Darwinism and Nature’s Undeadness 15.10.2012 © Benjamin Cain |
Θα πρέπει να σημειωθεί πως στο παρακάτω δοκίμιο, όταν ο Benjamin Cain μιλάει για “Δαρβινισμό” συχνά συμπεριλαμβάνει εννοιολογικά μέσα του και την Αβιογένεση. Αυτό είναι ανακριβές, αλλά δεν επηρεάζει τα βασικά του επιχειρήματα. Το αναφέρω απλώς προληπτικά για τον διορατικό αναγνώστη.
Ακολουθώντας την αρχή του Ξυραφιού του Όκαμ οι επιστήμονες αναζητούν ερμηνείες για φαινόμενα, δηλαδή ερμηνείες που σχετίζονται με όσο το δυνατόν λιγότερες θεωρητικές οντότητες. Έτσι, αντί να θεωρήσει τη Γη ως κάτι το ιδιαίτερο και ξεχωριστό από το υπόλοιπο σύμπαν, ο Νεύτωνας ένωσε τις δύο έννοιες με την θεωρία της παγκόσμιας έλξης, με μια δύναμη που δουλεύει παντού με τον ίδιο τρόπο. Ο Maxwell ένωσε το μαγνητισμό, τον ηλεκτρισμό και το φως, δείχνοντας πως είναι εκφάνσεις της ίδιας δύναμης (του ηλεκτρομαγνητικού πεδίου). Και ο Αϊνστάιν ένωση το χώρο, το χρόνο και τη βαρύτητα με τη θεωρία για το χωροχρόνο. Σε κάθε μία από αυτές τις ενοποιήσεις ένας περίπλοκος τρόπος θεώρησης μετατρέπεται σε έναν πιο απλό και ανάλογα με τις δυνάμεις ή τις αδυναμίες της περίπλοκης θεώρησης, η απλοποίηση μπορεί να καταλήξεις να εξαλείψει το πλαίσιο αναφοράς της συζήτησης, ώστε η απλούστερη θεωρία να θεωρείται πως ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Θεωρώ πως η θεωρία της φυσικής επιλογής του Δαρβίνου είναι άλλη μια τέτοια περίπτωση ενοποίησης, αλλά κάποιες από τις φιλοσοφικές επιπτώσεις αυτής της θεωρίας δεν έχουν εκτιμηθεί επαρκώς. Αυτό που έδειξε ο Δαρβίνος είναι πως η φύση μπορεί να επιτελέσει το έργο ενός ευφυούς σχεδιαστή, με τη δημιουργία νέων έμβιων οργανισμών. Πριν τον Δαρβίνο η διαφορά μεταξύ έμβιου και άβιου ερμηνεύονταν δυϊστικά: η ζωή προκύπτει από το Θεό ο οποίος είναι διακριτός από τη φύση και ο οποίος εμφυτεύει ένα πνεύμα ή μια υπερβατική, άυλη ουσία μέσα σε ορισμένα υλικά σώματα, ενώ η μη έμβια ύλη δεν έχει τέτοιον υπερφυσικό πυρήνα. Εδώ είχαμε μια απόλυτη διάκριση μεταξύ ζωής και θανάτου, όπως η σαφής διάκριση μεταξύ χώρου και χρόνου από τον Νεύτωνα. Αλλά μετά το Δαρβίνο οι επιστήμονες δεν θεωρούν πλέον ως πηγή των χαρακτηριστικών ενός οργανισμού -την συνείδησή του, τη δράση του, τη χαρά και τον πόνο του- το υπερφυσικό, ήτοι η δαρβίνεια βιολογία είναι μονιστική ως προς τις διαφορές μεταξύ έμβιου και άβιου. Η θεωρία του Δαρβίνου για το πώς τα άτομα ενός είδους αποκτούν τα χαρακτηριστικά τους είναι απλούστερη από τη θεϊστική, δυϊστική εξήγηση. Αντί να αναφερόμαστε σε δύο πράγματα, έναν Δημιουργό Θεό και μια πλασμένη υλική μορφή, έχουμε μόνο τις υλικές οντότητες, όπως το περιβάλλον, τα γονίδια και υλικά σώματα που αναπαράγονται από γενιά σε γενιά, μεταναστεύουν, αλλάζουν περιβάλλον και γίνονται πιο περίπλοκα και εξειδικευμένα στην πορεία.
