Βιβλικά Απόκρυφα και Ψευδεπίγραφα |
Η παρακάτω Ελληνική Περίληψη του “Αναβατικού Ησαΐου” προέρχεται από το ελληνικό χειρόγραφο του 12ου αιώνα υπ’αριθμόν 1534 της Εθνικής Βιβλιοθήκης των Παρισίων, στις σελίδες 245a ως 251b. Σχόλια για το περιεχόμενο μπορείτε να αφήνετε σχόλια σε αυτή την ανάρτηση, όπου σχολιάζεται και το περιεχόμενο. Εδώ περιοριστείτε σε σχόλια για τη μετάφραση. Το Αρχαίο Ελληνικό πρωτότυπο βρίσκεται σ’αυτή τη σελίδα. Μία πληρέστερη εκδοχή του κειμένου στα Νέα Ελληνικά, μεταφρασμένη από τα Αιθιοπικά, βρίσκεται σ’αυτή τη σελίδα. |
The following text is a Modern Greek translation of the Greek Legend of “The Ascension of Isaiah”. The original text in Ancient Greek can be found at this page. A translation in English can be read here. A more complete version of the text in English, translated from the Ethiopic can be found at this page. |
Robert Henry Charles “The Ascension of Isaiah” Translated from the ethiopic version which, together with the new greek fragment, the latin versions and the latin translation of the slavonic, is here published in full Εκδόσεις Adam and Charles Black, 1900, σελ. 141-148 |
||
Το βιβλίο βρίσκεται στο public domain και είναι διαθέσιμο για κατέβασμα και ανάγνωση σε αυτή τη διεύθυνση | The book is in the public domain and available for reading and downloading at this website: | |
“Internet Archive” |
Το κείμενο διατίθεται βάσει της άδειας Creative Commons Αναφορά προέλευσης-Μη Εμπορική Χρήση-Παρόμοια διανομή 3.0 Ελλάδα | The text is available under the Creative Commons Attribution-NonCommercial-ShareAlike 3.0 Greece license |
Προφητεία, αποκάλυψη και μαρτύριο
του αγίου, ευδόξου και μεγίστου των προφητών
Ησαΐα του προφήτη
|
[1] | |
1 | Και συνέβη κατά το 25ο έτος της βασιλείας του Εζεκία να καλέσει στην Ιερουσαλήμ τον Μανασσή, το γιο του, που ήταν 11 ετών μπροστά στον Ησαΐα τον προφήτη και στον Ιασούμ, το γιο του. |
2 | Και όταν ήρθε του παρέδωσε τα λόγια της προφητείας που είδε ο μακάριος Ησαΐας και την κατάβαση και τον ερχομό του Αγαπητού από τον έβδομο ουρανό στον Άδη και την μεταμόρφωσή του μπροστά στους μαθητές του και αυτά που είδε ο βασιλιάς Εζεκίας κατά την ασθένειά του. |
3 | Και όταν άκουσε ο Σωμνάς ο γραμματέας και ο Ασούρ ο γραφέας ότι θα ερχόταν ο μέγας Ησαΐας από τα Γάλγαλα στην Ιερουσαλήμ και μαζί μ’αυτόν 40 γιοι προφητών και ο Ιασούμ ο γιος του, ανήγγειλαν στον Εζεκία τον ερχομό τους. |
4 | Και όταν ο βασιλιάς Εζεκίας το έμαθε χάρηκε πάρα πολύ και βγήκε να προϋπαντήσει τον μακάριο Ησαΐα και τον πήρε από το χέρι και τον οδήγησε στο παλάτι του. |
