Το τρίτο ζήτημα στη σκιαγράφηση του προβλήματος είναι το “πρόβλημα του Παύλου’ ή καλύτερα η αποδιδόμενη σιωπή του σχετικά με τον Ιησού από τη Ναζαρέτ και το κήρυγμά του· αυτό στο οποίο ο Schweitzer αναφερόταν ως “μυστικισμό του Ιησού-Κυρίου”. [47] Οι Μυθικιστές συχνά εργάζονται με τη γενική θέση ότι, αφού τα γραπτά του Παύλου είναι παλαιότερα των γραπτών ευαγγελίων (μια απλοϊκή θέση, στην καλύτερη περίπτωση) είναι αξιοσημείωτο που ο Παύλο μοιάζει να μην ξέρει τίποτα για την ιστορική παράδοση σχετικά με τον Ιησού από τη Ναζαρέτ. [48] Θεωρώ πως αυτή η υπόθεση μπορεί να χρεωθεί υπέρ των Μυθικιστών, μόνο αν δεν υπάρχει κανένας ανώτερος λόγος βάσει της καριέρας του Παύλου που καθιστά την άγνοια πιο εύλογη για τη σιωπή του (ή την εικονική σιωπή του) από κάποια άλλη εξήγηση. Κατ’εμέ υπάρχει σαφής λόγος για το ότι ο Παύλος δεν μας βοηθάει και δεν έχει να κάνει με το ότι δεν ήξερε τις παραδόσεις για τον Ιησού, αλλά για το ότι δεν ήξερε τον Ιησού από τη Ναζαρέτ.
Τις επιστολές του Παύλου τις έχουμε όχι τόσο για τη λογοτεχνική και θεολογική τους σημασία, αλλά επειδή ένας παράδοξα επίμονος αιρετικός περιπλανιόταν στις επαρχίες από τον Πόντο-Βιθυνία μέχρι τη Ρώμη προσπαθώντας να πείσει τον κόσμο του 2ου αιώνα πως ο Χριστιανισμός ήταν εν τέλει η πίστη σε έναν επουράνιο λυτρωτή που ξεγλίστρησε από τους άρχοντες και έγινε θυσία για την αμαρτία. [49] Μπορεί να μοιάζει εντυπωσιακό πως οποιοσδήποτε θα πειθόταν από το κράμα εβραϊκής παράδοσης και ελληνιστικής θεοσοφίας του Παύλου, αλλά ο Παύλος δεν ήταν δέσμιος μιας ενιαίας άποψης για τον Ιησού. Προπαγανδιστής καθοδηγούμενος από την επιτυχία και άνδρας πολλών μηνυμάτων, [50] ο Παύλος αλλάζει πορεία και χαράσσει νέα επιχειρηματολογία όταν χρειάζεται και το χρειαζόταν γιατί σε πολλές από τις “εκκλησίες” του δεν τους άρεσε ούτε αυτός, ούτε αυτά που έλεγε. [51] Επιπλέον, μεγάλο κομμάτι της παύλειας παράδοσης και η ανάγκη για περισσότερες επιστολές εξ ονόματός του καθιστούν γλαφυρή και την σχετική του ασημαντότητα και το ότι ήταν ακατανόητος.
Ωστόσο η μάχη για το όνομα του Παύλου και για την “αυθεντία” του έχει υπερτονιστεί και φτάνει στα όρια του αναχρονιστικού. [52] Η φήμη μου είναι παρα-κανονική και όχι πρωτότυπη στην παράδοση. Το κύρος του δεν ήταν καθόλου εγγυημένο τον 1ο και 2ο αιώνα: για αυτό οφείλεται ως επί το πλείστον μια τυχαία διαμάχη για την ερμηνεία που προκλήθηκε στους κύκλους των πατέρων από μια συγκεκριμένη αιρεσιολογική κρίση. Ιστορικά, η μυθικιστική άποψη του αποδίδει σχέση με το θέμα βάσει μιας σημασίας αδικαιολόγητης βάσει του ιστορικού πλαισίου -αφού ο Παύλος και η παράδοση για τον Ιησού είναι συνώνυμοι και ανταλλάξιμοι όροι· αφού ο Παύλος είναι πρώιμος μάρτυρας της παράδοσης (όπως αναφέρει το επιχείρημα) πού είναι η παράδοση στον Παύλο; [53] Για την ακρίβεια αποτελεί αξιοθρήνητο σημείο των Μυθικιστών ότι ούτε μία μελέτη δεν έχει προκύψει από τους κύκλους του που να χειρίζεται με ώριμο τρόπο τα ιστορικά, δομικά χαρακτηριστικά της σκέψης του Παύλου, αναμενόμενο αφού το κύριο ενδιαφέρον τους είναι να χρησιμοποιήσουν ιατροδικαστικά τη σιωπή του για να “αποδείξουν μια λακούνα” στην παράδοση, την οποία μια προσεκτικότερη ανάλυση δείχνει πως δεν υπάρχει.
