Are the Synoptic Gospels copy exercises? Jesus and Anacreon 13.01.2010 © R. Joseph Hoffmann |
Το ατέρμονο ζήτημα στις Νεοδιαθηκικές Σπουδές είναι, πρώτον, πώς καταγράφηκαν τα ευαγγέλια (και πότε και πού) και τί “σχέση” έχουν μεταξύ τους. Οι πολύπαθοι πιστοί εδώ και αιώνες –από τον 16ο αι. που μεταφράστηκε για πρώτη φορά η Βίβλος στην καθομιλουμένη– ενθαρρύνονται να πιστεύουν πως η κανονική σειρά, Ματθαίος, Μάρκος, Λουκάς, Ιωάννης, είναι και η χρονολογική σειρά.
Η πεποίθηση αυτή στηρίζεται κάπως αδύναμα σε πρώιμες αναφορές στον Παπία, του οποίου η φήμη ήδη είχε διαβρωθεί από εκείνον που κατέγραψε τα λόγια του, το συγγραφέα του 4ου αι. Ευσέβιο και το αιρεσιομάχο επίσκοπό Ειρηναίο –που ήταν και ο πραγματικός πατέρας των ονομάτων των ευαγγελίων.
Οι φοιτητές θεολογίας σε Ευρώπη και Β. Αμερική μαθαίνουν για πάνω από έναν αιώνα πως το ζήτημα “ποιος έγραψε πρώτος τι” προσφέρει ανεξάντλητο ενθουσιασμό. Η μέση άποψη στα πιο διάσημα και υπερδραστήρια ερευνητικά ιδρύματα σε Β. Αμερική και Ευρώπη είναι πως η ορθοδοξία και η κανονικότητα είναι στην καλύτερη περίπτωση προσωρινοί τρόποι θέασης των ευαγγελίων και, στη χειρότερη περίπτωση, παραπλανητικές όσον αφορά την επίλυση του αινίγματος των χριστιανικών απαρχών.
Πολλοί από τους νέους φοιτητές έρχονται σε επαφή με θεωρίες απαρχών τόσο φανταχτερές και τόσο περίπλοκες που θα μπορούσαν να είναι και άλγεβρα. Άλλες είναι τόσο απατηλά βέβαιες για τον εαυτό τους και τόσο κατά γράμμα πιστές στην αρχαία παράδοση που δεν μπορεί να είναι σωστές:

Το κλασικό μοντέλο
καταγωγής των Ευαγγελίων
Οπλισμένοι με λίγα Ελληνικούλια και ένα απόθεμα νεόδμητης εφευρετικότητας, οι φοιτητές παροτρύνονται να επιτεθούν στο πρόβλημα, λες και στον πάτο βρίσκεται ένας κρυμμένος θησαυρός, ένα μαργαριτάρι αμύθητης αξίας. Αυτό που βρίσκεται όμως κάτω από την αρχιτεκτονική και τα σημεία-κλειδιά, δυστυχώς, είναι οι διαδικασίες που αποκρύπτουν τα ίδια τα ευαγγέλια με το γεγονός και μόνο ότι είναι δεδομένα. Το να ψάχνεις για την “απαρχή” ενός ευαγγελίου είναι σαν να ψάχνεις τον Ιησού το πρωί του Πάσχα: ήταν εδώ μόλις προ ολίγου.
Η θεωρία της προτεραιότητας του Μάρκου και η πιο φιλόδοξη θεωρία που εν τέλει έγινε το νέο στάνταρ, η υπόθεση της “διπλής πηγής” (που βασίζεται στην ιδέα ότι ο Ματθαίος και ο Λουκάς ενσωμάτωσαν το ευαγγέλιο του Μάρκου, αλλά πρέπει να είχαν και μια άλλη γραπτή πηγή ρήσεων για να δικαιολογείται το υλικό που δεν υπάρχει στο Μάρκο -η μεταβλητή “Q” είναι αρκετά καλή) απολαμβάνει τα πρωτεία της εδώ και τρεις γενιές περίπου. Κυρίως επειδή κατείχε την ίδια απλότητα που βοηθά να θυμάσαι και χημικούς τύπους. {ΜΛ} = Μκ + Q.
