Εδώ και πολύ καιρό ήθελα να καταπιαστώ με άρθρα που γράφει στο ιστολόγιό του ο Matthew Ferguson, διδάκτωρ Κλασσικών Σπουδών από το Πανεπιστήμιο Irvine της Καλιφόρνιας, αλλά πάντοτε έβρισκα άλλα πράγματα μπροστά μου. Τώρα βρήκα ευκαιρία να επικοινωνήσω μαζί του, να πάρω την άδειά του, οπότε θα μπορέσω να αρχίσω να σας παρουσιάζω μερικά από τα πιο αξιόλογα άρθρα του, ξεκινώντας με αυτό. Περισσότερα προσεχώς (τα άρθρα του θα τα σημειώνω στην αρχή με [MF].
When Do Contemporary or Early Sources Matter in Ancient History? 05.01.2015 © Matthew Ferguson |
Ένα από τα πιο παρεξηγημένα μεθοδολογικά ζητήματα στις συζητήσεις περί της ιστορικότητας του Ιησού είναι η σχετικότητα των σύγχρονων ή πρώιμων πηγών κατά την ανάπλαση μιας αξιόπιστης βιογραφίας της ζωής του Ιησού. Πολύ συχνά γίνονται συγκρίσεις με άλλες ιστορικές φιγούρες, όπως ο Μέγας Αλέξανδρος, ο οποίος (υποτίθεται) πως δεν έχει σύγχρονες πηγές για το βίο του, παρά τις αξιόπιστες ιστορικές πληροφορίες που έχουμε για αυτούς. Οι απολογητές λοιπόν ισχυρίζονται πως η έλλειψη σύγχρονων πηγών για τον Ιησού και το γεγονός πως όλες οι αρχαίες πηγές που αναφέρουν τον Ιησού απέχουν από το θάνατό του δεκαετίες ή αιώνες, δεν καθιστούν τον ιστορικό Ιησού πιο απόκρυφο ή λιγότερο γνώσιμο από άλλες ιστορικές προσωπικότητες της αρχαιότητας.
Όπως αποκάλυψα στην συνέντευξη του απολογητή Lee Strobel με τον Craig Blomberg στο βιβλίο The Case for Christ, το σφάλμα αυτό γίνεται όταν οι απολογητές μπερδεύουν τις παλαιότερες υπάρχουσες πηγές (εκείνες που επιβίωσαν της μεσαιωνικής αντιγραφής χειρογράφων) με τις παλαιότερες πηγές που γράφτηκαν (και ήταν διαθέσιμες σε μεταγενέστερους ιστορικούς) στην αρχαιότητα. Ο Strobel και ο Blomberg, για παράδειγμα, νόμιζαν πως ο Πλούταρχος και ο Αρριανός (που έγραψαν 400 χρόνια μετά τον Αλέξανδρο) ήταν οι πρώτοι βιογράφοι του [1], όταν στην πραγματικότητα ο βιογράφος Καλλισθένης ο εξ Ολύνθου ήταν αυτόπτης μάρτυρας και σύγχρονος του Αλεξάνδρου, που ταξίδεψε μαζί του στην εκστρατεία του. Η βιογραφία του Καλλισθένη σώζεται ακόμη εν μέρη σε σπαράγματα, τα οποία διαβάζονται, μελετώνται και χρησιμοποιούνται για πληροφορίες και σήμερα από σύγχρονους ιστορικούς, όπως το βιβλίο του Felix Jacoby Σπαράγματα των Ελλήνων Ιστορικών. Υπάρχουν και αρκετοί άλλοι σύγχρονοι και αυτόπτες ιστορικοί που κατέγραψαν τα έργα του Αλεξάνδρου, όπως ο Αναξιμένης ο εκ Λαμψάκου, ο Αριστόβουλος ο εκ Κασσανδρείας, o Ευμένης, και ο Νέαρχος, μεταξύ άλλων.
Επιπλέον, αυτές οι πρώιμες ιστορικές πηγές θα ήταν διαθέσιμες σε βιβλιοθήκες, όπως η Μεγάλη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, και ήταν προσβάσιμα στους μεταγενέστερους βιογράφους, όπως ο Πλούταρχος και ο Αρριανός. Αν δεν υπήρχαν αυτές οι σύγχρονες πηγές και αν όντως δεν υπήρχε βιογραφία ή ιστορία για τον Αλέξανδρο για 400 χρόνια μετά το θάνατό του, οι σύγχρονοι ιστορικοί θα ήταν πολύ πιο επιφυλακτικοί για την ικανότητά μας να γνωρίζουμε λεπτομέρειες για τη ζωή του Αλέξανδρου (όπως ισχύει για πολλούς πολιτικούς που, παρά το γεγονός ότι ήταν ιστορικά πρόσωπα, δεν γράφτηκαν εκτεταμένες βιογραφίες για το άτομό τους παρά εκατοντάδες έτη μετά το θάνατό τους, όπως ο Κύρος ο Μέγας, που σίγουρα υπήρξε, αλλά η ζωή του είναι πολύ πιο άγνωστη από του Αλεξάνδρου).
Από την άλλη, οι σκεπτικιστές συχνά είναι υπερβολικοί όταν επιχειρηματολογούν πως η απουσία σύγχρονων ιστορικών πηγών υπονοεί την μη ύπαρξη ενός προσώπου ή γεγονότος. Για παράδειγμα δεν θεωρώ πως είναι καλό επιχείρημα για την μη ύπαρξη του Ιησού, απλά επειδή κανείς δεν έγραψε για αυτόν παρά δεκαετίες μετά το θάνατό του. [2]. Είναι γεγονός πως υπήρχαν πολλοί φτωχοί και αγράμματοι άνθρωποι στον αρχαίο κόσμο για τους οποίους κανείς δεν έγραψε τίποτα, αλλά σαφώς υπήρχαν ιστορικά. Ωστόσο, η απουσία σύγχρονων ιστορικών πηγών για τον Ιησού καθιστά τις λεπτομέρειες της ζωής του πολύ πιο απόκρυφες, θρυλικές και απρόσιτες στους ιστορικούς. Πάντως η έλλειψη σύγχρονων ή πρώιμων πηγών δεν είναι άσχετη στην συζήτηση για την ανασύνθεση της ζωής ενός ιστορικού Ιησού.
Πότε, λοιπόν, έχουν σημασία οι σύγχρονες ή πρώιμες πηγές στην αρχαία ιστορία; Όπως αναφέρθηκε ήδη, πρόκειται για ένα περίπλοκο μεθοδολογικό ζήτημα, οπότε η ανάπτυξη κάποιων βασικών κριτηρίων και η εξήγηση του πώς σχετίζονται με το πρόβλημα της μεταγενέστερης μυθοπλασία είναι απαραίτητη.

Η πρώτη διάκριση που πρέπει πάντα να γίνεται όταν συζητούνται οι σύγχρονες πηγές που υπάρχουν για ένα συγκεκριμένο πρόσωπο ή γεγονός είναι μεταξύ: 1) των πηγών που υπάρχουν πλήρως και 2) των πηγών που δεν υπάρχουν πια, αλλά σώζονται εν μέρει σε επιγραφές, αναφορές και σπαράγματα:
1) Είναι γεγονός πως η περισσότερη βιβλιογραφία που παρήχθη κατά την αρχαιότητα έχει χαθεί. Η αρχαία ελληνική και λατινική γραμματεία γραφόταν σε παπύρους, που έχει χρόνο ζωής περίπου 300 χρόνια (Γραφείς και Λόγιοι, σελ. 34). Έτσι, όταν ένα χειρόγραφο δεν αντιγραφόταν, καταστρεφόταν με τον καιρό μέχρι που εξαφανιζόταν. Οι Κλασσικιστές υπολογίζουν πως περίπου το 95-99% όλης της βιβλιογραφίας του αρχαίου κόσμου έχει χαθεί με αυτό τον τρόπο [3].
Υπήρχε όμως μια μεγάλη εξαίρεση σε αυτή την τάση: τα χριστιανικά κείμενα και ειδικότερα εκείνα της Καινής Διαθήκης. Μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οι μοναχοί ανέλαβαν τη διαδικασία μετάδοσης και διατήρησης των αρχαίων κειμένων. Προφανώς αυτοί οι μοναχοί είχαν μεγαλύτερο ενδιαφέρον να διατηρήσουν τα χριστιανικά κείμενα, παρά τα παγανιστικά. Οι Reynolds και Wilson (Γραφείς και Λόγιοι, σελ.34) εξηγούν: “Αναμφίβολτα ένας από τους σημαντικότερους λόγους για την απώλεια κλασσικών κειμένων είναι το ότι οι περισσότεροι Χριστιανοί δεν ενδιαφέρονταν να τα διαβάσουν, οπότε δεν γίνονταν αρκετά νέα αντίγραφα για να βοηθήσουν την επιβίωσή τους σε μια περίοδο πολέμου και καταστροφής.”