Ο Ernst Käsemann καίρια παρατήρησε πάνω από 50 χρόνια πριν πως οι περισσότεροι συγγραφείς του 2ου αιώνα θεωρούσαν τη θεολογία του Παύλου ασυνάρτητη. [54] ο Παύλος εν γένει δεν συνεισφέρει τίποτα στη συζήτηση για τον ιστορικό Ιησού και η χρονολόγηση των επιστολών του είναι πεδίο γεμάτο κίνδυνο και απόγνωση. Αυτή η ασυνέπεια του πρώιμου Χριστιανισμού έχει αναγνωριστεί από νωρίς -με πρώτον και κύριο τον συγγραφέα των Πράξεων, βιβλίο που προέκυψε τουλάχιστον εν μέρει εν μέσω του αντι-μαρκιωνιτικού ζήλου των μέσων του 2ου αιώνα. [55] Η μάχη για την “οικειοποίηση” του Παύλου μεγέθυνε τεχνητά τη σημασία του· αλλά δεν θα γινόταν καμία μάχη αν ο Μαρκίωνας δεν είχε προσπαθήσει να καταστήσει τον Απόστολο αυθεντία ανώτερη των ευαγγελίων. Η θεολογία ενδεχομένως θα είχε βουλιάξει και θα είχε μείνει στα αζήτητα.
Θεωρώ πως αυτή η διάκριση μεταξύ αυτών που οι πρώιμοι συγγραφείς αποκαλούν “αποστολικόν” (δηλαδή, σχεδόν αποκλειστικά τον Παύλο) και “ευαγγέλιον” πρέπει να οριστούν βάσει του ορθού ιστορικού πλαισίου: Η επιβίωση των επιστολών του Παύλου και της θεολογίας του είναι ως επί το πλείστον τυχαία, προκύπτει από τη διαμάχη, θεολογική και πολιτική, και είναι τόσο πολεμικά φορτισμένη, όσο και θεολογικά αυθόρμητη. Η ύπαρξη των ευαγγελίων είχε συγκεκριμένο σκοπό, ακόμη και όταν συγκεκριμένες διαμάχες που προέκυψαν αργότερα μπορούν να αναγνωριστούν στο κείμενο. Το να χρησιμοποιηθεί η πρώτη ως κριτήριο και μέτρο σύγκρισης για την ιστορική μνήμη που διατηρείται στη δεύτερη, σημαίνει δημιουργία σχέσης μεταξύ τους που είναι αντίθετη προς την ξεχωριστή τους εξέλιξη. Η άποψη ότι η σιωπή του Παύλου είναι παθητική -βασιζόμενη στην άγνοιά του ιστορικής παράδοσης ή μια πολύ αδρομερή γνώση- είναι αβάσιμη. Τα αίτια της ενεργούς του σιωπής αναπτύσσονται στο ακόλουθο μέρος.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
47 ▲ |
Schweitzer, The Mysticism of Paul the Apostle (Baltimore: Johns Hopkins, 1998), esp. pp, 3-36. Η νηφάλια προσέγγιση του Schweitzer των εβραϊκών και παγανιστικών πηγών για το μυστικισμό του Παύλου και η σύγχρονη αξιολόγηση των Bousset, Reitzenstein και Deissmann εξακολουθεί να αποτελεί πρότυπο ιστοριολογικής μελέτης για τη φιλοσοφία του Παύλου. Λιγότερο πειστική είναι η συζήτηση του Schweitzer για τις γνωστικές πτυχές του Παύλου. pp. 71-73. |
48 ▲ |
Μια χρήσιμη περίληψη του μυθικιστικού επιχειρήματος σχετικά με τον Παύλο δίνεται από τους P. R. Eddy και Gregory Boyd, The Jesus Legend: A Case for the Historical Reliability of the Synoptic Jesus (Baker, 2007), ειδικά το κεφ. 5. Ωστόσο το βιβλίο πλήττεται από έναν βαθμό μεθοδολογικής αφέλειας και μπορεί να προσεγγιστεί καλύτερα ως απολογητική απάντηση στο μυθικισμό ως “επίθεση’ στον παραδοσιακό Χριστιανισμό. |
49 ▲ |
Προς Εφεσίους 2,1-12 |
50 ▲ |
Τρεις μελέτες μπορούν να αναφερθούν από τις χιλιάδες που έχουν δημοσιευθεί: Alan Segal, Paul the Convert: The Apostolate and Apostasy of Saul the Pharisee (Yale, 1990)’; *John Ziesler, Pauline Christianity (1983; 1990\2 [1991]); και Jerome Murphy O’Connor Paul: A Critical Life (Oxford, 19966). Η διαμάχη του Παύλου με τους αντιπάλους του μελετήθηκε εκτεταμένα από τον Dieter Georgi, το 1964 στο The Opponents of Paul in Second Corinthians (Nashville, 1986). Η κλασική σύντομη μελέτη στα Αγγλικά είναι του C.K. Barrett, “Paul’s Opponents in 2 Corinthians,” NTS 17 (1971), 233-54; και πρβλ. Stanley Porter, Paul and His Opponents (Leiden, 2009). Schweitzerm Nysticism, pp. 75-99. |
