◄◄ | ◄ | Εφαρμογή των προηγουμένων στη χριστιανική κοσμοθεώρηση | ▲ | Ανακεφαλαίωση | ► | ►► |
(CC) 2009 EvanT |
Έχοντας δείξει, λοιπόν, τις ασυμβίβαστες ασυνέπειες μεταξύ του αληθινού κόσμου του Θεού, όπως υπάρχει στο Σύμπαν, και στο λόγο του Θεού που υπάρχει τυπωμένος σε ένα βιβλίο, το οποίο μπορεί να έγραψε ο οποιοσδήποτε, θα προχωρήσω στις τρεις βασικές μεθόδους που χρησιμοποιούνται ανέκαθεν, και ίσως σε όλες τις χώρες, για να το επιβάλλουν [το βιβλίο] στην ανθρωπότητα.
Αυτές οι τρεις μέθοδοι είναι το Μυστήριο, το Θαύμα και η Προφητεία.[101] Τα πρώτα δύο είναι ασυμβίβαστα με την αληθινή θρησκεία και η τρίτη πρέπει πάντα να θεωρείται ύποπτη.
Όσον αφορά το Μυστήριο, όλα όσα βλέπουμε είναι υπό μία έννοια ένα μυστήριο για εμάς. Η ίδια μας η ύπαρξη είναι ένα μυστήριο· όλος ο φυτικός κόσμος είναι ένα μυστήριο για μας. Δεν ξέρουμε γιατί ένα βελανίδι, όταν μπει στο χώμα, μεγαλώνει και γίνεται μια βελανιδιά. Δεν ξέρουμε πώς ένας σπόρος που σπέρνουμε μεγαλώνει και πολλαπλασιάζεται και μας επιστρέφει ένα τόσο μεγάλο τόκο με ένα τόσο μικρο κεφάλαιο.
Το γεγονός ωστόσο, αν βάλουμε στην άκρη τη μέθοδο, δεν είναι μυστηριώδες, αφού μπορούμε να το δούμε και ξέρουμε με ποιον τρόπο να το προκαλέσουμε και δεν είναι άλλος από το να βάλουμε το σπόρο στο έδαφος. Ξέρουμε, λοιπόν, ό,τι χρειάζεται να ξέρουμε και αυτό που δεν ξέρουμε είναι αυτό που και να το ξέραμε δεν θα μπορούσαμε να το αναπαράγουμε, αφού ο Δημιουργός το κάνει για εμάς. Καλύτερα δηλαδή που δεν ξέρουμε τη λύση του μυστηρίου, γιατί διαφορετικά μπορεί να χρειαζόταν να το κάνουμε μόνοι μας.
Αλλά αν και κάθε πλάσμα, υπό αυτή την έννοια, είναι ένα μυστήριο, η λέξη “μυστήριο” δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για μια ηθική αλήθεια, όπως και δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς τον όρο “σκοταδι” για το φως. Ο Θεός στον οποίο πιστεύουμε είναι ένας Θεός ηθικής αλήθειας, όχι ένας Θεός μυστηρίου και σκότους. Το μυστήριο είναι ανταγωνιστής της αλήθειας. Είναι μια ομίχλη ανθρώπινης κατασκευής που αποκρύπτει την αλήθεια και την παρουσιάζει παραμορφωμένη. Η αλήθεια δεν καλύπτει τον εαυτό της με μυστήριο και στην περίπτωση που καλύπτεται με μυστήριο, τότε αυτό είναι έργο ανταγωνιστή και όχι της ιδίας.
