A Fable of Science and Politics
23.12.2006 © Eliezer Yudkowsky |
Τον καιρό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η κοινωνία ήταν χωρισμένη σε Πράσινους και Βένετους. Οι Πράσινοι και οι Βένετοι δολοφονούσαν ο ένας τον άλλο σε μονομαχίες, έστηναν ενέδρες, προκαλούσαν συμπλοκές και εξεγέρσεις. Ο Προκόπιος έλεγε για τις αντιμαχόμενες φατρίες: “Θεριεύει μέσα τους μια εχθρότητα για τον πλησίον τους η οποία δεν έχει αιτία και ποτέ δεν μειώνεται ή εξαφανίζεται, ούτε για γάμο, ούτε για σχέση, ούτε για φιλία, είτε πρόκειται για αδελφούς, είτε για οποιαδήποτε άλλη συγγένεια”. Ο Εδουάρδος Γίββων γράφει: “Η στήριξη μιας από τις δυο φατρίες κατέστη απαραίτητη για οποιονδήποτε υποψήφιο για πολιτική ή εκκλησιαστική θέση”.
Ποιοι ήταν οι Πράσινοι και οι Βένετοι; Οπαδοί της πράσινης και της μπλε ομάδας στις αρματοδρομίες.
Φανταστείτε ένα μέλλον όπου μια μελλοντική κοινωνία καταφεύγει σε ένα τεράστιο υπόγειο δίκτυο σπηλαίων και σφραγίζει τις εισόδους. Δεν θα διευκρινίσω για ποιο λόγο καταφεύγει εκεί· αν είναι λόγω επιδημίας, πολέμου ή ραδιενέργειας. Θα υποθέσουμε πως οι πρώτοι Χθόνιοι καταφέρνουν να καλλιεργήσουν τρόφιμα, να βρουν νερό, να ανακυκλώνουν τον αέρα, να παράγουν φως, να επιβιώνουν και πως εν τέλει οι απόγονοί τους ακμάζουν και δημιουργούν πόλεις. Για τον επάνω κόσμο υπάρχουν μόνο θρύλοι γραμμένοι σε μερικά ρετάλια χαρτιού και ένα από αυτά περιγράφει τον ουρανό ως ένα τεράστιο ανοιχτό χώρο γεμάτο αέρα πάνω από ένα απεριόριστο έδαφος. Ο ουρανός έχει κυανό χρώμα και περιέχει παράξενα αιωρούμενα αντικείμενα, σαν μεγάλες μπάλες από λευκό βαμβάκι. Αλλά το νόημα της λέξης “κυανός” είναι αμφίβολο· κάποιοι λένε πως αναφέρεται στο χρώμα που είναι γνωστό ως “μπλε”, ενώ άλλοι πως αναφέρεται στο χρώμα που είναι γνωστό ως “πράσινο”.
Τον πρώτο καιρό της υπόγειας κοινωνίας, οι Βένετοι και οι Πράσινοι βιαιοπραγούσαν ανοιχτά, αλλά σήμερα υπάρχει εκεχειρία —μια ειρήνη που προέκυψε από το διαρκώς εντεινόμενο αίσθημα αδιαφορίας. Η ηθική της κοινωνίας άλλαξε. Τώρα υπάρχει μια μεγάλη και ακμάζουσα μεσαία τάξη, που αναπτύχθηκε με αποτελεσματική αστυνομία και έχει ξεσυνηθίσει τη βία. Τα σχολεία διδάσκουν το ιστορικό πλαίσιο: πόσο κράτησαν οι μάχες Πράσινων και Βένετων, πόσοι πέθαναν, πόσο λίγα άλλαξαν ως αποτέλεσμα. Οι άνθρωποι αποδέχθηκαν την παράξενη, νέα φιλοσοφία ότι οι άνθρωπο είναι άνθρωπο, ασχέτως αν είναι Βένετοι ή Πράσινοι.
Η διαφωνία δεν έχει εξαφανιστεί. Η κοινωνία εξακολουθεί να είναι χωρισμένη σε Πράσινους και Βένετους και υπάρχει μια “βένετη” και μια “πράσινη” τοποθέτηση σε κάθε σύγχρονο ζήτημα πολιτικής ή πολιτισμού. Οι Βένετοι στηρίζουν τη φορολογία του ατομικού εισοδήματος, ενώ οι Πράσινοι προτείνουν φορολογία στις εμπορικές συναλλαγές· οι Βένετοι θέλουν αυστηρότερους νόμους περί γάμου, ενώ οι Πράσινοι θέλουν να είναι ευκολότερο να πάρει κάποιος διαζύγιο· οι Βένετοι στηρίζονται από τα αστικά κέντρα, ενώ οι πιο απομακρυσμένοι αγρότες και πωλητές νερού συνήθως είναι Πράσινοι· οι Βένετοι πιστεύουν πως η Γη είναι μια τεράστια πέτρινη σφαίρα στο κέντρο του σύμπαντος, ενώ οι Πράσινοι ότι είναι μια επίπεδη πέτρα που περιφέρεται γύρω από ένα αντικείμενο που λέγεται Ήλιος. Κάθε Βένετος και Πράσινος πολίτης δεν συμφωνεί απόλυτα με την εκάστοτε “βένετη” ή “πράσινη” θέση σε κάθε ζήτημα, αλλά είναι σπάνιο να βρει έναν έμπορο στην πόλη που να πιστεύει πως ο ουρανός είναι μπλε και να στηρίζει παράλληλα ατομική φορολογία και πιο ελεύθερους νόμους περί γάμου.