5 | Και διέταξε να του φέρουν κάθισμα, αλλά εκείνος δεν κάθισε στο κάθισμα, αλλά στο κρεβάτι του βασιλιά. |
6 | Και τότε πήγε ο Εζεκίας και έφερε τον Μανασσή μπροστά στον Ησαΐα τον προφήτη για να βάλει τα χέρια του επάνω του και να τον ευλογήσει. Και είδε ο Ησαΐας το Μανασσή, που στο μέλλον θα του έφερνε πολλά βάσανα και πίκρες. |
7 | Και είπε ο Εζεκίας στον άγιο προφήτη Ησαΐα: “Ευλόγησε, πάτερ, τον Μανασσή, το γιο μου”. |
8 | Και εκείνος είπε: “Ζει ο Κύριος ο Θεός μου και ο γιος Του ο Αγαπητός και το Πνεύμα που μιλάει μέσα σου. Στα χέρια του γιου σου, του Μανασσή, θα χάσω τη ζωή μου μέσα σε βάσανα και πίκρες. |
9 | Γιατί θα κατοικήσει ο Σατανάς στην καρδιά του Μανασσή, του γιου σου, και εξ αιτίας του θα πριονιστώ στα δύο με ξύλινο πριόνι από το κεφάλι μέχρι τα πόδια και θα οδηγήσει πολλούς από την Ιερουσαλήμ και το βασίλειο του Ιούδα να απομακρυνθούν από το ζωντανό Θεό και να προσκυνήσουν είδωλα”. |
10 | Όταν τα άκουσε αυτά ο Εζεκίας ο βασιλιάς λυπήθηκε πολύ και έσχισε τα ρούχα του και τα εσώρουχά του και άπλωσε σκόνη στο έδαφος και έπεσε μπρούμυτα σαν νεκρός. |
11 | Και είπε ο μεγάλος προφήτης του Θεού, ο Ησαΐας στο βασιλιά Εζεκία: “Με το να κλαις και να οδύρεσαι δεν κάνεις τίποτα. Η θέληση του Σατανά μέσω του γιου σου, του Μανασσή, πρέπει να εκπληρωθεί. |
12 | Και εκείνη την ώρα ο Εζεκίας ο βασιλιάς σκεφτόταν να σκοτώσει το γιο του, το Μανασσή. Και ο Σωμνάς ο γραφέας είπε στον άγιο προφήτη τον Ησαΐα: “O βασιλιάς θέλει να σκοτώσει το γιο του εξ αιτίας σου”. |
13 | Και ο είπε ο μεγάλος προφήτης του Θεού ο Ησαΐας στον Εζεκία, το βασιλιά: “Ο Κύριος ο Θεός και ο Αγαπητός Του ακύρωσαν την επιθυμία σου. Αυτό δεν πρέπει να γίνει. Διότι πρέπει οπωσδήποτε να βγω από τη ζωή αυτή τιμωρημένος από τα χέρια του γιου σου, του Μανασσή”. |
14 | Και έσκαψε ο μεγάλος ο Ησαΐας τη γη με τα ίδια του τα χέρια και βρήκε νερό πολύ και ονόμασε την πηγή αυτή “Σιλωάμ”, που σημαίνει “απεσταλμένος”. |
▲ | |
[2] | |
1 | Και μετά από αυτά, ο Εζεκίας κάλεσε τον άγιο Ησαΐα τον προφήτη στο παλάτι του και εκείνος προσήλθε. Και έκατσε ο μεγάλος προφήτης Ησαΐας στο κρεβάτι του βασιλιά και έπεσε σε έκταση και ο νους του σηκώθηκε από τα εγκόσμια. |
2 | Και όταν συνέβη αυτό άρχισε να λέει ο Σωμνάς ο γραφέας πως πέθανε ο άγιος Ησαΐας. Και ήρθε ο Εζεκίας ο βασιλιάς και κράτησε το χέρι του και κατάλαβε πως δεν είχε πεθάνει, αλλά είχε αναληφθεί, δηλαδή είχε αποχωρήσει· γιατί υπήρχε ακόμα μέσα του πνοή ζωής. |