Η θρησκεία, λοιπόν, όντας η πίστη σε ένα Θεό και στην άσκηση της ηθικής, δεν μπορεί να έχει σχέση με το μυστήριο. Η πίστη σε ένα Θεό, που δεν έχει καμία σχέση με το μυστήριο, είναι η πιο εύκολη από όλες τις πεποιθήσεις γιατί προκύπτει, όπως και προηγουμένως, από ανάγκη. Και η άσκηση της ηθικής ή, με άλλα λόγια, η μίμηση της θεϊκής ηθικής, είναι το να φερόμαστε με καλοσύνη σε όλους. Δεν μπορούμε να υπηρετούμε το Θεό με τον τρόπο που υπηρετούμε εκείνους που το έχουν απόλυτη ανάγκη και γι’αυτό η μόνη ιδέα που έχουμε για το πώς να υπηρετούμε το Θεό είναι να συνεισφέρουμε στην ευτυχία της ζωντανής δημιουργίας του Θεού. Αυτό δεν μπορεί να γίνει με το να αποκοβόμαστε από την κοινωνία και να ξοδεύουμε τη ζωή μας σε έναν εγωιστικό ασκητισμό.
Η ίδια η φύση και σχεδιασμός της θρησκείας, αν μπορώ να το εκφράσω έτσι, αποδεικνύουν ότι πρέπει να είναι ελεύθερη και να μην εμποδίζεται από κανένα είδος μυστηρίου. Η θρησκεία, θεωρούμενη ως υποχρέωση, είναι επιβεβλημένη σε κάθε ζωντανό πλάσμα και γι’αυτό πρέπει να μπορεί να είναι κατανοητή σε κάποιο επίπεδο από όλους. Ο άνθρωπος δε μαθαίνει τη θρησκεία όπως μαθαίνει μια τέχνη. Μαθαίνει τη θεωρία της θρησκείας με την περισυλλογή. Προέρχεται από την αλληλεπίδραση του ίδιου του του μυαλού με τα πράγματα που βλέπει ή που τυχαίνει να ακούει ή να διαβάζει και η πράξη αυτή αναπαράγει τον ίδιο της τον εαυτό.
Όταν οι άνθρωποι, είτε από συμφέρον, είτε λόγω ευσεβούς απάτης, δημιούργησαν θρησκείες ασύμβατες με τα έργα του Θεού στην Πλάση και όχι μόνο με την ελλειπή ανθρώπινη κατανόηση, έπρεπε αναγκαστικά να φτιάξουν μία λέξη που να εμποδίζει όλες τις ερωτήσεις, τις ανησυχίες και τις υποθέσεις. Η λέξη “μυστήριο” κάλυψε αυτή την ανάγκη και έτσι κατέληξε η θρησκεία, η οποία από μόνη της δεν περιέχει κανένα μυστήριο, να σκεπαστεί με ένα πέπλο μυστηρίου.
Αφού το μυστήριο εξυπηρετούσε όλους τους σκοπούς τους, το θαύμα ακολούθησε ως περιστασιακό βοήθημα. Το πρώτο μπέρδευε το μυαλό, το δεύτερο μπέρδευε τις αισθήσεις. Το ένα ήταν το γλωσσικό ιδίωμα, το άλλο η ταχυδακτυλουργία.
Αλλά πριν προχωρήσω περαιτέρω στο ζήτημα, είναι απαραίτητο να ψάξω τι ακριβώς γίνεται κατανοητό με τη λέξη “θαύμα”.[102]
Με την ίδια έννοια που οτιδήποτε μπορεί να είναι μυστήριο, οτιδήποτε μπορεί να είναι και θαύμα, και τίποτε δεν μπορεί να θεωρηθεί μεγαλύτερο θαύμα από κάτι άλλο. Ένας ελέφαντας, αν και μεγαλύτερος, δεν είναι μεγαλύτερο θαύμα από ένα έντομο, ούτε ένα βουνό είναι μεγαλύτερο θαύμα από ένα άτομο. Για μια ανώτερη δύναμη δεν είναι πιο δύσκολο να φτιάξει οποιοδήποτε από τα δύο, όπως είναι ίδια η δυσκολία του να φτιάξει εκατομμύρια κόσμους με το να φτιάξει έναν. Έτσι, κάθε πράγμα είναι ένα θαύμα υπό μία έννοια, αλλά ταυτόχρονα, υπό μία άλλη δεν υπάρχουν καθόλου θαύματα. Κάτι είναι θαύμα όταν συγκρίνεται με τη δύναμή μας και δεν είναι θαύμα όταν συγκρίνεται με τη δύναμη που μπορεί να το πραγματοποιήσει. Αλλά, αφού τίποτα σ’αυτή την περιγραφή δεν περιέχει την ιδέα που εννοούμε με τη λέξη “θαύμα”, είναι απαραίτητο να συνεχίσουμε την αναζήτηση περαιτέρω.