Δαρβίνεια Ζωή
Αυτές οι επιπτώσεις του Δαρβινισμού είναι γνωστές στους περισσότερους μορφωμένους. Αλλά όταν ρωτάμε πλέον “σε τι διαφέρει η ζωή από τη μη ζωή, δεδομένης της φυσιοκρατικής, μη θεϊστικής θεωρίας της φυσικής επιλογής;” μπορεί να αιφνιδιαστούμε όταν δούμε πως πλέον δεν έχουν το δικαίωμα να χρησιμοποιήσουμε τον κοινότυπο δυϊσμό πνεύματος και ύλης. Όταν καταλάβουμε επιστημονικά τη ζωή, μετά το Δαρβίνο, μπορούμε να αιτιολογήσουμε τη χρήση άυλων πνευμάτων που καθιστούν τη ζωή μεταφυσικά διαφορετική από τη μη ζωή; Αλλά αν δεν υπάρχουν άυλα πνεύματα, τι καθιστά τη ζωή διαφορετική από τη μη ζωή; Επιπλέον, ας αναλογιστούμε πράγματα που διαισθητικά θεωρούνται μη ζωντανά, όπως το περιβάλλον, το DNA, οι πρωτεΐνες, οι χημικές αντιδράσεις και επίσης μερικά σχετικώς μη ζωντανά όντα, όπως τα βακτήρια και οι ιοί, που είναι οι πρόγονοι των ανώτερων οργανισμών. Αν αυτά τα στοιχεία -και όχι ένα ανώτερο ζωντανό ον, όπως ο Θεός- ευθύνονται για την απαρχή και την εξέλιξη της ζωής, σε τι έγκειται η μεταφυσική διαφορά του ζώντος από το μη ζων;
Αναμφίβολα υπάρχουν επιστημονικές απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά. Για παράδειγμα, βιολογικά μιλώντας, η ζωή πρέπει να έχει γονίδιο και την ικανότητα να αναπαραχθεί και πρέπει να εξελίσσεται με φυσική επιλογή. Επίσης ο φυσικός Erwin Schrodinger έδωσε έναν βαθύτερο ορισμό της ζωής, σύμφωνα με τον οποίο “ζωή είναι ό,τι αντιστέκεται στην εντροπία και τη θερμοδυναμική ισορροπία (θάνατο) προσλαμβάνοντας τάξη (όπως η τροφή) από το περιβάλλον για να διατηρήσει την εσωτερική τάξη των μεταβολικών του διαδικασιών”. Αλλά αυτές οι επιστημονικές απαντήσεις είναι συνεπείς με τη φυσιοκρατική εξάλειψη της θεϊστικής, προ-δαρβίνειας, δυϊστικής άποψης περί πνευμάτων και άψυχης ύλης. Ο αφελής τρόπος αντίληψης της ζωής, με υπερβατικές πνευματικές ουσίες σε κάθε οργανισμό, έρχεται σε αντιπαράθεση με τη σύγχρονη οπτική περί ζωής, όπου αυτή ερμηνεύεται με αναφορά μόνο στην ύλη της φύσης.
Για να συνοψίσω το πρόβλημα, έχουμε από τη μία μια κοινότυπη δυϊστική και θεϊστική υπόθεση για τη διαφορά ζωντανών και νεκρών και, από την άλλη, μετά το Δαρβίνο έχουμε μια επιστημονική, μονιστική θεωρία της διαφοράς αυτής. Σύμφωνα με τη δεύτερη, αυτό που θεωρούμε ζωή, αποτελείται πλήρως από αυτά που θα θεωρούσαμε μη ζωή. Επιπλέον, ούτε οι ανώτεροι οργανισμοί, όπως τα πρωτεύοντα, δεν είναι ζωντανά με την έννοια ότι έχουν ένα πνεύμα υπερφυσικής καταγωγής. Οπότε η αφελής προσέγγιση έχει αντικατασταθεί από μια πιο λογική. Αντί να σχετίζουμε τη ζωή με το υπερφυσικό, οι βιολόγοι εξηγούν τη ζωή και τη μη ζωή με φυσιοκρατικούς όρους. Αντί να δημιουργούνται βάσει ενός ευφυούς σχεδίου, τα ζωντανά όντα αναπτύσσονται από απλές, μη ζώσες φυσικές διαδικασίες. Η φύση, που μονοθεϊστικές και μοντερνιστές θεωρούν μη ζώσα, αναλαμβάνει το ρόλο του Θεού στη δημιουργία της ποικιλομορφίας ζωής στη βιόσφαιρα· και αντί για έναν πάνσοφο και παντοδύναμο νου ως το υπέρτατο αίτιο της ζωής, υπάρχει μια σειρά τυχαίων γεγονότων που με το πέρασμα του χρόνου θέτουν τις συνθήκες για τη μεταμόρφωση της άβιας ύλης σε οντότητες που αναπνέουν, τρων, πολεμούν και πεθαίνουν, όπως εγώ κι εσύ.