3 | Και παρέμεινε ξαπλωμένος στο κρεβάτι του βασιλιά σε έκσταση για τρεις μέρες και τρεις νύχτες. |
4 | Και τότε είδε ο μέγας προφήτης Ησαΐας τα εξαίσια και ακατανόητα και παράδοξα έργα του φιλάνθρωπου Θεού στους ουρανούς και την πατρική δόξα του αγαπητού Υιού και του Πνεύματος· και τις παρατάξεις και τις χορωδίες των αγίων αγγέλων. Και άκουσε και τα άρρητα και μυστικά λόγια του Θεού. Τότε επέστρεψε και η ψυχή του στο σώμα του. |
5 | Και αφού συνέβη αυτό ο μέγας Ησαΐας κάλεσε τον Ιασούμ, το βασιλιά και όλους τους παρευρισκόμενους που ήταν άξιοι να ακούσουν όσα είδε ο άγιος Ησαΐας ο προφήτης. |
6 | Είπε: “Ενώ έβλεπα στο προφητικό όραμά μου τη Βαβυλώνα, είδα έναν δοξασμένο άγγελο του Θεού· όχι αντάξιο των αγγέλων που είχα δει τότε, αλλά είχε μεγαλύτερη και περισσότερη δόξα. |
7 | Και μου είπε: “Άκουσέ με, Ησαΐα, γιε του Αμώς. Στάλθηκα για να σε μεταφέρω ως τον έβδομο ουρανό, για να δεις τα μυστήρια του Θεού και τον Κύριο της δόξης και τον Υιό Του τον αγαπητό”. |
8 | Και χάρηκα πολύ που μου μίλησε με ευγένεια. |
9 | Και με πήρε αμέσως και με ανέβασε στο στερέωμα του ουρανό και εκεί είδα το Σατανά καθισμένο στο στερέωμα του ουρανού και πολύ φασαρία γύρω του και μεγάλη αναστάτωση. Και ο ένας ήθελε να αρπάξει από τον άλλο και να τον αδικήσει και ο καθήμενος χαιρόταν πολύ με αυτές τις κακές πράξεις. |
10 | Και είπα στον θείο άγγελο που ήταν μαζί μου: “Κύριε, ποιος είναι αυτούς που χαίρεται με το φθόνο και την αδικία και τον ατελείωτο πόλεμο;” |
11 | Και μου είπε: “Εγώ δεν είμαι Κύριος, αλλά δούλος όπως κι εσύ. Αυτός δε, είναι αυτός που κρατάει τον κόσμο· τον οποίο θα πετάξει από αυτό το στερέωμα και θα τον ρίξει στον βυθό της απωλείας αυτός που πρόκειται να κατέβει από τους ουρανούς και να συναναστραφεί με τους ανθρώπους με τη μορφή μας· ο Υιός του Θεού”. |
12 | Και πάλι με ανέβασε στον πρώτο ουρανό και εκεί είδα στη μέση του ουρανού θρόνο και δεξιά και αριστερά θείους αγγέλους που υμνούσαν με ασίγαστη φωνή. |
13 | Και είπα στο θείο άγγελο που ήταν μαζί μου: “Σε ποιον απευθύνεται αυτός ο ύμνος;” Και μου είπε: “Αυτός ο ύμνος απευθύνεται στη δόξα και την τιμή εκείνου που κάθεται στον έβδομο ουρανό, στον μεγάλο και ακατάληπτο Θεό”. |
14 | Και έπειτα με ανέβασε στον δεύτερο ουρανό και εκεί είδα στη μέση του ουρανού θρόνο και δεξιά και αριστερά ασώματους που υμνούσαν τον μεγάλο και ακατάληπτο Θεό. Και ο ύμνος στον δεύτερο ουρανό ήταν μεγαλύτερος από εκείνον του πρώτου. |
15 | Και έπειτα με ανέβασε στον τρίτο ουρανό και είδα και εκεί στη μέση του ουρανού θρόνο και πλήθος αναρίθμητο αγγέλων και αρχαγγέλων που υμνούσαν εκείνον τον μεγάλο και ακατάληπτο. Και ο ύμνος στον τρίτο ουρανό ήταν μεγαλύτερος από εκείνον των προηγουμένων. |