Οι Χθόνιοι είναι ακόμα χωρισμένοι· μια επισφαλής ειρήνη. Κάποιοι λίγοι πραγματικά πιστεύουν πως οι Πράσινοι και οι Βένετοι θα έπρεπε να είναι φίλοι και τώρα είναι σύνηθες θέαμα κάποιος Πράσινος να πηγαίνει σε μαγαζί Βένετου ή κάποιος Βένετος να πηγαίνει σε ταβέρνα Πράσινου. Αλλά από μια εκεχειρία που προέκυψε λόγω εξάντλησης, άρχισε να εμφανίζεται αργά ένα πνεύμα ανοχής, ακόμα και φιλίας.
Μια μέρα οι Χθόνιοι ταρακουνήθηκαν από ένα μικρό σεισμό. Μια ομάδα έξι τουριστών εκείνη τη στιγμή βρισκόταν σε ένα από τα αρχαία καταλύματα στις πάνω σπηλιές. Νιώσανε το βράχο να σείεται κάτω από τα πόδια τους και ένας από τους τουρίστες έπεσε και γρατζούνισε το γόνατό του. Η ομάδα αποφάσισε να γυρίσει πίσω φοβούμενη νέους σεισμούς. Στο δρόμο της επιστροφής ένας μύρισε στον αέρα κάτι παράξενο, μια μυρωδιά που ερχόταν από μια παλιά σήραγγα που είχε εγκαταλειφθεί καιρό. Αγνοώντας τις προειδοποίησεις των συνταξιδιωτών του, το άτομο δανείστηκε ένα φανάρι και μπήκε στη σήραγγα. Ο πέτρινος διάδρομος ανέβαινε… όλο και πιο πάνω… και τελείωνε σε μια τρύπα που οδηγούσε πέρα από τον κόσμο, σε ένα μέρος όπου η πέτρα τελείωνε. Άπλα, απέραντο κενό που απλωνόταν στο άπειρο· αρκετός χώρος για χιλιάδες πόλεις. Αφάνταστα ψηλά από πάνω, και πολύ λαμπερό για να το κοιτάξεις, ήταν μια καυτή σπίθα που φώτιζε τα πάντα, το γυμνό σύρμα μιας τεράστιας γυμνής λάμπας. Στο αέρα, μετέωρα, υπήρχαν μεγάλες, ακατανόητες, φούντες από λευκό βαμβάκι. Και επάνω ήταν το τεράστιο, φωτεινό ταβάνι… και το χρώμα του… ήταν…
Η ιστορία διακλαδίζεται σ’αυτό το σημείο ανάλογα με το ποιο μέλος της ομάδας τουριστών ακολούθησε τη σήραγγα μέχρι την επιφάνεια.
Η Αντίτυα η Βένετη στάθηκε κάτω από τον μπλε ουρανό και χαμογέλασε. Δεν ήταν ένα ευχάριστο χαμόγελο. Υπήρχε μίσος και πληγωμένη υπερηφάνεια· θυμήθηκε κάθε λογομαχία που είχε ποτέ με Πράσινο, κάθε αντιπαράθεση, κάθε καυγά. “Είχες δίκιο τελικά,” της ψιθύρισε ο ουρανός, “και τώρα μπορείς να το αποδείξεις”. Η Αντίτυα στάθηκε εκεί, απορροφώντας το μήνυμα, λατρεύοντας το συναίσθημα και μετά μπήκε πίσω στη σήραγγα για να ενημερώσει τον κόσμο. Καθώς η Αντίτυα περπατούσε, έσφιξε τη γροθιά της και είπε: “Τέλος η ανακωχή”.
Ο Μπάρρον ο Πράσινος κοιτάξε μπερδεμένος το χάος των χρωμάτων για αρκετά δευτερόλεπτα. Όταν τελικά κατάλαβε ένιωσε σαν να έφαγε γροθιά στο στομάχι. Δάκρυα άρχισαν να κυλάνε στα μάτια του. Ο Μπάρρον αναλογίστηκε τη Σφαγή του Καθάυ, όταν ένας Βένετος στρατός σφαγίασε όλους τους πολίτες μιας Πράσινης πόλης, μαζί με τα παιδιά· φαντάστηκε τον Βένετο στρατηγό, Άννας Ρελλ, που είχε πει πως οι Πράσινοι είναι “ένας λάκκος ασθενείας, μια πανώλη που πρέπει να καθαριστεί”· θυμήθηκε το μίσος που είχε δει σε μάτια Βένετων και κάτι ράγισε μέσα του. “Πώς μπορείς να είσαι με το μέρος τους;” ούρλιαξε ο Μπάρρον στον ουρανό και μετά άρχισε να κλαίει· επειδή αναγνώρισε, καθώς στεκόταν κάτω από την κρύα, γαλάζια λάμψη, πως το σύμπαν ήταν πάντα σατανικό.
