Αυτά που είπα είναι ένα βασικό περίγραμμα για τους λόγους για τους οποίους θεωρώ πως κανείς σοβαρός μελετητής της πρώιμης εκκλησίας δεν θα έλεγε πως ο Ιησούς δεν υπήρξε ποτέ.
Τα ευαγγέλια από μόνα τους, ακόμα και με τις παράδοξες περιστάσεις κάτω από τις οποίες γράφτηκαν και η αλληλεξάρτησή τους, δεν το αποδεικνύουν αυτό. Αλλά το σύμπλεγμα υλικού που επιβιώνει και μας λέει την ιστορία των απαρχών του Χριστιανισμού μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως ο Ιησούς υπήρξε, τότε και εκεί που μας λένε τα ευαγγέλια. Τα βασικά στοιχεία, πολλές από τις λεπτομέρειες και ειδικά οι αντιπαραθέσεις που στήνουν τη σκηνή της ζωής του Ιησού παραμένουν φανερές. Δεν είναι έργο ενός σατανικού εγκεφάλου ή ενός μάστερ της πλαστογραφίας ή ενός απατεώνα παραμυθά. Είναι το έργο σοβαρών, αν και περιορισμένων λόγω πολιτισμικής παράδοσης, συγγραφέων που προσπαθούν να κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούσε με συλλεγμένες παραδόσεις που υπήρχαν σε μια πληθώρα “μορφών”, όπως θα τις αποκαλέσει αργότερα η ακαδημαϊκή έρευνα. Το αν ο Ιησούς έβγαλε λόγο σε ένα όρος, σε ένα λιβάδι, στην κορφή ενός λόφου, όλο μαζί ή τμηματικά, δεν αναιρεί την παράδοση ότι το έκανε. Επικεντρωθήκαμε υπερβολικά στην ευρετική αξία της αμφιβολίας κατά την εξέταση μιας αφελούς λογοτεχνικής παράδοσης και όχι αρκετά στην εμμονή της σε ένα σταθερό πλαίσιο και στην ιστορική συνέπεια του κεντρικού της χαρακτήρα. Με τον δικό τους τρόπο, και σε μια περίοδο όταν ο Ιησούς θα μπορούσε να είχε καταβροχθιστεί από δεκάδες ανάλογους μύθους και τελετουργίες, οι συγγραφείς των ευαγγελίων και οι ερμηνευτές του, οι πατέρες της εκκλησίας, επιμένουν σε αυτό το πλαίσιο.