Προσπαθώντας να εξηγήσουν αυτή τη σιωπή των πρώτων Χριστιανών για έναν ιστορικό Ιησού, ακόμα και την κατάφωρη άρνηση του Φήλικος, κάποιοι σύγχρονοι απολογητές καταφεύγουν σε πραγματικά παράλογες στρατηγικές. Η πιο συνήθης είναι ο ισχυρισμός πως οι αρχαίοι απολογητές θεωρούσαν πως το κοινό τους θα έβρισκε πολύ ακραίο το δόγμα της ενσάρκωσης, οπότε δεν προσπάθησαν να το υπερασπιστούν.
Σκεφτείτε όμως τι σημαίνει αυτό. Πραγματικά πρέπει να πιστέψουμε πως οι αρχαίοι απολογητές αμέσως εγκατέλειψαν το πιο σημαντικό δόγμα ολόκληρης της θρησκείας τους φοβούμενοι την κριτική; Το κάνουν οι σύγχρονοι ευαγγελίζοντες αυτό; Άλλωστε, όπως θα έλεγαν σίγουρα οι σύγχρονοι Χριστιανοί, χωρίς το δόγμα της ενσάρκωσης δεν υπάρχει Χριστιανισμός. Αν δε επρόκειτο να υποστηρίξουν τον ακρογωνιαίο λίγο της θρησκείας τους, τότε γιατί καν κάνανε τον κόπο να γράψουνε;
Το έργο του Αθηναγόρα γράφτηκε με αποδέκτη τον αυτοκράτορα, με στόχο να τον πείσει να σταματήσεις τους διωγμούς και τις δολοφονίες των Χριστιανών. Δε θα εκνευριζόταν πολύ περισσότερο ο αυτοκράτορας αν μάθαινε αργότερα πως ο Αθηναγόρας έγραφε ψέματα για τη βάση της θρησκείας του; Ομοίως πολλοί από τους άλλους απολογητές γράφανε με σκοπό να προσηλυτίσουν. Ακόμα και να δεχτούμε πως φοβόντουσαν να υπερασπιστούν το δόγμα της ενσάρκωσης, τι νόημα θα είχε να προσηλυτίσουν κάποιους σε μία θρησκεία που έμοιαζε ελάχιστα με το Χριστιανισμό; Μετά τον προσηλυτισμό μήπως θα παίρνανε το νεοφώτιστο στην άκρη και θα του λέγανε “Αχ, ναι… ξέχασα να σου πω κι αυτό” και μετά θα του ρίχνανε στη μούρη ένα δόγμα που αλλάζει τελείως τη νεόδμητη πίστη; Όχι, είναι παράλογο να θεωρήσουμε πως οι αρχαίοι απολογητές κάνανε κάτι τέτοιο. Αν αφήσουμε τα γραπτά τους να μιλήσουν μόνα τους αντί να τους επιβάλλουμε τις δικές μας ευαγγελικές προκαταλήψεις, το προφανές συμπέρασμα είναι πως οι άνδρες αυτοί επιχειρηματολογούσαν λες και πράγματι δεν πίστευαν σε έναν ιστορικό Ιησού Χριστό. Πίστευαν σε ένα Λόγο, αλλά δεν θεωρούσαν πως ο Λόγος είχε ενσαρκωθεί ποτέ στη Γη.
Όμως και αν δεχθεί κάποιος αυτό το συμπέρασμα, παραμένει η προφανής ερώτηση: Προς τι τα ευαγγέλια; Αν ο Χριστιανισμός δεν ξεκίνησε με έναν ιδρυτή-άνθρωπο, γιατί γράφτηκαν τα ευαγγέλια και πώς κατέληξε να διαδοθεί η πίστη αυτή στην ευρύτερη χριστιανική σκέψη;
Δεν υπάρχουν καθοριστικά στοιχεία για να ξεκαθαρίσει αυτό το ζήτημα, οπότε οποιοδήποτε συμπέρασμα αναγκαστικά είναι εικασία. Έχουμε όμως κάποιες ενδιαφέρουσες ενδείξεις.