16 | Και ενώ ήμουν στον τρίτο ουρανό σκέφτηκα και αναρωτήθηκα: “Άραγε τι να γίνεται γνωστό εδώ επάνω από τα καλά και τα κακά έργα των ανθρώπων;” |
17 | Και είπε ο θείος άγγελος που ήταν μαζί μου: “Ξέρω τι σκεφτόσουν, Ησαΐα. Άφησέ το για την ώρα. Όταν θα σε ανεβάσω στον έβδομο ουρανό, τότε θα καταλάβεις πως από το Θεό τίποτα δεν ξεφεύγει από όσα γίνονται στον φθαρτό κόσμο. |
18 | Και έπειτα με ανέβασε στον τέταρτο ουρανό και είδα και εκεί στη μέση του ουρανού θρόνο και γύρω του αγγέλους και αρχαγγέλους που υμνούσαν εκείνον τον μεγάλο και ακατάληπτο και τον Υιό Του τον μονογενή, τον Κύριό μας, τον Ιησού Χριστό. |
19 | Και έπειτα με ανέβασε στον πέμπτο ουρανό και είδα και εκεί στη μέση του ουρανού θρόνο και πλήθος αναρίθμητο αγγέλων και αρχαγγέλων. |
20 | Και στον πέμπτο ουρανό υπήρχαν μαζί με τους αγγέλους ζώα κάτω από το θρόνο, που υμνούσαν εκείνον τον μεγάλο και ακατάληπτο. |
21 | Και έπειτα με ανέβασε στον έκτο ουρανό και δεν μπορούσα να αντέξω τη λαμπρότητα και τα φώτα και φοβήθηκα πολύ και έπεσα κρύβοντας το πρόσωπό μου. |
22 | Και μου είπε ο θείος άγγελος που ήταν μαζί μου: “Άκουσε, Ησαΐα, προφήτη, γιε του Αμώς· να μην προσκυνήσεις ούτε αγγέλους, ούτε αρχαγγέλους, ούτε κυριότητες, ούτε θρόνους, αν δε σου πω εγώ”. Και κρατώντας με από το χέρι δυνάμωνε το πνεύμα που είχα μέσα μου. |
23 | Και ανεβήκαμε στον έβδομο ουρανό και άκουσα φωνή που ερχόταν από κάτω και έλεγε: “Ως πότε το πνεύμα του μέλλοντος που κατοικεί σε σάρκα θα ανεβαίνει εδώ κατ’αυτό τον τρόπο;” Και μετά πάλι άκουσα άλλη φωνή από επάνω να λέει: “Αφήστε να ανέβει ο δίκαιος Ησαΐας· διότι εδώ βρίσκεται ο θρόνος του, εδώ και το στεφάνι του, εδώ και η ανάπαυσή του”. |
24 | Και είπα στον θείο άγγελο που ήταν μαζί μου: “Σε παρακαλώ, πες μου, ποιος είναι αυτός που με εμποδίζει να ανέβω και ποιος αυτός που μου το επιτρέπει;” |
25 | Και μου είπε ο άγγελος: “Αυτός που στέκεται πάνω στους ύμνους των πέντε ουρανών. Αυτός δε που σου επιτρέπει να ανέβεις είναι ο Κύριος της δόξας, ο Υιός του Θεού του ζώντος, τον οποίο θα δεις να κατεβαίνει από τους ουρανούς στη γη εκείνες τις ημέρες. Συνεπώς Αυτόν να προσκυνήσεις και να υμνήσεις και να δοξάσεις”. |
26 | Και καθώς με ανέβαζε στο έβδομο ουρανό άκουσα άλλη φωνή να μου λέει: “Έχε δύναμη, γιε του Αμώς” και αμέσως με δυνάμωσε το πνεύμα που μιλούσε μέσα μου. |