Συχνά οι απολογητές αρέσκονται να τονίζουν πως σώζονται περισσότερα χειρόγραφα της Καινής Διαθήκης από την αρχαιότητα, παρά αρχαία κείμενα. Ήδη εξήγησα στο άρθρο μου “Ισοπεδώνοντας ένα βουνό χειρογράφων με μια κουταλιά ιστορικό πλαίσιο” τα μεθοδολογικά αίτια για τα οποία η μεγάλη ποσότητα χειρογράφων της ΚΔ δεν έχει καμία σχέση με την ιστορική της αξιοπιστία. Αλλά οι απολογητές συχνά αγνοούν το ιστορικό πλαίσιο που κατέστησε δυνατή την ύπαρξη αυτών των κειμένων. Ο βασικός λόγος είναι επειδή κατά το Μεσαίωνα υπήρξε στοχευμένη προσπάθεια στην αντιγραφή και διατήρηση των χριστιανικών κειμένων. [4].
2) Παρά το στρεβλό δείγμα στο σύνολο κειμένων που έχουν επιβιώσει από τον Μεσαίωνα, υπήρχε πολύ μεγαλύτερο σώμα παγανιστικής βιβλιογραφίας κατά την αρχαιότητα. Για την περίπτωση του Αλεξάνδρου, υπήρχε η Μεγάλη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, μεταξύ άλλων βιβλιοθηκών, που διατήρησε μεγάλο αριθμό βιογραφιών του Αλεξάνδρου γραμμένο από σύγχρονους μάρτυρες. Αυτές ήταν διαθέσιμες από μεταγενέστερους συγγραφείς της αρχαιότητας, οπότε οι μεταγενέστεροι ιστορικοί (ακόμη κι εκείνοι που έγραψαν 400 χρόνια μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου) δεν χρειαζόταν να βασιστούν σε μια διαδικασία σπασμένου τηλεφώνου.
Έτσι,, όταν μιλάμε για την αξιοπιστία μεταγενέστερων βιογράφων, όπως ο Πλούταρχος και ο Αρριανός, είναι σημαντικό να θυμόμαστε πως είχαν στη διάθεσή τους αυτά τα πρώιμα έργα. Επιπλέον, αντίθετα με τους συγγραφείς των Ευαγγελίων, ο Πλούταρχος και ο Αρριανός συχνά και σε μεγάλη έκταση μεταφέρουν τα γραφόμενα των παλιών πηγών και αλληλεπιδρούν με αυτά, όπως εξηγώ στο άρθρο μου “Η αρχάια ιστοριογραφία σε σύγκριση με τα Ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης.” Για παράδειγμα, ο Πλούταρχος, όπως εξηγεί ο ιστορικός J. Powell στο “Οι Πηγές του Αλεξάνδρου του Πλουτάρχου” (σελ.229), ονοματίζει, ούτε λίγο, ούτε πολύ, 24 πρώιμες πηγές στο Αλεξάνδρου Βίος. Αντίθετα, το Κατά Λουκάν δεν αναφέρει ούτε μια πηγή που συμβουλεύτηκε ο συγγραφέας. Αυτό είναι ένα απίστευτα σημαντικό ζήτημα όταν αξιολογούμε την αξιοπιστία αυτών των κειμένων και τη σχέση τους με τα σύγχρονα στοιχεία.
Από τη στιγμή που υπάρχουν εκτεταμένα σπαράγματα και πληροφορίες για χαμένα έργα, όπως οι χαμένοι βιογράφοι του Μέγα Αλέξανδρου, μπορούν να θεωρηθούν σύγχρονες πηγές. Υπάρχουν φυσικά και χριστιανικά κείμενα που χάθηκαν στην αρχαιότητα (π.χ. το Λόγων Κυριακών Εξηγήσεις του Παπία Ιεραπόλεως), αλλά κανένα δεν είναι τόσο χρήσιμα για τον ιστορικό Ιησού, όσο οι βιογράφοι του Αλεξάνδρου για τον Αλέξανδρο [5]. Και ο λόγος είναι ότι δεν υπάρχουν αυτόπτες μάρτυρες και σύγχρονες πηγές του ίδιου βεληνεκούς όπως ο Καλλισθένης ο εξ Ολύνθου που να υπήρξαν για τον Ιησού -χαμένες ή τμηματικά σωζόμενες.
Οι μελετητές, μέσω ανάλυσης πηγών, έχουν προσπαθήσει να εντοπίσουν παλιότερες πηγές που κρύβονται πίσω από τα Ευαγγέλια και άλλα έργα που αναφέρονται στη ζωή του Ιησού. Ανάμεσά τους είναι η πηγή Q (Quelle), η προ-Μάρκια Διήγηση του Πάθους, το Ευαγγέλιο των Σημείων πίσω από τον Ιωάννη, οι πηγές M μοναδικές του Ματθαίου, οι πηγές L μοναδικές στο Λουκά, κ.ο.κ. Υπάρχουν κάποιοι λόγοι, πάντως, για τους οποίους αυτές οι υποθετικές πηγές δεν είναι παρόμοιες με τις χαμένες βιογραφίες του Αλεξάνδρου:
1) Θα πρέπει να σημειωθεί πως όλες αυτές οι πηγές είναι υποθετικές, και καμία δεν είχε αναφερθεί στην αρχαιότητα. Αυτό είναι τελείως διαφορετικό από πηγές όπως ο Καλλισθένης που αναφέρεται συγκεκριμένα από μεταγενέστερους συγγραφείς και οι οποίοι διατηρούν σπαράγματα του χαμένου του έργου. Οι συγγραφείς των Ευαγγελίων δεν ονοματίζουν καμία από αυτές τις υποθετικές πηγές και ενδεχομένως να μην αλληλεπίδρασαν άμεσα με καμία. Μελετητές όπως ο Mark Goodacre στο βιβλίο Κατά του Q, για παράδειγμα, αμφιβάλλει πως η πηγή Q (Quelle) υπήρξε και ο Werner Kelber στο Το Πάθος του Μάρκου αμφισβητεί κατά πόσο υπήρξε μια προ-Μάρκια διήγηση του Πάθους.
Δεν είναι καν βέβαιο μεταξύ των μελετητών αν αυτές οι πρώιμες χριστιανικές πηγές καν υπήρξαν (αν και πολλοί μελετητές, και σε μερικές περιπτώσεις οι περισσότεροι, θεωρούν την ύπαρξή τους πιθανή). Δεν υπάρχει τέτοια διαμάχη στην περίπτωση των χαμένων βιογραφιών του Αλεξάνδρου και έχουμε τα ονόματά τους και κάποια αποσπάσματα.
2) Οι χαμένες πηγές του Αλεξάνδρου συνδέονται με γνωστούς αυτόπτες μάρτυρες, όπως ο Καλλισθένης, ενώ καμία από τις υποθετικές χριστιανικές πηγές που προανέφερα δεν συνδέονται με βεβαιότητα σε κάποια γνωστή φιγούρα. Ακόμα κι αν η πηγή Q (Quelle) υπήρχε και είχε όντως χρησιμοποιηθεί από συγγραφείς όπως ο Ματθαίος και ο Λουκάς, για παράδειγμα, δεν ξέρουμε ποιος θα μπορούσε να είχε γράψει αυτό το υποθετικό κείμενο. Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι άλλος ένας άγνωστος συγγραφέας και μη αυτόπτης μάρτυρας που έγραψε δεκαετίες αργότερα (οι μελετητές τοποθετούν το Q γύρω στο 40-80 μ.Χ.) Ο συγγραφέας του Κατά Λουκάν (1,1-2) δηλώνει πως υπήρχαν παλιότερες γραπτές διηγήσεις για τον Ιησού, οι οποίες εμπνεύστηκαν από παραδόσεις αυτοπτών μαρτύρων. Ωστόσο ο συγγραφέας του Κατά Λουκάν δεν αναφέρει τις πηγές του, ούτε ονοματίζει συγκεκριμένους αυτόπτες μάρτυρες που θα μπορούσαν να τις είχαν γράψει. Έτσι έχουμε σημαντικά περισσότερη αμφιβολία για τις παλιότερες πηγές για τον Ιησού από ό,τι για τον Μέγα Αλέξανδρο.
