Scientism: Modern Pagan Religion 11.09.2011 © Benjamin Cain |
Οι παραδοσιακές θρησκείες είναι ολιστικές· ενοποιούν κανονιστικές και εμπειρικές υποθέσεις σε μια ενιαία μυθοποιητική θέαση του κόσμου. Οι Ανατολίτικες θρησκευτικές φιλοσοφίες είναι ακόμα ολιστικές, ενώ ο δυϊσμός επικρατεί στη Δύση, και όχι μόνο επειδή ο Καρτέσιος προσπάθησε να συμβιβάσει την επιστημονική εικόνα του κόσμου με την έμφυτη εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας. Ο μονοθεϊσμός έχει συνεισφέρει και ο ίδιος στον δυτικό δυϊσμό. Συμπυκνώνοντας την θεϊκή δύναμη και ανεβάζονταν το Θεό πάνω από όλες τις αντιλήψιμες μορφές, ο μονοθεϊστής ουσιαστικά εκδιώκει το Θεό από το λογικά ερμηνεύσιμο, το χώρο της φύσης ή του σύμπαντος, που αντιστοιχεί στο δίκτυο της αντίληψής μας. Η ανώτατη μορφή λογικής κατανόησης είναι η σύγχρονη επιστημονική σκέψη, αλλά ακριβώς επειδή η επιστήμη είναι πολύ απρόσωπη και αντικειμενική, οι μέθοδοί της δεν παρέχουν άμεσες απαντήσεις σε κανονιστικές και υποκειμενικές ερωτήσεις.
Αλλά οι ηθικές και αισθητικές αξίες, το ένστικτο και οι υποκειμενικές κρίσεις είναι κεντρικά σημεία της ανθρώπινης εμπειρίας. Οπότε αντί να τα εγκαταλείψουν, και παρά την έλλειψη πιθανότητας να δοθούν απαντήσεις από την επιστήμη, που κυβερνά απόλυτα μόνο ένα μικρό πεδίο έρευνας, οι θρήσκοι εξωτερικοποίησαν αυτά τα αιθέρια αντικείμενα μαζί με το Θεό. Υποτίθεται πως ο Θεός συντηρεί τα πάντα και παρόλο που επιστήμονες ανακαλύπτουν όλο και περισσότερο πως ο φυσικός κόσμος είναι αυτοσυντηρούμενος, ο δυϊστικός μονοθεϊσμός σώζει την υποκειμενική, ενστικτώδη, αξιακή, και βασιζόμενη στην πίστη θέαση του κόσμου μεταφέροντάς την στο υπερφυσικό βασίλειο της θεότητας και στα επίγεια θραύσματα του βασιλείου αυτού, στα λεγόμενα άυλα πνεύματά μας. Άλλωστε, σύμφωνα με τους μονοθεϊστές, ο Θεός έπλασε την ηθική μας όραση δίνοντας πρόσβαση σε μερικά εμπνευσμένα άτομα στις θείες εντολές και μπορούμε να σκεφτόμαστε το τι είναι δέον και όχι απλά να ακολουθούμε δουλικά το φυσικό νόμο επειδή τα άυλα πνεύματά μας κατέχουν υπερφυσική ελευθερία.
Οι σκεπτικιστές θα αντέτειναν όμως πως οι πραγματικοί δημιουργοί των επίσημων ηθικών κανόνων ήταν οι άρχοντες που κωδικοποίησαν τα ενστικτώδη συναισθήματά μας με σκοπό την κοινωνική συνοχή, αλλά και τη διατήρηση της θέσης τους στην ιεραρχία, αποδίδοντας τους νόμους σε θεότητες που είναι απλά πιο επιβλητικές εκδοχές των επίγειων αρχόντων. Αντί να κατέχουμε υπερφυσική ελευθερία, είμαστε απλά κοινωνικά ζώα που υπόκεινται σε φυσικά συστήματα ελέγχου, όπως το σύστημα του μονοθεϊσμού. Και φυσικά, όσο περισσότερο οι επιστήμονες μπορούν να εξηγήσουν τη φύση χωρίς να καταφεύγουν στο Θεό ή στο υπερφυσικό, τόσο περισσότερο φθίνει ο θεϊσμός στα περισσότερα μέρη του κόσμου. Πολλοί πρώιμοι δυτικοί επιστήμονες μείναν για λίγο στην ενδιάμεση στάση του Ντεϊσμού και οι περισσότεροι μορφωμένοι άνθρωποι που ζουν σε πλούσιες χώρες σε Ευρώπη και Ασία είναι μη ένθεοι, λόγω και πράξει. Ακόμα και στις ΗΠΑ που αποτελούν εξαίρεση στον κανόνα, ο μη θεϊσμός έχει γίνει πιο δημοφιλής χάρη στους λεγόμενους Νέους Άθεους.
Αυτός είναι ο συνηθισμένος τρόπος διαχωρισμού του παραδοσιακού Δυτικού μονοθεϊσμού με τον σύγχρονο κοσμικισμό. Αλλά θέλω να αναλογιστούμε μια άλλη ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία η μη θεϊστική φυσιοκρατία έχει εξελιχθεί σε θρησκεία, την οποία μπορούμε να αποκαλέσουμε Επιστημονισμό. Με λίγα λόγια, Επιστημονισμός είναι η πεποίθηση ότι η επιστημονική γνώση είναι το μόνο είδος γνώσης, ότι αν μια ερώτηση δεν μπορεί να απαντηθεί με επιστημονικές μεθόδους, τότε η ερώτηση είναι ανούσια ή άκυρη. Υπό αυτή την έννοια ο Επιστημονισμός είναι απλά ριζοσπαστικός εμπειρισμός ή θετικισμός και απορρέει από τον Κύκλο της Βιέννης, τον Wittgenstein και τον David Hume. Αν και ο θετικισμός έχει απορριφθεί ως επί το πλείστον στους κύκλους της ακαδημαϊκής φιλοσοφίας ως αυτο-αναιρούμενος και επειδή αγνοεί μελέτες που δείχνουν το πώς πραγματικά ασκείται η επιστήμη, οι περισσότεροι φιλόσοφοι εξακολουθούν να προσυπογράφουν τη φυσιοκρατία. Οι φυσιοκράτες υποθέτουν πως ακόμα και αν κάποιες γνήσιες ερωτήσεις δεν μπορούν να τεθούν ως επιστημονικές, ό,τι υπάρχει εξαρτάται από πράγματα που είναι επιστημονικά ερμηνεύσιμα.
Έτσι έχει εξελιχθεί ο Επιστημονισμός στους κλειστούς ακαδημαϊκούς κύκλους και είναι ο ορισμός που έχω κατά νου όταν γράφω αναρτήσεις, όπως όταν αναφέρθηκα σοτυς “επιστημονιστικούς φιλελεύθερους” στο Φιλελευθερισμός. Αλλά υπάρχει και άλλη μια δημοφιλής μορφή Επιστημονισμού, η οποία έχει να κάνει με τον τρόπου που η τεχνοεπιστημονική πρόοδος επηρέασε την καπιταλιστική κοινωνική τάξη. Το κύριο κοινωνικό αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι ο αντι-φιλοσοφικός πραγματισμός και η ιδεολογία του υλιστικού καταναλωτισμού. Σε αυτό το ευρύτερο πλαίσιο του οποίου η επιστήμη κατέχει κεντρική θέση, ο Επιστημονισμός είναι η θρησκεία την οποία δεν τολμάμε να κατονομάσουμε.