Αν και οι καθημερινές έννοιες της “ζωής” και του “θανάτου” μολύνονται από τις προ-δαρβίνειες, θεϊστικές ιδέες, αυτές οι έννοιες δεν είναι πλέον λογικά αποδεκτές. Αλλά το ερώτημά μου είναι για τη μεταφυσική έννοια που τις αντικαθιστά· συγκεκριμένα αν οι θεϊστικές απόψεις δεν είναι πλέον βάσιμες, υπό το φως της σύγχρονης επιστήμης, ποια είναι η βιώσιμη άποψη για τη φύση της ζωής και της μη ζωής που να είναι συμβατή με την επιστημονική κατανόηση; Ξανά, έχουμε επιστημονικούς ορισμούς που υποθέτουν φιλοσοφικό μονισμό (φυσιοκρατία). Δηλαδή, σύμφωνα με τους βιολόγους, και τα ζώα και οι πέτρες είναι φυσικά αντικείμενα που υπόκεινται στους φυσικούς νόμους και στην τύχη και όχι στη θεία παρέμβαση. Αν η ζωή προέρχεται από τη μη ζωή και είναι και τα δύο φυσικά, δηλαδή κανένα δεν έχει κάποιο υπερφυσικό, αθάνατο πνεύμα, ποια είναι η μεταφυσική διαφορά μεταξύ, π.χ. ενός ανθρώπου και των εξελικτικών διαδικασιών στο περιβάλλον των προγόνων του που γέννησαν το απόγονο αυτό;
Όλα είναι απέθαντα
Η απάντηση, που δεν είναι ευρέως αποδεκτή, μοιάζει να είναι η ακόλουθη. Στη φύση τίποτα δεν είναι ζωντανό με την παλιά, υπερφυσική έννοια. Αλλά ούτε είναι και οτιδήποτε φυσικό νεκρό με την αντίστοιχη έννοια, αφού κατά τη θεϊστική άποψη, η άβια ύλη δεν μπορεί να κάνει τα έργα του Θεού, που ήταν και ο λόγος που ο Θεός χρειάστηκε να δημιουργήσει τα πάντα -ειδικά τη ζωή στη Γη. Με την παλιά έννοια, οι φυσικές δυνάμεις δεν είναι ούτε ζωντανές, ούτε νεκρές. Ωστόσο, οι δυνάμεις αυτές κάνουν το έργο του Θεού, χωρίς να είναι Θεός και χωρίς να είναι καν ζωντανές με την σύγχρονη επιστημονική λογική. Οι δυνάμεις αυτές λοιπόν είναι απέθαντες, όπως είναι και τα παραγωγά τους, δηλαδή το ζόμπι στέκει ως το καλύτερο σύμβολο το οποίο μπορεί να συλλάβει η διανόησή μας ως προς τις φιλοσοφικές επιπτώσεις του Δαρβινισμού.
Τι σημαίνει να είναι κανείς απέθαντος; Η λέξη “απέθαντος” σημαίνει πως το ον αυτό είναι τεχνικά νεκρό, αλλά συνεχίζει να κινείται και το πτώμα δεν παραμένει νεκρό. Το να είσαι απέθαντος είναι σαν τον χωροχρόνο, έχει ιδιότητες και των έμβιων και των άβιων, αλλά δεν είναι το ίδιο, όπως επιβάλει ο παλιός, αφελής τρόπος σκέψης. Όπως η έννοια του χωροχρόνου υποσκάπτει στη νευτώνειο θεωρία των απόλυτων (ανεξάρτητων από τον παρατηρητή) διαστάσεψν χώρου και χρόνου, η έννοια “απέθαντος” υποσκάπτει το θεϊστικό μύθο μεταξύ του ζώντος πνεύματος και της νεκρής ύλης. Στο σινεμά, το ζόμπι είναι ένας τέρας που είναι και νεκρό και ζωντανό και εν τέλει τίποτα από τα δύο. Το ζόμπι έχει χαρακτηριστικά ζωντανού (κινείται, τρώει, αισθάνεται), αλλά και χαρακτηριστικά νεκρού (είναι εγκεφαλικά νεκρό, σαπίζει και δεν έχει μεταβολισμό). Εν ολίγοις, το ζόμπι είναι σαν ένας μακροσκοπικός ιός, έχει τόσο βασικές ζωτικές λειτουργίες που βρίσκεται στη γκρίζα ζώνη μεταξύ των έμβιων και των άβιων. Ιστορικά αυτό το τέρας προέρχεται από την αφρικανική ή αϊτινή λαογραφική παράδοση κατά την οποία ένα μαγικό φίλτρο επιφέρει μια ημιθανή κατάσταση στο θύμα. Η ιδέα του ζόμπι δεν έχει πολύ λογικό περιεχόμενο, αφού είναι φανταστικό και αντιφατικό. Αλλά το ζόμπι είναι ένα χρήσιμο σύμβολο για να γίνει κατανοητός φιλοσοφικά ο Δαρβινισμός, αφού ο σχετικά ακίνδυνος φόβος που προκαλεί το φανταστικό ζόμπι μετουσιώνει τον πιο ύπουλο φόβο που θα νιώθαμε αν κατανοούσαμε το γεγονός ότι ουσιαστικά ο Δαρβίνος ζομποποιεί όλο το σύμπαν και τους κατοίκους του.
