Το πόσο καλή σχέση έχει ο Χριστιανισμός με την ομοφυλοφιλία και το πόσο αποδέχεται τη σεξουαλική διαφορετικότητα είναι νομίζω ευρέως γνωστό και δεν χρειάζεται να το αναλύσω. Οπότε μάλλον δεν πρέπει να μας κάνει εντύπωση που και από τη μεριά της η ανδρική ομοφυλοφιλική κοινότητα στην Ελλάδα δεν έτρεφε ιδιαίτερη συμπάθεια για τους θρησκευτικούς λειτουργούς (η αντιπάθεια για την ίδια τη θρησκεία είναι πολύ περιορισμένη). Τρανταχτή απόδειξη η πληθώρα λέξεων που υπάρχουνε στα Καλιαρντά σχετικά με τους παπάδες.
Το παρακάτω γλωσσάρι είναι μια σταχυολόγηση από το βιβλίο “Καλιαρντά” του Ηλία Πετρόπουλου (Εκδόσεις Νεφέλη 1993, ISBN 960-211-159-3) των λέξεων που σχετίζονται με τη θρησκεία.
Αν αναρωτιέστε γιατί επέλεξα σήμερα καθαροδευτεριάτικα να ανεβάσω το συγκεκριμένο άρθρο, είναι ακριβώς επειδή είναι Καθαρά Δευτέρα και στον Τύρναβο γιορτάζεται το Μπουρανί, ένα καθαρά διονυσιακό έθιμο, οπότε είπα να συνεισφέρω κι εγώ στο γενικότερο κλίμα σεξουαλικής ασεβείας.
βακουλή (η) | Εκκλησία. Πιθανώς από το αβάς + kule (=πύργος του παπά). [θέμα: βακουλ] |
~αγλάρισμα (το) | ολονυκτία, αγρυπνία |
~αγλαρίζω | συμμετέχω σε αγρυπνία |
~ογκάστρωμα (το) | τρούλος |
~οκαζεϊνιάζω | καλογερεύω |
~οκαραγκιόζες (οι) | άμφια (όχι το ράσο) |
~οκέρασμα (το) | μετάληψη |
~οκερνιέμαι | μεταλαμβάνω |
~οκιάμα (το) | η ονομαστική εορτή |
~οκιαμάρω | γιορτάζω την ονομαστική μου εορτή |
~οκρεμάλα (η) | η γαμήλια τελετή |
~οκρεμιέμαι | παντρεύομαι |
~ολουτσοπουρός (ο) | καντηλανάφτης |
~ομαστούρα (η) | θυμίαμα |
~ομιράκλι (το) | θαύμα |
~όμολο (το) | αγιασμός |
~ομπουριάρης (ο) | ψάλτης |
~ομολιάζω | ραντίζω με αγιασμό |
~ομπούκι (το) | το ευαγγέλιο |
~ονισεστέ (τα) | τα ράσα |
~ονταβατζής (ο) | ο Αρχιεπίσκοπος |
γκραν~ονταβατζής (ο) | ο Πατριάρχης |
~οντουμάνι (ο) | το θυμίαμα |
~οντουμανιάζω | θυμιατίζω |
~οξεκολλούψες (οι) | το διαζύγιο |
~οπουροκάπακο (το) | καλυμμαύχι |
~οπουρός (ο) | ο παπάς |
γκραν~οπουρός (ο) | ο Δεσπότης |
~οπουρός στο σόλο (ο) | ο μοναχός |
~οσέα (τα) | τα άμφια και γενικότερα τα ιερατικά αξεσουάρ |
~όσταμπα (η) | η βάπτιση |
~οσταμπάρω | βαπτίζω |
~οτζάντζαλα (τα) | τα ιερά σκεύη |
~οτούρλωμα (το) | το προσκύνημα, η μετάνοια |
~οτσόλι (το) | ο διάκονος |
~οφαλλός (ο) | η ποιμαντορική ράβδος |
~οφερόφουστα (η) | η καμπάνα |
● | |
γκόντης (ο) | ο Θεός (από το αγγλικό “God”). [θέμα: γκοντ] |
~άχαλη (η) | η νηστεία |
~άχαλο (το) | το νηστίσιμο φαγητό |
~αχαλώνω | νηστεύω |
~οαφιόνα (η) | η θρησκεία (κατά το ‘η θρησκεία είναι το όπιο του λαού’) |
~οαφιονίζω | θρησκεύομαι, προσηλυτίζω |
~οαφιονισμένος | θρησκόληπτος |
~οδιακονιάρα (η) | η προσευχή |
~οδιακονεύω | προσεύχομαι |
~οδούλα (η) | ο άγγελος |
μπας ~οδούλης (ο) | ο αρχάγγελος |
~οζητιανεύω | προσεύχομαι |
~οζητιανιά (η) | η προσευχή |
~οκόντρα (η) | η Κόλαση |
~οκοντράρω | κολάζω |
~οπρεζάντα (τα) | τα Θεοφάνεια |
~οπροφεσόρος (ο) | ο θεολόγος, ο καθηγητής θεολογίας |
~ορελιά (η) | ο άνεμος (δηλ. θεϊκή πορδή) |
Γκοντότεκνο (το) | ο Ιησούς |
● | |
κηφήνας (ο) | ο μοναχός |
κηφηνο- τουρλουκουλίκω (η) |
η αγιογραφία (ζωγραφιά μοναχού) |
κηφηνότσαρδο (το) | το μοναστήρι |
● | |
κρόσος (ο) | ο σταυρός (από το “cross”) |
κρόσημα (το) | το σταυροκόπημα |
κροσιάζομαι | σταυροκοπιέμαι |
● | |
Μους-Τσουσής (ο) | ο Ιησούς (μάλλον υποτιμητικό· Ψευτο-Ιησούς) |
Μπέρθα του Μους-Τζουσή (η) |
τα Χριστούγεννα |
● | |
τράγος | Χρησιμοποιείται ως συνθετικό με την κλασσική έννοια “άνδρας με μούσι”. [θέμα: τραγ] |
~όμουχλος (ο) | ο καλόγερος |
~ομουχιλάζω | μονάζω |
~ομουχλοκύψελο (το) | το μοναστήρι |
~οζουμιάζω | κάνω αγιασμό |
~όζουμο (το) | ο αγιασμός |
~οπουρός (ο) | ο παπάς |
σκυλο~όπουρος (ο) | ο Δεσπότης |
~οπουροσφραγίζω | βαφτίζω |
~οπουροσφράγισμα (το) | η βάπτιση |
~οπουρότσαρδο (το) | η εκκλησία |
Πολύ σκανδαλιστική η φώτο. Δεν ήξερα ότι υπάρχουν τέτοια λιλιπούτεια μεγέθη!
Και είναι και αποσπόμενο! 😛
Και το βασικότερο… έχει πάντα ανεβασμένο ηθικό! 😛