3) Οι χαμένες βιογραφίες του Αλεξάνδρου θα πρέπει να ήταν πολύ μεγαλύτερα και ουσιαστικά έργα από ότι έχει υπάρξει για τον Ιησού. Οι βιογραφίες του Αλεξάνδρου ήταν μεγάλα ιστορικά έργα που κάλυπταν λεπτομερώς τις διάφορες εκστρατείες και ενέργειές του. Τα έργα αυτά συλλέχθηκαν και τοποθετήθηκαν σε βιβλιοθήκες, όπου είχαν πρόσβαση οι μελλοντικοί ιστορικοί. Σίγουρα δεν υπήρχε στη Γαλιλαία ή τα Ιεροσόλυμα μια μεγάλη βιβλιοθήκη για τον Ιησού (όπως η βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας για τον Αλέξανδρο) όπου οι συγγραφείς των Ευαγγελίων θα μπορούσαν να πάνε και να αλληλεπιδράσουν με εκτεταμένες σύγχρονες ιστορίες που γράφτηκαν την περίοδο της διδασκαλίας του Ιησού. Ο Ιησούς και οι μαθητές του ήταν πιθανώς αναλφάβητοι (περισσότερα εδώ).
Ακόμα κι αν υπήρχαν οι παλιότερες πηγές, όπως το Q, η προ-μάρκια διήγηση του Πάθους, το Ευαγγέλιο των Σημείων, το Μ και το L, θα ήταν σαφώς συντομότερα και λιγότερο αυστηρά από μεθοδολογικής απόψεως, από τα έργα ατόμων όπως ο Καλλισθένης. Θα ήταν πιθανώς ανώνυμες συλλογές λόγων ή περιλήψεις γεγονότων, όπως η Σταύρωση ή τα ( υποτιθέμενα) επτά μεγάλα θαύματα, και θα ήταν έργα που θα κυκλοφόρησαν στις πρώτες εκκλησιαστικές κοινότητες και δεν θα βρίσκονταν σε δημόσιες βιβλιοθήκες (το οποίο θα τα καθιστούσε ευαίσθητα σε μεταγενέστερες παραποιήσεις). Τέτοιες πηγές θα ήταν πολύ λιγότερες σε αριθμό από ό,τι είχαν διαθέσιμο οι μεταγενέστεροι βιογράφοι του Αλέξανδρου, όπως ο Πλούταρχος και ο Αρριανός.
Συνεπώς, όχι μόνο υπάρχουν σύγχρονες γραπτές πηγές για τον Μέγα Αλέξανδρο (ακόμη κι αν αγνοήσουμε τα άφθονα αρχαιολογικά στοιχεία, που είναι πολύ περισσότερα για τον Αλέξανδρο από ό,τι για τον Ιησού), αλλά είναι απείρως καλύτερα σε ποιότητα από τις γραπτές πηγές που υπάρχουν για τον Ιησού -σωζόμενες και χαμένες. Ο απολογητής τώρα θα πει πως δεν θα έπρεπε να περιμένουνε να υπάρχουν καλύτερα στοιχεία για τον Ιησού. Άλλωστε ο Αλέξανδρος ήταν ένας πλούσιος πολιτικός περιτριγυρισμένος από εγγράματους και του αφιερώσανε μέχρι και βιβλιοθήκη στην Αλεξάνδρεια. Αντίθετα ο Ιησούς ήταν ένας φτωχός, περιοδεύων προφήτης, περιτριγυρισμένος από αμόρφωτους ανθρώπους και που προφανώς δεν τιμήθηκε δημόσια μετά θάνατον. Πράγματι. Αλλά αυτό δεν αναιρεί την ανάγκη ύπαρξης σύγχρονων πηγών.
Μάλιστα υπάρχουν δυο ειδών χρήσεις των σύγχρονων πηγών σε δύο εντελώς διαφορετικά είδη επιχειρήματος. Υπάρχουν: 1) επιχειρήματα σιωπής λόγω έλλειψης σύγχρονων πηγών και 2) επιχειρήματα ανεπαρκών ή αναξιόπιστων στοιχείων:
1) Τα επιχειρήματα σιωπής χρησιμοποιούνται για να επιχειρηματολογήσουμε πως η έλλειψη σύγχρονων ή πρώιμων πηγών για ένα άτομο ή γεγονός υπονοεί την ανυπαρξία του. Έχω ήδη πει πότε τα επιχειρήματα αυτά είναι έγκυρα στο άρθρο μου “Η έξωθεν τεκμηρίωση ως ιστορικό κριτήριο και η εγκυρότητα των επιχειρημάτων σιωπής.” Εν ολίγοις: τα επιχειρήματα σιωπής είναι έγκυρα όταν σύγχρονα στοιχεία θα έπρεπε να υπάρχουν ως αποτέλεσμα του εν λόγω ατόμου ή περιστατικού, ειδικά αν το άτομο ή περιστατικό ήταν σημαίνον δημόσιο πρόσωπο ή αξιοσημείωτο.

Για παράδειγμα, σε άλλο άρθρο που έγραψα για το ίδιο ζήτημα, απάντησα στον απολογητικό ισχυρισμό πως δεν υπάρχουν σύγχρονες ή πρώιμες πηγές για την έκρηξη του Βεζούβιου και την καταστροφή της Πομπηίας και της Ηράκλειας. Η έκρηξη του Βεζούβιου έγινε στον κόλπο της Νεαπόλεως κατά τον 1ο αι. μ.Χ. σε μια περίοδο πλούσιας λογοτεχνικής παραγωγής. Αν δεν υπήρχαν σύγχρονες ή πρώιμες πηγές για το γεγονός, η ισχύς των επιχειρημάτων σιωπής θα μειωνόταν πολύ από αυτό το παράδειγμα. Ωστόσο, όπως έδειξα στο άρθρο, οι απολογητές έκαναν τελείως λάθος ως προς τις πληροφορίες τους και δεν εντόπισαν μια σειρά πολύ πρώιμων πηγών που αναφέρουν την ηφαιστειακή έκρηξη. Επιπλέον οι πηγές είναι όλες ανεξάρτητες μεταξύ τους (γεγονός που δείχνει πως όταν συμβαίνουν αξιοσημείωτα περιστατικά σε περιοχές με μορφωμένο πληθυσμό όντως εμφανίζονται πολλαπλές σύγχρονες πηγές).
Στην περίπτωση του ιστορικού Ιησού, τα επιχειρήματα σιωπής που βασίζονται στην έλλειψη σύγχρονων ή βοηθητικών στοιχείων κάποιες φορές είναι έγκυρα και κάποιες όχι. Αν μιλάμε για τον Ιησού των Ευαγγελίων, που έκανε όλη τη Γη να σκοτεινιάσει κατά τη Σταύρωση, έσχισε το παραπέτασμα του Ναού στα δύο και έπειτα πέταξε στο διάστημα μέρα-μεσημέρι, τα επιχειρήματα αυτά είναι έγκυρα. Είναι προφανές πως οι ιστορίες αυτές είναι μεταγενέστερες διανθίσεις και υπερβολές για τον Ιησού και είναι λογικό που κανείς σύγχρονος δεν γνώριζε τα περιστατικά αυτά (όπως εξηγώ εδώ). Όταν φτάνουμε όμως σε έναν ελάχιστο, απόκρυφο ιστορικό Ιησού, τα επιχειρήματα αυτά δεν είναι έγκυρα. Αν ο Ιησούς δεν ήταν παρά ένας άγνωστος χωρικός, τότε δεν είναι αναμενόμενο να βρούμε κάτι γραμμένο για αυτόν από συγχρόνους. Αυτός είναι και ο λόγος που τέτοια επιχειρήματα σιωπής δεν με πείθουν ιδιαίτερα για την ανυπαρξία ενός ιστορικού Ιησού.
2) Οι αναφορές στην έλλειψη σύγχρονων ή πρώιμων πηγών δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως επιθέσεις στην ιστορικότητα του εκάστοτε ατόμου ή περιστατικού. Αυτός ήταν ο λόγος που ο απολογητής Cliffe Knechtle προσπάθησε να παρερμηνεύσει δήλωσή μου πως δεν υπάρχουν σύγχρονες προτομές ή αγάλματα του Ιησού, όπως υπάρχουν για τον Αλέξανδρο ή τον Τιβέριο. Ο cliffe απάντησε πως δεν θα έπρεπε να περιμένουμε να βρούμε προτομή ενός φτωχού Γαλιλαίου χωρικού. Αλλά δεν ήταν αυτό το θέμα! Φυσικά και θα υπάρχουν λιγότερα αρχαιολογικά ευρήματα για άγνωστα άτομα εν συγκρίσει με βασιλείς και πολιτικούς. Εγώ ήθελα να πως τέτοια στοιχεία διευκολύνουν τους σύγχρονους ιστορικούς να μάθουν πολύ περισσότερα για τον Αλέξανδρο και τον Τιβέριο απ’ό,τι για τον Ιησού.Στην περίπτωση του Αλεξάνδρου και του Τιβέριου έχουμε σύγχρονες προτομές που μας δίνουν ένα αδρομερές (αν και ωραιοποιημένο) πορτραίτο του πώς έμοιαζαν. Στην περίπτωση του Ιησού δεν έχουμε ούτε περιγραφή, ούτε κάποιο αντικείμενο που σχετίζεται με τη ζωή του.