Ο άνθρωπος έχει συλλάβει κάποιους νόμους με τους οποίους λειτουργεί αυτό που νοούμε ως φύση. Θαύμα είναι κάτι του οποίου η λειτουργία και το αποτέλεσμα είναι ενάντια σ’αυτούς τους κανόνες. Αλλά αν δεν γνωρίζουμε το σύνολο των κανόνων αυτών, αυτών που ονομάζουμε “δυνάμεις της φύσης” δηλαδή, μπορεί να μην είμαστε σε θέση να κρίνουμε αν κάτι που σε μας φαίνεται υπέροχο και θαυμαστό, είναι όντως πέρα από τη φύση ή αντίθετο με τη φύση.
Η ιδέα της ανύψωσης του ανθρώπου αρκετά μίλια ψηλά στον ουρανό εμπεριέχει όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός θαύματος, αν δεν γνωρίζει κάποιος ότι μπορούμε να παράγουμε ένα είδος αέρα πολύ πιο ελαφρύ από τον κανονικό ατμοσφαιρικό αέρα και ταυτόχρονα αρκετά ελαστικό για να εμποδίσει τη συμπίεση του μπαλονιού στο οποίο περικλείεται από τον κανονικό αέρα που το περιτριγυρίζει.[103] Παρομοίως, το να βγάζει κανείς σπίθες από το ανθρώπινο σώμα, όπως με το να χτυπάει μεταξύ τους δύο τσακμακόπετρες ή να μετακινεί σίδηρο ή ατσάλι χωρίς να τα αγγίζει θα μπορούσαν επίσης να θεωρηθούν θαύματα, αν δεν γνωρίζει κανείς τίποτα για τον ηλεκτρισμό και το μαγνητισμό. Το ίδιο ισχύει με πολλά αντικείμενα των φυσικών επιστημών, όταν κάποιος δεν γνωρίζει σχετικά. Η επαναφορά ατόμων στη ζωή, ενώ μοιάζουν νεκροί, όπως γίνεται στην περίπτωση πνιγμένων, θα μπορούσε επίσης να θεωρηθεί θαύμα, αν δεν ήταν γνωστό ότι η ζωή μπορεί να βρίσκεται σε καταστολή χωρίς να έχει σβήσει τελείως.
Παράλληλα, υπάρχουν και παραστάσεις ταχυδακτυλουργίας και ατόμων που συνεργάζονται μεταξύ τους, οι οποίες μοιάζουν θαυματουργές, αλλά αδιαφορούμε γι’αυτές όταν μάθουμε πώς γίνονται. Επιπλέον, υπάρχουν και οι μηχανικές και οπτικές απάτες. Αυτή τη στιγμή στο Παρίσι υπάρχει μια έκθεση με φαντάσματα και στοιχειά τα οποία, αν και δεν προβάλλονται στους θεατές ως αληθινά, μπορούν να αφήσουν κάποιον εμβρόντητο. Άρα, από τη στιγμή που δεν γνωρίζουμε τα όρια ούτε της φύσης, ούτε της τέχνης, δεν υπάρχει κριτήριο για να αποφασίσουμε τι είναι θαύμα. Και οι άνθρωποι, με το να θεωρούν κάποια φαινόμενα ως θαύματα, καταπιέζουν διαρκώς τους εαυτούς τους.