Η υπόθεση Griesbach, που κερδίζει και χάνει έδαφος με κάθε γενιά είναι εξίσου πιθανή: ο Ματθαίος έγραψε πρώτος, ο Λουκάς βάσισε την ιστορία του στο Ματθαίο και ο Μάρκος του χρησιμοποίησε και τους δύο. Έχει κι αυτή τη δική της γοητεία, ενώ ακόμη λιγότερη προσοχή τραβούν οι θεωρίες της προτεραιότητας του Λουκά ή ακόμα και του Μαρκίωνα.

Υπόθεση Griesbach
Είναι αξιόλογο, αλλά διόλου εκθαμβωτικό, το γεγονός ότι μέσα σε όλο αυτό το χαμό δεν συζητάται καθόλου από τους αλγεβριστές το ότι η εσωτερική συνοχή δεν κατακτάται με τη φιλολογική εξάρτηση, αλλά με την αποκάλυψη. Περιττό να πω πως δεν με στεναχωρεί διόλου το τέλος του υπερφυσικισμού. Το καλοδέχομαι και θα σημειώσω πως στην κοντυνότερη φιλολογική παράδοση στο Χριστιανισμό -στο Ισλάμ- αυτά τα ερωτήματα προτεραιότητας, ιεραρχίας και σχέσης είναι πολύ λιγότερο σημαντικά. Δεν θέλω να πω πως θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε συλλογική έμπνευση ως μέθοδο επίλυσης προβλημάτων πηγής και εξάρτησης, αλλά πως η περιπλοκότητα κάποιων από αυτές τις θεωρίες κάνουν τη θεία φώτιση ευπρόσδεκτη ανάπαυλα από το διαρκές παζάρεμα. –Ειδικά (τολμώ να πω) σε οποιαδήποτε συζήτηση για το Q.

Yπόθεση Q
Υπό μία έννοια, ο Χριστιανισμός δημιούργησε ο ίδιος το πρόβλημα. Ενώ η θεία έμπνευση εμφανιζόταν ως απόδειξη για την ακρίβεια των ευαγγελίων από πολύ νωρίς στην παράδοση, αυτό γινόταν σε ένα αιρεσιολογικό πλαίσιο –δηλαδή, στο πόλεμο μεταξύ των ορθοδόξων επισκόπων και των “άλλων”, των αιρετικών. Αφορούσε το ίδιο το βιβλίο (ή τα βιβλία) φυσικά, αλλά αφορούσε επίσης το ερώτημα ποιος μπορεί να ισχυριστεί θεοπνευστία και ποιος φυλάσσει τη διαδικασία με την οποία αποδεικνύεται η θεία έμπνευση. Το ποιο βιβλίο εμπιστευόσουν ήταν αναπόσπαστο ερώτημα από το ποιο άτομο εμπιστευόσουν.
Η άποψη πως οι συγγραφείς ήταν “απόστολοι” ή “αποστολικοί άνδρες” –φίλοι των αποστόλων, όπως ο Μάρκος, υποτίθεται, ή ο Λουκάς– μοιάζει ανώφελη έστω και στο ιστορικό πλαίσιο της εποχής. Και εκείνη την εποχή, παρεμπιπτόντως, είχαν το χούι να αποδίδουν ευαγγέλιο σε οποιονδήποτε επιφανή του οποίου ο θρύλος θα μπορούσε να κερδίσει οπαδούς: εξ ου και η απόδοση των γνωστικών ευαγγελίων στο Θωμά, τη Μαρία τη Μαγδαληνή, το Φίλιππο, τον Ιούδα και ακόμα και στην “Αλήθεια” ρίχνει φως στη γενικευμένη συνήθεια της ψευδωνυμίας και της παραχάραξης.
