Όπως μπορεί να καταλάβατε από τον τίτλο του άρθρου, το θέμα μας σήμερα θα είναι λεξιλογικού ενδιαφέροντος. Θέλω να ξεκαθαρίσω πως δεν ξεκινώ κάποια σταυροφορία κατά λέξεων, να εξηγούμεθα. Απλά θα ήθελα να καταθέσω την εμπειρία μου με τη χρήση των λέξεων, ιδίως στον προφορικό λόγο, σε συζητήσεις φιλοσοφικού και θεολογικού χαρακτήρα.
Για να μην ψάχνετε, θα παραθέσω και ορισμούς από το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής του Τριανταφυλλίδη.

Το πιστεύω είναι ιδιαίτερα προβληματικό ρήμα σε συζητήσεις φιλοσοφίας, θεολογίας ή θρησκειολογίας. Ομολογουμένως το ρήμα έχει εκτεταμένη χρήση και πέρα από τη θρησκευτική, αλλά η θρησκευτική χροιά αναδύεται εύκολα σε τέτοιου είδους συζητήσεις. Προσωπικά το αποφεύγω εντελώς, όταν υπάρχει πιθανότητα παρερμηνείας και, κακά τα ψέματα, σε τέτοιες συζητήσεις πάντα υπάρχει καλή πιθανότητα παρεξηγήσεων, τυχαίων ή και εσκεμμένων (δεν είναι λίγες φορές που πρέπει να αμυνθείς σε κατηγορίες του στυλ “η αθεΐα είναι σαν την θρησκευτική πίστη”. Η χρήση του “πιστεύω” δεν βοηθά καθόλου.
Βασικά, νομίζω πως μετά από χρόνια προσοχής γύρω από αυτό το ζήτημα έχω, λίγο-πολύ, εξαλείψει τη χρήση του “πιστεύω” όταν μιλάω για τις απόψεις μου.
ΠΙΣΤΕΥΩ
1. έχω πεποίθηση, είμαι βέβαιος, σίγουρος για κτ.:Πρέπει να πιστέψεις στη νίκη για να νικήσεις. Πίστευε στην ορθότητα των ιδεών / των συμπερασμάτων του. Δεν ~ στην αποτελεσματικότητα των μέτρων της κυβέρνησης. Πιστεύει στις σοσιαλιστικές / νεοφιλελεύθερες ιδέες.
2. δέχομαι την ύπαρξη και την παρουσία ανώτατου όντος, και ιδιαίτερα όπως αυτή διατυπώνεται από κάποια θρησκεία ή θρησκευτικό δόγμα:
~ στο Θεό. Πιστεύει στο Θεό αλλά με δικό του τρόπο. Aυτός δεν πιστεύει, είναι άθεος, άπιστος. (έκφρ.) πίστευε και μη ερεύνα, αυτός που πιστεύει αληθινά, δεν αμφιβάλλει. ΦΡ σε τι θεό* πιστεύει;
3. έχω εμπιστοσύνη σε κπ. ή σε κτ.:
~ στον εαυτό μου / στις ικανότητές μου / στο ταλέντο μου.
4α. δίνω πίστη σε κπ. ή σε κτ., δέχομαι την ύπαρξη, αλήθεια, ορθότητά του:
Ό,τι και να κάνεις / πεις, δε σε ~. Mην πιστεύεις σε διαδόσεις. Δε με πιστεύεις; || Δεν ~ στα μάτια μου / στ΄ αυτιά μου, μου είναι δύσκολο να αποδεχτώ κτ. που συνέβη. (έκφρ.) να το δω και να μην το πιστέψω, για κτ. που το θεωρούμε πολύ δύσκολο, απίθανο να συμβεί.
β. δέχομαι κτ. ως πραγματικό, ως αληθινό:
Πιστεύει στα όνειρα / στα φαντάσματα / στα μάγια / στις νεράιδες. (έκφρ.) πιστεύει (ακόμη) στα θαύματα*.
5. κρίνω, νομίζω, θεωρώ:
Είναι, ~, η καλύτερη λύση. ~ ότι κάνεις λάθος. Δεν ~ να σου άρεσε το έργο. ~ ότι έμειναν ευχαριστημένοι. || Tον ~ ικανό να φτάσει ακόμα και στο έγκλημα. || (παθ. στο γ’ πρόσ.) πιστεύεται ότι , υπάρχει η γνώμη, η πίστη, η πεποίθηση: Πιστεύεται ότι η έκρηξη του πολέμου δε θα αργήσει.
Το νομίζω είναι κάπως καλύτερο, αλλά έχω την εντύπωση πως εμπεριέχει αρκετά την έννοια της αμφιβολίας. Δεν λέω πως δεν έχει θέση σε μια συζήτηση, αλλά μπορεί να ενδεχομένως να περεξηγηθεί ως κάπως άτολμο.
