Σ’αυτή την ενότητα θα ήθελα να προτείνω μια τελική επίθεση στο οντολογικό επιχείρημα που, απ’όσο γνωρίζω, είναι εντελώς νέα. Αυτή η επίθεση είναι ένα παράδειγμα απαγωγής σε άτοπο (κατάρριψη μέσω αντίφασης) και γι’αυτό, για λόγους που ελπίζω πως θα γίνουν σαφείς σύντομα, την ονομάζω “μανιχαϊστική απαγωγή”.
Ένας σύγχρονος του Ανσέλμου ονόματι Gaunilo, πρότεινε μία από τις πρώτες και ίσως ισχυρότερες απαντήσεις στο οντολογικό επιχείρημα με ένα άλλο παράδειγμα εις ατόπου απαγωγής. Χρησιμοποιώντας την ίδια λογική με τον Ανσέλμο, πρότεινε την ύπαρξη ενός “τέλειου νησιού”, ένα νησί του οποίου ανώτερο δεν μπορεί να συλληφθεί και συνέχισε συμπεραίνοντας ότι ένα τέτοιο νησί πρέπει να υπάρχει γιατί ένα τέλειο νησί που υπάρχει πραγματικά είναι πολύ ανώτερο από ένα που υπάρχει μόνο στη φαντασία. Θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε την ίδια λογική για να αποδείξουμε την ύπαρξη ενός τέλειου ο,τιδήποτε: το υπέρτατο σάντουιτς, το υπέρτατο στυλό κ.ο.κ.
Οι απαντήσεις των υποστηρικτών του οντολογικού επιχειρήματος είναι τουλάχιστον μπερδεμένες. Οι περισσότεροι υποστηρίζουν πως η αναλογία δεν είναι ορθή, αλλά χωρίς να μπορούν να εξηγήσουν επαρκώς το γιατί. Μερικοί υποστηρίζουν ότι η έννοια ενός “υπέρτατου” δυνατού αντικειμένου πέρα από το Θεό στερείται νοήματος και είναι συνεπώς αδύνατη, επειδή όσο καλό κι αν είναι ένα νησί, σάντουιτς ή στυλό, μπορούμε πάντα να συλλάβουμε ένα καλύτερο (αλλά γιατί δεν ισχύει το ίδιο και για το Θεό; [ΣτΜ: άλλωστε ορίσαμε ότι το “υπέρτατο νησί” είναι εκείνο του οποίου ανώτερο δεν μπορεί να συλληφθεί]). Ωστόσο, η Μανιχαϊστική Απαγωγή είναι μια ενισχυμένη μορφή της επίθεσης του Gaunilo που ούτε αυτές οι αδύναμες κριτικές δεν μπορούν να αγγίξουν. Στον πυρήνα βρίσκεται μια απλή σύλληψη: γιατί πρέπει το “ανώτερο” να ορίζεται βάσει του ηθικού “καλού”;
Ας υποθέσουμε πως προσπαθούμε να συλλάβουμε το πιο τέλεια αγαθό ον που μπορούμε να φανταστούμε και λέμε, όπως κάνουν και οι υποστηρικτές του οντολογικού επιχειρήματος, ότι ένα τέτοιο ον υπάρχει γιατί ένα τέτοιο ον που υπάρχει στ’αλήθεια είναι ανώτερο ενός που υπάρχει μόνο στη φαντασία. Αλλά τώρα ας υποθέσουμε πως προσπαθούμε να συλλάβουμε το πιο μοχθηρό ον που μπορούμε να φανταστούμε. Με τη λογική του οντολογικού επιχειρήματος δεν πρέπει να υπάρχει και αυτό το ον; Άλλωστε, ένα μοχθηρό ον που υπάρχει στ’αλήθεια είναι σίγουρα ανώτερο από ένα μοχθηρό ον που υπάρχει μόνο στη φαντασία.
