος.
Ασχέτως, αυτά τα μοτίβα αποτελούν υλικό για μια μεταμοντέρνα θρησκεία, επειδή ο προφανής, αισθητός παραλογισμός της ζωής συγκρατείται από τη μυστικιστική θέαση της ενότητας της φύσης από τον επιστήμονα, από την πιθανότητα ανάτασης από μια κανονιστική ερμηνεία αυτής της ενότητας και από την προσπάθεια να αντικατασταθεί με χιούμορ η απόγνωση, δεδομένης της κοσμικής μας κατάστασης. Αυτό που θα καθιστούσε αυτή τη θρησκεία μεταμοντέρνα είναι το ότι δεν υπάρχει καμία επίκληση στο υπερφυσικό, καμία υποχώρηση στην ψευδαίσθηση ή τη φαντασία. Αντίθετα, αυτές οι αδυναμίες των παραδοσιακών θρησκειών παρακάμπτονται με τη δήλωση πως η ζωή είναι αντικειμενικά άνευ νοήματος. Στην καλύτερη περίπτωση μπορούμε να φανταστούμε έναν υποθετικό επιστήμονα που κατανοεί το σύνολο της φυσικής ταξης και έχει μια αισθητική αντίδραση στο μοτίβο του ιστού των συμβάντων. Αυτό είναι ένα απλό νοητικό πείραμα· δεν προτείνεται η ύπαρξη ενός τέτοιου επιστήμονα και πράγματι θα πρέπει να υποθέσουμε πως, ακόμη κι αν η φύση ήταν ένα τέτοιο μονιστικό σύστημα (μεταφυσικά μιλώντας) η κατανόηση του συνόλου θα ήταν πρακτικά αδύνατη. Τέλος, οι μεταμοντερνιστές λατρεύουν την ειρωνική κωμωδία και μια θρησκεία που τη συμπεριλαμβάνει θα άξιζε αναγνώρισης για αυτή την κωμική θεραπεία του υπαρξιακού άγχους.
Άλλωστε, ασχέτως αν οι φυσικοί νόμοι και οι λογικές αρχές εμφανίζουν ένα ενιαίο σύνολο στη φύση, το οποίο απαθανατίζει κάθε κόμβο του ιστού, εξακολουθούμε να μην έχουμε επιβεβαίωση της ενότητας αυτής. Ακόμη κι αν υπήρχε μουσική στις τροχιές των ουρανίων σωμάτων ή σε ένα κόκκο σκόνης που στροβιλίζεται στον άνεμο, όπως λέει ο Stapledon, αυτή η μουσική δεν θα ταίριαζε στη μικρότητά μας. Πάντως ερχόμαστε αντιμέτωποι με δύο επιβεβαιωμένα γεγονότα: την προφανή έλλειψη σκοπού της ύπαρξής μας στη Γη και του ότι η επιστημονική πρόοδος κατανοεί όλο και περισσότερο τις φυσικές διεργασίες. Σε αυτά προστίθεται και ο μυστικιστικός ισχυρισμός της ενότητας της φύσης σε μία κατάσταση παραλλαγμένης συνείδησης. Έπειτα, υποθέτουμε πως η ενότητα της φύσης δεν παίρνει μόνο την ξερή μορφή της μετρήσιμης αλληλεπίδρασης μεταξύ των μερών της, αλλά πως οι συσχετισμοί αυτοί θα προκαλούσαν αισθητική αντίδραση αν θεωρούνταν στο σύνολό τους. Σε αυτά προσθέτουμε και τον γενικό ισχυρισμό του μύστη πως έχει βιώσει την ενότητα της φύσης σε ένα άλλο επίπεδο συνείδησης. Έπειτα υποθέτουμε πως η ενότητα της φύσης δεν παίρνει απλώς την ξερή μορφή των μετρήσιμων αλληλεπιδράσεων μεταξύ των μερών της, αλλά πως αυτές οι αλληλεπιδράσεις θα προξενούσαν μια βαθιά αισθητική αντίδραση, αν όλο το μοτίβο γινόταν κατανοητό. Σε αυτή την περίπτωση δεν έχουμε παρά οργή καθώς (αν εξαιρέσουμε την πιθανότητα μυστικιστικών εμπειριών) διαρκώς ζούμε το μαρτύριο του Ταντάλου, με τη θεραπεία όλων των υπαρξιακών μας ανησυχιών να φαντάζει προσιτή, αλλά να είναι πάντα απρόσιτη. Η αφηρημένη ενότητα της φύσης είναι μικρή παρηγοριά, δηλαδή η σκέψη πως ανήκουμε σε ένα σύμπαν αντί να είμαστε αποξενωμένοι από αυτό και πως η θέση μας θα μπορούσε να εκτιμηθεί από τον υπέρτατο επιστήμονα. Θα εξακολουθούσε να μην υπάρχει προσωπική αθανασία και το υπαρξιακό άγχος θα παρέμενε εύλογο. Η δυνατότητα μιας αίσθησης ομορφιάς και ανάτασης στο σύμπαν (και στην κατάστασή μας) θα μας διέγειρε, αλλά έπειτα θα μέναμε μετέωροι, όπως στο λόγο του Stapledon, δεδομένου πως δεν θα μπορούσαμε οι ίδιοι να ακούσουμε τη μουσική των σφαιρών. Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν υπάρχει αιτιολογημένη αισθητική ερμηνεία ολόκληρης της φυσικής τάξης ή (όπως θα πρόσθετα εγώ) αν αυτή η τάξη είναι περισσότερο άσχημη παρά όμορφη.
