Αγαπητοί μου αναγνώστες, Κυριακή του Πάσχα σήμερα οπότε να σας ευχηθώ σήμερα καλή ξεκούραση και χρόνια πολλά, σε άθεους και Χριστιανούς (και με μέτρο τη μαγειρίτσα και τα κρέατα, παχαίνουν και ανεβάζουν χοληστερίνες, ουρικό και τριγλυκερίδια 😛 ) Σας παρουσιάζω σήμερα ένα ενδιαφέρον άρθρο του Benjamin Cain περί του παραλογισμού του θεϊσμού με ενδιαφέρον twist στο τέλος. Το άρθρο νομίζω πως μετράει υπό μία έννοια και ως ανίερη αγελάδα. Καλή ανάγνωση! (Ασε κάτω το τσουρέκι ρε, σε βλέπω!)
Theism: Does its irrationality matter? 31.08.2011 © Benjamin Cain |
Ο Θεϊσμός είναι η πεποίθηση ότι υπάρχει τουλάχιστον ένας υπερφυσικός θεός, ένα τέλειο (παντοδύναμο, πάνσοφο) άτομο που δημιούργησε το υλικό σύμπαν και που παρεμβαίνει στο σύμπαν αυτό, ειδικά στα ανθρώπινα τεκταινόμενα. Ο θεϊσμός είναι το φιλοσοφικό περιεχόμενο των θρησκειών, το οποίο σχεδόν ποτέ δεν συζητάτε στα μέινστρημ δημοσιογραφικά ρεπορτάζ περί θρησκείας, είτε στο ράδιο ή την τηλεόραση, στις εφημερίδες ή τα περιοδικά. Στη Δύση το να ασχοληθεί κανείς με τη φιλοσοφική βάση του θεϊσμού θα φέρει στο προσκήνιο τη νομιμοποίηση των μονοθεϊστικών θρησκειών και θα αποξένωνε τους καταναλωτές των ειδήσεων, οι περισσότεροι εκ των οποίων παριστάνουν πως ακολουθούν κάποια παραδοσιακή θρησκεία χωρίς ουσιαστικά να το κάνουν. Εν ολίγοις, οι μονοθεϊστικές θρησκείες είναι αυτή τη στιγμή φαρσοκωμωδίες.
Το γελοίον του πράγματος ξεκινά με την λανθασμένη λογική ότι ο θεϊσμός μπορεί και πρέπει να στηριχθεί λογικά, λες και πρόκειται για επιστημονική θεωρία. Η επιστημονιστική γκάφα εδώ είναι τερατώδης και συχνά ξεκινά από μια κωμικά λανθασμένη υπεροψία, όπως στην περίπτωση της Καθολικής σοβαροφάνειας ή τις εντελώς διεστραμμένες αυταπάτες περί μεγαλείου του επιθετικού Ισλαμισμού. Η υποτίμηση του μονοθεϊσμού προς τον μη θεϊσμό ή προς έναν Ανατολίτη μύστη είναι σαν ένα μυρμήγκι που νομίζει πως είναι ψηλότερο από μια καμηλοπάρδαλη (γράφω για “μη θεϊσμό” αντί για “αθεϊσμό”, γιατί ο “αθεϊσμός” έχει αρνητικό κοινωνικό υπόστρωμα το οποίο είναι αδιάφορο για το κεντρικό ζήτημα του άρθρου). Ωστόσο η φαρσοκωμωδία τελειώνει όταν δούμε πως ο παραλογισμός του θεϊσμού μπορεί να είναι αδιάφορος και ότι ο θεϊστής μπορεί να γελάσει τελευταίος. Ο λογικός αντίλογος κατά του θεϊσμού μπορεί να βασίζεται σε ένα λάθος κατηγοριοποίησης. Πράγματι, το λογικό ιδεώδες που θέλει τις φιλοσοφικές μας πεποιθήσεις να είναι λογικές και σύμφωνες με τα δεδομένα έρχεται σε αντίθεση με την πραγματικότητα κατά Χιουμ που επιβεβαιώνεται από τους γνωστικούς επιστήμονες· ότι οι άνθρωποι δεν είμαστε τόσο λογικοί όσο θέλουμε να πιστεύουμε. Θα παραθέσω μια σύνοψη των λόγων για τους οποίους ο θεϊσμός είναι πραγματικά παράλογος, αλλά έπειτα θα στραφώ σε αυτό που αποκαλώ “υπαρξιακό, μη λογικό επιχείρημα” υπέρ του θεϊσμού.
Μυστικισμός και Λιτεραλισμός
Κατ’αρχάς, πρέπει να παρατηρήσουμε το σχίσμα που υπάρχει σε όλες τις θρησκείες μεταξύ της μυστικιστής και εξωτεριστικής παράδοσης. Ο μύστης αναζητά την υπερβατική εμπειρία του θείου, όχι την λογική αιτιολόγηση μιας πεποίθησης. Καταλαβαίνει πως η γλώσσα και η λογική απλοποιούν και έτσι μέχρι ενός σημείου παραποιούν την πραγματικότητα καθώς την καταγράφουν και πως, εν πάσι περιπτώσει, τα εργαλεία αυτά εξελίχθηκαν για την πρακτική γνώση του πώς να επιβιώσουμε στον φυσικό κόσμο, όχι για να επικοινωνήσουμε με ότι τυχόν υπάρχει πέρα από τον κόσμο αυτό. Ο μύστης προτιμά την άμεση, ενστικτώδη επαφή με την υπερφυσική πραγματικότητα, αλλά αν υποχρεωθεί να μιλήσει για το τι έχει βιώσει, τότε συχνά καταλήγει σε μύθους και μεταφορές που κι ο ίδιος γνωρίζει πως δεν θα πρέπει να ληφθούν και πολύ σοβαρά υπ’όψιν.
Ο μυστικισμός είναι κεντρικός στις Ανατολικές θρησκείες, αλλά περιθωριοποιημένος στις Δυτικές, μονιθεϊστικές θρησκείες. Αυτό που αντικαθιστά τον μυστικισμό στην καρδιά του Ιουδαϊσμού, του Χριστιανισμού και τους Ισλάμ είναι μια τεράστια παρεξήγηση, ονόματι “λιτεραλισμός”, όπου η εξωτεριστική γνώση συγχέεται με την εσωτεριστική, μυστικιστική. Οι λιτεραλιστές κάνουν το λάθος να προσκολλώνται στο γράμμα των μυστικιστικών μεταφορών. Έτσι, ενώ ο μύστης μπορεί να συγκρίνει το Θεό, ο οποίος υπερβαίνει τη φύση, με έναν αγαθό γονιό, ο λιτεραλιστής ερωτεύεται όχι το Θεό, αλλά την εικόνα του, υποκύπτοντας στην πρωτόγονη τάση μας να λατρεύουμε είδωλα. Από την μυστικιστική οπτική γωνία, ο λιτεραλιστής κυριεύεται από το εγώ του· σαν τον Νάρκισσο γοητεύεται από το είδωλό του· στην περίπτωση αυτή από την εικόνα που εκχέεται από το μυαλό του μύστη για να του παρέχει έναν πρόχειρο χάρτη ενός πράγματος που υπερβαίνει την δυνατότητα λογικής κατανόησης. Οπότε τουλάχιστον ένα από τα αρχικά σφάλματα που κάνουν οι Δυτικοί θεϊστές είναι η εξύψωση της αντι-μυστικιστικής τους παράδοσης. Έτσι οι Χριστιανοί δίωξαν τους Γνωστικούς και οι Ουλεμάδες έχουν τεταμμένες σχέσεις με τους Σούφι.