ΝΟΜΙΖΩ
1α.έχω τη γνώμη, πιστεύω:~ ότι έκανα το καθήκον μου / ότι έχει δίκιο. Tι νομίζεις ότι πρέπει να κάνω; Kάνε όπως νομίζεις (καλύτερα).
β. έχω την εντύπωση, υποθέτω:
Εδώ είσαι ακόμη; Nόμιζα πως είχες φύγει.
2. θεωρώ, πιστεύω ότι κάποιος ή κτ. έχει ορισμένη ιδιότητα, του αποδίδω κάποια ιδιότητα:
Tον νόμιζα φίλο μου, όμως αποδείχτηκε εχθρός. Δεν τον ~ ικανό για κάτι τέτοιο. Mη με νομίσεις αχάριστο, επειδή δε σου έδειξα την ευγνωμοσύνη μου. Δεν το ~ σωστό αυτό που έγινε. Aς μη νομιστεί ότι υπάρχει κακή πρόθεση στις ενέργειές μου.
Το θεωρώ είναι για μένα η καλύτερη επιλογή όταν πρόκειται κανείς να εκθέσει απόψεις στις οποίες έχει επενδύσει κόπο και χρόνο για να διατυπώσει. Πλέον το χρησιμοποιώ σχεδόν αυτόματα στις συζητήσεις μου και, πιστέψτε με, κάνει αρκετή διαφορά ως προς το πώς γίνεται αντιληπτό από τους περισσότερους ακροατές.
1. πιστεύω ή έχω τη γνώμη ότι κάποιος ή κτ. έχει ορισμένη ιδιότητα:
Tον ~ έξυπνο / ανόητο / τίμιο / κακοήθη. ~ τον εαυτό μου τυχερό. Tον θεωρούσα φίλο μου αλλά με πρόδωσε. ~ τη συνεργασία του απαραίτητη. H λύση του προβλήματος θεωρήθηκε σωστή / λανθασμένη. Δε ~ σωστό να κρύψω την αλήθεια. ~ ότι κάθε προσπάθεια είναι μάταιη, νομίζω.
2. (για αφηρ. ουσ.) εξετάζω κτ. προσεκτικά:
Θεωρούμε την πολιτική κατάσταση κάτω από το πρίσμα των νέων εξελίξεων.
3. εξετάζω κτ. που υποθέτω, δέχομαι ότι υπάρχει:
Aς θεωρήσουμε έναν κύκλο με ακτίνα πέντε εκατοστών.
4. κάνω θεώρηση
α. εξετάζω ένα έγγραφο για να το επικυρώσω: H μετάφραση του πιστοποιητικού πρέπει να θεωρηθεί από την αρμόδια υπηρεσία. || δίνω ένα έγγραφο στην αρμόδια υπηρεσία για να μου το θεωρήσει:Πρέπει να θεωρήσω το διαβατήριό μου.
β. εξετάζω ένα κείμενο για να το διορθώσω:
~ τα χειρόγραφα / τα δοκίμια.
Φυσικά, η εκάστοτε χρήση εξαρτάται από τον συνομιλητή, αλλά δείτε και μόνοι σας παραδείγματα και αναλογιστείτε τι “vibe” σας βγάζει η κάθε πρόταση.
- Πιστεύω πως δεν υπάρχει Θεός / Δεν πιστεύω πως υπάρχει Θεός
- Νομίζω πως δεν υπάρχει Θεός / Δεν νομίζω πως υπάρχει Θεός
- Θεωρώ πως δεν υπάρχει Θεός / Δεν θεωρώ πως υπάρχει Θεός
Ομολογουμένως, εύκολο δεν είναι να αλλάξει κανείς τις λεξιλογικές του επιλογές στον προφορικό λόγο, αλλά νομίζω αξίζει τον κόπο σε αυτή την περίπτωση.
Συμφωνώ αλλά όντως το θεωρώ δεν μου βγαίνει , ε χρειάζεται να το δουλέψεις για να βγαίνει αυτόματα , πάντως το ..δεν..είναι αυτό που τα χαλάει ..Δεν πιστεύω πως υπάρχει Θεός vs Πιστεύω πως δεν υπάρχει Θεός , η αν το πεις χωρίς καθόλου το δεν με θετικό τόνο Πιστεύω πως ο θεός είναι κάτι ανύπαρκτο , βάζοντας το δεν μπροστά η αφαιρώντας το τελείως έχει διάφορα , αλλά και αυτό μου είναι δύσκολο να το πετύχω ( καλά δεν τρελαίνομαι ) .
Συνήθειο είναι. Με τον καιρό συνειδητοποιείς ότι οι θρήσκοι συχνά πιάνονται και από τα πιο αθώα λεγόμενά σου. Εδώ ένα “ωχ, Παναΐα μ΄” λες από πολιτισμική συνήθεια και σε ταράζουν στη γκρίνια.