Εδώ βρίσκει λοιπόν τέλεια θέση το μαύρο χιούμορ, ως μέθοδος ταλάντευσης μεταξύ υπαρξιακού άγχους και ελπίδας, αποξένωσης και παρηγορίας, απόγνωσης και δέους. Εν γένει το χιούμορ είναι τρόπος έμμεσης επισήμανσης της ειρωνίας, μιας ανακολουθίας μεταξύ ενός γεγονότος και της ερμηνείας μας. Στην περίπτωσή μας υπάρχουν και αντιθέσεις στις ειρωνείες για να αναλογιστούμε. Πρώτον, ο θάνατος του Θεού έρχεται σε αντίθεση με την τάση μας να ανθρωπομορφοποιούμε, να προβάλουμε αυτάρεσκα την εικόνα μας στο Άλλο. Δεύτερον, όμως, ο πόνος μας από την καταφανή υπαρξιακή μας κατάσταση έρχεται σε αντίθεση με την πιθανότητα, τουλάχιστον, μιας όμορφης ενότητας με το όλον, και κατά συνέπεια ενός δεσμού μεταξύ ημών και του κόσμου που μας κατατρέχει. Έτσι τα φυσικά δεδομένα μπορεί να είναι λιγότερο παρηγορητικά από τις κλασσικές θεϊστικές επιθυμίες μας, αλλά να δημιουργούν περισσότερη ανάταση από τον μεταμοντέρνο υπερσκεπτικισμό μας.
Το ζειν θρησκευόμενος απαιτεί ένα μύθο ως κεντρικό σημείο του, ένα αφήγημα που δίνει νόημα στο σύνολο της ανθρώπινης εμπειρίας. Επαναλαμβάνω πως δεν γνωρίζω κάποιο μύθο που να έχει πιάσει στις σύγχρονες μεταμοντέρνες κοινωνίες και να εκφράζει τα τέσσερα σημεία του λόγου του Stapledon. Ακόμη κι αν αυτά τα σημεία ήταν ευρέως αποδεκτά και θεωρούνταν πηγή ανάτασης, το πρόβλημα που θα παρέμενε είναι πως οι μύθοι είναι έργα καλλιτεχνικής διάνοιας, ενώ η μεταμοντέρνα τέχνη είναι ως επί το πλείστον απατηλή. Παγιδευμένοι ανάμεσα στη Σκύλλα της δειλίας της νεοφιλελεύθερης πολιτικής ορθότητας (που εκφράζεται ως πραγματισμός και ηθικός σχετικισμός) και τη Χάρυβδη της εκ των ένδον ηθικής αυταρέσκειας, ο μεταμοντέρνος καλλιτέχνης πρέπει να αρνηθεί πρώτα πως υπάρχει αξία στο οτιδήποτε, αλλά παράλληλα να παραστήσει πως έχει νοητικά το πάνω χέρι. Το αποτέλεσμα είναι ιδιαίτερα “εννοιολογική τέχνη” (conceptual art) που συνήθως στερείται νοήματος και ένας καλλιτεχνικός κόσμος που πετάει εκατομμύρια δολλάρια σε έργα καλλιτεχνών που είναι προφανώς άνευ αξίας. (βλ. Postmodernism.) Φαίνεται λοιπόν πως υπάρχουν δύο δρόμοι. Είτε οι μεταμοντέρνοι καλλιτέχνες να βουλιάξουν μαζί με το πλοίο του Δυτικού πολιτισμού, χωρίς καν τη συνοδεία βιολιστών. Ή εναλλακτικά να ξεπεράσουν την πικρία του από την παρακμή του σύγχρονου πολιτισμού, να αντλήσουν νέα έμπνευση από την επιστημονική γνώση και από τον ιστορικό σκεπτικισμό τους και να μας διηγηθούν όλους μια ωραία ιστορία.
Τα σχόλιά σας είναι ευπρόσδεκτα / Your comments are welcome