Ο καπιταλιστικός υποβιβασμός των ανθρώπων σε μηχανές
Όπως λέω και στο άρθρο Θεϊσμός, οι παραδοσιακές θρησκείες έχουν τους μέσα και τους έξω, μύστες και λιτεραλιστές. Οι μύστες υποτίθεται πως έχουν άμεση, λογικά ακατανόητη εμπειρία μιας υπερβατικής πραγματικότητας και ως επί το πλείστον η τιμή για την εμπειρία αυτή είναι η ασκητική απομάκρυνση από την κοσμική ζωή. Οι λιτεραλιστές δεν έχουν τέτοια μυστικιστική εμπειρία και η προσκόλλησή τους στις κοσμικές συμβάσεις και η καταβύθισή τους σε αυτό που οι μύστες ονομάζουν κόσμο των ψευδαισθήσεων (μάια, σαμσάρα, κ.λπ.) τους προκαλούν βάσανα. Στην φερόμενη ως κοσμική Δύση υπάρχουν κι εκεί οι μέσα και οι έξω: οι πλούσιοι ή καλά δικτυωμένοι άρχοντες της ολιγαρχίας και οι φτωχές, αδύναμες, ανενημέρωτες μάζες καταναλωτών. Εκεί που το άλογο στοιχείο της θεϊστικής θρησκείας είναι ο τρόπος πρόσβασης σε μια υποτιθέμενη υπερφυσική πραγματικότητα (πίστη, διαίσθηση, μυστικιστική εμπειρία) το άλογο του Επιστημονισμού, παρά την παραδειγματική λογική της ίδιας της επιστήμης, είναι η συμπεριφορά των ατόμων που συστηματικά υποβιβάζονται σε μηχανές.
Για να γίνω πιο παραστατικός, σκεφτείτε ότι στην Βρετανική Βιομηχανική Επανάσταση, οι εργάτες -παιδιών συμπεριλαμβανομένων- έχασαν την ανθρώπινη υπόστασή τους και είχαν την αντιμετώπιση μηχανικών τμημάτων ενός συστήματος που είχε ως στόχο το κέρδος του ιδιοκτήτη. Ο Frederick Taylor τελειοποίησε τη διαδικασία, δημιουργώντας τον με μεγάλη επιρροή κλάδο της επιστημονικής διαχείρισης, η οποία και πάλι μετατρέπει τους εργαζομένους σε λειτουργικά μέρη ενός συστήματος, ενώ οι διαχειριστές αναζητούν μεθόδους για να μειώσουν το κόστος και να αυξήσουν το κέρδος. Ο στόχος ήταν απλά να λειτουργούν οι επιχειρήσεις όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά, και δεδομένου πως μια μηχανή εκτελεί εντολές καλύτερα από έναν άνθρωπο, οι εργάτες ανταγωνίζονται στο περιβάλλον αυτό με το να φέρονται περισσότερο σαν μηχανές. Οι εργάτες αυτοί πρέπει να ακολουθούν δουλικά τις εντολές της εταιρείας, αγνοώντας τις αντιρρήσεις τους για την μηχανοποίηση που προκαλεί μια καπιταλιστική οικονομία, και πρέπει να δουλεύουν περισσότερες ώρες για τον λιγότερο δυνατό μισθό, συχνά χωρίς κάποιο σωματείο για να να υπερασπιστεί τα συμφέροντά τους. Εν ολίγοις οι εταιρείες αποκρυσταλλώθηκαν με την εφαρμογή των ψυχοπαθών θεωριών της εκμετάλλευσης του εργατικού δυναμικού για μέγιστο κέρδος, αναγκάζοντας τους εργαζομένους να παίζουν το ρόλο των μηχανών. Ενώ εργάζεται, ο εργάτης σε ένας ενδελεχώς ελεγχόμενο περιβάλλον, πρέπει να εκτελεί μια συγκεκριμένη λειτουργία, όπως ένα εξάρτημα σε μια μηχανή έχει μια λειτουργία όπως αυτή ορίζεται από το σχεδιασμός της.
Ξεκινώντας με το έργο του Edward Bernays για το πώς το ανθρώπινο υποσυνείδητο μπορεί να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης για κυβερνητικούς σκοπούς ή για κέρδος δια μέσου προπαγάνδας που συνδέει το εσωτεριστικό κίνητρο του προπαγανδιστή με την ικανοποίηση της καταναλωτικής επιθυμίας, η απανθρωποποίηση πέρασε από τις εταιρείες στην προσωπική ζωή του ατόμου στο ρόλο του ως καταναλωτή. Πριν την εμφάνιση των δημοσίων σχέσεων και τη σχεδόν τέλεια μαζική προπαγάνδα μέσω τηλεόρασης, οι άνθρωποι έφευγαν από τα γραφεία τους και επέστρεφαν σε προσωπικές δραστηριότητες που όριζαν οι ίδιοι για τους εαυτούς τους. Αλλά επειδή η ανθρώπινη λαιμαργία είναι ένας απύθμενος λάκκος, οι εταιρικές τεχνικές μετατροπής του ατόμου σε λειτουργικό εξάρτημα ενός τεχνητού κατασκευάσματος έπρεπε να επεκταθούν και στις προσωπικές δραστηριότητες. Τώρα πλέον, θεωρητικά, δεν υπάρχει στιγμή της ζωής ενός ατόμου κατά την οποία δεν εργάζεται σε μια καπιταλιστική κοινωνία, αφού μόλις σταματήσει να είναι υπάλληλος, γίνεται εν δυνάμει καταναλωτής και το εύρος των καταναλωτικών αγαθών είναι τόσο μεγάλο, όσο και το εύρος των ασυνείδητων επιθυμιών μας. Οπότε, αντί να πουλάμε μόνο προϊόντα που οι άνθρωποι χρειάζονται, οι εταιρείες έμαθαν να κατασκευάζουν συνειδητές επιθυμίες μαζί με τα προϊόντα τους, συνδέοντας τη χρήση του προϊόντος με την ικανοποίηση μιας ασυνείδητης επιθυμίας. Και ενώ αυτή η επιστήμη της προπαγάνδρας της μαζικής αγοράς δεν έχει τελειοποιηθεί ακόμα -ας μην ξεχνάμε πως ο καταναλωτής μπορεί να δει μια διαφήμιση και να επιλέξει να μην αγοράσει το προϊόν- το αποτέλεσμα του να βλέπει κανείς τόσες διαφημίσεις από τόσο μικρή ηλικία είναι ότι το άτομο καταλήγει να αποδέχεται τις αρχές μιας καταναλωτικής κοινωνίας· ο υπέρτατος στόχος στη ζωή είναι η ευτυχία και ο στόχος αυτός επιτυγχάνεται με την κατανάλωση υλικών αγαθών.
Ο παραλογισμός του καταναλωτισμού
Για να επιστρέψουμε στις συγκρίσεις με τη θεϊστική θρησκεία, ενώ το άλογο του θεϊσμού οφείλεται στην προσπάθειά του να απαντήσει κανονιστικές ερωτήσεις κατά μέτωπον με άλογα μέσα, το άλογο του εξωτεριστικού Επιστημονισμού είναι απότοκο της υποβάθμισης των ανθρώπων σε μηχανές, απαντώντας έμμεσα σε κανονιστικά ερωτήματα. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι ο Επιστημονισμός είναι το λιγότερο μια αντι-φιλοσοφική φιλοσοφία. Το εξωτεριστικό μήνυμα του Επιστημονισμού είναι ότι δεν υπάρχει πρόοδος έξω από την επιστήμη, την τεχνολογία και την ελεύθερη αγορά και ότι η φιλοσοφία και η θρησκείας είναι άκυρες στην κοσμική κοινωνία. Αλλά η εσωτεριστική ατζέντα του Επιστημονισμού είναι η ανέγερση αυτού που ο Lewis Mumford ονόμαζε “υπερμηχάνημα” και αυτό στο οποίο εγώ αναφέρομαι ως “ολιγαρχία”, μια κοινωνία που ελέγχεται από μια μειοψηφία που κατέχει υπέρτατη πολιτική δύναμη επί της πλειοψηφίας.