Μέρος του τρόμου του ζόμπι είναι ότι η κατάσταση του ζώντος θανάτου είναι αναπάντητο μυστήριο: προφανώς είναι επικίνδυνο σαν ζωντανός θηρευτής, αφού κυνηγούν και τρέφονται με ζώα, αλλά προφανώς είναι νεκρό, αφού γεννιέται μόνο μετά τον εγκεφαλικό θάνατο ενός ατόμου. Η βάση του τρόμου είναι οι ομοιότητες με τους νεκρούς και τους ζωντανούς, που μας μπερδεύει. Πώς γίνεται ένα νεκρό σώμα να σηκώνεται και περπατάει μόνο του; Και πόσο εξευτελιστικό και αποξενωτικό είναι να ανακαλύπτεις πως αγνοούσες κάτι τέτοιο για τη φύση της πραγματικότητας; Τι είδους διεστραμμένος κόσμος επιτρέπει ένα τέτοιο τερατούργημα, μια τόσο κίβδηλη ζωή σε ένα πτώμα; Υπάρχουν πολλά ερωτήματα για το τέρας του κινηματογράφουν
Αλλά ο Δαρβινισμός μας ωθεί να κάνουμε τέτοιες ερωτήσεις και για τον ίδιο μας τον εαυτό, για όλους τους ζωντανούς οργανισμούς και για όλο το Σύμπαν! Όπως η φανταστική κατάσταση του ζόμπι εμφανίζεται στις ταινίες ως ένα ωμό, ανεξήγητο γεγονός, έτσι κι οι επιστήμονες και οι φιλοσοφικοί φυσιοκράτες ικανοποιούνται να υποθέτουν πως δεν υπάρχει ικανοποιητική εξήγηση για το πώς ένα άθεο, άβιο σύμπαν μπορεί να υπάρξει και να παράξει ζωή. Όπως λένε οι φυσιοκράτες, τα γεγονότα είναι αυτά που είναι, ασχέτως πως νιώθουμε εμείς για αυτά ή αν μας βγάζουν νόημα. (Ο Bertrand Russell πήρε θέση σ’αυτό στο διάσημο ντιμπέιτ του 1948 περί της ύπαρξης του Θεού με τον Frederick Copleston, όταν ο Russell είπε πως το σύμπαν δεν χρειάζεται αιτία επειδή “το σύμπαν απλά υπάρχει και εκεί τελειώνει το ζήτημα”.) Αυτού του είδους ο μεταφυσικός ρεαλισμός, όπως αποκαλείται, σημαίνει το ίδιο με το να πεις πως η φύση και όλοι οι κάτοικοί της είναι δυνητικά τρομακτικοί όπως τα ζόμπι, που σηκώνονται και αρχίζουν και τριγυρνούν χωρίς κανένα λόγο. Όπως το σύμπαν ξεκίνησε με τη Μεγάλη Έκρηξη από μια μοναδικότητα με θαυμαστές ιδιότητες (υπό την έννοια ότι δεν υπόκεινται στους φυσικούς νόμους, εκτός κι αν γυρίσουμε στην κβαντομηχανική) το ζόμπι ξεκινά τη ζωή του με μια μαγική αναβίωση· και τα δύο γίνονται αποδεκτά ως ωμή πραγματικότητα στη φύση και στις ταινίες αντίστοιχα. Αλλά υπό το φως του Δαρβινισμού, όλη η φύση αποκτά κι άλλα χαρακτηριστικά ζόμπι, οπότε η τελική ανεξήγητη κατάσταση του φυσικού σύμπαντος εμπνέει έναν βαθύτατο τρόμο.