Αφού, λοιπόν, τα φαινόμενα μπορεί να μας απατούν και πράγματα που δεν υπάρχουν μοιάζουν τόσο πολύ με πράγματα που υπάρχουν, τίποτε δεν είναι πιο ασυνεπές με το να ισχυριστεί κάποιος ότι ο Μεγαλοδύναμος θα χρησιμοποιούσε μέσα όπως τα θαύματα· μέσα τα οποία θα μπορούσαν να ρίξουν υποψία σε αυτόν που τα κάνει ότι είναι απατεώνας, σ’αυτόν που τα υποστηρίζει ότι είναι ψεύτης και σε ένα δόγμα που στηρίζεται σ’αυτά ότι είναι ευφάνταστο δημιούργημα.
Από όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που εφευρέθηκαν ποτέ για να δημιουργήσουν πίστη σε ένα [θρησκευτικό] σύστημα ή άποψη στο οποίο δώσαμε το όνομα “θρησκεία”, το θαύμα είναι το πιο επιτυχημένο και το πιο αντιφατικό. Γιατί, κατ’αρχάς, όποτε χρειάζεται να το επιδείξουμε (γιατί το θαύμα, με όποια έννοια της λέξης κι αν το χρησιμοποιήσουμε είναι μια επίδειξη) υπονοεί μια χωλότητα και μία αδυναμία στο δόγμα που το διακηρύσσει Και δεύτερον, είναι υποτιμητικό να υποβιβάζεται ο Μεγαλοδύναμος σε ένα θεατρίνο που κάνει διάφορα κόλπα για να εντυπωσιάσει τα πλήθη. Είναι επίσης το πιο διφορούμενο είδος στοιχείου που μπορεί να προσφερθεί γιατί η πίστη δεν βασίζεται στο ίδιο το θαύμα, αλλά στην αξιοπιστία αυτού που το περιγράφει, που λέει ότι το είδε. Γι’αυτό το λόγο το γεγονός αυτό [το θαύμα δηλαδή,] αν ήταν πραγματικό, θα είχε τις ίδιες πιθανότητες να γίνει πιστευτό με το αν ήταν ψέμα.
Ας υποθέσουμε ότι σας λέω ότι όταν έκατσα να γράψω αυτό το βιβλίο, ένα χέρι εμφανίστηκε στον αέρα, πήρε την πένα και έγραψε κάθε λέξη που βρίσκεται σ’αυτό το βιβλίο. Θα με πίστευε κανείς; Φυσικά και όχι. Θα με πιστεύανε αν το γεγονός είχε γίνει όντως; Φυσικά και όχι. Αν λοιπόν, ένα υποτιθέμενο αληθινό θαύμα είχε την ίδια τύχη με ένα ψέμα, τότε είναι ακόμα πιο ασυνεπές να υποθέσουμε ότι ο Μεγαλοδύναμος θα χρησιμοποιούσε ένα μέσο το οποίο δεν εκπληρώνει το σκοπό του, ακόμα κι αν είναι αληθινό.
Αν υποθέσουμε ότι ένα θαύμα είναι κάτι εκτός των νόμων της φύσης, ότι δηλαδή πρέπει να παραβεί τους κανόνες της για να το πραγματοποιήσει, και μετά δούμε μια περιγραφή του θαύματος από κάποιον που ισχυρίζεται ότι το είδε, μπορούμε να αναρωτηθούμε κάτι που εύκολα απαντιέται: Είναι πιο πιθανό να παραβεί η φύση τους κανόνες της ή να πει ένας άνθρωπος ένα ψέμα; Στον καιρό μας δεν έχουμε ποτέ δει τη φύση να παραβαίνει τους κανόνες της, αλλά έχουμε καλό λόγο να πιστεύουμε ότι εκατομμύρια ψέματα έχουν ειπωθεί στο ίδιο διάστημα, άρα η πιθανότητα είναι τουλάχιστον ένα εκατομμύριο προς ένα ότι κάποιος που λέει ότι είδε ένα θαύμα λέει ψέματα.