Πράγματι, όταν ο θεϊσμός εκφυλιστεί σε λιτεραλιστική ειδωλολατρεία, το περιεχόμενο των θεϊστικών πεποιθήσεων καθίσταται γελοίο. Οι εικόνες αντιφάσκουν μεταξύ τους ή είναι εξωφρενικές, οδηγώντας τον ταλαίπωρο λιτεραλιστή σε έναν κυκαιώνα σφαλμάτων, καθώς χρειάζεται να εκλογικεύσει τους παραλογισμούς που αναπόφευκτα ακολουθούν όταν προσπαθεί να φυσιοποιήσει και να ανθρωπομορφοποιήσει κάτι που υποτίθεται πως είναι υπερφυσικό. Για παράδειγμα, πώς μπορεί ο Θεός κυριολεκτικά να έχει σκέψεις και συναισθήματα χωρίς υλικό εγκέφαλο ή άλλο υπόστρωμα. Αν ένα υπόστρωμα απαιτείται για ψυχολογικές καταστάσεις, τότε ποιος έφτιαξε του Θεού; Περιττό να πούμε πως αν ο Θεός εξελίχθηκε, τότε δεν είναι ο δημιουργός των πάντων. Οι λιτεραλιστές έχουν ταξιδέψει στα πέρατα του κόσμου ψάχνοντας για την Εδέμ ή την Κιβωτό του Νώε, πάντα με έτοιμη την δικαιολογία όταν δεν καταφέρνουν να βρουν καμία αρχαιολογική απόδειξη για την ιστορικότητα της εκάστοτε βιβλικής ιστορίας. Και η λιτεραλιστική θεολογία μετατρέπεται σε παιχνίδι τέννις χωρίς φιλέ. Έχουν γραφτεί τόμοι και τόμοι της λεγόμενης συστηματικής θεολογίας για να καταγραφεί κάθε λεπτομέρεια των θεϊστικών εικόνων, καταλήγοντας σε δόγματα που υποτίθεται πως ορίζουν τις ιδιότητες του Θεού -και, δίχως άλλο, και τι έφαγε για πρωινό ο Θεός τις προάλλες.
Θεία Αποκάλυψη
Για να επανέλθω, οι μυστικιστικές μεταφορές εν τέλει καταγράφονται και οι λιτεραλιστές έρχονται για να απαντήσουν με τις δικές τους διδασκαλίες ή για να παρερμηνεύσουν τα κείμενα των μυστών. Έτσι βλέπουμε το θέαμα της θείας αποκάλυψης, λες και αυτό που έπλασε το σύμπαν θα έγραφε βιβλίο ή θα έπλαθε μερικά πάνω-κάτω ελεύθερα όντα και μετά θα μετέτρεπε κάποια από αυτά σε μαριονέτες, “εμπνέοντάς” τα να διαβάσουν το νου του Θεού και να μεταφράσουν τις εντολές του για χάρη τρίτων. Γιατί δεν θα μπορούσε ο Θεός να τους εμπνεύσει όλους μαζί στο διηνεκές; Αυτό θα παρενέβαινε στην ελευθερία μας και ο Θεός αγαπά τους ανθρώπους πάνω από όλη την Πλάση. Γιατί τότε εμπνέει κάποιους λίγους προφήτες; Επειδή ο Θεός αγαπά την περιστασιακή ανθρώπινη θυσία. Αυτή είναι μία εκ των εκατομμυρίων αντιφάσεων της λιτεραλιστικής θεολογίας.
Εν πάσι περιπτώσει, βρισκόμαστε μετά μπροστά στο αδύνατο έργο της ορθής ερμηνείας των Γραφών. Αυτό είναι το ερμηνευτικό πρόβλημα που ταλανίζει όλες τις θρησκείες, επειδή τα σύμβολα στις φυσικές γλώσσες δεν είναι σαφή: οι λέξεις έχουν πολλαπλά νοήματα και αυτή η αμφισημία αναδύεται όταν το κείμενο μεταφράζεται σε άλλες γλώσσες. Η αοριστία γίνεται χειρότερη επειδή υπάρχουν και πολλές Γραφές, οδηγώντας σε πολλές σέκτες και θρησκείες και οι ακόλουθοι της κάθε μίας ισχυρίζονται αποκλειστική θεία καταγωγή του δικού της κειμένου. Ποιο κείμενο λοιπόν είναι αυτό που προόριζε ο Θεός ως αποκάλυψη; Πρέπει όλοι μας να αγνοούμε τις προθέσεις του Θεού, διαφορετικά δεν έκανε τον κόπο να καταγράψει το μανιφέστο του, αλλά ο Θεός μας αφήνει να τσακωνόμαστε για το πώς να ερμηνεύσουμε το μανιφέστο που έχουμε επιλέξει και ποιο μανιφέστο είναι το γνήσιο. Αναπόφευκτα η ερμηνεία των θρησκευτικών κειμένων καταντάει σε διαρκή σταχυολόγηση: αγνοούμε κάποια χωρία και τονίζουμε άλλα, συνήθως για να βολέψουμε τις προκαταλήψεις μας.
Όσο για το ποιο θρήσκευμα υιοθετούμε, παρά την ποικιλία ανταγωνιζομένων θρησκειών, το ζήτημα καθορίζεται απλά από το πού θα γεννηθούμε και τι θρησκεία είχαν οι γονείς μας. Για εξελικτικούς λόγους τα παιδιά είναι πολύ εύπιστα, ώστε να μαθαίνουν γρήγορα στα πρώτα τους χρόνια, οπότε όταν οι γονείς γεμίζουν τα κεφάλια των παιδιών με ανοησίες, όπως έκαναν και οι δικοί τους γονείς, το παιδί αποκτά προκατάληψη υπέρ της θρησκείας και η θρησκεία ανακυκλώνεται αέναα. Φυσικά, ο θεϊστής που θεωρεί τη θρησκεία του αποκλειστικά ορθή πρέπει να εξηγήσει γιατί ο Θεός έφτιαξε τους ανθρώπους έτσι ώστε να επηρεάζονται τόσο πολύ από τους γονείς, την γεωγραφική θέση και τη χρονική περίοδο, ώστε οι περισσότεροι να εκτραπούν άδολα και να υιοθετήσουν μια διαφορετική, ψευδή θρησκείας, και γιατί ο Θεός θα τους τιμωρήσει για το ότι, στην πράξη, γεννήθηκαν από λάθος γονείς, στο λάθος μέρος, στη λάθος στιγμή.
Παρεμπιπτόντως, άλλο ένα γεγονός που θα έπρεπε να προβληματίσει το θεϊστή είναι ότι το μυαλό μας είναι φτιαγμένο έτσι ώστε να διαβάζει το μυαλό τρίτων, δίνοντάς μας μια ενστικτώδη κατανόηση των κινήτρων των άλλων. Όπως λέει ο φιλόσοφος Daniel Dennett στο “Λύνοντας το Ξόρκι”, συχνά παραχρησιμοποιούμε αυτή την ικανότητα, θεωρώντας πως κάθε μοτίβο στον κόσμο υπόκειται σε ψυχολογική ερμηνεία, οπότε ανθρωπομορφοποιούμε τα πάντα, από σύννεφα κι αυτοκίνητα μέχρις εκείνου που θεωρούμε ως υπέρτατη πραγματικότητα. Ο λόγος για τον οποίο αυτό θα έπρεπε να ανησυχεί τον θεϊστή είναι ο εξής: είναι πιο πιθανό ότι κάνουμε κατάχρηση της έμφυτης ικανότητάς μας να διαβάζουμε μυαλά και να ανθρωπομορφοποιούμε την υπέρτατη πραγματικότητα, φτάνοντας στον θεϊσμό, παρά ότι η πραγματικότητα αυτή είναι πρόσωπο.