Ο Τσαρλς ο Βένετος αναλογίστηκε το μπλε ταβάνι με δισταγμό. Ως καθηγητής σε ένα μικτό κολέγιο, ο Τσαρλς είχε τονίσει επανειλημμένα πως και η Βένετη και η Πράσινη οπτική ήταν ισάξιες και έπρεπε να χαίρουν και οι δύο σεβασμού: ο ουρανός ήταν μια μεταφυσική έννοια και το κυανό ένα χρώμα που μπορούσε να ιδωθεί με πολλούς τρόπους. Για μια στιγμή αναρωτήθηκε αν ένας Πράσινος στη θέση του θα έβλεπε ένα πράσινο ταβάνι επάνω· ή ίσως το ταβάνι να ήταν πράσινο τέτοια ώρα αύριο· αλλά δεν μπορούσε να βασίσει την συνέχεια ενός ολόκληρου πολιτισμού σ’αυτό. Αυτό ήταν ένα απλό φυσικό φαινόμενο και δεν είχε καμία σχέση με την ηθική φιλοσοφία ή την κοινωνιολογία… αλλά φοβόταν πως κάλλιστα θα μπορούσε να παρερμηνευθεί. Ο Τσαρλς αναστέναξε και ξαναμπήκε στη σήραγγα. Αύριο θα ξαναερχόταν μόνος για να σφραγίσει το πέρασμα.
Η Ντάρια, κάποτε Πράσινη, προσπάθησε να αναπνεύσει μέσα στις στάχτες του κόσμου της. “Δε θα δειλιάσω”, είπε στον εαυτό της, “δεν θα αποστρέψω το βλέμμα μου.” Ήταν Πράσινη σε όλη της ζωή και τώρα πρέπει να γίνει Βένετη. Οι φίλοι της, η οικογένειά της θα την εγκατέλειπαν. Η Ντάρια κοίταξε επίμονα το ήρεμο γαλάζιο του ουρανού προσπαθώντας να το αποδεχθεί και τελικά η ανάσα της ηρέμησε. “Έκανα λάθος”, είπε στενάχωρα· “τελικά δεν είναι τόσο περίπλοκο”. Θα έβρισκε νέους φίλους και ίσως η οικογένειά της να την συγχωρούσε… ή, σκέφτηκε γεμάτη ελπίδα, ίσως να έβλεπαν κι αυτοί τον ουρανό και να πέρναγαν το τεστ που μόλις είχε περάσει αυτή. “Ο ουρανός είναι μπλε”, είπε δοκιμαστικά η Ντάρια και τίποτε κακό δεν της συνέβη· αλλά δεν μπορούσε να κάνει τον εαυτό της να χαμογελάσει. Η Ντάρια η Βένετη αναστέναξε, επέστρεψε στον κόσμο και αναλογιζόταν τι θα έλεγε.
Ο Έντιν ο Πράσινος κοίταξε τον μπλε ουρανό και άρχισε να γελάει κυνικά. Η ιστορία του κόσμου επιτέλους ξεκαθάρισε. Ακόμα κι αυτός δεν πίστευε ότι ήταν τόσο βλάκες. “Βλάκα”, είπε ο Έντιν, “βλάκα, βλάκα, και η απάντηση ήταν πάντα εδώ.” Μίσος, φόνοι, πόλεμοι και τελικά επρόκειτο απλά για ένα πράμα όπως όλα τ’άλλα για το οποίο κάποιος έγραψε κάτι. Ούτε ποίηση, ούτε ομορφιά, τίποτα για το οποίο θα ενδιαφερόταν ένα λογικό άτομο, απλά ένα ασήμαντο πράμα που είχε γίνει αντικείμενο υπερβολής. Ο Έντιν ακούμπησε κουρασμένος στην είσοδο της σπηλιάς και αναλογιζόταν πώς να εμποδίσει αυτή την πληροφορία από το να τινάξει τον κόσμο στον αέρα· και αν μήπως ο κόσμος άξιζε μια τέτοια μοίρα.
Ο Φέρρις πάγωσε από θαυμασμό και έκπληξη και αναφώνησε χωρίς να το θέλει. Τα μάτια του πηδούσαν γρήγορα από αντικείμενο σε αντικείμενο και κινούνταν διστακτικά στο επόμενο θέαμα· ο μπλε ουρανός, τα άσπρα σύννεφα, το τεράστιο και άγνωστο έξω, γεμάτο μέρη και πράγματα (και ανθρώπους;) που κανείς Χθόνιος δεν είχε δει ποτέ. “Ω, ώστε αυτό το χρώμα έχει τελικά”, είπε ο Φέρρις και άρχισε να εξερευνά.
Τα σχόλιά σας είναι ευπρόσδεκτα / Your comments are welcome