Η ιστορία του Ιωνά που τον κατάπιε η φάλαινα, αν και η φάλαινα είναι αρκετά μεγάλη για να το κάνει, είναι στα όρια του πιστευτού. Θα ήταν πιο κοντά στην έννοια του θαύματος αν ο Ιωνάς ήταν αυτός που είχε καταπιεί τη φάλαινα. Όπως και σε άλλες περιπτώσεις το ζήτημα θα μπορούσε να λήξει προτού ξεκινήσει με την ερώτηση: Είναι πιο πιθανό να κατάπιε κάποιον μια φάλαινα ή να είπε ένα ψέμα;
Αλλά ας υποθέσουμε ότι ο Ιωνάς όντως είχε καταπιεί μια φάλαινα και την πήγε μέσα στην κοιλιά του μέχρι τη Νινευή και έπεισε τον κόσμο ότι αυτό όντως συνέβη και μετά ξέρασε μια φάλαινα μπροστά τους. Δεν θα πίστευαν οι άνθρωποι ότι ήταν δαίμονας και όχι προφήτης; Ή αν η φάλαινα πήγαινε τον Ιωνά στη Νινευή και τον ξέρναγε μπροστά στο πλήθος, δεν θα πίστευαν ότι η φάλαινα είναι ο Διάβολος και ο Ιωνάς ένας από τους δαίμονές του;
Το πιο εντυπωσιακό θαύμα που σχετίζεται με την Καινή Διαθήκη είναι αυτό στο οποίο ο Διάβολος πετάει με το Ιησού Χριστό και τον μεταφέρει στην κορυφή ενός ψηλού βουνού και στην κορυφή του πιο ψηλού πύργου του ναού και δείχνοντάς του τα όλα τα βασίλεια της Γης, του τα υποσχέθηκε.[104] Πώς έγινε και δεν ανακάλυψε την Αμερική. Ή μήπως η αυτού υψηλότης ενδιαφερόταν μόνο για τα βασίλεια.[105]
Σέβομαι πολύ τον ηθικό χαρακτήρα του Χριστού για να πιστέψω ότι περιέγραψε αυτό το θαύμα, μεγέθους φάλαινας, ο ίδιος. Ούτε είναι εύκολο να κατανοήσει κανείς για ποιο λόγο μπορεί να κατασκευάστηκε, εκτός του να φορτωθεί στους γνώστες θαυμάτων, όπως κάνουν οι ειδήμονες με τα μπιχλιμπίδια της βασίλισσας Άννας και εκείνοι που συλλέγουν αντίκες και αρχαιολογίες. Ή μήπως για να καταστήσουν την έννοια του θαύματος γελοία, με ένα θαύμα που ξεπερνά την έννοια της λέξης, όπως ο Δον Κιχώτης ξεπέρασε την έννοια του ιπποτισμού, ή για να γελοιοποιήσουν την πίστη στα θαύματα σε σημείο που να μην είναι πιστευτό ότι γίνονται θαύματα, είτε με τη δύναμη του Θεού, είτε του Διαβόλου.
Από όποια οπτική γωνία δούμε αυτά τα πράγματα που λέγονται “θαύματα” είναι απίθανο ότι έγιναν στ’αλήθεια, και η ύπαρξη τους δεν είναι απαραίτητη. Όπως προανέφερα, δεν εξυπηρετούσαν κάποιον πρακτικό σκοπό, ακόμα κι αν ήταν αληθινά, γιατί είναι πιο δύσκολο να πιστέψει κανείς σε ένα θαύμα απ’ότι σε μία καταφανώς ηθική αρχή χωρίς τη βοήθεια κάποιου θαύματος. Οι ηθικές αρχές ανέκαθεν στήριζαν από μόνες τους τους εαυτούς τους. Το θαύμα μπορεί να είναι κάτι της στιγμής που το βιώνουν λίγοι, αλλά μετά χρειάζεται να μεταφερθεί πίστη από το Θεό στον άνθρωπο για να γίνει πιστευτή μια διήγηση θαύματος. Αντί, λοιπόν, οι διηγήσεις θαυμάτων να θεωρούνται αποδείξεις ότι μία θρησκεία είναι αληθινή, θα έπρεπε να θεωρούνται αποδείξεις ότι είναι αποκύημα φαντασίας.[106, 107] Είναι συμβατό με τον ορθό και μεστό χαρακτήρα της αλήθειας να απορρίπτει τέτοια δεκανίκια, ενώ είναι συνεπές με το χαρακτήρα του μύθου να αναζητά τη βοήθεια αυτών που απορρίπτει η αλήθεια. Αυτά σχετικά με το Μυστήριο και το Θαύμα.