Στην περίπτωση τώρα της χριστιανικής αποκάλυψης, οι υπερόπτες Καθολικοί ιερείς έρχονται να την σώσουν λέγοντας πως ο Θεός τους έχει δώσει την εξουσία να δώσουν στους Χριστιανούς την ορθόδοξη ερμηνεία της Βίβλου και αλάνθαστη καθοδήγηση σε ηθικά ζητήματα. Πράγματι, ο Χριστιανισμός είναι η πιο λιτεραλιστική και κατ’επέκταση η πιο παράλογη από όλες τις μεγάλες θρησκείες. Ο επίσημος Χριστιανισμός ξεκίνησε τον 4ο αιώνα ως ένας στοίχημα του Ρωμαίου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου στην προσπάθειά του να ενώσει τις απόμακρες και θρησκευτικά διηρημένες περιοχές της καταρρέουσας αυτοκρατορίας του. Ενώ παλιότερα ο ρωμαϊκός στρατός επιτύγχανε το ίδιο καταπνίγοντας τις εξεγέρσεις, η παρακμάζουσα αυτοκρατορία δεν μπορούσε πλέον να κάνει το ίδιο, οπότε ο Κωνσταντίνος στράφηκε σε μια πιο ήπια λύση. Τι καλύτερος τρόπος ενοποίησης από το να μεταλλάξει τον ρωμαϊκό πολυθεϊσμό ώστε να έχει τουλάχιστον την εξωτερική εμφάνιση του μονοθεϊσμού; Αν υπήρχε μόνο ένα θεός, θα υπήρχε ένας ορθός τρόπος ζωής (υποθέτοντας πως ο Θεός δεν έχει πολλαπλές προσωπικότητες και επιλέγει να δίνει λογικά συνεπείς εντολές). Οπότε οι Ρωμαίοι υιοθέτησαν τον Ιουδαϊσμό ως βασικό συστατικό της συνταγής τους. Αλλά ο Ιουδαϊσμός δεν επαρκούσε, μιας και οι Εβραίοι είναι διάσημοι για την αντικοινωνικότητά τους και διαχωρίζονται από τους άλλους με τις ιδιαίτερες τελετές και έθιμά τους, όπως η περιτομή και οι αυθαίρετοι διατροφικοί περιορισμοί.
Οπότε οι Ρωμαίοι επέλεξαν ένα παρακλάδι του Ιουδαϊσμού, μια λιτεραλιστική εβραϊκή σέκτα που υποσχόταν να ενώσει τον Ιουδαϊκό μονοθεϊσμό με τον ρωμαϊκό πολυθεϊσμό, αποφέροντας τα καλύτερα και των δύο κόσμων. Αυτή η σέκτα έγινε ο Χριστιανισμός και έτσι ο άυλος ιουδαϊκός Γιαχβέ έγινε μια Τριάδα που περιελάμβανε -άκουσον, άκουσον- ένας άνδρα ονόματι Ιησού, που ανέλαβε το ρόλο ενός ρωμαϊκού ημίθεου. Και ενώ οι Εβραίοι ενδιαφερόντουσαν περισσότερο για το πώς μπορούν οι άνθρωποι να ζήσουν καλά ακολουθώντας τις θεϊκές εντολές, παρά για πώς δρούσε ο Θεός στον κόσμο, ο Χριστιανισμός σφιχταγκαλιάζει τη λιτεραλιστική σύγχυση λέγοντας πως ο Θεός, το Άγιο Πνεύμα, όχι μόνο μιλάει μέσω του εκάστοτε προφήτη, αλλά μεταδίδει την εξουσία του μέσω του μεγαλύτερου προφήτη του, του Ιησού, (αυτό μην το πείτε σε Μουσουλμάνο) στον Πέτρο, τον πρώτο Πάπα, προσθέτοντας τον Καθολικισμό στη λίστα των χριστιανικών ειδώλων.
Κοσμικός Χριστιανισμός
Ειρωνικά, ένας κοσμικός επικριτής του Χριστιανισμού που επισημαίνει αυτά τα ιστορικά γεγονότα θα έπρεπε να νιώθει κάπως ένοχος. Όντας ένα κοσμικό σχέδιο για τη διατήρηση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ο επίσημος Χριστιανισμός βοήθησε πολύ στην εκκοσμίκευση, προωθώντας αυτό που ο Max Weber ονόμαζε “απομυθοποίηση της φύσης”. Φέρνοντας το Θεό τόσο μέσα στη φύση, για την ακρίβεια, ορίζοντας έναν συγκεκριμένο άνδρα ως ίσο του δημιουργού του σύμπαντος, ο Χριστιανισμός υποβαθμίζει το Θεό, προετοιμάζοντας το δρόμο για τον μη θεϊσμό, όταν οι επιστήμονες έχουν εξηγήσει τόσο πολύ τη φύση που δεν αφήνουν κρυψώνα για τον λιτεραλιστικό Θεό. Η σχέση του Ιουδαϊσμού με το Χριστιανισμό μοιάζει με τη σχέση Πλάτωνα και Αριστοτέλη. Ο Πλάτωνας υπέθεσε αόριστες, άυλες Ιδέες που ερμηνεύουν τις φυσικές κατηγορίες. Ο Αριστοτέλης κατέβασε τις Ιδέες στη γη εντοπίζοντάς τες σε υλικές διεργασίες. Όπως ο Αριστοτέλης εκκοσμίκευσε τον Πλατωνισμό, έτσι και οι Χριστιανοί εκκοσμίκευσαν τον μονοθεϊσμό -και εξακολουθούν να το κάνουν, αν και όχι εσκεμμένα.
Αυτή η συγκεκαλυμμένη ζημιά του Χριστιανισμού στον θεϊσμό φαίνεται έντονα στον τρόπο με τον οποίο οι περισσότεροι Αμερικανοί παριστάνουν τους ακολούθους του Ιησού, ενώ η συμπεριφορά τους δείχνει πως λατρεύουν το χρήμα και τις επίγειες απολαύσεις. Παρατηρήστε πως αυτό που κάνουν όλοι αυτοί οι Χριστιανοί καταναλωτές είναι να αντικαθιστούν το ένα είδωλο (τον Ιησού) με ένα άλλο (τον Μαμμωνά). Από μια μυστικιστική οπτική γωνία, σίγουρα υπάρχει μια “γλιστερή πλαγιά” εδώ: αν κάνεις το αρχικό λάθος να μπερδέψεις το σύμβολο με την πραγματική περιοχή που σημαδεύει στο χάρτη, οδηγείσαι όλο και περισσότερο προς την σαρκική επιθυμία, τον εγωισμό και την λογικά συλλημένη φύση και απομακρύνεσαι από τη μυστικιστική εμπειρία της υπερβατικής ενότητας του κόσμου. Έτσι ένας Αμερικανός μπορεί να λέει ότι είναι Χριστιανός σε ένα τηλεφωνικό γκάλοπ, υπονοώντας πως θέλει να είναι σαν τον Ιησού, δηλαδή χοντρικά ένας πασιφιστής χίπης και κομμουνιστής που δεν τον ενδιέφεραν οι κοσμικές συμβάσεις, και μετά να κλείσει το τηλέφωνο στην έπαυλή του και να πάει τα παιδιά στο σχολείο με τη μερσεντές του -και όλα αυτά χωρίς να νιώθει τύψεις για την υποκρισία του ή φόβο ότι ίσως μια πνευματική ζωή να είναι αντίθετη της άνετης, κοσμικής ζωής. Το θέμα είναι ότι ο υλιστής Χριστιανός δεν είναι και τόσο υποκριτής· πάει προς τα εκεί που τον θέλανε να οδηγήσουνε τη θρησκεία οι Ρωμαίοι χειραγωγοί του Χριστιανισμού. Συμπτωματικά, αυτός ο εντελώς διεφθαρμένος Χριστιανισμός ακολουθείται σε μια χώρα της οποίας οι ιδρυτές θέλανε ρητά να επαναθεσπίσουνε την ρωμαϊκή κοινωνική τάξη (π.χ. δείτε το ρωμαϊκό στυλ αρχιτεκτονικής των κυβερνητικών κτιρίων της Ουάσινγκτον).