Με την ίδια λογική που οδηγεί το παραδοσιακό οντολογικό επιχείρημα να συμπεράνει πως το τέλεια αγαθό ον πρέπει να είναι πάνσοφο και παντοδύναμο, μπορούμε να συμπεράνουμε πως και αυτό το τέλεια μοχθηρό ον έχει τις ίδιες ιδιότητες. Ένα μοχθηρό ον με παντοδυναμία σίγουρα είναι πιο τέλειο από ένα πεπερασμένο, αφού θα μπορούσε να υποβάλει τα θύματά του σε άπειρη οδύνη. Και ένα μοχθηρό ον που είναι πάνσοφο σίγουρα είναι πιο μοχθηρό από ένα που δε θα μπορούσε να ξέρει και να απολαμβάνει πόσο κακό προκαλεί. Άρα με τη λογική του οντολογικού επιχειρήματος μόλις “αποδείξαμε” πως δεν υπάρχει ένας, αλλά δύο θεοί. Κάθε ένας άπειρος, κάθε ένας πάνσοφος, κάθε ένας παντοδύναμος, αλλά που ο καθένας επιθυμεί το ακριβώς αντίθετο από τον άλλο σε κάθε περίπτωση (που προκύπτει από τους ορισμούς του τέλεια αγαθού και τέλεια μοχθηρού).
Αλλά αυτό είναι αδύνατο. Δεν μπορούν να υπάρχουν δυο παντοδύναμα όντα με αντίθετες επιθυμίες, αφού σε κάθε περίπτωση δε θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν οι επιθυμίες και των δύο· η επιθυμία του ενός τουλάχιστον δε θα πραγματοποιούνταν και αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τουλάχιστον ένα δεν είναι παντοδύναμο. Ωστόσο το οντολογικό επιχείρημα μας οδηγεί αδιαμφισβήτητα σ’αυτή την αδύνατη κατάσταση. Συνεπώς, αφού το χρησιμοποιήσαμε για να καταλήξουμε σε μια αντίφαση, το οντολογικό επιχείρημα πρέπει να είναι λανθασμένο.
Το πρόβλημα με το Οντολογικό Επιχείρημα δεν περιορίζεται εδώ. Αφήνοντας ανοιχτό τον ορισμό του Θεού, αντί να τον προϋποθέσουμε από πριν, το Οντολογικό Επιχείρημα δημιουργεί ακόμα μεγαλύτερα προβλήματα.
Όπως ήδη έδειξε ο Ebonmuse, ακυρώνει την ιδιότητα της παντοδυναμίας στα υπέρτατα όντα. Με τον ίδιο τρόπο καταργεί και την πανσοφία, αφού δυο πάνσοφα όντα αδυνατούν έστω και να προβλέψουν το ένα τις ενέργειες του άλλου. Η διαδικασία είναι εύκολα κατανοητή. Αν το ον Α σκέφτεται να κάνει κάτι, τότε το ον Β το μαθαίνει (ως πάνσοφο) με σκοπό να το αποτρέψει. Αλλά το ον Α το γνωρίζει αυτό (ως πάνσοφο) και αλλάζει το σχέδιό του. Τότε το ον Β (ως πάνσοφο) μαθαίνει το νέο σχέδιο κ.ο.κ. ες αεί. Δύο πάνσοφα όντα με αντικρουόμενα σχέδια είναι καταδικασμένα στην αδράνεια.
Εν τέλει, το Οντολογικό Επιχείρημα μάλλον καταλήγει να δικαιώνει την επικούρεια αντίληψη της θείας αδράνειας, μόνο που εδώ οι θεοί δε μένουν αδρανείς λόγω αδιαφορίας, αλλά λόγω αδυναμίας να υπερκεράσουν ο ένας τον άλλο.
αν και απεχθάνομαι την τελειοθηρία το μοχθήρο ειναι μια ατέλεια
Στα διάφορα οντολογικά επιχειρήματα η “τελειότητα” είναι το να έχεις μια ιδιότητα στον υπέρτατο βαθμό, όχι η ηθική τελειότητα.