Επιπλέον οι βιολόγοι και φιλόσοφοι της επιστήμης συχνά μιλούν με στενογραφία όταν συζητούν για τις προσαρμογές ή τις βιολογικές λειτουργίες, χρησιμοποιώντας “εισαγωγικά” όταν αποδίδουν σκοπό στις βιολογικές λειτουργίες. Η μεγάλη εξήγηση για να εξηγήσεις χαρακτηριστικά όπως τα φτερά μιας νυχτερίδας είναι να διηγηθείς την ιστορία του πώς κάποια γονίδια και πρωτεΐνες ταιριάζουν στο προγονικό περιβάλλον, ώστε τα σώματα εκείνα που παρήγαγαν τα χημικά αυτά ήκμαζαν και αναπαράχθηκαν. Η σύντομη, διαισθητική, αλλά αφελής ερμηνεία είναι ότι η νυχτερίδα είναι φτιαγμένη για να πετάει λες και τη σχεδίασε κάποιος με αυτό το σκοπό κατά νου. Ο βιολόγος θέλει να αποφύγει τέτοιους θεϊστικούς συνειρμούς, αφού ο Δαρβίνος έδειξε πως μια τέτοια τελεολογία δεν είναι απαραίτητη, αλλά αναγκάζεται να δώσει αξία στην αφελή οπτική -και όχι μόνο επειδή η μεγάλη εξήγηση είναι κουραστική. Όπως εξηγεί ο φιλόσοφος Daniel Dennett, η εξελικτική διαδικασία ανήκει στην “κατηγορία του εσκεμμένου”, δηλαδή, η επιτυχία της νυχτερίδας μοιάζει λες και πραγματικά κάποιος τη σχεδίαση με συγκεκριμένο σκοπό κατά νου. Έτσι ο Dennett προσωποποιεί τη φυσική επιλογή ως Μητέρα Φύση. Ο βιολόγος ωθείται από τις ιδιότητες της εξέλιξης, που μοιάζουν ζωντανές, στον ανθρωπομορφισμό, αλλά δεν έχει κάποια μεταφυσική δέσμευση να δει τη διαδικασία ως ευφυή σχεδιαστή. Έτσι ο βιολόγος υποσκάπτει τον εαυτό του ανθρωπομορφοποιώντας τη διαδικασία, αλλά βάζοντας εισαγωγικά γύρω από την έωλη φράση. Για παράδειγμα, μπορεί να εξηγήσει την προσαρμογή των φτερών της νυχτερίδας πως έχουν “σκοπό” την πτήση ή πως η πτήση είναι η “λειτουργία” τους και ο βιολόγος θα χρησιμοποιήσει τα εισαγωγικά για να σηματοδοτήσει τόσο την έλλειψη ικανοποίησης με το συμβιβασμό και το γεγονός ότι μιλάει ειρωνικά.
Ομοίως, το ζόμπι δεν είναι πραγματικά ζωντανό, αν και έχει ιδιότητες ζωής σε τρομακτικό βαθμό, οπότε αναγκαζόμαστε να συμπεριφερόμαστε απλά λες και είναι ζωντανό. Το ζόμπι περνά το Τεστ Τούρινγκ της Ζωής, αλλά αντίθετα με τον υπολογιστή, ξέρουμε εξ αρχής πως το ζόμπι είναι, επιστημονικά μιλώντας, νεκρό. Με άλλα λόγια, όπως τα φυσικά επιλεγόμενα χαρακτηριστικά, το ζόμπι εμπίπτει στην “κατηγορία του εσκεμμένου”, ερεθίζει το κοινωνικό μας ένστικτο για υπόθεση και ερμηνεία νοητικών διεργασιών, οπότε θεωρούμε το ζόμπι λες και είναι εν μέρει ζωντανό, αν και ξέρουμε ότι αυτό δεν ισχύει. Αυτό το παράδοξο είναι που καθιστά το ζόμπι τερατώδες: η ιδέα πως το τέρας αυτό χλευάζει το πολύτιμο κοινωνικό μας ένστικτο, αλλά ταυτόχρονο και το εγείρει και το ακυρώνει ταυτόχρονα. Και πάλι, ο Δαρβινισμός μετατρέπει όλο το σύμπαν στο ίδιο είδος τέρατος. Οι φυσικές διεργασίες, οι οποίες στερούνται ζωής, επιστημονικά και θεϊστικά, ωστόσο συμπεριφέρονται λες και είναι ζωντανές δημιουργώντας τις κοσμολογικές συνθήκες για τη ζωή και έπειτα ρυθμίζουν λεπτομερώς τη ζωή αυτή με τη φυσική επιλογή. Επιπλέον, οι ίδιοι οι οργανισμοί είναι όσο νεκρές είναι και οι διεργασίες που τους παράγουν, δεδομένης της παράλογης, παλιά, θεϊστικής έννιας ζωής-θανάτου, οι οποίες προκύπτουν άνετα από το κοινωνικό μας ένστικτο, αλλά οι οργανισμοί συμπεριφέρονται λες και ζωοποιούνται από άυλα πνεύματα (αν και ξέρουμε πως αυτό δεν ισχύει).