Τίποτα από αυτά δεν σημαίνει πως ο Ιησούς δεν υπήρξε. Σημαίνουν πως έχουμε σημαντικούς περιορισμούς για το τι μπορούμε να μάθουμε για τον ιστορικό Ιησού. Πάντα θα έχουμε περισσότερες πληροφορίες για διάσημους στρατηγούς και αυτοκράτορες που άλλαξαν τον κόσμο και άφησαν τεράστιο αποτύπωμα στα σύγχρονα αρχεία. Επίσης πάντα θα ξέρουμε πολύ λιγότερα για τους άγνωστους ανθρώπους που ποτέ δεν είχαν τέτοια επίδραση. Για αυτό το λόγο οι ιστορικοί είναι σε θέση να ανασυνθέσουν πιο αξιόπιστες βιογραφίες για άτομα όπως ο Αλέξανδρος και ο Τιβέριος. Οι λεπτομέρειες της ζωής τους είναι πολύ πιο εμφανείς στην ιστορία. Ο Ιησούς απλά έτυχε να είναι κάποιος με πολύ λιγότερη δημόσια προβολή, οπότε έχουμε πολύ λιγότερες αξιόπιστες πληροφορίες για αυτόν.
Πάντως η αναφορά στην έλλειψη σύγχρονων ή πρώιμων πηγών είναι έγκυρη όταν λέμε πως η έλλειψη αυτή δυσχεραίνει την ικανότητά μας να γνωρίσουμε καλύτερα το εν λόγω άτομο ή περιστατικό. Δεν μπορούμε να αναμένουμε να βρούμε στοιχεία, αφού μπορεί να μην υπήρξαν ποτέ, αλλά αυτό εξακολουθεί να επηρεάζει το τι μπορούμε να μάθουμε για το παρελθόν. Και κυρίως αυτή η δεύτερη μορφή του επιχειρήματος έχει σχέση με την έλλειψη αξιόπιστων ιστορικών πληροφοριών για τον Ιησού.
Πάντως θα πρέπει να σημειωθεί πως τα στοιχεία για τον Ιησού δεν είναι απλά λιγότερα από διάσημους πολιτικούς. Υπάρχουν πολύ λιγότερο ισχυρές και πλούσιες φιγούρες από την αρχαιότητα που έχουν καλύτερες αποδείξεις από τον Ιησού. Για παράδειγμα, ο ιστορικός Σωκράτης, που έζησε στην Αθήνα του 5ου αι. π.Χ. (μια περίοδο και τοποθεσία πολύ πιο μορφωμένη από την Γαλιλαία του 1ου αι. μ.Χ.) είναι ένα άτομο που, σαν τον Ιησού, δεν έγραψε κανένα έργο ο ίδιος και είναι γνωστός μόνο από τα γραπτά των άλλων. Ωστόσο έχουμε μια σειρά συγχρόνων αυτοπτών μαρτύρων για τη ζωή του Σωκράτη, όπως ο Αριστοφάνης, ο Πλάτωνας και ο Ξενοφώντας (μεταξύ άλλων τμηματικών πηγών). Τα στοιχεία για το Σωκράτη είναι πολύ περισσότερα από τον ιστορικό Ιησού. Οπότε ο Ιησούς δεν ήταν απλά λιγότερο αξιοσημείωτος από πολιτικούς, αλλά και άλλες προσωπικότητες της αρχαιότητες. Αυτό δεν σημαίνει πως ο Ιησούς δεν υπήρξε, αλλά θα πρέπει να λαμβάνεται υπ’όψιν όταν οι απολογητές υπερβάλουν για τα ιστορικό στοιχεία για τον Ιησού.
Ο λόγος για τον οποίο οι ιστορικοί ψάχνουν για σύγχρονες ή πρώιμες πηγές είναι επειδή οι λεπτομέρειες του παρελθόντος μπορούν να εξαφανιστούν από μετέπειτα εικασίες και μυθοπλασία. Οι πρώιμες πηγές που είναι πιο κοντά στα γεγονότα είναι λιγότερο πιθανό να έχουν μολυνθεί από κάποια μετέπειτα διαδικασία σπασμένου τηλεφώνου. Στην περίπτωση του Μέγα Αλέξανδρου και του Ιησού, οι θρύλοι άρχισαν να διαδίδονται μόλις μερικές δεκαετίες μετά το θάνατό τους [6]. Ωστόσο, όπως εξηγεί ο Kris Komarnitsky στο “Ο ρυθμός ανάπτυξης μύθων στα Ευαγγέλια: Μία προσεκτική ματιά στο κανόνα των Δύο Γενεών του A. N. Sherwin-White,” ο ρυθμός των θρυλικών διεργασιών συνέβησαν πολύ πιο γρήγορα για τον Ιησού λόγω μιας έλλειψης δημοσίου ενδιαφέροντος και αρχείων για την ζωή του Ιησού, ενώ για τον Μέγα Αλέξανδρο ο ιστορικός πυρήνας της βιογραφίας του διατηρήθηκε καλύτερα με τα διάφορα αρχεία που παρήχθησαν κατά τη βασιλεία του.
Οι απολογητές συχνά επικαλούνται τον (παλιό πλέον) ισχυρισμό του Sherwin-White πως δύο γενιές (ο χρόνος συγγραφής των πρώτων ιστοριών για τον Ιησού) είναι πολύ λίγος ώστε οι θρύλοι να εκτοπίσουν τον ιστορικό πυρήνα της βιογραφίας του Ιησού. Όπως εξηγεί ο Komarnitsky στο παραπάνω άρθρο, ο κανόνας των δύο γενεών του Sherwin-White, ακόμη κι όταν πρωτοεκδόθηκε στα even 1960, ποτέ δεν έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής μεταξύ των Κλασσικιστών (αντ’αυτού έγινε δημοφιλής από τη διαρκή αποσπασματική αναφορά του από τον William Lane Craig). Σημαντικός λόγος που ο Ιησούς δεν συγκρίνεται εύκολα με άλλες ιστορικές προσωπικότητες στην ανάλυση του Sherwin-White είναι ότι για εκείνες υπήρχε πολύ περισσότερο δημόσιο ενδιαφέρον και υπήρχαν σύγχρονα αρχεία των βιογραφιών τους.
Όπως εξηγεί ο Komarnitsky:
Ο Sherwin-White δεν έλαβε πλήρως υπ’όψιν του τα αποτελέσματα του δημοσίου ενδιαφέροντος για την διατήρηση του ιστορικού πυρήνα μετά το θάνατό του και αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι κάθε παράδειγμα ρυθμού μυθοπλασίας στην εργασία του ήταν από άτομα των οποίων ο ιστορικός πυρήνας διατηρήθηκε — ο Πεισίστρατος (ο τύραννος των Αθηνών), ο Ίππαρχος (ο επόμενος Αθηναίος τύραννος), ο Γάιος Γράκχος (πολιτικός), ο Τιβέριος (αυτοκράτορας), ο Κλεομένης (βασιλιάς), ο Θεμιστοκλής (στρατάρχης) και όλα τα άτομα από τους Βίους Παράλληλους του Πλουτάρχου (όλοι τους πολιτικοί, στρατηγοί, βασιλιάδες, αυτοκράτορες, νομοθέτες, τύραννοι και ύπατοι)— όλοι άτομα για τα οποία υπήρχε σημαντικό δημόσιο ενδιαφέρον.
Αλλά τι αποτέλεσμα θα είχε η παρουσία και η επίδραση αυτόπτων μαρτύρων σε προφορική παράδοση, θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος. Αν και κάποιοι από τους πιο στενούς ακολούθους του Ιησού θα ήταν αυτόπτες μάρτυρες σε μεγάλο μέρος του έργου του (όπως οι Απόστολοι), σε ένα ενθουσιώδες θρησκευτικό κίνημα καθοδηγούμενο από την πίστη στην ανάσταση του Ιησού και την ταχεία επιστροφή του (θεωρώ πως αυτά ήταν ειλικρινείς πεποιθήσεις και όχι θρυλική ανάπτυξη), οι ακόλουθοι αυτοί μπορεί να μην ήταν σε θέση να συγκρατήσουν την ανάπτυξη θρύλων για τον Ιησού και τον εκτοπισμό του ιστορικού πυρήνα στα μέλη της αναπτυσσόμενης εκκλησίας που δεν γνώριζαν τον Ιησού όταν ζούσε, ούτε βίωσαν τα γεγονότα που είχαν αρχίσει να διαστρεβλώνονται. Η ικανότητα των ακολούθων του Ιησού να συγκρατήσουν τους θρύλους θα δυσκόλευε επίσης και από το γεγονός ότι οι θρύλοι αναπτύσσονταν σε διαφορετικά σημεία, οπότε θα ήταν αδύνατο να βρίσκονται παντού για να τους σταματήσουν…
…Συμπερασματικά τα Ευαγγέλια είναι μια εύλογη εξαίρεση στο υλικό με το οποίο δουλεύουν συνήθως οι κλασσικοί ιστορικοί, δεδομένου πως σπάνια δουλεύουν με τα γραπτά αρχεία μιας θρησκευτικής φιγούρας που είχε πολύ μικρή σημασία στους συγχρόνους του πέρα από τους οπαδούς του όταν ζούσε και στους οπαδούς του μετά το θάνατό του και του οποίου ολόκληρο το γραπτό αρχείο προέρχεται από εκείνους που τον λάτρευαν.