Παρόλο που ο Μινούκιος Φήλιξ είναι ξεκάθαρο πως δεν πίστευε σε έναν σταυρωμένο ενσαρκωμένο σωτήρα, το γεγονός πως ασχολείται με την απόρριψη αυτής της κατηγορίας στο βιβλίο του μας δείχνει πως κάποιος απέδιδε αυτή την πεποίθηση στους Χριστιανούς. Ομοίως, ενώ το ”Προς Έλληνας” του Τατιανού δεν αναφέρεται σχεδόν καθόλου στον Ιησού και την ενσάρκωση, υπάρχει μία πρόταση που ίσως αναφέρεται σ’αυτές τις ιδέες. “Δεν είμαστε ανόητοι, ω Έλληνες, όταν λέμε πως ο Θεός γεννήθηκε ως άνθρωπος” γράφει (Αυτή είναι η μόνη αναφορά στο έργο του σε κάτι που μοιάζει με την ιστορία των ευαγγελίων, αλλά δεν γράφει περισσότερα) “Δείτε και τα δικά σας αρχεία,” συνεχίζει, “και δεχθείτε απλά πως κι εμείς λέμε ιστορίες.”
Ίσως αυτό σημαίνει πως ο Τατιανός γνώριζε την ιστορία των ευαγγελίων. Ίσως. Αλλά αν την ήξερε και αν την πίστευε, τότε γιατί δεν τη συζητά; Ο Τατιανός έγραφε για να προσηλυτίσει Έλληνες και ενώ γράφει πάρα πολλά για το Λόγο, το παραπάνω φευγαλέο σχόλιο είναι το μόνο που ίσως να αναφέρεται στην ενσάρκωση. Αν νομίζετε πως ο Τατιανός κάνει χάλια δουλειά με την παρουσίαση του Χριστιανισμού στους Παγανιστές, δε θα είχατε και άδικο, δεδομένου πως δεν αναφέρθηκε καθόλου στο κεντρικό στοιχείο της πίστης του. Για την ακρίβεια σχεδόν το περιφρονεί. Όταν μας λέει να “δεχθείτε απλά πως κι εμείς λέμε ιστορίες” είναι λες και θεωρεί την ενσάρκωση σαν θρύλο ή μύθο του ίδιου επιπέδου με τους ελληνικούς μύθους για τον Ηρακλή, τον Αχιλλέα κ.λπ. Είναι λες και άκουσε την ιστορία των ευαγγελίων, αλλά τη θεωρεί πρόσφατη προσθήκη και καθόλου απαραίτητη για τη χριστιανική πίστη.
Μήπως ισχύει αυτό ακριβώς;
Ας κάνουμε την εξής υπόθεση εργασίας: Έστω πως ο πρώιμος Χριστιανισμός ξεκίνησε με την πίστη σε έναν αποκλειστικά πνευματικό Χριστό, έναν ουράνιο λυτρωτή και παράλληλα είχε κι έναν πυρήνα ηθικών διδαγμάτων που προέκυπταν από τις εβραϊκές γραφές και την ελληνική φιλοσοφία. Αυτός ήταν ο Χριστιανισμός του Παύλου και των άλλων επιστολογράφων της Βίβλου. Αυτή η υπόθεση για τις απαρχές του Χριστιανισμού εξηγεί πολλά· όπως προαναφέραμε, εξηγεί γιατί οι επιστολές δε φαίνεται να έχουν γνώση των ιστοριών των ευαγγελίων, γιατί μιλάνε εις μάκρος για το θάνατο του Ιησού, χωρίς όμως να τον εντοπίζουν χρονικά και γεωγραφικά, και γιατί δεν περιγράφουν ποτέ τα θαύματά του και δε δίνουν βιογραφικές πληροφορίες πέρα από αυτές που προκύπτουν από τις προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης. Επίσης εξηγεί για ποιο λόγο οι επιστολές συχνά αναφέρουν ηθικά διδάγματα παρόμοια με των ευαγγελίων, αλλά ποτέ δεν τα αποδίδουν στον Ιησού. Διδάγματα όπως το “αγαπάτε αλλήλους”, “γυρίστε το άλλο μάγουλο”, “προσευχηθείτε για εκείνους που σας καταριούνται” κ.ο.κ, τα οποία ήταν κεντρικά στα κηρύγματα του Ιησού, επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά στις επιστολές, αλλά κανένας επιστολογράφος δε λέει “όπως μας δίδαξε ο ίδιος ο Ιησούς” ή κάτι παρεμφερές και τα ηθικά διδάγματα μεταφέρονται χωρίς να αποδίδονται σε κάποιον. Κάποιες φορές αποδίδονται στο Θεό, δηλαδή τον Πατέρα. Ποτέ κάποιος επιστολογράφος δε λέει πως αυτά είναι διδάγματα ενός ανθρώπινου όντος που έζησε πρόσφατα. Υπό το πρίσμα αυτής της θεωρίας αυτό είναι και το αναμενόμενο.