Πώς επιτυγχάνεται αυτή η κρυφή ολιγαρχία; Προϋποθέτοντας απαντήσεις σε κανονιστικά ερωτήματα, δηλαδή μια φιλοσοφία ζωής, και μετατρέποντας την κοινωνία σε ένα μηχάνημα με λειτουργία την εφαρμογή αυτών των απαντήσεων. Η σιωπηρή φιλοσοφία ζωής σε μια κρυφή ολιγαρχία όπως των ΗΠΑ είναι ότι όλοι είμαστε απλά κοινωνικά ζώα, όχι ισόθεα πλάσματα ικανά να αντιμετωπίσουν με ηρωισμό την σκληρή υπαρξιακή πραγματικότητα της αποξένωσής μας από τη φύση λόγω της συνείδησης και της λογικής μας (βλ.Ευτυχία). Επιπλέον, ο υπέρτατος στόχος της ζωής για απλά κοινωνικά ζώα εξαρτάται από τη θέση τους στην φυσική ιεραρχία: οι επιθετικοί ψυχοπαθείς που καπελώνουν την κοινωνική τάξη κερδίζουν το δικαίωμα να συμπεριφέρονται ως θεοί εξουσιάζοντας τις μάζες, ενώ εκείνοι στις χαμηλότερες θέσεις πρέπει να είναι ευχαριστημένοι να ζουν ως πρόβατα και να τρων όσο περισσότερο γρασίδι γίνεται για να φουσκώσουν τα κέρδη της μειοψηφίας (βλ. Συντηρητισμός και Ολιγαρχία.) Οι μάζες πρέπει να είναι ευτυχισμένες με την πεζή έννοια· να νιώθουν επιφανειακή, εφήμερη ευχαρίστηση που διαρκώς υποσκάπτεται από την υπαρξιακή μας κατάσταση, ενώ τα μέλη της ολιγαρχίας δικαιούνται να κυβερνούν και να νιώθουν την πιο εκλεπτυσμένη ευχαρίστηση της schadenfreude [της αριστοτέλειας επιχαιρεκακίας]. Το νόημα της ζωής λοιπόν καθίσταται ως μη σεξουαλικό αντίστοιχο του σαδομαζοχισμού.
Όταν όλοι παίζουν ενστικτωδώς αυτό το σαδομαζοχιστικό παιχνίδι, αναδύεται μια καπιταλιστική οικονομία για να εκμεταλλευτεί τα ένστικτα αυτά· και στον σκληρό ανταγωνισμό όπου ο αδύναμος θυσιάζεται στο βωμό της άγριας, συμπαντικής δημιουργικότητας, οι πιο αδίστακτοι ανεβαίνουν σε θέσεις εξουσίας. Ακόμα περισσότερο διεφθαρμένοι από το κυνήγι της δύναμης, οι Αμερικανοί άρχοντες της ολιγαρχίας αποκρυσταλλώνουν αυτοκαταστροφικά τον έλεγχό τους καταστρέφοντας τα σωματεία εργαζομένων και αποκτώντας έλεγχο της κυβέρνησης, των οικονομικών ελεγκτών, του συστήματος υγείας (μέσω των φαρμακευτικών και των ασφαλιστικών εταιρειών), του εκπαιδευτικού συστήματος (μετατρέποντας τα πανεπιστήμια σε εταιρείες που παράγουν άβουλους εργάτες και εξαναγκάζοντας τις σκεπτιστικές, φιλελεύθερες σχολές σε κλείσιμο λόγω έλλειψης κέρδους), της δικαιοσύνης (δημιουργώντας φυλακές με σκοπό το κέρδος) και του στρατού (πουλώντας όπλα σε όλο τον κόσμο, ακόμα και σε πιθανούς εχθρούς και βοηθώντας τον πόλεμο με μισθοφόρους και υπηρεσίες καθαρισμού και ανοικοδόμησης). Εκτροχιάζοντας την κοινωνία όσο περισσότερο μπορούν, τα μέλη της ολιγαρχίας καθυστερούν οποιαδήποτε δημοκρατική επίθεση στην εξουσία τους.
Εν τω μεταξύ εκείνοι που κυβερνώνται σε μια τέτοια κοινωνία, κατευθύνονται να πιστεύουν πως το δικαίωμά τους να ψηφίζει σε ένα δικομματικό σύστημα δίνει στους ψηφοφόρους την υπέρτατη πολιτική εξουσία και ότι η ελευθερία του να επιλέγεις μεταξύ μιας στρατιάς κατασκευασμένων αγαθών είναι το πολυπόθητο μυστικό της ευτυχίας. Ο καταναλωτής τελεί υπό σύγχυση όπως και ο λιτεραλιστής θεϊστής, αλλά για διαφορετικό λόγο. Ο θεϊσμός συνδυάζει ένστικτα και εικασίες για να πλάσει μια ολιστική κοσμοθεωρία, αλλά ο λιτεραλιστής νομίζει πως η κοσμοθεωρία αυτή είναι μια αντικειμενική, λογικά στηριζόμενη θεωρία. Ο καταναλωτής επιδεικνύει υπερηφάνεια για τον κοσμικισμό του και τη σκληρή δουλειά του παράγοντας απτά αποτελέσματα σε μια καπιταλιστική θεωρία και όχι παίζοντας άσκοπα με φιλοσοφικές έννοιες και ενδοσκόπηση. Είναι πραγματιστής και όχι ιδεολόγος, αλλά χωρίς να το αντιλαμβάνεται, ο πραγματισμός είναι κατ’ελάχιστον μια φιλοσοφία ή μάλλον μια ιδεολογία με την μαρξιστική έννοια, δηλαδή ένα σύνολο ιδεών που εκλογικεύει μια οικονομική τάξη που εξυπηρετεί τα συμφέροντα μιας μικρής μερίδας του πληθυσμού. Ο πραγματισμός είναι δικαιολογία για να συμπεριφέρεται κανείς ως μηχανή, να δουλεύει σκληρά και να μένει ικανοποιημένος με την κατανάλωση μαζικά παραγόμενων αντικειμένων.
Αυτό το είδος κοσμικισμού είναι ένα υποβαθμισμένο είδος ζωής που αφήνει την απάντηση των κανονιστικών ερωτήσεων στα μέλη της ολιγαρχίας που διαμορφώνουν την αμερικανική κουλτούρα με τα δισεκατομμύρια που έχουν ξοδέψει σε πολιτικά, επιχειρηματικά και χολυγουντιανά μηνύματα τις τελευταίες δεκαετίες. Ενστικτωδώς τα μέλη της ολιγαρχίας καταλαβαίνουν πως το υπέρτατο αγαθό της ζωής πρέπει να είναι αυτό που μπορεί να παράξει μια καπιταλιστική οικονομία: ρηχές, φευγαλέες στιγμές ασφάλειας και ευχαρίστησης για είλωτες και ρομπότ, οι οποίες περιτριγυρίζονται από άγχος για αντίποινα για τη μιλιταριστικής συμπεριφοράς της ολιγαρχίας στο εξωτερικό και υποψίες ότι οι χαρωπές υλιστικές κουβέντες υπάρχουν απλά για να ασβεστώνουν τη σκληρή υπάρξιακή πραγματικότητα. Άλλη μια θαυμαστή σύμπτωση: αυτό που ικανοποιεί το επιστημονιστικό νόημα της ζωής είναι αυτό που παρέχει στην ολιγαρχία τα μέσα για να αποκρυσταλλώσουν τον έλεγχο, ήτοι η ελεύθερη αγορά που με συνέπεια επιβραβεύει τα πάθη που ανεβάζουν τα μέλη της ολιγαρχίας στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας.