51 ▲ |
Περιγράφεται εξαιρετικά στο James D.G. Dunn’s The Theology of Paul the Apostle (Grand Rapids/New York, 2006), pp. 60-67. Η καθοριστική μελέτη για τους αντιπάλους του Παύλου είναι και παραμένει η The Opponents of Paul in Second Corinthians: A Study of Religious Propaganda in Late Antiquity (Studies in the New Testament & its World) (London: T&T Clark, 2000; original German, 1964. |
52 ▲ |
Dennis MacDonald, The Legend and the Apostle: The Battle for Paul in Story and Canon (Westminster 1983). |
53 ▲ |
“Οι επιστολές του Παύλου αποτελούν την ακριβή μαρτυρία υπέρ της ύπαρξης της παράδοσης των ευαγγελίων πριν από αυτόν. Υποθέτουν έναν Ιησού που έζησε, έπραξε, δίδαξε, του οποίου η ζωή ήταν υπόδειγμα για τους πιστούς και που πέθανε στο σταυρό. Είναι αλήθεια πως ο Παύλος δίνει τμηματικές και σποραδικές ενδείξεις σχετικά με τη ζωή και τη διδασκαλία του Ιησού, αλλά αυτό εξηγείται από τη μία από το ότι δεν έχουμε πλήρη εικόνα για το κήρυγμα του αποστόλου και από την άλλη από τον χαρακτήρα και τα ενδιαφέροντά του. Δεν είχε κάποιον ιδιαίτερο σκοπό να αποδείξει κάτι που κανείς στην εποχή του δεν είχε αμφισβητήσει -ότι ο Ιησούς υπήρξε. Ο μοναδικός του στόχος ήταν να αποδείξεις (αυτό που οι Εβραίοι αρνιούνταν να παραδεχθούν) πως ο Ιησούς ήταν ο Χριστός”. (Goguel, Jesus the Nazarene, p, 109). Βλ. τα πρόσφατα μυθικιστικά επιχειρήματα του Earl Doherty, The Jesus Puzzle (Canadian Humanist Publications, 1999) για μια τυπική εκδοχή του επιχειρήματος της σιωπής. |
54 ▲ |
Ernest Kasemann, “Die AnfängechristlicherTheologie,” ZThK 57 (1960), pp. 162-85. Δημοσιευμένο στα Αγγλικά στο Journal for Theology and Church 6, Robert W. Funk, ed. (New York, 1969), pp. 17-46. |
55 ▲ |
Έχω επιχειρηματολογήσει εκτεταμένα για αυτό το ζήτημα στο “The Reclamation of Paul: The Orthodox Critique of Marcion’s Paulinism,” στο Marcion (1984), pp, 233-280 και “How Then Know This Troublous Teacher?” Journal of Early Christian Studies 6.3 (Oxford: 1987-1988), 173-191. Για τη χρονολόγηση των Πράξεων του Λουκά: Ακολουθώ την τοποθέτηση του F. C. Baur για τις Πράξεις και τον κανονικό Λουκά στον 2ο αιώνα. Μία στέρεη και αντικειμενική αξιολόγηση δίνεται στον Tyson, “The Date of Acts” (2006, pp. 1-11). Τα ακόλουθα στάδια εξέλιξης είναι αρκετά βέβαια: (α) Το πρωτότυπο του κειμένου, ήδη καθιερωμένο και προερχόμενο από τον κύκλο του Μαρκίωνα ως ανώνυμη σύνθεση γύρω στο 100, (β) η εισαγωγή των ρήσεων-παραδόσεων (Q) ανεξάρτητα από τη χρήση της ίδιας παράδοσης από το Ματθαίο, (γ) μια συρραφή του “Λουκά” του 2ου αιώνα που περιλαμβάνει την εισαγωγή, μια ιστορία βρεφικής ηλικίας, προσθήκες (π.χ. Ο Ιησούς δωδεκαετής στο Ναό), μια πιο εκτεταμένη διήγηση της ανάστασης και η ιστορία της ανάληψης, η οποία μεταφέρθηκε στις μεταγενέστερες Πράξεις. |
Τα σχόλιά σας είναι ευπρόσδεκτα / Your comments are welcome