Θεϊστικές Αποδείξεις
Τι γίνεται με τα φιλοσοφικά επιχειρήματα για τον θεϊσμό; Όπως είπε ο Kierkegaard, κανένα από αυτά δεν μετατρέπει ένα μη θεϊστή σε θεϊστή. Πάρτε για παράδειγμα το Επιχείρημα της Πρώτης Αιτίας, που λέει ότι τα πάντα στο σύμπαν έχουν μια φυσική αιτία και αφού δεν μπορεί να υπάρχει μια άπειρη αλληλουχία φυσικών αιτιών και η πρώτη αιτία δεν μπορεί να προκαλέσει τον εαυτό της, η πρώτη αιτία των πάντων πρέπει να είναι υπερφυσική. Αλλά ποιος λέει πως δεν μπορεί να υπάρξει μια τέτοια άπειρη αλληλουχία; Επίσης, τα υλικά σώματα συνδέονται περισσότερο οργανικά, παρά μηχανιστικά, έτσι αντί να είναι ένα ον ξέχωρο από τα αποτελέσματά του, η πρώτη αιτία -η ανωμαλία της Μεγάλης Έκρηξης ή η κβαντική διακύμανση- είναι περισσότερο σαν το σύνολο της φύσης σε μορφή σπόρου που εξελίσσεται σε πιο περίπλοκες μορφές. Και αν ο Θεός μπορεί να αποτελεί εξαίρεση στο τι μπορεί ή όχι να προκαλέσει τον εαυτό του, γιατί δεν μπορεί και αυτή η ανωμαλία να αποτελεί μια εξαίρεση και να προκαλεί τον εαυτό της, οπότε και το υπερφυσικό στοιχείο είναι πλεονάζον;
Όσο για το Επιχείρημα του Σχεδιασμού, ότι το σύμπαν είναι σαν ένα ανθρώπινο κατασκεύασμα, το οποίο υπονοεί πως το σύμπαν είναι ευφυώς σχεδιασμένο, ήταν πιο ελκυστικό πριν τη φυσιοκρατική εξήγηση του βιολογικού σχεδιασμού του Δαρβίνου. Επίσης, αν κάθε τι στο σύμπαν είναι συγκρίσιμο με ανθρώπινα κατασκευάσματα, κάθε τι θα είχε μια λειτουργία. Ποια είναι η λειτουργία του φεγγαριού, ενός αστεροειδούς ή της σκοτεινής ύλης; Σίγουρα μπορούμε να φανταστούμε λειτουργίες, αλλά θα ήταν αυτό που οι βιολόγοι λεν “ιστοριούλες, δηλαδή ad hoc εικασίες που μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο πιθανές, αλλά δεν στηρίζονται από ανεξάρτητα στοιχεία. Η άποψη ότι το σύμπαν είναι κατασκεύασμα φτιαγμένο από το Θεό έχει νόημα μόνο από μια ανθρωποκεντρική σκοπιά η οποία μετά τον Κοπέρνικο έχει καταστεί μάλλον φαιδρή.
Έπειτα υπάρχει το Στοίχημα του Πασκάλ, σύμφωνα με το οποίο κανείς δεν ξέρει αν υπάρχει ή όχι Θεός, αφού εξ ορισμού ο Θεός είναι άπειρος και υπερβατικός, αλλά είναι σώφρον για έναν αγνωστικιστή να ποντάρει πως υπάρχει ένας θείος Δικαστής, επειδή τότε έχει τα μέγιστα να κερδίσει (τον παράδεισο) και τα λιγότερα να χάσει (τον σχετικά μικρό κόπο να πάει στην εκκλησία κ.λπ.) Το επιχείρημα αυτό έχει πολλά προβλήματα, ένας από τα οποία είναι ότι η πιθανότητα ο Θεός να εκτιμήσει και να επιβραβεύσει ένα τέτοιο στοίχημα είναι σίγουρα πολύ χαμηλή. Ποιος θα ήθελα να λατρέψει έναν τόσο ωφελιμιστικό θεό; Επιπλέον, αν ο Θεός είναι άπειρος και υπερβατικός, όπως υποθέτει το επιχείρημα, η σωστή απάντηση θα ήταν αυτή του μύστη, οπότε η υπόθεση ότι ο Θεός είναι σαν τον διευθυντή ενός καζίνο που ενδιαφέρεται για ωφελιμιστικούς υπολογισμούς θα απορρίπτονταν ως χονδροειδής υπεραπλούστευση.
Έπειτα υπάρχει το Ηθικό Επιχείρημα, σύμφωνα με το οποίο η ηθική είναι αδύνατη με την μη θεϊστική φυσιοκρατία, οπότε η ύπαρξη ηθική απαιτεί το υπερφυσικό, το οποίο περιλαμβάνει το Θεό. Η συντομότερη απάντηση εδώ είναι ότι υπάρχει μια πλήρης εξελικτική εξήγηση για την ηθική. Όπως έχω ξαναπεί όμως, η όποια επιστημονική εξήγηση της ηθικής θα διαπράξει την φυσιοκρατική πλάνη. Η επιστήμη μπορεί να εξηγήσει πώς ξεκίνησε η ηθική και πώς λειτουργεί, αλλά η εξήγηση αυτή δεν ερμηνεύει κάθε ηθική προσταγή, η οποία είναι φιλοσοφικό ζήτημα. Η καλύτερη απάντηση στο Ηθικό Επιχείρημα είναι απλά να δειχθεί πως η ανθρωπομορφική έννοια ενός Θεού, που το επιχείρημα προϋποθέτει, είναι τόσο τοπικιστική που καθίσταται αδιάφορη. Όταν πιστεύαμε πως το σύμπαν είναι μικρό με τη Γη στο κέντρο και με τα αστέρια να αραδιάζονται σε μοτίβα με νόημα ειδικά για μας, πρέπει να ήταν προφανές πως ο Θεός ήταν σαν έναν ανθρώπινο βασιλιά ή δικαστή που παρακολουθεί τη συμπεριφορά μας και προετοιμάζεται για την ημέρα που θα μας κρίνει. Αυτή η εικόνα απλά πλέον δεν είναι πιστευτή από τον επιστημονικά ενήμερο άνθρωπο. Κανείς δεν μπορεί λογικά να υποθέσει πως ο δημιουργός των μελανών οπών, της σκοτεινής ύλης, των υπερκαινοφανών αστέρων και όλων των γαλαξιών, άστρων, πλανητών και πιθανώς άλλων ειδών σκέφτεται σαν άνθρωπος. Η ανθρωπομορφική εικόνα του Θεού έχει υπάρξει ύποπτα βολική για τους μονάρχες ανά τους αιώνες, που την χρησιμοποίησαν για να δοξαστούν και να καθησυχάσουν τις μάζες. Αυτή η εικόνα δεν έχει την ίδια δύναμη και έτσι δεν είναι πλέον σώφρον να ευχαριστούμε το Θεό για την ανθρώπινη ηθική.