Γιατί αποκαλώ τη σύγχρονη λατρεία της φύσης “Επιστημονισμό”;
Μπορεί να αναρωτιέστε ακόμα τι ακριβώς καθιστά τον καταναλωτισμό και τον πραγματισμό επιστημονιστικό, ή επιστημονοκεντρικό. Άλλωστε ένας από τους λόγους οι Αμερικανοί είναι τόσο πραγματιστές είναι, όπως έδειξε ο Weber, ότι ο Προτεσταντισμός είχε την απρόβλεπτη συνέπεια ότι ο κόσμος δούλευε επιπλέον σκληρά για να αποδείξει ότι είχαν προεπιλεγεί από το Θεό για να μπουν στον παράδεισο μετά θάνατον. Αλλά αυτό που επέτρεπε στους Προτεστάντες να νομίζουν πως μπορούν να διαβάσουν το μυαλό του Θεού είναι ότι η χριστιανική τους θρησκείας είχε παντελώς κοσμικοποιηθεί με τους αιώνες, όντας ένας φρανκενσταϊνικό συνονθύλευμα εβραϊκών και παγανιστικών στοιχείων (βλ. Θεϊσμός).
Όχι, ο υποκείμενος παράγοντας φαίνεται να είναι πως οι ΗΠΑ ιδρύθηκαν με σκοπό να διευκολύνουν τους καπιταλιστές, τα λεγόμενα “ειδικά συμφέροντα”, δηλαδή τους πλούσιους, διαπλεκόμενους ανθρώπους που γεμίζουν το κενό εξουσίας που αφήνει η συνταγματικά διαιρεμένη και κατακτημένη κυβέρνηση. Και ο καπιταλισμός με τη σειρά του ενδυναμώνει την τεχνοεπιστήμη, που ωθεί την καινοτομία και την οικονομική ανάπτυξη με επιστημονικές ανακαλύψεις και τις εφαρμογές τους. Η κύρια σχέση μεταξύ της σύγχρονης επιστήμης και του καπιταλισμού είναι η μαζική παραγωγή, η ικανότητα των μηχανών να παράγουν μια αφθονία προϊόντων. Οπότε η επιστήμη έμμεσα παρέχει τη δυνατότητα για τεράστια κέρδη· και ενώ παλιότερα μόνο η αριστοκρατία μπορούσε να εκμεταλλευτεί τις επιστημονικές εξελίξεις, στο σύγχρονο κόσμο το άτομο έχει κερδίσει το δικαίωμα να του ανήκει ο καρπός του κόπου του. Η υπερπαραγωγή προϊόντων προς πώληση απαιτεί και ίση ζήτηση, το οποίο απαιτεί καπιταλιστική προπαγάνδα, την παραγωγή καταναλωτικής επιθυμίας μέσω της διαφήμισης. Οι μηχανές, φυσικά, καθίστανται δυνατές με την πρόοδο της επιστημονικής γνώσης, όπως η αποτελεσματική διαφήμιση καθίσταται δυνατή με την πρόοδο στις φιλοσοφικές επιστήμες, ιδίως στην ψυχολογία. Οι σύγχρονοι τιτάνες της βιομηχανίας δεν έχουν την αφέλεια των αριστοκρατών ή των δικτατόρων που νομίζουν πως είναι στο απυρόβλητο και βασίζονται στην παράδοση και την αντιπαραγωγική στρατιωτική υποδούλωση για να ελέγξουν τις μάζες της ανέχειας· αυτοί προσπαθούν να προστατέψουν τα πλούτη τους με την κάλυψη της δημοκρατίας και, όπως έχω πει, αυτά τα αντίθετα συμφέροντα γεννούν την κρυφή ολιγαρχία. Όπως οι φιλελεύθεροι εμπνέονται από την ταχύτατη πρόοδο της τεχνοεπιστήμης, αυτή η σύγχρονη ολιγαρχία χρησιμοποιεί τη δημοκρατία ως εργαλείο μόνο και μόνο προς όφελός της.
Υπνωτισμένοι από την τεχνοεπιστημονική πρόοδο, οι φιλελεύθεροι νόμιζαν πως υπήρχαν αντικειμενικές λύσεις ακόμα και σε ερωτήματα κοινωνικής προόδου, οπότε αναδιοργάνωσαν την αμερικανική οικονομία προσθέτοντας ρυθμίσεις που θα απέτρεπαν το καταστροφικό ξεφούσκωμα που ακολουθεί τις φούσκες (βλ. Φιλελευθερισμός). Αυτό καλλιέργησε μια πραγματιστική, αισιόδοξη κουλτούρα που ενισχύθηκε από τις θετικιστικές και συμπεριφοριστικές υπερβολές των πανεπιστημίων ως προς τη σημασία της επιστήμης και την υπεραισιόδοξη επιστημονική φαντασία που εκθείαζε τον τερματισμό του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου από τον αμερικανικό στρατό και την εγκαθίδρυση μιας, υπό μία έννοια, Αμερικανικής Αυτοκρατορίας. Εκτός από αυτά τα επιστημονοκεντρικά αίτια του καταναλωτισμού, υπήρξε και η πολιτισμική επίδραση όλης αυτής της τεχνολογικής καινοτομίας στον 20ο αιώνα, ο μανιώδης ρυθμός τεχνολογικής προόδου που εξανάγκασε τους ανθρώπους να κινηθούν στους ίδιους ρυθμούς ή να χάσουν τη δουλειά τους από τις μηχανές. Λέει η παροιμία πως “αν δεν μπορείς να τους νικήσεις, πήγαινε με το μέρος τους” και αυτό είναι που κάνουν οι εργάτες και καταναλωτές σε μια καπιταλιστική κρυφή ολιγαρχία: πασάρουμε τους εαυτούς μας ως μηχανές, ώστε αυτά τα άτιμα τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά μας να περάσουν απαρατήρητα. Ένα από αυτά τα χαρακτηριστικά είναι η δυνατότητα να αντιληφθούμε πως η υλιστική ευχαρίστηση δεν είναι τόσο ικανοποιητική, αλλά υπάρχει ένα ανώτερο, ηθικό ιδανικό· το να αντιμετωπίσουμε το γεγονός ότι η ευτυχία είναι υπαρξιακά παράλογη -ακόμα και αν αυτό σημαίνει ότι πρέπει να θυσιάσουμε την πιθανότητα ικανοποίησης.
Ο λόγος λοιπόν που μιλώ τόσο ευρέως -και κάπως ιδιαίτερα- για Επιστημονισμό ή για μια σύγχρονη επιστημονοκεντρική κοσμοθεωρία, είναι επειδή η επιστήμη άμεσα ή έμμεσα δημιουργεί όλα εκείνα τα πολιτισμικά στοιχεία που συνθέτουν τη θρησκεία ενός φυσιοκράτη, συμπεριλαμβανομένων της τεχνολογίας, του καπιταλισμού, της κρυφής ολιγαρχίας, της διαφήμισης, του καταναλωτισμού και της πραγματιστικής εχθρότητας κατά της φιλοσοφίας.
Παράδειγμα: Τηλεοπτικά πολιτικά ντιμπέιτ στις ΗΠΑ
Ένα τρανταχτό παράδειγμα της εχθρότητας κατά της φιλοσοφίας στην κοσμικιστική κουλτούρα, και ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, είναι αυτό που περνάει πλέον για πολιτικός διάλογος. Όπως έχουν επισημάνει πολλοί πολιτικοί αναλυτές, η τηλεόραση έχει επιδράσει κυρίως αρνητικά στον πολιτικό διάλογο. Συγκεκριμένα, στο πρώτο τηλεοπτικό ντιμπέιτ μεταξύ Κένεντυ και Νίξον, αυτό που φάνηκε ήταν ότι στην τηλεόραση περισσότερο μετράει η εμφάνιση και όχι η ουσία. Ο Νίξον ίδρωνε και έμοιαζε λιγότερο ηρωικός από τον Κένεντυ· οπότε ο Κένεντυ “κέρδισε” το ντιμπέιτ. Αυτό θυμάται ο κόσμος από το ντιμπέιτ και όχι τη σύγκρουση ιδεών. Και στο ντιμπέιτ του με τον Κλίντον και τον Ρος Πέροου, ο μπαμπάς Μπους κοίταξε το ρολόι του, αποκαλύπτοντας πόσο βαρετή και αδιάφορη του ήταν μια ερώτηση για το πόσο τον επηρεάζει η ύφεση. Τέτοια ζητήματα προσωπικότητας και επιφανειακών εντυπώσεων μεγεθύνονται από την τηλεόραση, οπότε ο πολιτικός για να είναι επιτυχής πρέπει να εκπέμπει μια πολιτικά ορθή εικόνα. Συνήθως κανείς δημοσιογράφος δεν θα προσπαθήσει να κοιτάξει πέρα από την επιφάνεια, γιατί η τηλεόραση δεν είναι σαν να διαβάζεις βιβλίο και η τηλεόραση είναι καλύτερη στο να παρουσιάζει ασύνδετες αναπαραστάσεις παρά ένα λογικό, συνεπές μοντέλο της πραγματικότητας.