27 | Και είδα εκεί όλους τους δίκαιους από τον καιρό του Αδάμ. Τον Άβελ τον δίκαιο και τον Σηθ το δίκαιο και τον Ιάρεθ το δίκαιο και τον Ενώχ το δίκαιο και όλους όσους είχαν γεννηθεί από δικαίους. |
28 | Και είδα ότι προσκυνούσαν και έπεσα κι εγώ μαζί τους και προσκύνησα. Και σηκώθηκα στα πόδια μου. |
29 | Και όταν απέδωσαν την προσκύνηση που όφειλαν, κάθισε ο Κύριος στα δεξιά και με κάλεσε και είπε: “Άκουσε, Ησαΐα, γιε του Αμώς, και έλα να δεις όσα δεν είδε κανείς άνθρωπος που ανέβηκε εδώ και μετά θα κατέβει στο ένδυμα της σάρκας”. |
30 | Και μου έδωσε στα χέρια ένα βιβλίο και μου είπε: “Πάρε αυτό και διάβασε σχετικά με αυτά που σκεφτόσουν καθώς ανέβαινες, στον τρίτο ουρανό· και μάθε πως τίποτα δε χάνεται από τα κακά και τα καλά έργα που γίνονται σε εκείνο τον κόσμο”. |
31 | Και πήρα το βιβλίο από τα χέρια του και διάβασα. Και να, υπήρχαν καταγεγραμμένα όλα τα καλά και κακά έργα των ανθρώπων από όλους τους αιώνες, μέχρι και οι αναμνήσεις μου αυτές. |
32 | Και επέστρεψα το βιβλίο και είπα: “Πράγματι, Δέσποτα, τίποτα δεν ξεφεύγει από όσα γίνονται σε εκείνον τον κόσμο”. |
33 | Και ο Κύριος μου είπε τα εξής: “Ησαΐα, επέστρεψε αμέσως στο ένδυμα της σάρκας σου για να ολοκληρώσεις το χρόνο της ζωής σου στον φθαρτό κόσμο”. |
34 | Και εγώ τον παρακάλεσα και του είπα: “Δέσποτα, μη με στείλεις πάλι σε εκείνο τον μάταιο κόσμο”. Εκείνος δε μου απάντησε: “Πήγαινε εκεί γιατί ο χρόνος της ζωής σου δεν έχει συμπληρωθεί ακόμη”. |
35 | Και έπεσα στα πόδια του και τον παρακαλούσα να μη με στείλει στον κόσμο. Και συνέχισε ο Κύριος και μου είπε: “Γιατί κλαις, Ησαΐα; Να ο τόπος σου, να ο θρόνος σου, να το στεφάνι σου, να και τα ρούχα που προετοίμασα για σένα. |
36 | Διότι πρέπει να ανέβεις εδώ αφού μαρτυρήσεις πάνω σε ένα κομμάτι ξύλο. Οι άνομοι θα σε πριονίσουν στα δύο με ξύλινο πριόνι από το κεφάλι μέχρι τα πόδια”. |
37 | Και καθώς μου τα έλεγε αυτά, άκουσα τη φωνή του μεγάλου και υπέρτατου Θεού και πατέρα του Κυρίου μας του Ιησού Χριστού, του οποίου τη δόξα εγώ δεν μπόρεσα να δω, να λέει στον Κύριό μου και Χριστό, ο οποίος θα ονομαστεί Ιησούς στον κόσμο αυτό: |
38 | ”Βγες, παιδί μου, και κατέβα από ουρανό σε ουρανό ήρεμα. Κατέβα στον κόσμο εκείνο που είναι κυριευμένος από παλιά από τα είδωλα και εκείνους που τα προσκυνούν, οι οποίοι Με αρνούνται, και πες: ‘Εμείς είμαστε Θεοί και πέρα από εμάς δεν υπάρχει άλλος θεός’. |
39 | Και έτσι θα κατέβεις μέχρι και στον άγγελο του Άδη στην Ιερουσαλήμ και δε θα φύγεις μέχρι να πεθάνεις. |