Όλη η φύση θα έπρεπε να θεωρείται πως έχει απλώς ψευδο-ζωή, όπως το φανταστικό ζόμπι, και αυτό είναι μια φιλοσοφική επίπτωση της δαρβίνεις κοσμοθέασης. Έτσι η υποτιμούμενη φιλοσοφική επιπλοκή της σύγχρονης βιολογίας είναι πως, όπως σε μια ταινία με ζόμπι, η εξελικτική διαδικασία είναι μια ταινία τρόμου. Όταν βλέπουμε σημεία ζωής, είτε σε επαφή με τη φύση, είτε στο ζωολογικό κήπο, είτε διαβάζοντας ένα βιβλίο βιολογίας, θα έπρεπε να τρέχουμε πανικόβλητοι λες και βλέπουμε μια ορδή από ζόμπι. Αλλά φυσικά δεν το κάνουμε γιατί είμαστε εξοπλισμένοι με την υπεράνθρωπη αντοχή να υπομένουμε ένα επίπεδο τρόμου που απαιτείται από την υπαρξιακή μας κατάσταση. Αντίθετα περιορίζουμε το φόβο μας για τη μεταφυσική κατάσταση της ζωής, ή καλύτερα από το γεγονός του μεγάλου ζώντος θανάτου, στην αντίδρασή μας προς το χολυγουντιανό τέρας, στην ασφάλεια ενός άνετου κινηματογράφου. Μεταφυσικά μιλώντας όμως, το ζόμπι δεν είναι απλά ανόητη μυθοπλασία. Δεδομένου του Δαρβινισμού, όλοι είμαστε απέθαντα πλάσματα που περπατάνε. Δεν είμαστε ούτε ζωντανοί, ούτε νεκροί (με την παλιά έννοια), αλλά απέθαντοι (ένας νεότερος, πιο ταιριαστός όρος) και όταν πεθαίνουμε (με την επιστημονική έννοια), τα πτώμα μας αποσυντίθεται και συμβάλει στις φυσικές διεργασίες με τις οποίες το μεγαλύτερο ζόμπι, ο πλανήτης μας, εξελίσσει την επόμενη γενιά απέθαντων απογόνων.
Ειρωνικός Μεταμοντέρνος Πανθεϊσμός
Πράγματι, οι φιλοσοφικοί υπαινιγμοί του Δαρβινισμού, ότι οι συνήθεις έννοιες ζωής και μη ζωής στερούνται νοήματος και πρέπει να αντικατασταθούν από κάτι σαν την παράδοξη ιδέα του απέθαντου, καταλήγει να γίνεται ένα είδος ειρωνικού, μεταμοντέρνου πανθεϊσμού. Ο Δαρβινισμός όχι μόνο ζομποποιεί, αλλά και θεοποιεί ολόκληρη τη φύση, αφού η εξελικτική διαδικασία συμπεριλαμβάνει όλες τις κοσμικές συνθήκες για την εμφάνιση της ζωής, ώστε ολόκληρο το σύμπαν απαιτείται για να δημιουργηθεί ζωή ως ένα άνοο και φυσικό γεγονός. Δεν υπάρχει προσωπικός Θεός, αλλά ολόκληρο το σύμπαν στο σύνολό του και όλες τους οι εσωτερικές αλληλοσυνδέσεις δημιουργεί οργανισμούς ως υποπροϊόντα, λες και το σύμπαν είναι ένας δημιουργός θεός. Η φύση ως σύνολο δεν είναι προσωπική, αλλά τα κοινωνικά όντα, όπως εμείς, αναπόφευκτα ανθρωπομορφοποιούμε τα εξελικτικά μοτίβα. Η θεϊκότητα της φύσης δεν είναι ένα καταπληκτικό γεγονός, αφού το σύμπαν γίνεται ορθότερα κατανοητό ως ένα απέθαντο τέρας. Ενώ πριν το Δαρβίνο οι άνθρωποι μπορούσαν να αποδώσουν το χαρακτήρα του εσκεμμένου στη φύση, και χωρίς ειρωνία αφού υπέθεταν πως ένας προσωπικός Θεός δημιούργησε το σύμπαν ως μηχανή με τεχνητές λειτουργίες, στον μεταμοντέρνο κόσμο αναγκαζόμαστε να βλέπουμε με αποτροπιασμό καθώς το σύμπαν εκμεταλλεύεται τα κοινωνικά μας ένστικτα και μας κάνει να είμαστε φιλικά προσκείμενοι σε αυτό που επιστημονικά γνωρίζουμε πως είναι άβια ύλη. Ξέρουμε πως είμαστε κι εμείς οντότητες χωρίς πνεύμα· σίγουρα έχουμε έναν εγκέφαλο που παράγει καταπληκτικά αποτελέσματα, αλλά μεταφυσικά είμαστε ένα με το φυσικό σύμπαν, το οποίο σημαίνει πως είμαστε πλήρως υλικοί και φυσικοί. Αλλά η ύλη που αλληλεπιδρά φυσικά δεν είναι ούτε αδρανής, ούτε νεκρή· είναι δημιουργική χωρίς όριο και έτσι όσο θεϊκή μπορεί να υπάρξει. Αυτή η θεϊκότητα όμως είναι αποκρουστική, βλάσφημη και όσο φρικιαστική όσο το ζόμπι που χλευάζει τη ζωή με την ύπαρξή του.