Μόνο για αυτό το λόγο είναι αναμενόμενο ότι θα έπεφτε η ποιότητα των πολιτικών ντιμπέιτ, αλλά η κατάρρευση της αμερικανικής δημοσιογραφίας φταίει κι αυτή. Μια φορά κι έναν καιρό οι άνθρωποι εμπιστεύονταν τους δημοσιογράφους, όπως το Walter Cronkite ή τον Edward R. Murrow, θεωρώντας πως είναι σκληροί, ανεξάρτητοι και υποστηρίζουν τα συμφέροντα των πολιτών, λέγοντας τα πράγματα με τ’όνομά τους. Έπειτα κατέστη σαφές πως η δημοσιογραφία είναι επάγγελμα και όχι λειτούργημα, καθώς όλο και περισσότεροι ειδησεογραφικοί οργανισμοί εξαγοράζονταν από κάποιες λίγες μεγαλοεπιχειρήσεις. Όπως φαίνεται με μια σύγκριση οποιουδήποτε ειδησεογραφικού καναλιού στις ΗΠΑ με το BBC, για παράδειγμα, οι Αμερικανοί δημοσιογράφοι υποχώρησαν στις πιέσεις από το ηλεκτρονικό τους μέσο και τους εταιρικούς διαχειριστές τους. Ο στόχος τους τώρα είναι να μεγιστοποιήσουν το κέρδος και αυτό στην τηλεόραση επιτυγχάνεται με την παραγωγή πληροφοροψυχαγωγίας και όχι με μαχόμενη δημοσιογραφία. Οπότε οι παρουσιαστές και οι αναλυτές των ειδήσεων αρχίζουν να ανταγωνίζονται διασκεδαστές, όπως ο Jon Stewart ή ο Bill Maher, και στον ανταγωνισμό αυτό οι δημοσιογράφοι πρέπει να θυσιάσουν την ακεραιότητά τους για να κάνουν τους καραγκιόζηδες. Το αποτέλεσμα είναι ότι έχασαν όχι μόνο την αξιοπιστία τους, αλλά και τη δυνατότητά τους να πείσουν τους πολιτικούς να εμφανιστούν στις εκπομπές τους και να γίνουν αποδέκτες αξιόλογων ερωτήσεων. Οι δημοσιογράφοι τώρα χρειάζονται τους πολιτικούς περισσότεροι απ’ό,τι τους χρειάζονται οι πολιτικοί για να βγουν στην τηλεόραση, οπότε οι αναμετρήσεις μεταξύ τους γίνονται με τους όρους των πολιτικών.
Το αποτέλεσμα είναι ότι κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου οι Αμερικανοί πολιτικοί συμμετέχουν σε πολλά τηλεοπτικά πολιτικά ντιμπέιτ, τα οποία μόνο ντιμπέιτ δεν είναι. Ένα ντιμπέιτ χρειάζεται να εξεταστεί ο κάθε υποψήφιος, ώστε ο θεατής να κρίνει πια πλευρά έχει καλύτερα επιχειρήματα στα ερωτήματα και απαιτεί από τον κάθε συμμετέχοντα μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τα ζητήματα παρά για την παρουσίαση. Οι συμμετέχοντες πρέπει να είναι λόγιοι και να ασχολούνται με τα επιχειρήματα του άλλου, ώστε η αλήθεια να προκύψει μέσα από έναν πλατωνικό διάλογο.
Τίποτα από αυτά δεν γίνεται στα αμερικανικά τηλεοπτικά “ντιμπέιτ”. Κατ’αρχάς ο εγωκεντρικός δημοσιογράφος αντικαθιστά τον καθοδηγητή της συζήτησης και αντί απλά να επιβάλει τους όρους της συζήτησης και τα χρονικά όρια, κάνει ερωτήσεις σε κάθε συμμετέχοντα και ο πολιτικός απαντάει με την κασέτα του σε ένα λεπτό. Ο δημοσιογράφος είτε προχωρά σε άλλη ερώτηση, είτε συμπυκνώνει την απάντηση του πρώτου, ώστε αν θέλει να σχολιάσει ο δεύτερος πολιτικός, να το κάνει υπό την κάλυψη της απάντησης στον αδαή δημοσιογράφο. Οπότε η αλληλεπίδραση μεταξύ των πολιτικών αντικαθίσταται από την αλληλεπίδραση του καθενός με τον δημοσιογράφο και αντί για ντιμπέιτ βλέπουμε παράλληλες συνεντεύξεις ή μια συνέντευξη τύπου. Αυτό προτιμούν οι πολιτικοί· δεν θέλουν να αναμετρηθούν λογικά με τις ιδέες του άλλου δημοσίως, είτε επειδή κρυφά συμφωνούν με πολλές από τις απόψεις του άλλου, όπως είναι αναγκαίο για έναν πολιτικό σε μια κρυφή ολιγαρχία, είτε επειδή ξέρουν πως στην τηλεόραση η λογική πολιτική συζήτηση θα τους χαλάσει το ίματζ. Οι θεατές περιμένουν από την τηλεόραση να τους διασκεδάσει. Δεν θέλουν να προσπαθήσουν να ακολουθήσουν ένα περίπλοκο επιχείρημα κοιτώντας μια οθόνη όταν ξέρουν πως ανά πάσα στιγμή θα γίνει διακοπή για μουσική και διαφημίσεις· χώρια ότι είναι πιο δύσκολο να ελέγξεις δηλώσεις στην τηλεόραση, απ’ό,τι σε ένα βιβλίο.
Οπότε το τηλεοπτικό ντιμπέιτ στις ΗΠΑ είναι μια σκέτη κοροϊδία. Το πρόβλημα δεν είναι απλά ότι οι πολιτικοί παραποιούν τα ζητήματα, δεν απαντούν στις ερωτήσεις και έχουν μόνο λίγα δευτερόλεπτα για να απαντήσουν (μιας και οι θεατές δεν πρόκειται να τον παρακολουθήσουν για πολύ, και ούτως ή άλλως χρειάζεται και χρόνος για διαφημίσεις). Σίγουρα αυτοί οι παράγοντες συντελλούν στην απαράδεκτη αυτή κατάσταση. Αλλά ο κύριος παραλογισμός είναι απλά ότι αυτό που οι δημοσιογράφοι και οι πολιτικοί ονομάζουν ντιμπέιτ, δεν είναι ντιμπέιτ ούτε κατά διάνοια. Η Αμερική δεν έχει δει πολιτικό ντιμπέιτ στην τηλεόραση για πάρα πολλές προεκλογικές περιόδους. Αυτό που έμοιαζε περισσότερο με ντιμπέιτ ήταν το ντιμπέιτ των υποψήφιων αντιπροέδρων Ντικ Τσέινυ και Τζο Λίμπερμαν, αλλά φυσικά η ευγένεια της συζήτησής του οφειλόταν στο ότι συμφωνούσαν για τα περισσότερα ζητήματα.