Αυτή τη μορφή πήρε ο Χριστιανισμός τις πρώτες δεκαετίες της ζωής του. Κάποια στιγμή μετά το 70 Κ.Χ. ας υποθέσουμε πως μπαίνει στο παιχνίδι ένας ανώνυμος συγγραφέας. Ας τον πούμε Μάρκο. Αυτός ο Μάρκος πήρε αυτά τα διδάγματα, τα συνδύασε με την παυλικιανή παράδοση του συμπαντικού Χριστού, όπως αυτή αναπτύσσεται στις επιστολές, και έγραψε κάτι τελείως νέο. Το έγγραφο αυτό είναι φυσικά το πρώτο ευαγγέλιο, το Κατά Μάρκον.
Γιατί το έκανε αυτό ο Μάρκος δεν μπορούμε να το ξέρουμε, όμως ο πιο πιθανός λόγος ήταν ότι ήθελε να γράψει μια θρησκευτική αλληγορία -μια ιστορία σχεδιασμένη να διδάξει μέσω των διδαχών και των παραβολών μιας θρυλικής ιδρυτικής φιγούρας. Αυτό δεν ήταν πρωτότυπο: στον Ιουδαϊσμό υπάρχει η γνωστή ερμηνευτική τεχνική ονόματι “μιδράς” με την οποία συλλέγονται στίχοι από διάφορα σημεία των γραφών και χρησιμοποιούνται στην κατασκευή νέων ιστοριών με νέα επιμύθια. Ασχέτως λόγου, είναι πολύ πιθανό πως το κείμενο που συνέγραψε ο Μάρκος ήταν φανταστικό και το προόριζε να διαβαστεί ως τέτοιο. Ο κόσμος που θα το διάβαζε θα κατανοούσε πως δεν επρόκειτο για πραγματική ιστορική διήγηση.
Ο πρώιμος Χριστιανισμός ήταν ένα πολυσυλλεκτικό κίνημα και με τον καιρό η ιστορία αυτή σταδιακά μετατοπίστηκε στη χριστιανική συνείδηση. Αρχικά ο κόσμος πιθανότατα κατανοούσε το σκοπό της ιστορίας και δεν την θεωρούσε κεντρικό στοιχείο της θρησκείας του, αλλά περισσότερο ως διδακτικό μύθο. Μπορεί να μάθαινες κάποια πράγματα για το Χριστιανισμό διαβάζοντάς την, αλλά δεν ήταν απαραίτητη για να είσαι Χριστιανός. Ίσως αυτό να ίσχυε και στην περίπτωση του Τατιανού και του Μινούκιου Φήλικος· παρόλο που μπορεί να είχαν ακούσει την ιστορία, τη θεωρούσαν καινούρια προσθήκη και περιφερειακή, ίσως και να την περιφρονούσαν. Αυτό στο οποίο πιστεύανε πραγματικά ήταν το δόγμα του Λόγου, ο συμπαντικός παυλικιανός Χριστιανισμός, και το πιστεύανε τόσο ένθερμα που ήθελαν να το κηρύξουνε και στους Εθνικούς.
Με τον καιρό και καθώς η νέα θρησκεία εξελίχθηκε και διασπάστηκε σε σέκτες, βρέθηκαν και άλλοι συγγραφείς που διάβασαν την αλληγορική ιστορία και την μετάλλαξαν ώστε να μεταδίδει τα δικά τους μηνύματα και να ταιριάζει στις πεποιθήσεις της δικιάς τους κοινότητας (αν οι συγγραφείς αυτοί πιστεύαν πλέον πως η ιστορία ήταν αληθινή είναι ένα ερώτημα που μένει ανοιχτό). Το αποτέλεσμα ήταν ο Ματθαίος, ο Λουκάς και ο Ιωάννης, καθώς και ένα μεγάλο συνονθύλευμα από μη κανονικά ευαγγέλια.