Ένα πρόσφατο και δημοφιλές θεϊστικό επιχείρημα είναι το Υπερβατικό, σύμφωνα με το οποίο όχι μόνο η ηθική, αλλά η λογική και ακόμα και η επιστήμη προϋποθέτουν το θεϊσμό. Για παράδειγμα, οι επιστήμονες υποθέτουν φυσικούς νόμους, οπότε προϋποθέτουν πως η φύση είναι ερμηνεύσιμη. (Αυτό το επιχείρημα μπορείτε να το βρείτε στο βιβλίο του Dinesh D’Souza, “Τι το φοβερό έχει ο Χριστιανισμός;”) Πάλι υπάρχουν πολλά προβλήματα με το επιχείρημα αυτό. Κατ’αρχάς, οι φυσικοί νόμοι είναι περιγραφικοί και δεν καθορίζουν την πραγματικότητα, αν και οι πρώτοι δυτικοί επιστήμονες θόλωσαν τα νερά με τον Ντεϊσμό τους. Δεύτερον, οι γνωστικοί επιστήμονες εξηγούν τι είναι η ανθρώπινη λογική και δείχνουν ότι δεν είμαστε και τόσο λογικοί, που είναι αυτό που θα περιμέναμε αν οι γνωστικές μας ικανότητες ήταν αποτέλεσμα φυσικής επιλογής. Τρίτον, ποιος μας λέει πως η φύση είναι εν τέλει τελείως ερμηνεύσιμη; Η κβαντομηχανική είναι παράδοξη ακόμα και σε εκείνους που έχουν καταφέρει το υπεράνθρωπο έργο να συλλάβουν τα μαθηματικά που απαιτούνται για την περιγραφή αυτού του επιπέδου πραγματικότητας.
Οι Χριστιανοί ειδικά αρέσκονται να λένε πως η θρησκεία τους είναι μοναδική λόγω της πληθώρας ιστορικών αποδείξεων υπέρ των θεϊστικών τους ισχυρισμών. Υποτίθεται δηλαδή πως υπάρχουν επαρκή στοιχεία, για παράδειγμα, πως ο Ιησούς αναστήθηκε θαυματουργά από τους νεκρούς. Αυτό απλά δεν ισχύει δεδομένων των επαγωγικών κανόνων απόδειξης. Σε ένα δικαστήριο, φυσικά, τα ιστορικά στοιχεία της Καινής Διαθήκης δεν θα γίνονταν επιτρεπτά να μπουν ούτε στα πρακτικά ως φημολογίες· είναι φημολογίες όχι επειδή είναι λιγουλάκι απόμακρυσμένα από το παρόν, αλλά υπερβολικά. (Τα ανώνυμα κείμενα των Ευαγγελίων έχουν αντιγραφεί ξανά και ξανά επί αιώνες). Θα πέθαιναν οι πρώτοι Χριστιανοί για τη θρησκεία τους, αν οι πεποιθήσεις τους για την σωματική ανάσταση του Ιησού δεν ήταν δικαιολογημένη; Φυσικά και θα μπορούσαν, μιας και οι άνθρωποι μπορούν και να αυταπατώνται πολύ και να βρίσκονται σε μεγάλη απόγνωση. Απλά κοιτάξτε τους φονταμενταλιστές Μουσουλμάνους τρομοκράτες που ακόμα και σήμερα πετάνε τις ζωές τους επειδή πιστεύουν ότι θα απολαύσουν 72 παρθένες στον παράδεισο. Αν ο Ιησούς δεν αναστήθηκε, γιατί ήταν ο τάφος άδειος; Για πολλούς λόγους, ο καθένας πιο πιθανός από την παραβίαση των φυσικών νόμων. Μπορεί να βάλανε τον Ιησού σε λάθος τάφο ή να τον πέταξαν σε ένα λάκκο μαζί με άλλα πτώματα και μέσα στον πανικό που δημιούργησε η εστίαση της Ρώμης στον Ιησού, οι οπαδοί του σκορπίστηκαν και έπλασαν ένα κάρο ιστορίες για εκλογικεύσουν την απώλειά τους. Για την ακρίβεια, σήμερα με τα λιγοστά στοιχεία που έχουμε, είναι πολύ πιο πιθανό να μην υπήρξε καν ιστορικός Ιησούς και ότι όλη η θρησκεία είναι αποτέλεσμα σύγχυσης και απάτης παρά ότι έχει σχέση με μια θαυματουργή νεκρανάσταση.
Και πάλι η χριστιανική έφεση στην ειδωλολατρεία βοήθησε πολύ την εκκοσμίκευση, αφού έσυρε το θεϊσμό στο πεδίο της επαγωγικής λογικής, που δεν βοηθά διόλου τη θρησκεία. Οπότε οι αντικειμενικοί μελετητές της Βίβλου και οι αρχαιολόγοι ερεύνησαν διεξοδικά τους βιβλικούς ισχυρισμούς και στις περισσότερες περιπτώσεις τους βρήκαν ελλιπείς. Αλλά μετά την σχεδόν ολοκληρωτική εξάλειψη του υπερφυσικού και έχοντας ορίσει μια υποτιθέμενη υπερβατική οντότητα, το Θεό, με έναν Εβραίο Μεσανατολίτη και με κανά-δυο ανθρώπινους θεσμούς -προδίδοντας έτσι τις μυστικιστικές παραδόσεις- το να γυρίσει ένας Χριστιανός και να παραστήσει πως υπάρχουν λογικά επιχειρήματα για το χριστιανικό υπερφυσικό απαιτεί αρκετό θράσος. Οι Χριστιανοί καλούνται τώρα να κοιμηθούν όπως έστρωσαν: ακολούθησαν τη Ρώμη στην διαστρέβλωση της ιουδαϊκής αντι-ειδωλολατρείας, οπότε πρέπει να ζήσουν με το γεγονός ότι, όπως πάντα γνώριζαν οι μύστες, η λογική δρα κατά της πίστης στο υπερφυσικό. Οι Χριστιανοί δεν μπορούν να το έχουν δίπορτο. Αν ο Θεός υπήρξε πράγματι ως άνθρωπος και θέλουμε να πιστεύουμε πως έχουμε λογικά επιχειρήματα για να πιστεύουμε σ’αυτόν τον άνθρωπο, τότε οι επαγωγικές μέθοδοι ισχύουν. Αλλά όπως φαίνεται, ο επιστήμονας ιστορικός ακολουθεί τη μεθοδολογική φυσιοκρατία, η οποία υποθέτει ως αρχή πως δεν συμβαίνουν θαύματα. Μάλλον μας τελείωσαν οι επαγωγικοί λόγοι για να είναι κανείς Χριστιανός!
Τέλος θα πω δυο λόγια το Πρόβλημα του Κακού, που καθιστά εδώ και χιλιετίες αμφίβολο το θεϊσμό. Το συμπερασματικό πρόβλημα δεν είναι τόσο ισχυρό όσο το πιθανολογικό. Αν ορίσεις το Θεό ως παντοδύναμο, πάνσοφο και πανάγαθο και δεχθείς πως υπάρχει κακό (ανούσια δεινά) στον κόσμο, τότε πρέπει να εγκαταλείψεις ένα ή περισσότερα από τα θεϊκά χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα, ο Θεός προτιμά να μην υπάρχει κακό, αλλά δεν μπορεί να δημιουργήσει έναν τελείως καλό κόσμο. Το επιχείρημα αυτό είναι αδύναμο επειδή ο θεϊστής μπορεί να τροποποιήσει τη λίστα των θεϊκών ιδιοτήτων (μην ξεχνάτε πως η θεολογία είναι σαν τένις χωρίς φιλέ).