Οπότε, όταν μιλάμε για τον ιστορικό Ιησού τον Γαλιλαίο και τον ιστορικό Μέγα Αλέξανδρο, όχι μόνο έχουμε πολύ λιγότερες ουσιαστικές πηγές για τον Ιησού (ανώνυμες αγιογραφίες), αλλά και πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα με την θρυλοποίηση του Ιησού να μολύνει και τις πηγές που έχουμε. Αυτό καθιστά την ανασύνθεση λεπτομερειών της ζωής του ιστορικού Ιησού πολύ δυσκολότερη από την ανασύνθεση του ιστορικού Αλέξανδρου. Εξ ου και υπάρχει η “Αναζήτηση του Ιστορικού Ιησού” στις Βιβλικές Σπουδές και όχι στους Κλασσικιστές για την ανασύνθεση της ζωής του Αλέξανδρου. Οι δύο ιστορικές καταστάσεις απλά δεν είναι συγκρίσιμες.
Αυτό δε σημαίνει πως δεν μπορούμε να γνωρίσουμε τίποτα για τον ιστορικό Ιησού. Οι ιστορικοί από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα έχουν αναλύσει διεξοδικά τις αρχαίες πηγές που αναφέρουν τον Ιησού και έχουν καταλήξει πως κάποιες περιέχουν αξιόπιστες πληροφορίες για τη ζωή του ιστορικού Ιησού. Αυτές οι πηγές πάντως είναι η ισχνή μειοψηφία των αναφορών στον Ιησού που επιβίωσαν από την αρχαιότητα. Όταν ξεκίνησα αυτό το ιστολόγιο αντέκρουσα τους απολογητικούς ισχυρισμούς πως υπάρχουν μόνο 10 πηγές για τον Τιβέριο 150 χρόνια μετά το θάνατό του, εν συγκρίσει με τις 42 για τον Ιησού στην ίδια περίοδο. Αυτή η απολογητική γραμμή δημιούργησε την εντύπωση πως τα στοιχεία για τον Ιησού είναι περισσότερα ακόμα και από σημαίνουσες προσωπικότητες από την αρχαιότητα, όπως Ρωμαίοι Αυτοκράτορες. Ωστόσο, αυτό είναι εντελώς λανθασμένο.
Κατ’αρχάς ο απολογητικός ισχυρισμός είναι τραγικά ανακριβής και αποσιωπούσε το 75% των πηγών για τον Τιβέριο σε αυτή την περίοδο (για να μην αναφερθώ στις επιγραφικές και παπυρολογικές πηγές). Ο ακριβής αριθμός είναι κοντύτερα στο 45 για τον Τιβέριο εντός 150 ετών. Αλλά, επιπλέον, αν ξανακοιτάξει κανείς τους αριθμούς, οι πηγές για τον Τιβέριο είναι πολύ νεώτερες. Οι σύγχρονες πηγές είναι 14 που αναφέρουν τον Τιβέριο κατά τη διάρκεια της ζωής του, συν τις 100+ επιγραφικές και τις περίπου 100 παπυρολογικές πηγές, σε αντίθεση με τις 0/0/0 σύγχρονες πηγές για τον Ιησού.
Αλλά αυτό δεν είναι καν το μεγαλύτερο πρόβλημα. Όπως αναφέρω στο σημείο 8 της απάντησής μου στην απολογητική 10/42, δεν είναι όλες οι ιστορικές πηγές ισάξιες. Οι 45 πηγές για τον Τιβέριο που επιβιώνουν από την περίοδο εντός 150 ετών από την εποχή του είναι πολύ πιο αξιόπιστες από τις 42 για τον Ιησού. Κατ’αρχάς η στατιστική περιλαμβάνει κάποια κείμενα της ΚΔ που αναφέρονται στο “Χριστό” και στην πίστη στον Ιησού, αλλά χωρίς λεπτομέρειες για την ιστορική ζωή του Ιησού, όπως η Επιστολή του Ιούδα. Επιπλέον η επιστολή περιλαμβάνει πλαστογραφίες, όπως η Β΄ Πέτρου, που κανένας μέινστρημ μελετητής δε θεωρεί πως περιέχει αξιόπιστες πληροφορίες για τον ιστορικό Ιησού. Αρκετοί από τους συγγραφείς στη λίστα ήταν πολύ μεταγενέστεροι και ακόμα και απολογητές δεν τους θεωρούν αξιόπιστους. Για παράδειγμα, κανείς στις Βιβλικές Σπουδές δεν θεωρεί πως ο εκκλησιαστικός πατέρας Παπίας έχει δίκιο όταν καταγράφει την ακόλουθη ρήση του Ιησού:
Οι γηραιοί που είδαν τον Ιωάννη τον μαθητή του Κυρίου θυμούνται ότι είχαν ακούσει από εκείνον διδασκαλία του Κυρίου σχετικά με εκείνες τις εποχές και έλεγαν: “Θα έρθουν ημέρες κατά τις οποίες τα κλήματα θα μεγαλώσουν και θα έχουν δέκα χιλιάδες κλαδιά και κάθε κλαδί δέκα χιλιάδες κλαδάκια και κάθε κλαδάκι δέκα χιλιάδες μάτια και κάθε μάτι θα έχει δέκα χιλιάδες βόστρυχους και κάθε βόστρυχος δέκα χιλιάδες σταφύλια και κάθε σταφύλι θα δίνει εικοσιπέντε μέτρητες κρασί.”
Ωστόσο ο Παπίας συμπεριλαμβάνεται στο 10/42, παρά το γεγονός ότι δεν διασώζει καμία ανεξάρτητη πληροφορία για τον ιστορικό Ιησού. Το ίδιο ισχύει και κάποιες παγανιστικές πηγές στη λίστα. Κανείς σύγχρονος ιστορικός, για παράδειγμα, δεν πιστεύει τον Κέλσο όταν ισχυρίζεται πως ο Ιησούς είχε πατέρα έναν Ρωμαίο στρατιώτη ονόματι Πάνθηρα. Οι πηγές αυτές είναι ως επί το πλείστον άχρηστες στην ανασύνθεση της ζωής του Ιησού και χρησιμοποιούνται μόνο για να φουσκώσουν τα νούμερα.
Οι κριτικοί ιστορικοί που έχουν εξετάσει την αξιοπιστία των πηγών για τον Ιησού έχουν εντοπίσει 6 κύριες πηγές που είναι χρήσιμες στην ανασύνθεση της ζωής του. Θα πρέπει να σημειωθεί επίσης πως οι πηγές αυτές ήταν οι πιο πρώιμες που αναφέρονται στο 10/42 (οι περισσότερες, αν όχι όλες, από τον 1ο αι. μ.Χ.) και οι ιστορικοί, συμπεριλαμβανομένων και απολογητών, απορρίπτουν πολλές μεταγενέστερες ως αναξιόπιστες ή θρυλικές. Και πάλι, σημασία έχουν οι πιο πρώιμες πηγές για τη μελέτη του ιστορικού Ιησού. Οι 6 κύριες πηγές είναι:
1) Οι 7 αδιαμφισβήτητα γνήσιες επιστολές του Παύλου (ειδικά η Προς Γαλάτας και Α΄ προς Κορινθίους), μαζί με την προ-παύλια δήλωση πίστεως, όπως αυτή στο Α Κορ 15,3-7. Οι επιστολές αυτές χρονολογούνται από τις αρχές του 50 μέχρι τα τέλη του 60 μ.Χ., περίπου δύο με τρεις δεκαετίες από τη ζωή του Ιησού. Θα πρέπει να σημειωθεί πως ο Παύλος γράφει ελάχιστες άμεσες αναφορές για τον ιστορικό Ιησού [7]. Ο μελετητής της ΚΔ Bart Ehrman αναφέρεται στο γιατί στο άρθρο του “Γιατί ο Παύλος δεν λέει περισσότερα για τον Ιησού;.”
2-4) Τα συνοπτικά Ευαγγέλια (Μάρκος, Ματθαίος, Λουκάς), και ειδικά οι κοινές παραδόσεις που περιλαμβάνονται και στα τρία. Οι πηγές αυτές χρονολογούνται από το 70 μ.Χ. μέχρι και τις αρχές του 2ου αι., περίπου 40 με 70 από τη ζωή του Ιησού. Θα πρέπει να αναφερθεί πως τα Συνοπτικά Ευαγγέλια δεν είναι ανεξάρτητες πηγές για τη ζωή και τη διδασκαλία του Ιησού, αλλά αλληλοεξαρτώνται για το υλικό τους. Ο συγγραφέας του Ματθαίου δανείζεται περίπου το 80% του Μάρκου και ο Λουκάς το 65%.