Το ερώτημα που μένει είναι πότε εν τέλει οι Χριστιανοί ξεχάσανε ότι τα ευαγγέλια δεν ήταν πραγματικές ιστορίες. Πότε έσβησε το γεγονός αυτό από τη συλλογική τους μνήμη;
Ένας παράγοντας που πρέπει να βοήθησε πρέπει να ήταν και ο εβραϊκός πόλεμος στα τέλη του 1ου αιώνα, όταν η Ρώμη αποφάσισε να βάλει ένα τέλος μια και καλή στην εβραϊκή ανυποταξία, οπότε και εισέβαλε στην Ιερουσαλήμ και κατέστρεψε ολοκληρωτικά το Ναό του Σολομώντος. Μιλάμε για μια μεγάλης κλίμακας αναταραχή στην οποία σκοτώθηκε ένα σημαντικό ποσοστό του εβραϊκού πληθυσμού, ενώ οι επιζώντες σκορπίστηκαν στους τέσσερις ανέμους. Μετά από μια τέτοια καταστροφή, που σίγουρα θα προκάλεσε και την καταστροφή αρχείων, κανείς δε θα ήτανε σε θέση να καταρρίψει μια ιστορία για άλλον ένα μεσσιανικό ιεροκήρυκα στην περιοχή πριν από δεκαετίες –δε θα είχε απομείνει κανείς που να μπορούσε να πει με βεβαιότητα πως η ιστορία δεν συνέβη στην πραγματικότητα. Θα αρκούσε και το πέρασμα του χρόνου βέβαια, όπου με το θάνατο των αρχικών συγγραφέων, οι μετέπειτα γενιές Χριστιανών ξέχασαν τον αρχικό σκοπό των ευαγγελίων.
Το κάτω-κάτω της γραφής πάντως είναι πως στο τέλος οι Χριστιανοί όντως ξέχασαν τον αρχικό σκοπό των ευαγγελίων, τα θεώρησαν λανθασμένα πως ήταν ιστορίες βασισμένες σε ιστορικά γεγονότα και παράλληλα τα τοποθέτησαν πρώτα σε σημασία, με τις επιστολές από τις οποίες ξεπήδησαν να θεωρούνται δευτερεύουσες. Καθώς άρχισε να αποκρυσταλλώνεται και η Εκκλησία, τυποποιώντας το χριστιανικό δόγμα και αφομοιώνοντας ή εξολοθρεύοντας άλλες σέκτες, τα κείμενα εκείνα που είχαν επιβιώσει και κατέγραφαν τον πραγματικό σκοπό των ευαγγελίων θα θεωρούνταν αιρετικά και θα καταστρέφονταν. Το μόνο που μένει είναι να διαβάσει κανείς τις επιστολές, προϋποθέτοντας ως πραγματικά τα ευαγγέλια, και να θεωρήσει πως και οι δύο ομάδες κειμένων γράφτηκαν για να περιγράψουν το ίδιο σετ πεποιθήσεων και να πως γεννήθηκε ο σύγχρονος Χριστιανισμός.
Προφανώς έχουμε ξεστρατίσει πολύ από την πεπατημένη. Αλλά υπάρχουν στοιχεία για τη θεωρία αυτή πέρα από μερικές αράδες απολογητών του 2ου αιώνα. Υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία μέσα στα ίδια τα ευαγγέλια που υποδηλώνουν τον αρχικό σκοπό των ευαγγελίων.
Τυχαία έπεσα πάνω στο ιστολόγιό σας και διάβασα το συγκεκριμένο γραπτό σας για τους απολογητές. Χωρίς να θέλω να αντιδικήσω μαζί σας, οφείλω να επισημάνω ότι από το 50 μ.Χ. με τις επιστολές του Παύλου, υπάρχει σαφής εικόνα του Χριστού ως ενσαρκωμένου σωτήρα και Υιού και Λόγου του Πατρός. Το ίδιο ισχύει και για τον Κλήμεντα Ρώμης (80-100 μ.Χ.), το ίδιο για τον Ιγνάτιο Αντιοχείας (110 μ.Χ.) και για τον απολογητή Ιουστίνο τον Φιλόσοφο (περ. 150 μ.Χ.).