Η καλύτερη τακτική εδώ είναι να αντιμετωπίσουμε το ερώτημα ποια εξήγηση του υπαρκτού κόσμου είναι καλύτερη, του θεϊστή ή του μη θεϊστή φυσιοκράτη. Αν η ζωή είναι ένα ατύχημα φυσικής επιλογής, τότε τα άσκοπα δεινά μπορούν εύκολα να εξηγηθούν βάσει των απρόσωπων δυνάμεων που συντηρούν τη ζωή. Αλλά η πιθανότητα είναι μικρή η θεότητα που έχουν κατά νου οι περισσότεροι θεϊστές να δημιούργησε τον κόσμο που υπάρχει. Αυτό το παραδέχονται και οι ίδιοι και γι’αυτό το λόγο αποδίδουν τη φύση στην Πτώση και περιμένουν έναν καλύτερο κόσμο στον ουρανό ή στο Βασίλειο του Θεού που θα αντικαταστήσει τον ατελή αυτό κόσμο. Αυτό απλά διώχνει το πρόβλημα ένα βήμα πίσω, αφού τώρα ο θεϊστής πρέπει να αναλογιστεί την πιθανότητα ο Θεός να ευθύνεται για μια τέτοια ανοησία. Σίγουρα, ο Θεός μπορεί να είχε έναν άγνωστο λόγο που επέτρεψε την Πτώση ή που έπλασε το Σατανά για να σύρει την ανθρωπότητα στην αμαρτία και να διαφθείρει όλη την πλάση. Πάλι: τένις χωρίς φιλέ. Ομοίως, ένας τρελός κλεισμένος στο τρελάδικο μπορεί να εκλογικεύσει κάθε στοιχείο που έρχεται σε αντίθεση με την περίτεχνη αυταπάτη του. Αλλά ένα τέτοιο άτομο δεν σκέφτεται ορθά. Κάποια στιγμή πρέπει να αποφασίσουμε αν μια εξήγηση είναι η καλύτερη διαθέσιμη και γίνεται αποδεκτή για αντικειμενικούς λόγους ή αντίθετα η εξήγηση είναι μια βολική, ad hoc εκλογίκευση που προστατεύει μια παράδοση που λατρεύεται επειδή έχει τη δυνατότητα να κρατήσει δεμένη μια οικογένεια ή μια κοινωνία. Άλλωστε η λατινική ρίζα της λέξης “θρησκεία” είναι το “δένω”.
Το υπαρξιακό επιχείρημα κατά του μη θεϊσμού
Εν ολίγοις, ο θεϊσμός δεν είναι λογικός. Ειδικά μετά την εμφάνιση της σύγχρονης επιστήμης υπάρχει μια πληθώρα λόγων για να μην πιστεύει κανείς σε ένα τέλειο πρόσωπο που δημιούργησε το σύμπαν και εργάζεται θαυματουργά προς όφελός μας. Κατ’αρχάς, ο λιτεραλιστικός θεϊσμός είναι μια παιδιάστικη σύγχυση υπό το πρίσμα του μυστικισμού. Οι λιτεραλιστές δεν συμφωνούν για τις λεπτομέρειες της θρησκείας τους επειδή κωλύονται από το ανυπέρβλητο εμπόδιο της ερμηνείας των γραφών. Οι ανθρωποκεντρικές υποθέσεις που ιστορικά έδωσαν στον θεϊσμό την όποια αξιοπιστία είχε έχουν πλέον καταρριφθεί από τις επιστημονικές ανακαλύψεις που δείχνουν την απάνθρωπη κλίμακα του σύμπαντος. Τα επιστημονικά ερμηνευτικά στάνταρ είναι ενάντια στον θεϊσμό και κάνουν μεγάλη ζημιά ειδικά στην ιστορικότητα της χριστιανικής διήγησης. Καμία από τις κλασσικές θεϊστικές αποδείξεις δεν είναι πειστική λογικά από μόνη της και καμία από τις νεότερες αποδείξεις δεν προσθέτουν ιδιαίτερα στην ισχύ των παλιότερων.
Ευτυχώς για τον θεϊστή, τίποτα από αυτά δεν θα έπρεπε να έχει σημασία. Η έννοια ότι ο θεϊσμός πρέπει να είναι λογικός είναι επιστημονιστική και μπορεί να απορριφθεί. Οι άνθρωποι μπορεί να είναι οι καλύτεροι στοχαστές που υπάρχουν, αλλά εξακολουθούμε να είμαστε ζώα. Επιλέγουμε τις βαθύτερες πεποιθήσεις μας όχι επειδή υπολογίζουμε πιθανότητες ή επειδή μελετούμε επιχειρήματα, αλλά λόγω των εμπειριών μας, των συναισθημάτων μας και του χαρακτήρα μας. Όταν ολοκληρωθεί αυτή η μη λογική διεργασία, τότε ψάχνουμε λόγους για να στηρίξουμε το γνωστικό αυτό οικοδόμημα, αλλά ακόμα και εδώ σπάνια ασκούμε καθαρή λογική· αντίθετα υποκείμεθα σε πάμπολλες λογικές πλάνες που έχουν εισάγει τα γονίδιά μας στον εγκέφαλό μας όπως, για παράδειγμα, το να συγκρατούμε τα στοιχεία που επιβεβαιώνουν τις υποθέσεις μας και να ξεχνάμε εκείνα που τις καθιστούν αμφίβολες.
Με αυτά κατά νου θέλω να περιγράψω αυτό που νομίζω πως είναι το καλύτερο επιχείρημα κατά του μη θεϊσμού, το οποίο αποκαλώ Υπαρξιακό Επιχείρημα, επειδή επικεντρώνεται στην μη λογική φύση των σημαντικών μας αποφάσεων. Ξεκινώ περιγράφοντας την τυπική στάση ενός μη θεϊστή προς το θεϊσμό. Οι περισσότεροι μη θεϊστές ενδιαφέρονται πολύ όχι απλά για το περιεχόμενο των σύγχρονων επιστημονικών θεωριών, αλλά για την επιστημονική μέθοδο, η οποία είναι το τρέχον κυρίαρχο μοντέλο αντικειμενικότητας στη Δύση. Οι θρήσκοι αποτυγχάνουν λοιπόν, όχι απλά επειδή η υπερφυσιοκρατία τους είναι ασύμβατη με την επιστημονική οντολογία, αλλά επειδή ανυψώνουν την πίστη πέρα από τη λογική. Ο μη θεϊστής υποθέτει ότι οι μεταφυσικές και εμπειρικές ερωτήσεις θα πρέπει να προσεγγίζονται απρόσωπα, αντικειμενικά, χρησιμοποιώντας αυστηρή λογική και αποφεύγοντας τις πλάνες ει δυνατόν και δίνοντας μεγάλη σημασία στα δεδομένα. Υπό αυτή την έννοια, ο μη θεϊσμός γίνεται η μόνη βιώσιμη επιλογή. Υποθέτοντας πως οι θεϊστές έχουν πάνω-κάτω την ίδια λογική ικανότητα με τον μέσο μη θεϊστή, ο μη θεϊστής συνεχίζει λέγοντας πως ο θεϊστής πρέπει να πάσχει από αυταπάτες, πλύση εγκεφάλου, δεισιδαιμονία, κοινωνική πίεση ή κάποιον ιο του εγκεφάλου. Εν πάσι περιπτώσει, κάποια μη λογική δύναμη υπερνικά την ικανότητα του θεϊστή να σκεφτεί λογικά, ενώ ο μη θεϊστής είναι απελευθερωμένος από τέτοιες δυνάμεις και βλέπει την κατάσταση καθαρά, πηγαίνοντας εκεί που οδηγεί η καθαρή λογική, στην απόρριψη της θεϊστικής πίστης.