40 | Και όταν σε θανατώσουν, τότε θα ανέβεις εδώ. Τότε θα καθίσεις στα δεξιά μου και θα σε προσκυνήσουν όλοι οι άγγελοι, οι αρχάγγελοι, οι θρόνοι, οι κυριότητες, οι αρχές, οι εξουσίες και όλες οι δυνάμεις των ουρανών και θα μάθουν όλες οι στρατιές των ουρανών ότι μαζί με Εμένα κι εσύ είσαι Κύριος των επτά ουρανών και όλης της δύναμης”. |
41 | Αυτά άκουσα να λέει η μεγάλη δόξα στον Κύριό μου και Χριστό. Και μετά κατέβηκε ο Κύριος από τον έβδομο ουρανό στον έκτο. Και εκεί δόξασαν, ύμνησαν και προσκύνησαν όλες οι δυνάμεις του ουρανού τον Κύριο. |
42 | Και είδα τον Κύριο να βγαίνει από τον έκτο ουρανό και να πηγαίνει στον πέμπτο. Εκεί ούτε τον δόξασαν, ούτε τον ύμνησαν, ούτε τον προσκύνησαν, γιατί η μορφή του ήταν όμοια με εκείνων. Γινόταν άγγελος ανάμεσα στους αγγέλους, αρχάγγελος στους αρχαγγέλους και δύναμη στις δυνάμεις. |
43 | Και έτσι κατέβηκε ήρεμα και στους υπόλοιπους ουρανούς με τέτοια μορφή και κατέβηκε στον γήινο και θνητό κόσμο, σύμφωνα με την επιθυμία του Πατέρα, όπως θέλησε ο ίδιος ο Κύριος”. |
▲ | |
[3] | |
1 | Και ο Εζεκίας το βασιλιάς πέθανε και προστέθηκε στους πατέρες του και παρέλαβε τη βασιλεία ο γιος του, ο Μανασσής. |
2 | Και ο βασιλιάς Μανασσής δε θυμήθηκε τις εντολές του πατέρα του, αλλά τα έκανε όλα λάθος. Εγκατέλειψε τη λατρεία του Θεού και έφτιαξε χρυσά και ασημένια είδωλα, όπως τα ήθελε, και λάτρεψε το Σατανά και τους αγγέλους και τις δυνάμεις του. |
3 | Και έβγαλε το σπίτι του πατέρα του από τη λατρεία και την προσκύνηση του Θεού. Και λάτρεψαν το Διάβολο και τους αγγέλους του μαζί με τα βέβηλα και ακάθαρτα είδωλα· και αυξήθηκε σε αυτούς η μαγεία και η πορνεία και η επίκληση δαιμόνων και οι μαντείες και το ψεύδος· και όσοι ζούσαν με ευσέβεια σύμφωνα με το Θεό τους κυνηγούσαν. |
4 | Τότε προφήτευε ο μέγας Ησαΐας στην Ιερουσαλήμ λέγοντας: “Αυτά λέει ο Κύριος ο Θεός· η πόλη αυτή η αγαπημένη και εκλεκτή θα παραδοθεί στα χέρια του Σαλμανασσάρ, του βασιλιά της Βαβυλώνας, και ο Μανασσής ο βασιλιάς και η γυναίκα του και οι γιοι του και οι άρχοντές του θα μεταφερθούν αιχμάλωτοι στη Βαβυλώνα”. |
5 | Και όταν άκουσε ο Μελχίας ο ψευδοπροφήτης τον μεγάλο Ησαΐα να λέει για την Ιερουσαλήμ και στους κατοίκους της τέτοιες προφητείες είπε στο βασιλιά Μανασσή: |
6 | ”Βασιλιά, ο Ησαΐας προφητεύει κακά και πολλά δεινά για την Ιερουσαλήμ και τις πόλεις του Ιούδα και λέει πως η πόλη αυτή θα παραδοθεί στα χέρια της Βαβυλώνας και πως ο βασιλιάς Μανασσής και η γυναίκα του και οι γιοι του και όλοι οι άρχοντές του θα μεταφερθούν στη Βαβυλώνα σιδηροδέσμιοι· και θα είναι ο Μανασσής αιχμάλωτος στον οίκο των Βαβυλωνίων”. |