Αλλά όπως ξέρουμε, αν και όχι από την πλευρά της ομοφωνίας, πως οι Γνωστικοί δεν ήταν οι πρώτοι που παίξαν το παιχνίδι με τα ονόματα: το έπαιζε και η Καθολική πλευρά με το όνομα του Παύλου μετά το θάνατό του, με το όνομα του Παύλου, αφού είχε πεθάνει, καθώς και με τον Ιάκωβο, τον Ιούδα και τον Ιωάννη. Αλλά γιατί να σταματήσουμε με ό,τι ξέρουμε σχεδόν σίγουρα: το παιχνίδι παίχτηκε πιθανότατα και με τον Ματθαίο, το Μάρκο, το Λουκά και τον Ιωάννη, των οποίων οι επικίνδυνα αδύναμοι θρύλοι και η φήμη δημιουργήθηκαν αφού η παράδοση (ήτοι οι επίσκοποι) είχε αποδώσει ανώνυμα έργα σε αυτούς.
Η βιογραφική αυθεντία και η αυθεντικότητα πρέπει να ιδωθεί με φόντο τις μάχες με τους Μαρκιωνίτες και τους σκληροπυρηνικούς αποσχιστικούς. Αυτό αποκρυσταλλώνεται στο Βιβλίο 4 (8.2) του φουσκωμένου έργου του Ειρηναίου “Κατά Αιρέσεων”, όπου ισχυρίζεται ότι κατέγραψε στο βιβλίο τους “νόμιμους” διαδόχους των αποστόλων και του Κυρίου: “γενόμενος δέ ἐν Ῥωμη διαδοχήν ἐποιησάμην μῆχρις Ἀνικήτου…”: “Και όταν έφτασα στη Ρώμη, παρέμεινα εκεί μέχρι τον Ανίκητο, του οποίου διάκονος ήταν ο Ελεύθερος. Και τον Ανίκητο διαδέχθηκε ο Σωτήρ και εκείνον ο Ελεύθερος. Σε κάθε διαδοχή, σε κάθε πόλη τηρείται αυτό που διδάσκεται από το νόμο και τους προφήτες και τον Κύριο.”

Ειρηναίος ο Αδυσώπητος
κυνηγός αιρετικών
Τα ευαγγέλια, σε όλο αυτό το χαμό, υποτίθεται πως είναι κλειδωμένα μακριά από τη διαφθορά των αιρετικών μέσω της νόμιμης διαδοχής των ορθοδόξων επισκόπων. Βρίσκονται “εντός” της εκκλησίας, λέει, σαν λεφτά στην τράπεζα. Οι αιρετικοί είναι εκτός, “σαν ζιζάνια”. Είναι τέσσερα, λέει, ούτε λιγότερα, ούτε περισσότερα, όπως τέσσερις είναι οι άνεμοι και τέσσερις οι άγγελοι της Πρόνοιας.
Ο Ειρηναίος και οι αδελφοί επίσκοποί του δεν ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για τη σχέση μεταξύ των ευαγγελίων για τον απλό λόγο ότι (αντίθετα με τους περισσότερους σύγχρονους ερμηνευτές) θεωρούσαν πως αποτελούσαν τέσσερις ανεξάρτητες μαρτυρίες της αλήθειας, θαυμαστές ακριβώς επειδή δεν υπήρχε σχέση μεταξύ των συγγραφέων και κανείς δεν αντέγραφε κανέναν. Οι αιρεσιομάχοι ενδιαφέρονταν να διατηρήσουν παραδόσεις, οι απαρχές των οποίων είχαν ήδη αρχίσει να χάνονται στην άχλη των πρώτων εκατό χρόνων. Το ερώτημα της αντιγραφικής παράδοσης αποκαλύπτεται μόνο όταν διαλύθηκε η πίστη στη θαυμαστή τετραπλή μαρτυρία, ένα κεφάλαιο που άρχισε να γράφεται προς το τέλος του 19ου αιώνα.

(αντι)γραφέας
Ο Έλληνας λυρικός ποιητής Ανακρέων έζησε τον 6ο π.Χ. αι. Χάρη στις προσπάθειες του Αρίσταρχου (2ος αι. π.Χ.) κάποια ψήγματα του έργου του συγκεντρώθηκαν και σώζονται. Ήταν αξιοσημείωτος για την ικανότητά του στα μέτρα, κάποια από τα οποία εφηύρε ο ίδιος και την ικανότητά του στην Ιωνική διάλεκτο (αν δεν έχετε διαβάσει καθόλου Ανακρέοντα, διαβάστε τουλάχιστον την “Εικόνα” για τη λυρική της ομορφιά).