Καλά όλα αυτά, αλλά ο μη θεϊστής πρέπει να αντιμετωπίσει το ερώτημα αν θεωρεί τον εαυτό του τόσο λογικό σε όλα τα ζητήματα τόσο μεγάλης προσωπικής σημασίας, όσο το αν υπάρχει ένας θεός που θα μας φροντίσει όταν πεθάνουμε και αν το σύμπαν είναι κατά βάση αγαθό. Ο μη θεϊστής συχνά κομπάζει ότι μελετά ένα θεολογικό ζήτημα λογικά, απορρίπτοντας το θεϊσμό για λόγους όπως εκείνους που προανέφερα. Είναι ο μη θεϊστής υπερ-λογικός, όμως; Στέκει πάντα με το μέρος της λογικής, αντί για κάποιο μη λογικό παράγοντα, όπως το συναίσθημα, η διαίσθηση ή κάποια θεσμική εξουσία;
Πάρτε για παράδειγμα το ζήτημα των σεξουαλικών σχέσεων, που είναι σχεδόν για όλους ένα τόσο σημαντικό προσωπικά ζήτημα όσο το ερώτημα αν θα πρέπει να είμαστε θεϊστές ή όχι. Είναι δέον ο μη θεϊστής να βρει ένα ταίρι και να έχει σεξουαλική σχέση μαζί του και αν ναι, με ποιον; Οι περισσότεροι μη θεϊστές έχουν σχέσεις. Αλλά παρατηρήστε ότι αν υιοθετούσαν την ίδια τακτική σε θέματα διαπροσωπικών σχέσεων όπως κάνουν με τον θεϊσμό, οι προσπάθειές τους σίγουρα θα κατέληγαν σε αποτυχία. Αν δεν ζεις στον πλανήτη Βάλκαν, δεν μπορείς να περιμένεις να προσελκύσεις ταίρι αν ψειρίζεις κάθε λεπτομέρεια του υποψήφιου με σκληρή, ψυχρή λογική και αν αλλάζεις τη συμπεριφορά σου αποκλειστικά βάσει των παρατηρούμενων δεδομένων. Για παράδειγμα, πολλοί άνθρωποι δένονται με το χορό, ο οποίος είναι μια τελετουργία που δοκιμάζει την ικανότητα του ατόμου να απελευθερώνεται από τη λογική και να παρασύρεται από τη μουσική. Επιπλέον, ο χορός είναι συχνά πρελούδιο της ίδιας της ερωτικής πράξης, οπότε ο σκοπός της είναι να δέσει συναισθηματικά τα δύο άτομα και όχι να αναλύσει την κατάσταση ως άλλο επιστημονικό πείραμα.
Για να το θέσω ωμά, σας καλώ να συγκρίνεται την εικόνα που έχει ένας μη θεϊστής για έναν θεϊστή που είναι χωμένος στις αυταπάτες ή τον εγκεφαλικό ιό και σκούζει πως ο Θεός υπάρχει, γελοιοποιώντας τον εαυτό του, με την εικόνα από μια, ας πούμε κρυφή κάμερα, ενός μη θεϊστή που κάνει παθιασμένο σεξ με το ταίρι του. Είναι προφανές πως η λογική έχει ελάχιστη σχέση με την επιτυχή απάντηση των προσωπικών αποφάσεων και στις δυο περιπτώσεις. Και ο θεϊστής βάζει τη λογική στην άκρη όταν ασχολείται με το φιλοσοφικό ερώτημα της ύπαρξης του υπερφυσικού και αν αυτή η υπερβατική πραγματικότητα έχει πρόσωπο.
Γιατί να εμπιστευτούμε την επιστήμη και τη λογική να απαντήσει το ένα καίριο προσωπικό ζήτημα, αλλά όχι το άλλο; Μήπως η αποτυχία του μη θεϊστή να είναι υπερ-λογικός, για να αποφασίσει όλα τα προσωπικά ζητήματα χρησιμοποιώντας απλή λογική υποσκάπτει τον μη θεϊσμό, κάνοντας την απόρριψη του θεϊσμού μια περίπτωση ειδικής έκκλησης; Αν στην αναζήτηση συντρόφου η καλύτερη στρατηγική είναι να κάνεις πολύ καλή εντύπωση, για παράδειγμα, σε μια προσπάθεια να γίνεις όσο πιο ευτυχισμένος γίνεται, γιατί να μην είμαστε ομοίως πραγματιστές και στην επιλογή του τι θέλουμε να πιστεύουμε για το Θεό;
Παρατηρήστε πως το υπαρξιακό επιχείρημα εδώ δεν είναι όμοιο με του Πασκάλ. Ο Πασκάλ πρότεινε ένα κυνικό σχέδιο, ενώ ο υπαρξιστής λέει να ακολουθήσουμε την διαίσθησή μας: αν ο χαρακτήρας μας και οι εμπειρίες μας τύχει να μας οδηγήσουν προς τον μη θεϊσμό, τότε ο μη θεϊσμός θα μας κάνει ευτυχισμένους και ο υπαρξιστής συμπεραίνει πως τέτοια άτομα έχουν την ηθική και αισθητική υποχρέωση να είναι μη θεϊστές. Πολλοί όμως, προφανώς, βρίσκουν το θεϊσμό πιο θελκτικό από τον μη θεϊσμό. Ο Richard Dawkins αρέσκεται να τονίζει το εξής απόλυτα λογικό, ότι κάτι δεν είναι πραγματικό απλά και μόνο επειδή το θέλουμε εμείς. Ακόμα κι αν ο θεϊσμός ήταν ηθικά ή για κάποιο άλλο λόγο πρακτικά προτιμητέος του μη θεϊσμού -για τον περισσότερο κόσμο τουλάχιστον- αυτό δεν καθιστούσε τον Θεό ένα υπαρκτό ον. Αλλά αυτό είναι απλά μια επανάληψη του σφάλματος κατηγοριοποίησης. Δεδομένου πως ο θεϊσμός δεν είναι λογικός, θα έπρεπε οι πάντες να απορρίψουν το θεϊσμό για αυτό το λόγο; Αν δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς να υποθέτεις πως θα δεις ξανά τα αγαπημένα σου πρόσωπα στον παράδεισο μετά θάνατον, είναι πιο σοφή επιλογή να επιλέξεις τη λογική και να καταδικάσεις τον εαυτό σου στο υπαρξιακό άγχος; Ξανά, ο μη θεϊστής σίγουρα συμφωνεί πως θα πρέπει να υιοθετήσουμε μια λιγότερο λογική στάση όσον αφορά την ερωτική μας ζωή, αφού η υπερανάλυση και ο σκεπτικισμός είναι αντιπαραγωγικοί σε αυτόν τον τομέα. Γιατί λοιπόν ο ηθικός στόχος της ευτυχίας δεν υπερνικά τις επιταγές της λογικής και της επιστήμης για την απάντηση υπερβατικών φιλοσοφικών ερωτημάτων; Το ζήτημα δεν είναι αν το συναίσθημα ή ή ψυχοσύνθεση αποδεικνύουν κάτι λογικά ή επιστημονικά· αντίθετα το ζήτημα είναι αν τα ηθικά στάνταρ θα έπρεπε να ξεπερνούν τα λογικά σε ερωτήματα υπαρξιακής σημασίας.
Θα κάνω το δικηγόρο του διαβόλου και θα υποθέσω πως ο μη θεϊσμός έχει κάποιο πρόβλημα εδώ. Τι συμπέρασμα θα πρέπει να βγάλουμε; Φυσικά όχι ότι ο θεϊσμός έχει λογική αιτιολόγηση. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι μη λογικά κριτήρια, όπως ηθικά ή αισθητικά, για να εκτιμήσουμε πώς ο κόσμος ερωτεύεται (συμπεριλαμβανομένου του ατόμου που επιλέγουν και της επακόλουθης συμπεριφοράς τους) και το πώς αποφασίζει αν θα είναι θεϊστής ή μη θεϊστής. Και στις δύο περιπτώσεις, ποια απόφαση ζωής είναι ανώτερη όσον αφορά την προσωπική εξέλιξη και την ποιότητα ζωής; Θα αφήσω το ερώτημα να το αναλογιστούν οι μη θεϊστές σύντροφοί μου.