Καθώς το Μυστήριο και το Θαύμα κατέλαβαν το παρελθόν και το παρόν, η Προφητεία κατέλαβε το μέλλον και συγκέντρωσε τις αγωνίες της πίστης. Δεν ήταν αρκετό να ξέρουμε τι έχει γίνει, αλλά και το τι θα γίνει. Ο υποτιθέμενος προφήτης ήταν ο υποτιθέμενος ιστορικός των μελλοντικών εποχών και αν έριχνε [βέλος] στα χίλια έτη μακριά και χτυπούσε ένα στόχο χιλίων μιλίων, η ευστροφία των μελλοντικών γενεών θα το έκανε να μοιάζει με χτύπημα εξ επαφής. Και αν τύχαινε να κάνει λάθος, τότε, όπως στην περίπτωση του Ιωνά και της Νινευή, ο Θεός είχε απλώς μεταμεληθεί και είχε αλλάξει γνώμη. Μα πόσο κοροϊδεύουν αυτά τα αξιοπερίεργα συστήματα τον άνθρωπο!
Σε προηγούμενο τμήμα αυτού του έργου,[108] έδειξα πώς το αρχικό νόημα των λέξεων “προφήτης” και “προφητεία” έχουν αλλάξει και ότι ο “προφήτης” με τη σημερινή έννοια της λέξης είναι ένα καινούριο κατασκεύασμα. Και λόγω αυτής της αλλαγής είναι που σήμερα οι στίχοι και οι μεταφορές των Εβραίων ποιητών και οι φράσεις και οι εκφράσεις που σήμερα είναι μυστηριώδεις αφού δεν γνωρίζουμε τις συνθήκες στις οποίες αναφέρονται, έχουν αναχθεί σε προφητείες που εξηγούν ό,τι επιθυμούν οι φιλοπαίγμονες γραμματείς, οι ερμηνευτές και οι σχολιαστές. Οτιδήποτε ήταν ακατανόητο ήταν προφητικό και ό,τι ήταν ασήμαντο ήταν τύπος.[109] Μια γκάφα θα γινόταν προφητεία και ένα σφουγγαρόπανο, προτύπωση.
Αν ως προφήτη εννοούμε έναν άνθρωπο στον οποίο ο Μεγαλοδύναμος του είπε κάποιο μελλοντικό γεγονός, τότε ένας τέτοιος άνθρωπος είτε υπήρξε, είτε όχι. Αν υπήρξε, τότε πρέπει να πιστεύουμε ότι το μελλοντικό γεγονός αυτό θα περιγραφόταν με τρόπο και όρους που θα ήταν κατανοητοί και όχι τόσο χαλαροί και μυστηριώδεις, ώστε να να είναι ακατανόητοι από αυτόν που τους άκουγε και τόσο διφορούμενοι που να επιβεβαιώνεται από οποιοδήποτε μετέπειτα γεγονός. Είναι πολύ ασεβές να θεωρεί κανείς ότι ο Μεγαλοδύναμος θα έπαιζε με τέτοιο τρόπο με την ανθρωπότητα, ωστόσο όλα τα πράγματα που ονομάζονται προφητείες στο βιβλίο που λέγεται Βίβλος ανήκουν σ’αυτή την κατηγορία.