Η έλλειψη δημόσιας συζήτησης μεταξύ των Αμερικανών πολιτικών είναι παράλογη για τρεις λόγους. Πρώτον, αυτά που είναι απλά συνεντεύξεις πολιτικών αποκαλούνται “ντιμπέιτ” από όλους όσους τα διοργανώνουν. Δεύτερον, ο θεατής δεν ξεγελιέται από το λάθος αυτό όνομα, παρά τον δημοφιλή λαϊκισμό και την έχθρα για τη διανόηση της αμερικανικής πολιτικής κουλτούρας· και αυτό γιατί οι περισσότεροι ξέρουν την έννοια του ντιμπέιτ από τα χολυγουντιανά δικαστικά θρίλερ, όπου οι μάρτυρες εξετάζονται εξονυχιστικά και στο τέλος ξερνάν την αλήθεια. Τρίτον, οι Αμερικανοί μπορούν να συγκρίνουν τα αστεία “ντιμπέιτ” τους μετα πολύ πιο ώριμα και διαδραστικά καναδικά. Η διάρθρωση των καναδικών πολιτικών ντιμπέιτ δεν είναι τόσο παιδαριώδης όσο των αμερικανικών, κυρίως επειδή οι Καναδοί δημοσιογράφοι που τα διοργανώνουν δεν είναι τόσο πλούσιοι ή επιτυχημένοι όσο οι Αμερικανοί συνάδελφοί τους, οπότε δεν είναι τόσο τερατωδώς εγωπαθείς. Οπότε οι Καναδοί δημοσιογράφοι κάνουν το προφανές και βγαίνουν από τη μέση αφήνοντας τους πολιτικούς να συζητήσουν μεταξύ τους. Δυστυχώς οι Καναδοί συνομιλητές δεν είναι και πολύ ενδιαφέροντες επειδή ακόμα και οι συντηρητικοί Καναδοί πολιτικοί είναι στην πράξη μεταμοντέρνοι φιλελεύθεροι ή κυνικοί, μηδενιστές πραγματιστές, χωρίς όραμα, αρχές και χωρίς να είναι σε θέση να πείσουν ότι μπορούν να πλάσουν τον πολιτισμό σε κάτι που δεν μοιάζει με τσιμεντένια ζούγκλα. Οπότε αυτοί οι συνομιλητές τείνουν να προσπερνούν την ευκαιρία να αλληλεπιδράσουν με τις ιδέες του άλλου και να βοηθήσουν τους ψηφοφόρους να αποφασίσουν ποιος έχει δίκιο· αντ’αυτού βάζουν την κασέτα, αποφεύγουν τις ερωτήσεις, χτυπάνε κάτω από τη μέση, εξαντλούν το χρόνο με ανοησίες κ.ο.κ.
Στις ΗΠΑ οι αθέλητες συνέπειες της τηλεόρασης στην αμερικανική πολιτική σκηνή είναι η πόλωση των πολιτών και η καταβαράθρωση του επιπέδου πολιτικής συζήτησης. Χωρίς εικόνες λογικού διαλόγου μεταξύ των αρχηγών τους, οι Αμερικανοί πολίτες κατευθύνονται στο άλλο άκρο και ξεσπούν σε κραυγασμούς κομματικών συνθημάτων. Οι δημαγωγοί τρέχουν να εκμεταλλευτούν το χάος, όπως οι φανατικοί Ισλαμιστές σε άναρχες χώρες. Όπως οι χωρικοί το μεσαίωνα μάθαιναν στον σκοπό της κοινωνίας τους κοιτάζοντας τις αγιογραφίες στις εκκλησίες, έτσι και οι Αμερικανοί μαθαίνουν από την τηλεόραση και όχι από βιβλία· και αυτό που μαθαίνουν είναι ο λογικός πολιτικός διάλογος, που υποτίθεται πως συμβαίνει στον ΟΗΕ, είναι δειλός και ασήμαντος. Ξανά, τα δικαστικά θρίλερ μοιάζει να τους παρέχουν το αντίθετο στερεότυπο, αλλά στην πράξη οι Αμερικανοί είναι κατά της διανόησης. Όπως ο Ομπάμα συνέχισε και δεν “άλλαξε” τις περισσότερες από τις εξωτερικές και οικονομικές πολιτικές του Μπους, παρά τον αισιόδοξο ρασιοναλισμό των προεκλογικών ομιλιών του, η θητεία του στην πράξη ενίσχυσε την αμερικανική προκατάληψη κατά της λογικής στην πολιτική.
Οι Αμερικανοί πλέον είναι πραγματιστές που λατρεύουν τη δύναμη. Αλλά ο αμερικανικός λαός αποδυναμώνεται από τους εσωτερικούς του διαχωρισμούς και έτσι ο κόσμος δεν μπορεί να αντλήσει υπερηφάνεια παρά το γεγονός πως, θεωρητικά τουλάχιστον, η πλειοψηφία τους κυβερνά έμμεσα ως λογικοί, αυτόνομοι και ενήμεροι πολίτες. Αντ’αυτού η πλειοψηφία δεν έχει καμία πολιτική δύναμη, ούτε και η πλειοψηφία έχει τις προϋποθέσεις για να ασκήσει πολιτική εξουσία. Ο δημοκρατικός έλεγχος του κράτους από τους πολίτες καταστρατηγήθηκε εξ αρχής από τους ιδρυτές που δημιούργησαν τρεις ξεχωριστούς, ίσους και εν τέλει σακατεμένους κλάδους στην κυβέρνηση. Όπως η μεσαιωνική Εκκλησία ευνοήθηκε από το γεγονός ότι οι μάζες δεν ξέρανε Λατινικά, το οποίο τους έδινε απόλυτο έλεγχο της ερμηνείας της Βίβλου, η Αμερικανική Ολιγαρχία ευνοείται από έναν διαιρεμένο, μπερδεμένο και εκνευρισμένο λαό. Αυτές οι αδυναμίες περιορίζουν τις μάζες στον πάτο της τροφικής αλυσίδας, εξασφαλίζοντας και δικαιολογώντας ακόμα τη δύναμη που ασκούν επάνω τους οι υπερκείμενοι.
Ο Επιστημονισμός επαναμυθοποιεί τη φύση
Το αποτέλεσμα είναι ότι η αμερικανική κοσμική κοινωνία χωρίζεται σε εσωτεριστικές και εξωτεριστικές ομάδες, οι οποίες είναι αμφότερες αντίθετες στη λογική όπως οι εντός (μύστες) και οι εκτός (λιτεραλιστές) της θεϊστικής θρησκείας. Δεκτόν, η ομοιότητα δεν αρκεί για να καταστήσει τον Επιστημονισμό θρησκεία. Αλλά αυτό που βρίσκουμε είναι πως μια τεχνοεπιστημονική κρυφή ολιγαρχία όπως αυτή την ΗΠΑ ικανοποιεί τα θρησκευτικά ένστικτα όχι με απλή ρητορεία και διαρκή δήλωση της θεολογίας της -αν και το κάνει και αυτό- αλλά ολοκληρώνοντας τον εκχριστιανισμό του μονοθεϊσμού. Ο Χριστιανισμός υποβίβασε το Θεό σε θνητό άνθρωπο, το εσωτεριστικό (γνωστικό) νόημα του οποίου είναι η ανατολίτικη άποψη ότι η ανθρώπινη φύση είναι πλήρως θεϊκή και ότι η θεότητα ξεκινά και τελειώνει με την έλλογη, ευφυή ζωή. Επιπλέον οι υποτιθέμενες παρεμβάσεις του Θεού στη φύση έχουν απομυθοποιηθεί τελείως από την επιστήμη, αν και οι επιστήμονες αποκάλυψαν πως η φύση τελικά είναι πολύ πιο παράξενη και τρομακτική από οποιαδήποτε ανθρωποκεντρική προβολή του εαυτού μας. Αλλά τώρα κατανοούμε γιατί βρέχει, γιατί περιοδικά η γη σείεται και πώς δουλεύουν οι ασθένειες.