Η ιδέα που έχουμε για τη ζωή προκύπτει από την αφελή εντύπωση που μας έχει αφήσει το κοινωνικό μας ένστικτο, το “εσκεμμένο” του Dennett. Θα θέλαμε να έχουμε μια εσωτερική ουσία που να εξηγεί την υποψία μας ότι δεν ανήκουμε στη φύση· νιώθουμε πως δεν ανήκουμε λόγω των ανθρώπινων ιδιοτήτων μας που είναι τόσο μοναδικές. Έτσι υποθέτουμε πως έχουμε ένα αόρατο πνεύμα, ένα πολύτιμο ψήγμα μιας υπερβατικής πραγματικότητας που μας καθιστά όμοιους με ένα ανώτερο πεδίο από το σκοτεινό και πρωτόγονο φυσικό πεδίο. Η εξέλιξη μας αναγκάζει να σκεφτούμε κοινωνικά ο ένας για τον άλλο και έτσι ερμηνεύουμε τη συμπεριφορά μας υποθέτοντας πως έχουμε νου που επιλέγει ελεύθερα και έχει ηθική αξία. Υποθέτουμε πως ο πνευματικός μας πυρήνας είναι αθάνατος επειδή νιώθουμε υπερφυσικοί. Αλλά ο Δαρβινισμός μας αποκαλύπτει πως όλα αυτά είναι μια ψευδαίσθηση. Δεν είμαστε ζωντανοί με αυτή την έννοια. Πιεζόμαστε να θεωρούμε πως είμαστε επειδή έτσι λειτουργεί ο εγκέφαλός μας, εγκαθιστώντας νοητικά προγράμματα που μοντελοποιούν τον εξωτερικό και εσωτερικό μας κόσμο, απλοποιώντας τους, ώστε να παραμείνουμε στην ορθή οδό της εκπλήρωσης των εξελικτικών μας “λειτουργιών” (παρατηρείστε τα εισαγωγικά). Αλλά δεν είμαστε ούτε νεκροί με την αφελή έννοια που θέλει την άψυχη ύλη να στερείται θεία δημιουργικότητα. Όχι, είμαστε κάτι χειρότερο, κάτι ακατανόητο και είμαστε παιδιά ενός εξ ίσου τερατώδους γονέα. Στερούμαστε πρόσωπο όπως και οι θεοί μας. Είμαστε όλοι μας απέθαντα τέρατα, συνονθυλεύματα φυσικών μηχανισμών που προσομοιώνουν τη ζωή, ενώ στερούνται κάποιας μεταφυσικής διάκρισης που μας ξεχωρίζει από αυτό που θεωρούμε σαφώς άψυχο. Προσωποποιούμε ο ένας τον άλλο και τον απώτερο δημιουργό μας, αλλά οι προβολές αυτές είναι γενετικά και πολιτισμικά προγραμματισμένες ματαιοδοξίες.
Ο όρος “Πανθεϊσμός” σημαίνει πως ο Θεός είναι το σύμπαν, πως τα πάντα είναι εξ ίσου θεϊκά. Αν και πολλοί θεϊστές επιμένουν να προσεύχονται στο πτώμα, ο προσωπικά Θεός των μέινστρημ θρησκειών είναι νεκρός, τα αρχαία ξόρκια δεν έχουν κανένα αποτέλεσμα σε εκείνους που είναι εμπνευσμένοι από τους επιστήμονες να σκέφτονται κριτικά σχετικά με τα μεγάλα φιλοσοφικά ερωτήματα. Αλλά οι ίδιοι οι σύγχρονοι επιστήμονες επανεισάγουν τη μαγεία στη φύση, θεοποιώντας την, αφού αναγκάζονται από την μεθοδολογική φυσιοκρατία να αποκλείουν κάθε θεϊκή δημιουργικότητα. Αν όλη η δημιουργικότητα πρέπει να είναι φυσική (και το κοσμικό σπόρι αναπτύσσεται σε ένα θαυμαστό δέντρο περίπλοκων και αναδυόμενων μορφών, όπως τα λουλούδια που ανθίζουν στην άκρη ενός μίσχου, και δημιουργεί βιολογική ζωή σε τουλάχιστον έναν πλανήτη και πιθανώς και σε πολλούς άλλους) το σύμπαν δεν είναι απλά δημιουργικό, αλλά υπέρτατα και υπέροχα δημιουργικό. Αυτό καθιστά το σύμπαν μας το θεό μας, το δημιουργό μας, αν και ομολογουμένως ένα θεό χωρίς νου, ο οποίος μοιάζει προσωπικά ζωντανός σε κοινωνικά όντα όπως εμείς, αλλά υπάρχει σε μια εφιαλτική κατάσταση ζώντος θανάτου. Όπως και ο κάθε ένας από εμάς, το σύμπαν είναι ένας άψυχος λεβιάθαν, αλλά ένας λεβιάθαν του οποίου τα κλωθογυρίσματα δημιουργούν και καταστρέφουν ολόκληρους κόσμους και γαλαξίες αντί απλώς για οικογένειες και κοινότητες. Έτσι το σύμπαν έχει στην καλύτερη περίπτωση ένα εικονικό μυαλό και οι διαδικασίες του ερεθίζουν τα κοινωνικά αντανακλαστικά μας και να αναγκάζουν να ανθρωπομορφοποιούμε τη φύση, αν και γνωρίζουμε ότι δεν πρέπει να το κάνουμε.