Ανέφερα τον Ανακρέοντα επειδή στέκει στις απαρχές μιας μεγάλης παράδοσης διατήρησης μέσω μίμησης. Το 1958, σε μια συλλογή του έργου του από τον Bruno Gentili (Ρώμη, Edizioni dell’ Ateneo) ο συντάκτης της Κλασικής Επισκόπησης εκείνου του έτους διαμαρτυρήθηκε πως τουλάχιστον 37 από τα ποιήματα που είχαν συμπεριληφθεί ως γνήσια –βάσει της αξιολόγησης του λεξιλογίου, μαρτυριών και μέτρων– δεν ήταν γνήσια και θα έπρεπε να μεταφερθούν σε ένα παράρτημα ή στον κοντινότερο κάδο σκουπιδιών.
Υπάρχουν και κάποιοι που λεν πως ο επιμελητής προσπάθησε να εισάγει λάθρα μερικούς προφανώς μη ανακρεοντικούς στίχους στην έκδοση επειδή θεωρούσε πως ήταν “ωραίοι” —ντροπή και αίσχος.
Αυτό που είναι πάντως γνωστός στους γνώστες της κλασικής παράδοσης είναι πως το όνομα, η φήμη, το στυλ και η υστεροφημία του Ανακρέοντα διασώθηκε μέσω της λογοτεχνικής μίμησης. –Με την αντιγραφή.
Οι λόγιοι της Καινής Διαθήκης γνωρίζουν πλέον πολύ περισσότερα για τον κλασικό πολιτισμό από ό,τι παλιότερα. Τόσο, που οι βιβλικές σπουδές έχουν ωριμάσει απίστευτα μέσα στον 21ο αιώνα από το παρακμιακό, θεολογικό αντικείμενο που ήταν τον 19ο. Αλλά σε επίπεδο σπουδών, πρέπει να ξεφορτωθεί την ιδέα της συγγραφικής απόδοσης τελείως και να αναγνωρίσει πως τα ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης, τουλάχιστον στην περίπτωση των συνοπτικών, ήταν αποτέλεσμα μιας ανακρεοντικής διαδικασίας— μια διαδικασία μίμησης, βασισμένη στην επιθυμία για εμπλουτιστεί, παρά απλά να αναπαραχθεί και να προωθηθεί ένα πρωτότυπο. Οι θαυμαστές της ιστορίας του Ιησού χρησιμοποιούσαν ένα πρωτότυπο για ασκήσεις αντιγραφής. Ποιανού ιστορία ήταν είναι αδιάφορο και παραμένει αδιάφορο μέχρι και τα μέσα του 2ου αιώνα.
Θα ήταν παράλογο ένας ανώνυμος αντιγραφέας να έκανε ό,τι έκανε αν θεωρούσε πως το αντίγραφο με το οποίο δούλευε ήταν αξιοσέβαστο και καθόλα έγκυρο —και πράγματι το αντίγραφο που θα είχε στην κατοχή του δεν θα είχε καν titulus, δηλαδή συγγραφικά στοιχεία. Ομοίως, όμως και με την αρχαία επιστολική παράδοση, κάποιοι αντιγραφείς ένιωθαν την ανάγκη να προσθέσουν λεπτομέρειες, ιστορίες, να αλλάξουν και διορθώσουν —πράγματα που οι βιβλικοί μελετητές γνωρίζουν εδώ και πολύ καιρό για τα ευαγγέλια και έχουν αναπτύξει μεθόδους για να αντιμετωπίζουν, αλλά έχουν συνδέσει με διαφορετικά κίνητρα, που βασίζονται όχι στο τι ξέρουμε πως ισχύει για τις κλασικές επιστολές, αλλά το τι νομίζουμε πως ισχύει για μία sui generis μορφή ιερής γραμματείας.