Από που σπάνια λέγεται όμως είναι ότι αυτή η απομυθοποίηση συνδυάζεται παράλληλα με μια κοσμική επαναμυθοποίηση της φύσης, καθώς οι άνθρωποι αντικαθιστούν το Θεό στους μύθους που ερμηνεύουν τα νέα θαύματα για τα οποία ευθυνόμαστε μόνο εμείς. Οι μονάρχες πάντα ήταν τα πρότυπα για τον τυραννικό θεό στον ουρανό, όπως και τα κατορθώματά τους σε κοινωνικό και πολιτιστικό επίπεδο ήταν η πηγή των μύθων ότι το σύμπαν ήταν ευφυώς πλασμένο. Η διαφορά είναι ότι στη Δυτική φαντασία, η σημερινή ολιγαρχία και οι επιστήμονες θαυματοποιοί έχουν αντικαταστήσει τα υπερφυσικά τους αντίστοιχα επειδή η επαναμυθοποίηση της φύσης έπεται της πλήρους απομυθοποίησής της από το Χριστιανισμό, την Επιστημονική Επανάσταση και το Διαφωτισμό.
Οπότε, όταν μια εταιρεία φτιάχνει ένα εμπορικό κέντρο με προϊόντα μέχρι το ταβάνι, η εμπειρία της κατανάλωσης είναι το μόνο παραδείσιο συναίσθημα που αναγνωρίζουν οι καταναλωτές και το οποίο, στο βάθος-βάθος, ξέρουν πως είναι το μόνο που μπορούν να νιώσουν· και όταν τα χρήματα χωρίζουν τους έχοντες από τους μη έχοντες, αυτή είναι η μόνη θεία δικαιοσύνη που χωρίζει την ήρα από το στάρι, τους ευλογημένους από τους καταραμένους. Όταν η ολιγαρχία τώρα κατοικεί σε χυδαίο πλούτο, καθισμένη σε χρυσές τουαλέτες και περιφέρεται από έπαυλη σε έπαυλη, αυτοί οι ζωντανοί άνθρωποι είναι οι ημίθεοι, οι άγγελοι ή οι δαίμονες που βρίσκονται υπεράνω του ανθρώπινου νόμου. Αντ’αυτού οι άνθρωποι θα μπορούσαν να είχαν μείνει προσκολλημένοι στην ψευδαίσθηση πως οι μύθοι τους μιλούσαν μόνο για υπερφυσικά όντα που δεν είχαν σχέση με το επίγειο σπίτι τους. Όταν η φυσική επιλογή παράγει βιολογικά σχέδια και επιβραβεύει ή τιμωρεί οικονομικά μοντέλα, αυτό είναι η θεία δημιουργική δύναμη, ίσως ακριβώς η ίδια σε μικροκοσμικό επίπεδο, που πλάθει όλο το σύμπαν καθώς αυτό εξελίσσεται άσκοπα μέσα στο πολυσύμπαν. Και όταν οι φυσικοί μιλάνε σε μια κρυφή μαθηματική γλώσσα είναι πράγματι μάγοι που η ιδιαίτερη γνώση τους καθιστά δυνατά τα θαύματα της σύγχρονης τεχνολογίας, θαύματα που είναι τόσο μαγικά για έναν αμύητο, όσο οποιοδήποτε “θαύμα” της φύσης έμοιαζε σε έναν αρχαίο θεϊστή.
Αυτές είναι οι μεγάλες ειρωνίες του κοσμικισμού. Πρώτα, καταρρίπτοντας τη λογική βάση του θεϊσμού, η τεχνοεπιστήμη, ο καπιταλισμός και η κρυφή ολιγαρχία προσθέτουν νέο ένδυμα στις πρωτόγονους κοινωνικούς διαχωρισμούς που υπήρξαν πρότυπα για τους θεϊστές, αναδημιουργώντας μια αδαή μάζα ανθρώπων (εργάτες και καταναλωτές) την οποία ελέγχουν πλήρως μια μειοψηφία ανώτερων όντων (ολιγαρχικοί). Οι μάζες μέχρι που σχεδιάζονται μέχρι ενός σημείου από την ολιγαρχία, η οποία υπαγορεύει τις αποδεκτές κοινωνικές εκδηλώσεις, πρακτικά εκπαιδεύοντας τους ανθρώπους να συμπεριφέρονται ως μηχανές (βλ. Πολιτική Ορθότητα). Δεύτερον, αυτές οι τρεις κοσμικές δυνάμεις τώρα έχουν αντικαταστήσεις τις υπερφυσικές. Άλλωστε ο θεϊσμός πάντα ήταν ένας κώδικας για τη φύση και τον άνθρωπο, και τώρα που στον σύγχρονο κόσμο η θεϊστική θρησκεία έχει απαξιωθεί φιλοσοφικά, οι κοσμικιστές είναι ελεύθεροι να λατρέψουν τις φυσικές δυνάμεις που στα αρχαία χρόνια θεωρούνταν εσφαλμένα υπερβατικές.
Ο Επιστημονισμός, με την ευρύτερη έννοια, είναι η θρησκεία που επαναμυθοποιεί τη φύση -μαζί με ελίτ ανθρώπων- υποσκάπτοντας τον δυϊστικό θεϊσμό, ο οποίος έλκυε την προσοχή σε φανταστικούς κατοίκους ενός απόκοσμου βασιλείου. Ο δυϊσμός ήταν κάπως ασουλούπωτος, αλλά απαραίτητος για να διατηρήσουν την εξουσία οι μονάρχες: οι αρχαίοι γνώριζαν πολύ λιγότερα για την άβια ύλη απ’όσα γνώριζαν για τους ίδιους, οπότε ανθρωπομορφοποιούσαν τα αίτια των φυσικών συμβάντων. Αλλά μιας και αυτά τα παντοδύναμα πρόσωπα (θεοί, άγγελοι, δαίμονες, νεράιδες) προφανώς ήταν αόρατα, οι αρχαίοι θεϊστές υπέθεσαν πως κατοικούσαν σε έναν κρυφό, απόμακρο κόσμο. Και για να διατηρήσει την εξουσία του ο άνθρωπος-μονάρχης έπρεπε να διαβεβαιώσει τις μάζες πως είχε τη στήριξη αυτών των κρυμμένων όντων. Στο σύγχρονο κόσμο που ξέρουμε, ίσως, περισσότερα για την άβια ύλη, παρά για εμάς τους ίδιους, δεν χρειάζεται να υποθέσουμε πως τα φυσικά συμβάντα έχουν υπερφυσικά αίτια. Κοιτάξαμε κάτω από το κρεβάτι και δεν βρήκαμε τέρατα. Αλά όταν συμπεριφερόμαστε πιο τερατωδώς και από τον μπαμπούλα, φοβόμαστε τους εαυτούς μας όσο κι ένα παιδί που φοβάται να κοιτάξει κάτω απ’το κρεβάτι. Και όταν η δύναμη και η γνώση είναι τόσο άνισα μοιρασμένη (παρά το ίντερνετ) οι θεϊστικοί μύθοι βρίσκουν εφαρμογή στις υποτιθέμενες κοσμικές κοινωνίες -μόνο που τώρα οι μύθοι ανοιχτά αναφέρονται σε επίγεια όντα και γεγονότα.