Αλλά ακόμη κι αν δεν υπήρχε βιολογική ζωή που κοιτάζει το σύμπαν με τρόμο, η φύση θα ήταν μεταφυσικά απέθαντη καθώς οι φυσικές δυνάμεις θα ήταν δαιμονικά δημιουργικές, σαν μουσικά όργανα που παράγουν μουσική μόνα τους χωρίς κάποιον να τα παίζει. Η προσωπική θεϊκότητα είναι υποκειμενική, μια απλή προβολή εγωκεντρικών πρωτευόντων πάνω σε αφύσικα τοπία που μας κάνουν να νιώθουμε πιο άνετα σε έναν πιο ανθρώπινο κόσμο. Αλλά η απέθαντη θεϊκότητα της φύσης είναι ένα αντικειμενικό γεγονός. Μόνες τους οι φυσικές δυνάμεις δημιουργούν τα πάντα γύρω μας και το κάνουν ανεξήγητα και τερατωδώς, χωρίς κάποιον να τις ελέγχει, παράγοντας μια απειρία ποικιλομορφίας σε μια αδιανόητη κλίματα· παράγοντας σε μεγάλες ποσότητες, χωρίς να κουράζονται, χωρίς να αμφιβάλλουν για τα δημιουργήματά τους, δημιουργώντας και καταστρέφοντας για να ανοίξουν χώρο για νέα προϊόντα, νέους γαλαξίες και απίστευτα θαύματα. Είμαι τόσο τυφλοί, παιδαριώδεις ξερόλες που είμαστε περιτριγυρισμένοι από μια τέτοια άπειρη δημιουργικότητα και καταλήγουμε να αποδίδουμε ολόκληρο το σύμπαν σε έναν τύπο που μας μοιάζει και κρύβεται κάπου στο παρασκήνιο. Μόνο κάτι άτσαλοι καυχησιάρηδες σαν εμάς θα μπορούσαν να βλέπουμ τη φύση να δημιουργεί τον εαυτό της σιγά-σιγά και έπειτα να το αγνοήσουμε αυτό και να υποθέσουμε ότι αόρατα, προσωπικά πνεύματα (νεράιδες, αγγέλους, θεούς κ.τ.λ.) είναι αυτά που κινούν τα νήματα.
Εν πάσι περιπτώσει, εγώ νομίζω πως ο Δαρβινισμός έχει αυτές τις συγκλονιστικές επιπτώσεις. Δεν υπάρχει ζωή και μη ζωή με την παλιά δυϊστική έννοια. Ο Δαρβινισμός ενοποιεί τη ζωή και το θάνατο, μας δείχνει πώς η φύση προσομοιώνει το Θεό και τη ζωή, η οποία παράδοξα εμφανίζεται σε άψυχη και “νεκρή” ύλη· και αυτό συμβολίζεται καλύτερα με το απέθαντο ζόμπι. Η ζομπο-αποκάλυψη ήρθε και πέρασε και τα ζόμπι νίκησαν. Δεν μπορούμε να τους ξεφύγουμε επειδή ποτέ δεν είμασταν οι λίγοι, εναπομείναντες, υγιείς ήρωες, τα απομεινάρια μιας ωραίας εποχής πριν το ερχομό της ερήμωσης και του τέλους του κόσμου. Ποτέ δεν υπήρξε μια τιτανομαχία ανάμεσα στον άνθρωπο και το τέρας, μεταξύ του υπερφυσικού πνεύματος και της παθητικής ύλης. Από την αρχή, τα άτομα, τα μόρια, τα άστρα, οι γαλαξίες και όλες οι κοσμικές δυνάμεις ήταν μολυσμένες από τον ιό των ζόμπι, δημιουργούσαν και εξέλισσαν τους εαυτούς τους, όπως ο Θεός της παλιάς εποχής δημιουργούσε και έπλαθε το σύμπαν. Στην τρομερή μεταμοντέρνη κατάσταση που βρισκόμαστε, μπορούμε να λατρεύουμε το θεό μας με μια γερή δόση ειρωνείας, αφού έχουμε τα ίδια κοινωνικά ένστικτα όπως οι προ-επιστημονικοί πρόγονοί μας, αλλά και τα ευρήματα της σύγχρονης επιστήμης, του Δαρβινισμού συμπεριλαμβανομένου. Οι προσευχές μας θα έπρεπε να είναι απλώς παραληρήματα προς τον απέθαντο θεό.
Τα σχόλιά σας είναι ευπρόσδεκτα / Your comments are welcome