Ο Απόστολος Παύλος
Η επιμήκυνση μιας πηγής με την προσθήκη μιας διήγησης γέννησης ή ανάσταστασης είναι απόλυτα συνεπής με την ανακρεοντική παράδοση του εξωραϊσμού, του υπερκερασμού του πρωτότυπου. Τα γνωστικά ευαγγέλια που μοστράρουν φάτσα-φόρα το μοντέλο φαίνεται πως παίζουν άλλο παιχνίδι και ως προς αυτή τη διαδικασία είναι απλά αποτυχημένα αντίγραφα. Ακόμα και στην Καινή Διαθήκη, οι “αυθεντικές”, αν και πολυσυλλεκτικές, επιστολές του Παύλου λειτούργησαν ως μοντέλα για κάθε επίδοξο μιμητή του Παύλου που ήθελε να βελτιώσει τις σκέψεις του και τη γλώσσα του. Νικητής σε αυτό ήταν ο συγγραφέας της Προς Εφεσίους επιστολής.
Όπως και με τον Ανακρέοντα, αντίστοιχα με το ρυθμό και του μέτρο, γνωρίζουμε αρκετά για τα βασικά συστατικά, ώστε να ξέρουμε με τι μοιάζουν. Δεν το λέω κυνικά ότι είμαι σε θέση, για παράδειγμα, να αναπλάσω την διηγητική δομή του πρωτότυπου των ευαγγελίων. Αλλά δεν είμαι καθόλου πεπεισμένος πως τα τρέχοντα ευαγγέλια αποτελούν αυτή τη δομή ή ό,τι οποιοδήποτε από αυτά είναι αυτό το πρωτότυπο.
Το θεωρώ πολύ πιο πιθανό πως σήμερα έχουμε τέσσερις από τις απόπειρες αντιγραφής και πως οι ασκήσεις αυτές πρέπει να ιδωθούν όχι ως “συνθέσεις” με γνώμονα την ακρίβεια της αντιγραφής και της απομάκρυνσης από το πρωτότυπο, αλλά με κίνητρο την καλλιτεχνική διάθεση του συγγραφέα για την διηγούμενη ιστορία.
Αυτό η βιβλική κριτική το κάνει ήδη, αλλά το κάνει λες και το ζήτημα της προτεραιότητας είναι το ίδιο με το ζήτημα της “πηγής”. Δεν ξέρουμε ποιος έγραψε τα ευαγγέλια, ούτε καν του “Ιωάννη” (και το χέρι του διορθωτή στο Τέταρτο Ευαγγέλιο εμφανίζεται σαφέστερα από οποιοδήποτε συνοπτικό). Γνωρίζουμε μόνο έναν αρχαίο συλλέκτη ευαγγελίων που επέμενε πως η πηγή του ήταν ανώνυμη, ή μάλλον η “πραγματική πηγή” –τον αιρετικό Μαρκίωνα.

Ο Μαρκίων
Δεν είναι παράδοξο πως για να συγκαληφθεί μια τόσο ριζοσπαστική πρόταση, τόσο οι αντιγραφείς, όσο και οι πατέρες επέμεναν στην απόδοση σε συγκεκριμένους συγγραφείς. Η εμμονή των γνωστικών στην συγγραφική απόδοση και οι συκοφαντίες Εβραίων και συντηρητικών Ρωμαίων παρατηρητών, με τη διαφορετική τους, αλλά εξίσου έντονη εμμονή στη φιλολογική και ιστορική επώνυμη καταγωγή, αρκεί για να εξηγήσει την ανάγκη για επώνυμες πηγές. Αλλά η συνήθεια, ή άμυνα, αυτή ανήκεια στην ιστορία των απολογητών και όχι στην πρώιμη συγγραφική παράδοση. Ίσως και κάποιος από τους πρώτους αντιγραφεία να λεγόταν Μάρκος και κάποιος άλλος Λουκάς· πού να ξέρουμε; Αλλά κι έτσι να είναι, το γεγονός ήταν τυχαίο και δεν ήταν άτομα διακεκριμένα. Ήταν άτομα που αποφάσισαν να μιμηθούν, να “αποκαταστήσουν” ή να αναθεωρήσουν το χαμένο (ή σχεδόν χαμένο) πρωτότυπο, την πρωταρχική ιστορία του Ιησού.
Τα σχόλιά σας είναι ευπρόσδεκτα / Your comments are welcome