Επίσης σε μια εποχή και μια περιοχή όπου οι προφορικές διηγήσεις έπαιζαν σπουδαιότατο ρόλο, οι περισσότεροι αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων απόστολοι ζούσαν ακόμη το 70 μ.Χ., όταν έγινε ο Ιουδαϊκός Πόλεμος, άρα μπορούσαν να επιβεβαιώσουν ή να απορρίψουν τα γραφόμενα από τα Ευαγγέλια. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν έγινε και είναι γνωστό ότι οι Απόστολοι μαρτύρησαν για την πίστη τους στον Χριστό, με την ελπίδα της Αναστάσεως, και όχι για μια “μια ιστορία για άλλον ένα μεσσιανικό ιεροκήρυκα στην περιοχή πριν από δεκαετίες”.
Ελπίζω σε μελλοντική επικοινωνία να βρω χρόνο και να τεκμηριώσω με παραπομπές τα όσα γράφω, ώστε να υποστηρίξω ότι η πίστη στον Χριστό, όπως διασώθηκε, από γενιά σε γενιά παραδόθηκε αυτούσια μέσω των καταγραφών στα Ευαγγέλια και τά γραπτά των πρώτων αποστολικών Πατέρων του 1ου αιώνα μ.Χ.
Μια επισήμανση: Ο Τατιανός δεν είναι ο καταλληλότερος εκπρόσωπος της Χριστιανικής θεολογίας, αφού ανήκε σε γνωστική αίρεση με σαφή διαφοροποιημένη θεολογική βάση από την Εκκλησία. Έχει μείνει γνωστός για το αντιϊουδαϊκό του μένος και την απόρριψη της χριστολογίας της Εκκλησίας.
Χριστός Ανέστη!
Με τιμή
Γιώργος Τσούπρας
Καλωσήρθες στο τσαρδί μου, Γιώργο (χρόνια πολλά κιόλας για τη γιορτή σου). Φρόντισε να διαβάσεις και τις ενότητες πριν από αυτή, όλο το 3ο κεφάλαιο βασικά, γιατί εδώ βρίσκεται ο γενικός σχολιασμός των προηγούμενων ενοτήτων, που περιέχουν περισσότερες πληροφορίες. Επίσης σημείωσε πως εγώ είμαι ο μεταφραστής του δοκιμίου και πως κι εμένα αυτό το κεφάλαιο μου φαίνεται κάπως τραβηγμένο.
οι περισσότεροι αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων απόστολοι ζούσαν ακόμη το 70 μ.Χ.
Ιστορικά στοιχεία για τον ισχυρισμό σου αυτό και για τα μαρτύρια των αποστόλων δυστυχώς δεν υπάρχουν (θρύλοι βέβαια υπάρχουν πολλοί και έχω αναφερθεί σε κάποιους σ’αυτή την ανάρτηση, αλλά ο καθένας πρέπει να αποφασίσει πόσο αξιόπιστους τους θεωρεί). Σκέψου κιόλας ότι δεν έχουμε ούτε ένα επιβεβαιωμένο γραφόμενό τους. Δύο ευαγγέλια αποδίδονται όλα κι όλα σε μαθητές του Ιησού και αυτά σαν κείμενα είναι ανυπόγραφα. Και όσα δε συμφωνούσαν με το εκκλησιαστικό κατεστημένο του 3ου αιώνα όταν παγιώθηκε ο Κανόνας της Βίβλου (π.χ. Θωμάς) βγήκαν αιρετικά.
Καταλαβαίνεις πως τη σήμερον ημέρα επιχείρημα του στυλ “Όσοι υποστηρίζουν την άποψή μου, τα λένε σωστά. Οι άλλοι είναι αιρετικοί. Άρα η άποψή μου είναι σωστή.” δεν είναι ιδιαίτερα πειστικό.
υπάρχει σαφής εικόνα του Χριστού ως ενσαρκωμένου σωτήρα και Υιού και Λόγου του Πατρός
Δε διαφωνώ ότι όντως εμφανίζεται και αυτή άποψη (λογικό είναι να υπήρχε και ένας πρωτο-ορθόδοξος πυρήνας), να όμως που άλλοι Χριστιανοί απολογητές της ίδιας περιόδου διαφωνούν με αυτή την οπτική (και ο Παύλος περιέχει αρκετά παράδοξα χωρία που θέτουν εν αμφιβόλω την άποψη αυτή). Καθιστά κάτι τα δικά σου παραδείγματα απολογητών πιο αξιόπιστα, πέρα από το ότι συμφωνούν με τη δική σου προτιμώμενη χριστιανική ομολογία και ότι τους άλλους τους έβγαλαν αιρετικούς;
Ο Παύλος στη Α. Κορ 15.12 και εξής σαφώς αναφέρεται σε σαρκτικό Ιησού που αναστήθηκε.