Αλλά η Προφητεία είναι όπως και το Θαύμα. Δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν κάποιο σκοπό, ακόμα κι αν είναι αληθινά. Όποιος ακούσει μια προφητεία δεν μπορεί να ξέρει αν ο άνθρωπος όντως προφητεύει ή ψεύδεται· αν όντως του αποκαλύφθηκε ή το σκέφτηκε ο ίδιος στην έπαρσή του· και αν αυτό που προφήτευσε ή προσποιούνταν ότι προφήτευε, συμβεί κάποια στιγμή, μέσα στο χάος των πραγμάτων που γίνονται καθημερινά, [κανείς δεν μπορεί να ξέρει] αν όντως το προέβλεψε, το μάντεψε στην τύχη ή αν συνέβη τελείως συμπτωματικά. Γι’αυτόν το λόγο, ένας προφήτης είναι ένας μη αναγκαίος και άχρηστος χαρακτήρας και για να είμαστε ασφαλείς καλύτερο είναι να μη δίνουμε βάση σε τέτοιες διηγήσεις.
Το Μυστήριο, το Θαύμα και η Προφητεία είναι εξαρτήματα μιας φανταστικής και όχι μιας αληθινής θρησκείας. Είναι τα μέσα με τα οποία τόσα “Ακούσατε!” έχουν διαδοθεί στον κόσμο και η θρησκεία έχει μετατραπεί σε εμπόριο. Η επιτυχία του ενός απατεώνα ενθάρρυνε τον επόμενο και η καθησυχαστική ομοβροντία του ότι κάνουν κάποιο καλό προστάτεψε αυτή την ευσεβή απάτη από τις τύψεις [και τη μεταμέλεια].
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
101 ▲ |
Ορισμοί των λέξεων κατά τον Ambrose Bierce (βλ. και υπσμ.8) “Θαύμα, ουσ. Μια πράξη ή περιστατικό εκτός της φυσικής νομοτέλειας και ανεξήγητο, όπως το να κερδίζεις ένα καρέ του ρήγα και άσσο με καρέ του άσσου και ρήγα. Προφητεία, ουσ. Η τέχνη και πρακτική της πώλησης της αξιοπιστίας ενός ατόμου για μελλοντική παράδοση.” |
102 ▲ |
O Sanders αναλύει διεξοδικά την έννοια του θαύματος στον αρχαίο κόσμο. Πιστεύω όμως πως αυτές οι αράδες είναι πολύ ενδιαφέρουσες και αξίζει να αναφερθούν εδώ: “Αρκετοί Χριστιανοί, και πιθανόν ακόμα περισσότεροι μη Χριστιανοί, θεωρούν θεμελιώδη χριστιανική αντίληψη ότι ο Ιησούς μπορούσε να κάνει θαύματα επειδή δεν ήταν ένα απλό ανθρώπινο ον.[…]Από ιστορική άποψη τίποτε από αυτά δεν είναι ακριβές.[…]την περίοδο εκείνη τα θαύματα δεν έπαιζαν αποφασιστικό ρόλο στην απόφαση κάποιου να δεχτεί ή όχι το μήνυμα του Ιησού, καθώς επίσης[…]δεν “αποδείκνυαν” στους συγχρόνους του καμία υπεράνθρωπη φύση” (σελ.229-230). Πολύ ενδιαφέρον είναι το παράδειγμα που περιγράφει στη συνέχεια του κεφαλαίου του βιβλίου του για τον Εβραίο θαυματοποιό Χονί, ο οποίος έζησε στα μέσα του 1ου αι. π.Χ., εξειδικευόταν στη βροχοποιία και οι πηγές τον εμφανίζουν να έχει στενή διαλεκτική σχέση με το Θεό, σε τέτοιο βαθμό που να θεωρείται στα όρια της βλασφημίας. (σελ.237) |
103 ▲ | Πρόκειται για μια απλοποιημένη περιγραφή της λειτουργίας του αερόστατου. |
104 ▲ | Μτ 4,5-10 και Λκ 4,1-12 Και οι δύο διηγήσεις είναι σχεδόν πανομοιότυπες. |