Διευκρινήσεις
Δεν θέλω να πω απλά πως αυτή η επαναμυθοποίηση είναι το κρυφό μήνυμα της κοσμικής κοινωνίας. Όχι, θέλω να πω πως η συμπεριφορά των υποτιθέμενων κοσμικιστών ερμηνεύεται καλύτερα αν θεωρηθούν ακόλουθοι μιας θρησκείας που απεκδύεται τον τίτλο. Οι φυσιοκράτες ανθρωπιστές λατρεύουν τη χρησιμότητα και την αποτελεσματικότητα (μηχανές), το χρήμα και τη δύναμη (την ολιγαρχία και τη συμπαντική δημιουργικότητα, που σε μικροκοσμικό επίπεδο είναι η εξελικτική δύναμη μιας ελάχιστα ρυθμισμένης αγοράς), την νοητική μαεστρία και το θαύμα (σύγχρονη επιστήμη και τεχνολογία). Εμείς οι κοσμικιστές δεν χρησιμοποιούμε θρησκευτικούς όρους όταν μιλάμε για τους εαυτούς μας, αφού έχουμε την κλασσική αντίληψη ότι οι θρησκείες είναι όλες θεϊστικές και αποκηρύσσουμε μετά βδελυγμίας κάθε είδους θεϊστική πίστη στο υπερφυσικό. Αλλά ο λεγόμενος κοσμικός πολιτισμός δεν είναι μια υπερλογική εναλλακτική σε μια θρησκεία βασισμένη στην πίστη. Ως κοινωνικά ζώα, μέλη μιας ψευδο-δημοκρατικής, καπιταλιστικής κοινωνίας, έχουμε την τάση να είμαστε κυρίως παράλογοι, που στην περίπτωσή μας σημαίνει αυταπατώμενοι, μπερδεμένοι και εκνευρισμένοι. Χάφτουμε τους ηδονιστικούς και απάνθρωπους μύθους που ξεφυτρώνουν γύρω από την κρυφή ολιγαρχία με στόχο τη διαρκή ροή του χρήματος προς την κορυφή μέσω της αυτοκαταστροφικής υπερκατανάλωσης. Συχνά αντιλαμβανόμαστε το πόσο γκροτέσκα είναι η κοινωνία μας, αλλά έχουμε εμπιστοσύνη στην ανωτερότητα του τρόπου ζωής μας, όπως τα μέλη μιας μονοθεϊστικής θρησκείας μπορεί να έχουν γνώση και άλλων παρόμοιων θρησκειών, αλλά εκλογικεύουν την βασισμένη στην πίστη επιλογή τους.
Ούτε λέω μόνο πως ο Επιστημονισμός, συμπεριλαμβανομένου του πραγματισμού και του καταναλωτισμού, είναι μια ιδεολογία με τη μαρξιστική έννοια -εκτός και αν η “ιδεολογία” ταυτιστεί με τη “θρησκεία”. Ο Επιστημονισμός είναι τουλάχιστον μια με τη μαρξιστική έννοια ιδεολογία, αλλά άλλο τόσο είναι και η παραδοσιακή θεολογία. Κάποια συστήματα πίστης τείνουν να εξυπηρετούν οικονομικά συμφέροντα, αλλά δεν είναι αυτό που τα καθιστά θρησκευτικά. Μήπως παραξεχειλώνω τη “θρησκεία” σε σημείο που να χάνει το νόημά της; Αν με τον όρο “θρησκεία” εννοούμε ένα σύνολο ψευδαισθήσεων που δένει ένα κοινωνικό σύνολο, εκτρέπει την προσοχή από την υπαρξιακή μας κατάσταση και εκλογικεύει τις τελετουργίες που προκύπτουν από αυτές τις ψευδαισθήσεις, τότε όχι. Ομολογουμένως ο ορισμός αυτός είναι μειωτικός και χλευαστικός, αλλά καλύπτει και τις παραδοσιακές θρησκείες και τον Επιστημονισμό. Για να έχει νόημα όμως ο ορισμός πρέπει να υπάρχουν ιδέες τις οποίες δεν καλύπτει. Αν ακόμα και οι φυσιοκρατικοί πραγματιστές και οι ηδονιστικοί καταναλωτές είναι θρήσκοι, τότε ποιος δεν είναι; Η απάντησή μου: τουλάχιστον οι μύστες, των οποίων η φώτιση είναι ο εσωτεριστικός σκοπός των παραδοσιακών θρησκειών που οι “εκτός” αδράχνουν για να συμβιβάσουν τον κατώτερο τρόπο ζωής τους με αυτό το μυστικιστικό ιδεώδες· και οι μοναχικοί ασκητές και καλλιτέχνες που αποξενώνονται από την υλιστική κουλτούρα. Οι θρησκείες είναι μέθοδοι μαζικών παραισθήσεων, οπότε φυσικά εκείνοι -που για οποιοδήποτε λόγο- είναι αντικοινωνικοί, δεν θρησκεύονται.
Μία εναλλακτική του Επιστημονισμού είναι η Νιτσεϊκή ή Σωκρατική αυτογνωσία, η οποία προϋποθέτει μεγάλη ταπεινοφροσύνη και θάρρος: πρέπει να εκτιμήσουμε το γεγονός ότι είμαστε ζώα με εμμονή να ανακαλύπτουμε πώς δουλεύουν τα πράγματα, το οποίο μας ενδυναμώνει, αλλά μας θέτει και σε κίνδυνο. Το θρησκευτικό ένστικτο είναι μάλλον γραμμένο στον εγκέφαλό μας, δεδομένου πως η θρησκεία είναι τόσο διαδεδομένη στις κοινωνίες μας. Για αυτό το λόγο μια επιστημονοκεντρική κουλτούρα είναι αναπόφευκτο ότι θα έχει τάσεις θρησκοληψίας και ειδωλολατρίας. Οι κοσμικιστές θα πρέπει να παραδεχθούν τις θρησκευτικές εκφάνσεις του Επιστημονισμού και να δημιουργήσουν αυτό που ο Joseph Campbell ονόμαζε ένα σύγχρονο μύθο, μια θρησκεία που να προκαλεί δέος και δεν είναι ένα αναχρονιστικό κατάλοιπο όπως ο Χριστιανισμός και το Ισλάμ, αλλά ανταποκρίνεται στις ανάγκες ενός μεταμοντέρνου κόσμου και ειδικότερα στην τρέχουσα γνώση της σκοτεινής υπαρξιακής μας κατάστασης. (Κατ’εμέ, ένας υποτυπώδης τέτοιος μύθος βρίσκεται στο τέλος του βιβλίου του Olaf Stapledon “Οι τελευταίοι και οι Πρώτοι Άνθρωποι”). Εναλλακτικά ο κοσμικιστής μπορεί να μην εγκρίνει τις ψευδαισθήσεις που σίγουρα θα προκύψουν σε μια τέτοια θρησκεία και να αποτραβηχτεί από την κοινωνία, ζώντας ως πικραμένος ασκητής.
Διαβαζοντας αυτο το αρθρο [κατοπιν προτροπης φιλου], σχεδον δακρυσα αναλογιζομενος οτι καποτε κι εγω ετσι αναζητουσα την αληθεια [μεσα στους λαβυρινθους της σκεψης]. Και παντα θα ευγνωμονω την Αληθεια που με απαλλαξε για παντα απο αυτο το ματαιο και ψυχοκτονο τροπο. Η αληθεια φανερωνεται σε οποιον πραγματικα την λαχταρα, κατι που ευχομαι σε ολους, και ειναι ο Χριστος [η Ορθοδοξια]. Οποιος αναζητησει ειλικρινα και ολοψυχα θα βρει, αλλα οποιος πιστεψει χωρις να του εχει αποκαλυφθει η Αληθεια, ειναι ανωτερος [μακαριοι οι μη ειδοντες και πιστεψαντες]
Ουαί τοις νομίζοντες κατέχουσιν την απόλυτον αληθείαν. Το μόνο που δύνανται να της προσφέρουν είναι συνήθως είναι μόνο η προστασία τους. https://onthewaytoithaca.wordpress.com/2011/06/23/guardians-of-the-truth/