5-6) Το Κατά Ιωάννη και το Κατά Θωμά, που είναι τα λιγότερο αξιόπιστα. Αν και παρουσιάζουν τελείως διαφορετικό πορτραίτο του Ιησού από τα Συνοπτικά, οι μελετητές βρίσκουν ελάχιστες αξιόλογες πληροφορίες που δεν υπάρχουν ήδη στις προηγούμενες πηγές. Οι πηγές αυτές χρονολογούνται από τα τέλη του 1ου αι. μέχρι τις αρχές του 2ου αι. μ.Χ., περίπου 60 με 100 χρόνια από τη ζωή του Ιησού.
Σχεδόν όλες οι άλλες πηγές για τον Ιησού που αναφέρονται μετά από αυτές είναι μεταγενέστερες και περιέχουν λίγες ή καθόλου ανεξάρτητες πληροφορίες για τη ζωή του. Για παράδειγμα, το άρθρο για το 10/42 επικαλείται μη χριστιανικές πηγές όπως ο Ιώσηπος, ο Τάκιτος και ο Σουητώνιος. Αλλά, ακόμη κι αν τα χωρία σε αυτούς τους (μεταγενέστερους) συγγραφείς που αναφέρονται στον Ιησού είναι γνήσια (συζητώ για αυτό το θέμα στο άρθρο μου για το 10/42), δεν καταγράφουν πληροφορίες για τον Ιησού που είναι ανεξάρτητες αυτών που ήδη γνωρίζουμε από τις προαναφερθείσες πηγές. Ο Τάκιτος (Ann. 15.44), για παράδειγμα, λέει μόνο πως ο Ιησούς σταυρώθηκε επί Ποντίου Πιλάτου, αλλά αυτό δεν μας λέει κάτι παραπάνω από αυτά που ήδη γνωρίζουμε από τα Ευαγγέλια. Πιθανώς ο Τάκιτος τα έμαθε αυτά από χριστιανικούς ισχυρισμούς που ήδη κυκλοφορούσαν στην κοινότητά του και όχι από ανεξάρτητες πηγές που είχε για τον ιστορικό Ιησού.
Η πραγματικότητα είναι ότι έχουμε μόνο δύο κύριες πηγές για τη ζωή του Ιησού: τις επιστολές Παύλου και τα Συνοπτικά Ευαγγέλια και τις πηγές τους. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί πως ο Παύλος δεν ήταν αυτόπτης μάρτυρας, αν και γνώριζε αυτόπτες μάρτυρες, όπως ο Πέτρος και ο Ιάκωβος, οπότε έχουμε μια (περιορισμένη) πρόσβαση στην πρώτη γενιά του Χριστιανισμού. Η πλειοψηφία των μελετητών αμφιβάλλει ότι τα Ευαγγέλια γράφτηκαν από αυτόπτες μάρτυρες, όπως εξηγώ στο άρθρο μου “Γιατί οι Μελετητές αμφιβάλλουν για τους παραδοσιακούς συγγραφείς των Ευαγγελίων,” οπότε η σχέση τους με τα γεγονότα που περιγράφουν είναι ακόμη πιο νεφελώδης. Ωστόσο αυτές οι πηγές έχουν μελετηθεί εξωνυχιστικά από τους σύγχρονους μελετητές για πάνω από δύο αιώνες και έχουν καταλήξει πως περιέχουν κάποιες πιθανές λεπτομέρειες για τη ζωή του ιστορικού Ιησού (που σίγουρα δεν αποτελούν τον κύριο όγκο ισχυρισμών των κειμένων αυτών, που είναι κυρίως θρυλικός, αναξιόπιστος και το λιγότερο αμφίβολος).
Οι λεπτομέρειες της ζωής του Ιησού για τις οποίες συμφωνούν οι σύγχρονοι μελετητές συμπεριλαμβάνουν:
- Ο Ιησούς ήταν ιστορικός Εβραίος που έζησε πιθανώς τον 1ο αι. μ.Χ.
- Ο Ιησούς ήταν πιθανώς από τη Γαλιλαία.
- Ο Ιησούς πιθανώς είχε έναν αδερφό ονόματι Ιάκωβο (αναφορά στο Γαλ 1,19), έναν πατέρα ονόματι Ιωσήφ και μια μητέρα ονόματι Μαρία.
- Ο Ιησούς πιθανώς βαπτίστηκε από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή.
- Ο Ιησούς, όπως και ο Ιωάννης, ήταν πιθανώς ένας αποκαλυπτικός προφήτης που δίδασκε τον ερχομό του Βασιλείου του Θεού (η θεωρία αυτή αναπτύχθηκε πρώτη φορά από τον Albert Schweitzer και έχει επεκταθεί από σύγχρονους μελετητές, όπως ο Dale Allison και ο Bart Ehrman).
- Η διδασκαλία του Ιησού τον έφερε αντιμέτωπο είτε με τις ρωμαϊκές, είτε με τις εβραϊκές αρχές (ή και τις δύο) στα Ιεροσόλυμα.
- Ο Ιησούς εκτελέστηκε με σταύρωση, πιθανώς ενώ ο Πόντιος Πιλάτος ήταν έπαρχος στην Ιουδαία (26-36 μ.Χ.)
- Μέσα σε κανα-δυο χρόνια από το θάνατο του Ιησού κάποιοι πίστεψαν πως είχε αναστηθεί (όπως φαίνεται από το πιστεύω στο Α Κορ 15,3-7, που οι περισσότεροι χρονολογούν 2-5 χρόνια μετά το θάνατο του Ιησού. Περαιτέρω συζήτηση για αυτό το πιστεύω εδώ).
Τα παραπάνω είναι μια περίληψη των περισσότερων που μπορούμε να πούμε για τον ιστορικό Ιησού, βασισμένοι στην πλειοψηφία των βιβλικών μελετητών. Θα πρέπει να σημειωθεί πως δεν υπάρχει συμφωνία για το τι προκάλεσε την πίστη στην ανάσταση του Ιησού. Ωστόσο, όπως εξηγώ στο άρθρο μου “Ρίχνοντας τους Πυλώνες της απολογητικής των ‘ελάχιστων δεδομένων’,” νομίζω πως η θεοποίηση του Ιησού και οι ισχυρισμοί της ανάστασής του εξηγούνται ως το αποτέλεσμα της γνωστικής ασυμφωνίας και της εκλογίκευσής της σε συνδυασμό με τη θλίψη τους.

Menachem Mendel Schneerson
Η θεωρία αυτή αναπτύσσεται περισσότερο από τον Kris Komarnitsky στο“Η Θεωρία της Γνωστικής Ασυμφωνίας των Χριστιανικών Απαρχών,” όπου παραλληλίζεται με άλλα μεσσιανικά κινήματα που βρέθηκαν αντιμέτωπα με το θάνατο του ηγέτη τους, ιδιαίτερα των αποτυχημένων μεσσιώνSabbatai Zevi και Menachem Mendel Schneerson. Ομοίως, ο μελετητής της ΚΔ Bart Ehrman έχει αναπτύξει μια θεωρία για το Πώς ο Ιησούς έγινε Θεός που περνά από τις διδασκαλίες του ιστορικού Ιησού, το θάνατό του, την πίστη στην ανάστασή του και την τελική θεοποίησή του, σε καθαρά νατουραλιστική βάση. Ακόμη και Χριστιανοί μελετητές, όπως ο Dale Allison στο Ανασταίνοντας τον Ιησού, παραδέχεται πως υπάρχουν τουλάχιστον εύλογες θεωρίες για το πώς θα μπορούσε ο Χριστιανισμός να προκύψει από καθαρά φυσικά αίτια. Οπότε η πίστη στην ανάσταση του Ιησού δεν χρειαζόταν κάποιο θαύμα για να εμφανιστεί.
Οι λεπτομέρειες της ζωής του Ιησού που δεν θεωρώ πως είναι αξιόπιστες και είναι πιθανώς το αποτέλεσμα θρύλων συμπεριλαμβάνουν τα εξής (αυτές οι λεπτομέρειες δεν είναι αποδεκτές από την πλειοψηφία των μελετητών, ακόμα κι αν μεμονωμένα άτομα τα δέχονται:
- Ο Ιησούς καταγότανε από τον βασιλιά Δαβίδ (για τα προβλήματα με τις γενεαλογίες του Ιησού, βλ. το άρθρο του Paul Davidson “Τι συμβαίνει με τη γενεαλογία του Ματθαίου;”).