105 ▲ | Στο πρωτότυπο: “How happened it that he did not discover America? or is it only with kingdoms that his sooty highness has any interest.” Για άλλη μια φορά ο συγγραφέας μέσα σε δύο φράσεις συμπυκνώνει όλη του την απέχθεια για το Χριστιανισμό και προσπαθεί να σοκάρει τον αναγνώστη με την ασέβειά του. |
106 ▲ | Στο πρωτότυπο: “fabulous” ως επίθετο της λέξης “fable” (=μύθος) |
107 ▲ |
Ο Michel Onfray αναφέρει μια χιλιοειπωμένη και λογική αιτιολόγηση για τη χρήση θαυμάτων στα κείμενα της Καινής Διαθήκης, αλλά με αρκετές άγνωστες (ως επί το πλείστον) για το ελληνικό κοινό λεπτομέρειες: “Ο Μάρκος συγγράφει το ευαγγέλιό του για να προσηλυτίσει. Το κοινό του; Άτομα εύπιστα, άνθρωποι a priori μη επιδεκτικοί στο χριστολογικό μήνυμα, αλλά που θέλει να τους κάνει να ενδιαφερθούν, να τους αιχμαλωτίσει και να τους γοητεύσει. Το κείμενο πηγάζει από το σαφές πεδίο της προπαγάνδας. Και αυτή δεν αποκλείει την προσφυγή στα τεχνάσματα που μπορούν να αρέσουν, να επιφέρουν τη συγκατάνευση και την πειθώ. Εξ ου και η χρήση του θαυματουργού στοιχείου. Πώς να κάνεις ένα κοινό να ενδιαφερθεί αν του διηγείσαι μια ιστορία κοινότοπη, ενός απλού ανθρώπου, παρόμοιου με τους κοινούς θνητούς; Τα ευαγγέλια ανακυκλώνουν τις συνήθειες συγγραφής της παγανιστικής Αρχαιότητας, οι οποίες προϋποθέτουν τον καλλωπισμό, το στολισμό και τον εξωραϊσμό ενός ανθρώπου που επιθυμούν να μετατρέψουν σε κήρυκα κινητοποίησης.” (σελ.161-162) Συνεχίζει με παραδείγματα από τους “Βίους Φιλοσόφων” του Διογένη Λαέρτιου: “Διευκρινίζουμε: η Μαρία, μητέρα του Ιησού, συλλαμβάνει παρθένα ούσα, δια της χάρης του Αγίου Πνεύματος· κοινότοπο: ο Πλάτωνας επίσης προέρχεται από μια μητέρα στο άνθος της ηλικίας της, αλλά που έχει διαφυλάξει τον υμένα της. Ο αρχάγγελος Γαβριήλ ειδοποιεί τη γυναίκα του μαραγκού ότι θα τεκνοποιήσει χωρίς τη βοήθεια του συζύγου της, του καλού παιδιού που συναινεί χωρίς μουρμούρες; Και λοιπόν; Ο ίδιος ο Πλάτωνας υπερυφανεύεται ότι μετακινήθηκε ο Απόλλωνας αυτοπροσώπως! Ο γιος του Ιωσήφ είναι κυρίως γιος του Θεού; Κανένα πρόβλημα: και ο Πυθαγόρας επίσης, που οι μαθητές του τον νομίζουν για τον Απόλλωνα αυτοπροσώπως που έφτασε κατ’ευθείαν από τους Υπερβόρειους. Ο Ιησούς κάνει θαύματα, δίνει το φως τους σε τυφλούς, ανασταίνει νεκρούς; Όπως ο Εμπεδοκλής, ο οποίος, κι αυτός επίσης, ξαναφέρνει στη ζωή ένα μεταστάντα. Ο Ιησούς διαπρέπει στις προβλέψεις; Τα ίδια ταλέντα έχει κι ο Αναξαγόρας, που προβλέπει επιτυχώς τις πτώσεις μετεωριτών.” (σελ.163) |
108 ▲ | Κεφάλαιο 7 |
109 ▲ | Η λέξη “τύπος” εδώ αναφέρεται σε καταστάσεις και πράγματα που υποτίθεται ότι μας προϊδεάζουν για μελλοντικά γεγονότα, όπως το αρνί που έφαγαν οι Εβραίοι πριν την έξοδο από την Αίγυπτο θεωρείται τύπος για τον Χριστό ως αμνό του Θεού. |
Τα σχόλιά σας είναι ευπρόσδεκτα / Your comments are welcome