7 | Τότε ο Μανασσής κατελήφθη από θυμό πολύ και οργή όταν τα άκουσε αυτά και διέταξε τον Μελχία τον ψευδοπροφήτη να συλλάβει τον μεγάλο Ησαΐα, γιατί προφήτευσε άσχημα για την Ιερουσαλήμ. |
8 | Ο μέγας προφήτης Ησαΐας είχε φύγει από την Ιερουσαλήμ για να μην βλέπει την ανομία και την ασωτία και την προσκύνηση και λατρεία του Σατανά που γινόταν εκεί. Και έφυγε και έμεινε απέναντι από τη Βηθλεέμ. |
9 | Και εκεί υπήρχε ανομία πολλή και έφυγε πάλι και πήγε σε κάποιο βουνό, σε ένα ήσυχο μέρος και καθαρό και δόξαζε διαρκώς τον φιλάνθρωπο Θεό. Και δεν ήταν μόνος του, αλλά και ο προφήτης Μιχαίας και ο Αμβακούμ και ο Ιασούμ ο γιος του και ο γέροντας Άννας και πολλοί άλλοι που πίστευαν πως θα ανέβουν στους ουρανούς. |
10 | Εκεί ανέβηκαν ο Μελχίας και ο Βεχείρας οι ψευδοπροφήτες και συνέλαβαν τον άγιο Ησαΐα τον προφήτη. |
11 | Και τον πήγαν μπροστά στο Μανασσή το βασιλιά και εκείνος του είπε: “Ησαΐα, γιατί προφητεύεις δεινά για την Ιερουσαλήμ και για μένα και τα παιδιά μου;” |
12 | Και είπε ο μέγας προφήτης Ησαΐας στο Μανασσή: “Βασιλιά, εγώ δεν προφητεύω δεινά για την Ιερουσαλήμ, αλλά λέω αυτά που θα συμβούν στο μέλλον. |
13 | Ζει ο Κύριος ο Θεός μου και ο αγαπητός του Υιός και το Πνεύμα Του που μιλά μέσα μου! Η πόλη αυτή η πανέμορφη και μεγάλη θα παραδοθεί στα χέρια ανθρώπων αμαρτωλών και ξεδιάντροπων εξ αιτίας της ανομίας του λαού που κατοικεί σ’αυτή και εσένα δε, βασιλιά Μανασσή, θα σε πάρουνε σιδηροδέσμιο και αιχμάλωτο στη Βαβυλώνα”. |
14 | Τότε θύμωσε πολύ ο βασιλιάς Μανασσής με αυτά τα πικρά λόγια και διέταξε αμέσως να πριονίσουν τον Ησαΐα με σιδερένιο πριόνι. |
15 | Και έτσι έγινε αμέσως, αλλά τον πριόνιζαν για πολλές ώρες και ο σίδηρος δεν τον άγγιζε καθόλου. |
16 | Τότε είπε ο άγιος Ησαΐας ο προφήτης στο Μανασσή: “Βασιλιά, μάθε πως εγώ κληρώθηκα να πριονιστώ με ξύλινο πριόνι και δε γίνεται να συμβεί κάτι διαφορετικό”. Τότε ο βασιλιάς Μανασσής διέταξε να τον πριονίσουν με ξύλινο πριόνι. |
17 | Και ενώ τον πριόνιζαν ο Μελχίας ο ψευδοπροφήτης τον πλησίασε και του είπε: “Πες ότι δεν τα προφήτευσες αυτά για την Ιερουσαλήμ και θα σταματήσει αυτό το βάσανο”. |
18 | Και του είπε ο Ησαΐας: “Αναθεμά σε, Μελχία ψευδοπροφήτη, διάβολε! Ζει ο Κύριος ο Θεός μου και το Πνεύμα του που μιλάει μέσα μου! Η Ιερουσαλήμ, αυτή η μεγάλη και τεράστια πόλη, τελείως θα ερημωθεί και ο Μανασσής και τα παιδιά του και η γυναίκα του και οι άρχοντές του και ο λαός της πόλης αυτής θα οδηγηθούν αιχμάλωτοι στη Βαβυλώνα”. |
19 | Και αφού τα είπε αυτά ο μακάριος ο Ησαΐας, τον πριόνισαν στα δύο με ξύλινο πριόνι. |
▲ |
Τα σχόλιά σας είναι ευπρόσδεκτα / Your comments are welcome