Εκτός κι αν θεωρηθεί ότι το χωρίο είναι πλαστό, επί τούτου όμως πρέπει να προβληθούν αξιόπιστα στοιχεία.
Θεωρώ πως είναι εις βάρος του αθεϊστικού κινήματος η διαστρέβλωση των κειμένων των θρησκειών, προκειμένου να έρθει στα μέτρα των επιχειρημάτων μας η αντιπαράθεση.
Γεια σου, Αντρίκο!
Νομίζω πως οι μυθικιστές ερμηνεύουν τέτοια χωρία ως αναφορές σε πνευματική ανάσταση ενός Ιησού-πνεύμα και όχι σε υλική νεκρανάσταση ενός πτώματος. Περισσότερα μπορείς να δεις στην αντίστοιχη ενότητα του άρθρου. (BTW, απ’όσο γνωρίζω, η Α΄ Κορ θεωρείται γνήσια του Παύλου).
Προσωπικά, όπως γράφω και στην αρχή της ενότητας που σε παραπέμπω, νομίζω πως οι μυθικιστές δεν έχουν αποδείξει επαρκώς την άποψή τους για πλήρη απουσία ενός υπαρκτού ανθρώπους που αποτέλεσε τον αρχικό πυρήνα για την πυροδότηση του πρώιμου χριστιανικού κινήματος (ή έστω και ένα σύνολο περιπλανόμενων ραββίνων που αμαλγαματοποιήθηκε σε ένα θρυλικό πρόσωπο). Εξ ου και δεν την ασπάζομαι. (είναι αρκετά trendy και hip βέβαια, για να τραβήξει κοινό.)
Νομίζω πως θα βρεις καλύτερους συνομιλητές για τις ενστάσεις σου, αν αναζητήσεις τω όντι μυθικιστές. Ίσως μια βόλτα από το forum.atheia.gr να σε βοηθήσει, αν ενδιαφέρεσαι. Επίσης πρόσφατα βγήκε κι ένα βιβλίο στα Ελληνικά για το θέμα.
Δεν πρόκειται για ένστασή μου. Πρόκειται για άποψη και μάλιστα στηριζόμενη στις πηγές. Ασχέτως της ιστορικότητας του Ιησού, ο Παύλος σαφώς θεωρεί ότι υπήρξε ως ανθρώπινη οντότητα.
Τι να πω… Εμένα πάντως που είμαι και άθεος δεν με έχουν πείσει ότι έχουν δίκιο.
Το θέμα της ιστορικής ύπαρξης του Ιησού το θέτουν σε λάθος βάση. Δεν έχει καμία σημασία αν υπήρξε ή όχι ο Ιησούς. Σημασία έχει ότι δεν υπάρχει θεός. Αν δηλαδή κάποιος πειστεί ότι ο Ιησούς δεν ήταν ιστορικό πρόσωπο, θα γίνει άθεος; Στην καλύτερη περίπτωση (για τις μέχρι τώρα θέσεις του) να γίνει γνωστικός και στην χειρότερη μουσουλμάνος.
Θεωρώ ότι πολύ εύκολα μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν υπάρχει θεός κι ακόμη πιο εύκολα να θεωρηθεί ότι ο θεός των σημερινών θρησκειών είναι ανύπαρκτος λόγω των αντιφατικών του ιδιοτήτων (π.χ. δεν μπορείς να είσαι και πανάγαθος και δίκαιος ή και παντοδύναμος και παντογνώστης).
Δεν έχεις άδικο. Είναι μια μορφή genetic fallacy για το Θεό γενικώς. Βέβαια, αν μπορούσε να αποδειχθεί η ανυπαρξία του Ιησού, τότε αυτό θα ήταν καίριο πλήγμα, και για τον Χριστιανισμό και για το Ισλάμ (που δέχεται τον Ιησού ως προφήτη). Το θέμα είναι ότι άπαξ και αρχίσεις να κινείσαι σε αυτή τη λογική, επωμίζεσαι ένα θηριώδες burden of proof. Χώρια ότι παίζεις εκτός έδρας στα χωράφια της “ερμηνείας” της χριστιανικής απολογητικής.