- Ο Ιησούς γεννήθηκε στη Βηθλεέμ (για τα προβλήματα με τις ιστορίες της γέννησης, βλ. το άρθρο του Richard Carrier “Η χρονολογία της Γέννησης στο Λουκά”).
- Ο Ηρώδης αποπειράθηκε να σκοτώσει τον Ιησού ως βρέφος σκοτώνοντας όλα τα παιδιά στη Βηθλεέμ αφού γεννήθηκε (εξηγώ γιατί αυτό είναι σχεδόν σίγουρα μεταγενέστερη εφεύρεση εδώ).
- Ο Ιησούς έκανε πραγματικά θαύματα (όπως εξηγώ στο άρθρο μου “Η Ιστορία και το Παραφυσικό,” οι ιστορικοί δεν μπορούν να αποδείξουν παραφυσικούς ισχυρισμούς όπως τα θαύματα με την ιστορική μέθοδο. Επιπλέον, η πίστη στα θαύματα που αποδίδονται στον Ιησού μπορούν να ερμηνευθούν ως αποτέλεσμα της θρυλικής εξέλιξής του ή σε άλλα φυσικά αίτια.
- Ο Ιησούς ισχυρίστηκε πως ήταν ίσος του Θεού Πατέρα (ο Bart Ehrman εξηγεί γιατί αυτό είναι μεταγενέστερη εξέλιξη στο Πώς ο Ιησούς έγινε Θεός).
- Ο Ιησούς σταυρώθηκε και επικράτησαν τρεις ώρες σκότους που κάλυψαν όλη τη Γη, ενώ το παραπέτασμα του Ναού σκίστηκε στα δύο (ο Carrier αναπτύσσει το πώς νομίζει πως το σκοτάδι είναι σχεδόν σίγουρα εφεύρημα εδώ. Το σκίσιμο του παραπετάσματος δεν αναφέρεται ούτε από τον Φίλωνα τον Αλεξανδρέα, ούτε του Ιώσηπο, παρά το γεγονός ότι θα ήταν ένα καταπληκτικό συμβάν που θα ενδιέφερε και τους δύο. Το σκίσιμο του παραπετάσματος είναι σχεδόν σίγουρα λογοτεχνικό εφεύρημα, όπως αναπτύσσεται εδώ).
- Μετά την εκτέλεσή του, γυναίκες βρήκαν τον τάφο του Ιησού άδειο, ως πρώτο σημάδι της ανάστασής του (ο ισχυρισμός αυτός γίνεται αποδεκτός από πολλούς, κυρίως Χριστιανούς, μελετήτές της ΚΔ, αλλά όπως εξηγώ στο άρθρο μου για τα ελάχιστα δεδομένα, δεν υπάρχει σύμπνοια απόψεων των μελετητών για αυτό τον ισχυρισμό).
- Ο Ιησούς, μετά το θάνατό του, εμφανίστηκε υλικά στους μαθητές του, πρόσωπο με πρόσωπο, σε ένα επίγειο περιβάλλον (το γεγονός είναι ότι τα Ευαγγέλια δεν καταγράφουν την ίδια τοποθεσία για την μεταθανάτια εμφάνιση του Ιησού: ο Μάρκος δεν περιλαμβάνει μεταθανάτια συνάντηση, ο Ματθαίος έχει τον Ιησού να εμφανίζεται στους μαθητές του στη Γαλιλαία, αλλά ο Ιωάννης και ο Λουκάς τοποθετούν το περιστατικό στην Ιερουσαλήμ. Ο Παύλος στο Α Κορ 15,3-7 είναι ο πρώτος συγγραφέας που αναφέρεται στο περιστατικό, αλλά δεν αναφέρει ούτε αν η συνάντηση ήταν υλική, ούτε αν έγινε σε επίγειο περιβάλλον. Οι ιστορίες των μεταθανάτιων συναντήσεων μπορούν να ερμηνευθούν με φυσικά αίτια, βλ.εδώ).
- Ο Ιησούς όντως αναστήθηκε από τους νεκρούς (οι μελετητές συμφωνούν πως η ανάσταση είναι φιλοσοφικό και θεολογικό ζήτημα και δεν εμπίπτει στα πλαίσια μιας ιστορικής ανάλυσης. Αντιπαρατίθεται στις απολογητικές απόπειρες να “αποδείξουν” ιστορικά την ανάσταση εδώ και εδώ).
- Ο Ιησούς αναλήφθηκε στους ουρανούς μέρα-μεσημέρι (η ανάληψη αναφέρεται μόνο στον Λουκά Λκ 24,50-53, ο οποίος την τοποθετεί στη Βηθανία, και στις Πράξεις των Αποστόλων Πρξ 1,7-12 που το συγκεκριμενοποιούν στο Όρος των Ελαιών. Παραδόξως ο Ματθαίος Μτ 28,16-20 φαίνεται να υπονοεί πως η τελευταία συνάντηση του Ιησού με τους μαθητές ήταν σε ένα βουνό στη Γαλιλαία, περίπου 120 χλμ από τη Βηθανία, αν και δεν λέει τίποτα για την ανάληψη. Η ανάληψη είναι σχεδόν σίγουρα θεολογικό και λογοτεχνικό εφεύρημα και κανείς συγγραφέας του 1ου αι. δεν την αναφέρει, εκτός της ΚΔ. Η ίδια η ανάληψη πιθανώς επηρεάστηκε από την ανάληψη του Ηλία στο Δ΄ Βασιλειών 28,16-20, το οποίο και αναλύεται περισσότερο εδώ).
Τα παραπάνω αποτελούν ένα περίγραμμα του τι νομίζω πως μπορούμε να πούμε για τον ιστορικό Ιησού και τι ήταν μεταγενέστερες θρυλικές προσθήκες. Όπως φαίνεται, η απουσία πρώιμων ή σύγχρονων πηγών έχει σημασία για αυτή την ανάλυση. Πολλές ιστορίες που σημειώνω ως θρυλικές προέρχονται από μεταγενέστερες ή λιγότερο αξιόπιστες πηγές. Αν είχαμε καλύτερες πηγές, ίσως να μπορούσαμε να πούμε περισσότερα, αλλά δυστυχώς δεν έχουμε. Είναι μεγάλο επίτευγμα της βιβλικής γραμματείας το ότι μπορούμε να πούμε έστω κι αυτά τα λίγα για τον ιστορικό Ιησού.
Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί πως κάποιος μπορεί να αποδέχεται τα ελάχιστα δεδομένα για τον ιστορικό Ιησού που προανέφερα και να παραμένει δύσπιστος για την ανάσταση και τον χριστιανικό πυρήνα. Αυτό ισχύει για πολλούς μελετητές της ΚΔ και πρώην Χριστιανούς, όπως ο Bart Ehrman, o Hector Avalos και ο Robert Price. Οι αποδείξεις για τον Ιησού δεν είναι εξωπραγματικά εντυπωσιακές, παρά τους απολογητικούς ισχυρισμούς. Ωστόσο, υπάρχει ένα περιορισμένο σώμα στοιχείων για τον ιστορικό Ιησού και αυτά σκιαγραφούν έναν ασήμαντο, περιοδεύοντα αποκαλυπτικό προφήτη, όπως περιγράφηκε ήδη. Η μορφή αυτή, φυσικά, διανθίστηκε με θρύλους αρκετά νωρίς μετά το θάνατό του. Οι διανθίσεις αυτές ενέπνευσαν τη θρυλική φιγούρα που λατρεύεται σήμερα από τους Χριστιανούς. Ωστόσο, ο Ιησούς που λατρεύεται στις εκκλησίες δεν έχει αποδειχθεί από την ιστορική μέθοδο. Ο Ιησούς της πίστης είναι θέμα πίστης και ο Ιησούς της ιστορίας είναι μια απόκρυφη φιγούρα του παρελθόντος και οι περισσότερες λεπτομέρειες της ζωής του έχουν χαθεί.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 ▲ | Όπως προέκυψε, ένας διδακτορικός φοιτητής Αρχαίας Ιστορίας στο UNC, πρώην συνάδελφός μου στο πρόγραμμα Κλασσικών Σπουδών του UofA, εντόπισε άλλο ένα σφάλμα στη συνέντευξη του Strobel. Σημείωσε πως ακόμα και αν περιοριστούμε στις υπάρχουσες πηγές που σώθηκαν κατά το Μεσαίωνα, ο Πλούταρχος και ο Αρριανός δεν είναι οι “πιο πρώιμες βιογραφίες”. Έχουμε χειρογραφα του έργου του Ρωμαίου ιστορικού Κουίντου Κούρτιου Ρούφου Historiae Alexandri Magni, που είναι προγενέστερο των βιογραφιών του Πλουτάρχου και του Αρριανού. Οπότε ο Strobel και ο blomberg κάνουν λάθος, ακόμη κι αν μιλάν μόνο για τα έργα που έχουν επιζήσει. |
2 ▲ | Σημειωτέον, ο επαγγελματίας μυθικιστής ιστορικός Richard Carrier στο Περί της Ιστορικότητας του Ιησού (στο οποίο αναφέρομαι κι εγώ δις, σελ. 23 και 412) δεν αναπτύσσει αυτό το επιχείρημα, αλλά αντίθετα λέει πως οι πηγές που όντως έχουμε για τον Ιησού —και όχι απλά η απουσία πηγών— ερμηνεύονται καλύτερα (κατά την άποψη του Carrier) ως αναφορές σε ένα μυθικό πρόσωπο. Το άρθρο αυτό δεν ασπάζεται τη μυθική υπόθεση του Carrier, αλλά αναγνωρίζει πως η ελεγμένη προσέγγιση του Carrier στο μυθικισμό είναι η καλύτερη ανάπτυξη της θεωρίας του μύθου και δεν διαπράττει τα μεθοδολογικά σφάλματα που είναι κοινά σε λιγότερο επαγγεματίες μυθικιστές. |
3 ▲ | Για να είμαι δίκαιος, και ένα μεγάλο κομμάτι χριστιανικής γραμματείας χάθηκε την ίδια περίοδο. Ωστόσο, λόγω του ενδιαφέροντος των Χριστιανών είναι ορθό να υπολογίσουμε πως χάθηκε περισσότερη παγανιστική γραμματεία. |
4 ▲ | Ένας άλλος πιθανός λόγος που σώθηκαν περισσότερα χριστιανικά χειρόγραφα ήταν το ότι η πρώιμη εκκλησία χρησιμοποιούσε κώδικες και όχι παπύρους. Ο κώδικας αντικατέστησε τον πάπυρο ως κύριο υλικό γραφής κατά τα τέλη της αρχαιότητας. Λόγω αυτής της αλλαγής πολλά πρώιμα έργα σε παπύρους χάθηκαν. Όπως εξηγούν οι Reynolds και Wilson στο βιβλίο τους (Γραφείς και Λόγιοι, σελ. 35), “Η αλλαγή από το ρολό στον κώδικα απαιτούσε τη μεταγραφή της αρχαίας γραμματείας από το ένα μέσο στο άλλο. Αυτή ήταν η πρώτη στενωπός που έπρεπε να περάσει η κλασσική γραμματεία. Δεν πρέπει να ήταν πολύ εκτεταμένη, αλλά δεν είναι εύκολο να υπολογιστούν οι απώλειες. Υπήρχε ο κίνδυνος ότι έργα που δεν διαβάζονταν πολύ, δεν θα μεταγράφονταν σε κώδικες και με τον καιρό οι πάπυροι θα χάνονταν. Αν για έναν πληθωρικό συγγραφέα, οι πάπυροι ενός έργου δεν ήταν διαθέσιμοι σε μια συγκεκριμένη στιγμή, πιθανώς το έργο να έχει χαθεί για πάντα”. Δεδομένου πως οι κώδικες χρησιμοποιούνταν συχνά για τα αντίγραφα χριστιανικών έργων (μαζί με το γεγονός ότι οι κύριοι αντιγραφείς έργων κατά το Μεσαίωνα ήταν μοναχοί) αυτό συντέλεσε να μην χαθούν από αυτή τη στενωπό. |
5 ▲ | Πιθανώς οι πιο σημαντικές χαμένες χριστιανικές πηγές που θα είχαν σημασία στην έρευνα για τον ιστορικό Ιησού είναι οι άλλες επιστολές του Παύλου πέραν των επτά αυθεντικών της Καινής Διαθήκης. Δεδομένου πως ο Παύλος ήταν σύγχρονος του Ιησού, ο οποίος κατέγραψε κάποιες λεπτομέρειες για τη ζωή του, θα ξέραμε περισσότερα για τη ζωή του, αν είχαμε περισσότερες επιστολές του Παύλου. Από την άλλη, οι παύλειες επιστολές που επέζησαν πιθανώς ανήκαν σε κάποια συλλογή του 2ου αι., οπότε ίσως είναι άκυρο να μιλάμε για “χαμένες” επιστολές του Παύλου, όταν απλώς μπορεί να μην είχαν συμπεριληφθεί στην εν λόγω συλλογή. |
6 ▲ | Όπως εξηγεί ο Κλασσικιστής Richard Stoneman στο (The Landmark Arrian, σελ. 388-389): “Σύντομα μετά το θάνατό του, η ζωή του Αλέξανδρου καταγράφηκε από έναν ανώνυμο συγγραφέα… Το έργο αυτό, γνωστό ως Διήγησις του Αλεξάνδρου, τόνιζε τα θρυλικά στοιχεία της ιστορίας του Αλέξανδρου και πρόσθεσε πολλούς νέους θρύλους… το έργο αυτό όμως φαίνεται πως δεν ήταν γνωστό στους Ρωμαίους μέχρι που μεταφράστηκε από τον Ιούλιο Βαλέριο τον 4ο αι. μ.Χ. Αυτό οδήγησε κάποιους στη λανθασμένη άποψη πως το ελληνικό πρωτότυπο δεν γράφτηκε πάρα ελάχιστα νωρίτερα. Πιθανότατα εμφανίστηκε πολύ νωρίτερα, στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. Η Διήγησις του Αλεξάνδρου είναι μια φανταστική βιογραφια που… μας ενδιαφέρει ως ενδεικτικό του πώς διαμορφώθηκε η μνήμη του Αλέξανδρου μια-δυο γενιές μετά το θάνατό του.” |
7 ▲ | Για μια λίστα ιστορικών πληροφοριών που θεωρώ πως παρέχουν οι αυθεντικές παύλειες επιστολές, βλ. τη συζήτηση εδώ. |
Η αξιοπιστία των πηγών έχει να κάνει και με την χρονική τους απόσταση από το γεγονός που περιγράφουν. Αυτή τη στιγμή τα πιο αξιόπιστα ιστορικά κείμενα που διαθέτουμε είναι τα ευαγγέλια, τόσο για το πλήθος των πηγών, όσο και για τη μικρή χρονική τους απόσταση από την περίοδο της ζωής και δράσης του Ιησού Χριστού. Για παράδειγμα, το δεύτερο σε αξιοπιστία κείμενο που διαθέτουμε είναι η Ιλιάδα. Έχουμε μερικές δεκάδες Ιλιαδες από τον 9ο μ.Χ αιώνα, όταν έχουμε πάνω από 5000 πηγές ευαγγελίων, από τον 2ο μ.Χ αιώνα! Η ιστορικότητα του Ιησού είναι επιστημονικά αδιαμφισβήτητη.
Όταν μιλάμε για αξιοπιστία, εννοούμε ως προς το περιεχόμενο, όχι ως προς την ορθή δημιουργία και επιβίωση αντιγράφων. Αυτό απλά διασφαλίζει το πόσο έχει αλλάξει το κείμενο με τον καιρό (και τα Ευαγγέλια διηγούνται μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία, αν δει κανείς τις αλλαγές και διαστρεβλώσεις που εμφανίζονται στα κείμενα με την πάροδο του χρόνου) και ότι θα έχεις τρόπο να συμπληρώσεις τα κενά που έχουν αντίγραφα.
Η ιστορικότητα του Ιησού αδιαμφισβήτητη δεν είναι, αλλά οι πιθανότητες κλίνουν περισσότερο προς το ότι υπήρξε, τουλάχιστον ως ιστορική προσωπικότητα που έδωσε το έναυσμα για το Χριστιανισμό.
Θα συμπλήρωνα λοιπόν, ότι η αξιοπιστία ως προς την ιστορικότητα του προσώπου, έχει να κάνει με το πλήθος των πηγών που αναφέρονται στο πρόσωπο, καθώς και στο πόσο κοντά χρονικά είναι αυτές οι πηγές με το πρόσωπο αυτό. Σε αυτό, κανένας σοβαρός ιστορικός (και αναφέρομαι και σε μη χριστιανούς) δεν αμφισβητεί τον ιστορικό Ιησού. Σωστά επισημαίνεις ότι υπάρχει και η αξιοπιστία του περιεχομένου (διδασκαλίας), αλλά αυτό είναι ένα εντελώς διαφορετικό θέμα από την αξιοπιστία του ιστορικού προσώπου και χρειάζεται ειδικούς επιστήμονες θεολόγους για να αναλυθεί και να κατανοηθεί σωστά. Θεολόγος δεν είμαι και αναφέρθηκα στην αξιοπιστία του προσώπου.
Ξέρεις πώς πάει. Ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου, άρα οι Μυθικιστές που είναι “εχθροί” του Χριστιανισμού είναι “φίλοι” των άθεων και οι φίλοι πρέπει να συμφωνούν μεταξύ τους και από μελέτη της Ιστορίας καταλήγει πολιτική διαμάχη. Τι να κάνουμε. Ουδείς άσφαλτος, που λέει και η Άντζελα.