Στα οντολογικά επιχειρήματα ο Θεός είναι εξ ορισμού το ανώτερο ον που μπορεί να συλληφθεί με το νου είναι τέλειος , το τέλειο δεν μπορεί να έχει όλλες τις ιδιότητες στον υπέρτατο βαθμό διαφορετικά θα είχε ενσωματομένες και ατέλειες επομένως δεν θα ήταν τέλειος , δε μου αρέσει το “ τέλεια μοχθηρό ον “ , δεν θα μπορούσαμε ποτέ να πούμε ο τέλεια βλάκας, το “ανώτερο” αν μπορούσε να υπάρχει για να είναι ανώτερο και τέλειο δεν θα είχε μια τέτοια ιδιότητα, η μοχθηρία είναι αποτέλεσμα ενός πρόχειρου κακού σχεδιασμού της φύσης ,ενός χαμηλού πνευματικού επιπέδου της δικής μας πραγματικότητας, αν κατεβούμε σε κλίμακα απο το τέλειο τότε μόνο ευσταθεί το γιατί πρέπει το “ανώτερο” να ορίζεται βάσει του ηθικού “καλού”;
Για να είμαι ειλικρινής, η χρήση του “αγαθού” ως ανώτατη ιδιότητα μου φάνταζε πάντα ως πολύ ανθρωποκεντρική, πως το “καλό” το θεωρούμε καλό επειδή έτσι μας συμφέρει. Δεδομένου πως εξελιχθήκαμε εν μέσω του νόμου της ζούγκλας, η οποία περιέχει την ηδονή μόνο ως περιστασιακή ανάπαυλα του αγώνα για την επιβίωση, θεωρώ πως το “κακό” είναι η πρωταρχικη έννοια βάσει της οποίας ορίστηκε αρχικά το “καλό”. Θεωρώ δηλαδή πολύ πιο λογικό πως ο άνθρωπος πρωτο-όρισε το καλό βάσει της απουσίας πόνου, θλίψης και θανάτου. (προφανώς για το λιοντάρι που μας κυνηγούσε, το “αγαθό” θα ήταν να κάτσουμε να μας φάει).
Πολύ φοβάμαι πως όταν πάμε να ορίσουμε το Θεό ως το υπέρτατα αγαθό ον, ουσιαστικά τον ορίζουμε ως το Ον που μας συμφέρει υπέρτατα και εμένα αυτό μου βρωμάει απίστευτα.
Συμφωνώ με τον Evan . Η φιλοσοφική προσπάθεια προσέγγισης του Θεού όπως ορίζεται μέσω επιχειρημάτων όπως αυτή του οντολογικού (o απολογητής William Lane Craig ακούγεται σα κολημένη βελόνα όποτε το αναφέρει) είναι μια από τις πολλές ενδείξεις της ανθρωποκεντρικής φύσης των Θεών που κατασκευάζουν οι άνθρωποι. Και μόνο γι’αυτό το λόγο οι πιθανότητες κάτι τέτοιο να υπάρχει πραγματικά για μένα είναι κοντά στο μηδέν. Ο άνθρωπος ορίζει το υπέρτατο Ον ως αυτό το οποίο ο δικός του νους μπορεί να συλλάβει ως υπέρτατο. Για άλλες υλικές υποστάσεις της φύσης οι οποίες γεμίζουν το σύμπαν σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ότι ο άνθρωπος είτε έμβια όπως τα μικρόβια, ή τα έντομα, είτε όχι όπως πχ τα άτομα υδρογόνου, υποψιάζομαι σε βαθμό βεβαιότητας, ότι ο ανθρώπινος φιλοσοφικός ορισμός του υπέρτατου Οντος είναι αδιάφορος. Απουσία ενδείξεων και τεκμηρίων, δε βρίσκω ούτε ένα λόγο με τη δική μου ατελή ανθρώπινη λογική, για τον οποίο το σύμπαν να έχει φτιαχτεί σύμφωνα με τις φιλοσοφικές αντιλήψεις των ανθρώπων ούτε για ποιό λόγο να έχει τα χαρακτηριστικά τα οποία του προσδίδουν οι ορισμοί όπως αυτοί του οντολογικού επιχειρήματος. Ο Evan νομίζω φέρνει ένα καλό παράδειγμα με τη χρήση του “αγαθού” ως ανώτατη ιδιότητα η οποία όχι μόνο είναι υποκειμενική όσον αφορά την κατηγορία των έμβιων όντων τα οποία την κατασκευάζουν, (πχ καλό για τον άνθρωπο δεν είναι το ίδιο και για το μυρμύγκι ή την πέτρα), αλλά επιπλέον μεταβάλλεται διαχρονικά [π.χ. η σκλαβιά και η υποταγή σε “αφέντες”, “άρχοντες” δε φαίνεται να δημιουργούσε ηθικό πρόβλημα ούτε στους συγγραφείς της βίβλου ούτε στους ήρωες των ιστοριών της συμπεριλαμβανομένου και του Ιησού ο οποίος σε κανένα σημείο στα θρησκευτικά κείμενα δε δείχνει να την απεμπολεί ξεκάθαρα. Σήμερα ο περισσότερος κόσμος τη θεωρεί πρόβλημα] αλλά και τοπικά στην ίδια εποχή.