Πολύ όμορφο κείμενο…αλλά μήπως θα έπρεπε κάπως να συμπυκώσεις στο τέλος καποια σημεια κ να ρωτησεις ερωτησεις…διότι το κείμενο είναι τεράστιο κ είναι πρακτικά αδυνατο να γινει συζήτηση σε ένα τόσο εκτεταμένο θέμα.
Θα μπορούσα να σου πω..όμως…όσον αφορά το θέμα της ”υπέρλογης” αγάπης του μη θειστή…ότι όλα είναι θέμα βαθμών. Ο μη θειστης γνωρίζει ότι η αγάπη που νιώθει είναι μηχανιστική κ είναι αποτέλεσμα εμπειριών, τύχης κλπ κλπ…παρόλαυτα δεν την αποδίδει σε κάποιον υπερφυσικό παράγοντα, ούτε αυτη η αγάπη τον αποτρέπει από την πραγματική κατανόηση (όσο αυτο ειναι εφικτό) της πραγματικότητας. Αρα ναι, είναι υπερλογή…αλλά όχι παράλογη.
Πάντως θα βοηθούσε πολύ εαν μπορούσες να συγκεκριμενοποιήσεις τα ερωτηματά σου, που ειναι πολύ ενδιαφέροντα, απλά κ μόνο για πρακτικούς λόγους συζήτησης.
Το κείμενο είναι μεταφρασμένο, οπότε δεν έχω την ευχέρεια να κάνω κοπτοραπτική, αλλά ο οποιοσδήποτε μπορεί να επικεντρωθεί σε όποιο σημείο θέλει. BTW, το “υπερ-λογικός” όπως χρησιμοποιείται στο κείμενο δεν είναι συνώνυμο του “υπέρλογος”, αλλά σημαίνει “απόλυτα και ακλόνητα λογικός διαρκώς” (το αναφέρω για παν ενδεχόμενο).
Πάντως το κεντρικό ερώτημα του συγγραφέα επικεντρώνεται στην πρόταση: “Το ζήτημα δεν είναι αν το συναίσθημα ή ή ψυχοσύνθεση αποδεικνύουν κάτι λογικά ή επιστημονικά· αντίθετα το ζήτημα είναι αν τα ηθικά στάνταρ θα έπρεπε να ξεπερνούν τα λογικά σε ερωτήματα υπαρξιακής σημασίας.”
Να σου πω την αλήθεια είναι λίγο δύσκολο να καταλάβει κανείς τι σημαίνει υπερλογος, υπερλογικος κλπ….κ πιστευω ότι αυτές οι λέξεις περιπλέκουν το θεμα.
Πάντως υπάρχει αυτό (http://www.youtube.com/watch?v=eeJrcVhtzYo) όπου ο Harris αναφέρεται σε καταστάσεις όπου η επιστημη κ η λογική μπορεί να συσχετιστεί με ερωτήματα ηθικού χαρακτήρα.
Νομίζω ότι η σημαντική ερώτηση είναι “αν η πίστη σε κάτι μη πραγματικο (θειστής) είναι δυνατόν να μην έχει αρνητικές επιπτώσεις στη ζωή σου”. Κ εκεί πιστεύω ειναι το λάθος του συγγραφέα διότι επιτρέπει το ενδεχόμενο μηδαμινης αρνητικής επίδρασης (ή έστω μικρότερης από ότι έαν επιλέξουμε λογικά). Προσωπικά πιστεύω ότι η γνωση της πραγματικότητας μας δίνει τη μέγιστη δυνατότητα εξέλιξης σαν είδος.
Σίγουρα η εφαρμογη της λογικής μπορεί να σε κάνει λιγότερο χαρούμενο πολλές φορές. Αλλα, το να πάρω ναρκωτικά θα με κάνει χαρούμενο 100% των φορών..παρολαυτά υπάρχει κόστος. Νομίζω ό καλλιτερος τρόπος δεν είναι να δούμε κάθε άνθρωπο ατομικά, αλλά συλλογικά την ανθρωπότητα. Μόνο τότε φαίνεται η θετική επίδραση της γνώσης συγκριτικά με την πίστη.
Σίγουρα ενας άνθρωπος μπορεί να ζήσει τη ζωή πιστεύοντας σε νεράιδες κ να ειναι πλήρως ευτυχισμένος….αλλά τα παιδιά του θα είναι? Η κοινωνία που θα πιστεύει αυτο θα μπορέσει να εξελιχθεί κ αναπτύξει ποιότητα ζωής.
Ο συγγραφέας επικεντρώνεται στην ατομική ευτυχία κ ξεχνά να δει το δάσος.
LOL! Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Ben δεν θεωρεί στόχο ζωής την ευτυχία, όπως μπορείς να δεις και εδώ. Το δικηγόρο του διαβόλου κάνει για τους άθεους που επικεντρώνονται στην ατομική ευτυχία, αλλά εντέχνως παρακάμπτουν το γεγονός ότι το πώς αντιλαμβάνεται κανείς την ευτυχία είναι πολύ υποκειμενικό πράγμα και δεν μπορεί να λειτουργήσει ως κριτική του θεϊσμού.
Εγώ προσωπικά, παρότι έφαγα αρκετή ώρα μεταφράζοντας το δοκίμιο και αναλογιζόμενος τα ζητήματα που θέτει, δεν θεωρώ ότι είμαι σε θέση να δώσω ικανοποιητική απάντηση στο ερώτημα. Πολύ απλά δεν έχω το… “θράσος” νομίζω είναι η κατάλληλη λέξη… να γυρίσω και να πω στον άλλο πώς να ζήσει τη ζωή του.
Βέβαια, δεν έχω κανένα πρόβλημα να του πω πώς ζω εγώ τη δική μου και να αφήσω την διαβρωτική επίδραση της ύπαρξης μου να κάνει τη δουλειά της (άλλωστε δεν υπάρχει τίποτε πιο καταστροφικό για μια θρησκεία από την φανερή ύπαρξη αντίπαλης κοσμοθεωρίας). Αλλά το ξέρω πολύ καλά, σε πολλαπλά επίπεδα, ότι η υπαρξιακή άβυσσος στο τέλος της ζωής του ανθρώπου είναι για τους περισσότερους πηγή τρόμου και καταλαβαίνω απόλυτα τους ανθρώπους που θέλουν μια ανάπαυλα από τον τρόμο αυτό. Δυστυχώς, ούτε ο μηδενισμός, ούτε η επικούρεια τετραφάρμακος είναι για όλους.
Να το πω όμως πως είναι 100% μαζί σου ενάντια στην εκμετάλλευση αυτής της ανάγκης για υπαρξιακή γαλήνη από τις οργανωμένες θρησκείες, οι οποίες και δημιουργούν τα περισσότερα προβλήματα που συνδέονται με την πίστη στο υπερφυσικό. Και αυτό το αντιλαμβάνονται σιγά-σιγά και οι ίδιοι οι θρήσκοι, όπως φαίνεται από δηλώσεις του στυλ “πιστεύω, αλλά με τον δικό μου τρόπο”. Η εθελοντική αποστασιοποίηση από τα ως επί το πλείστον διεφθαρμένα θρησκευτικά ιδρύματα είναι ένα υγιέστατο πρώτο βήμα, νομίζω.
Νομίζω πάντως ότι ο Sam Harris επικεντρώνεται πάρα πολύ στα ερωτήματα που θέτεις κ εσύ κ ο Ben…. κ να σου πω την αλήθεια…δυσκολεύομαι πάρα πολύ να πιστέψει οτι η ευτυχία είναι υποκειμενικο πράγμα. Οτι μπορεί να μην υπάρχει μία οδός προς αυτη ειναι σίγουρο, αλλά ότι υπάρχουν οδοί μακρυά από αυτή είναι εξίσου σίγουρο. Αρα δεν ειναι τελείως υποκειμενική. Δυσκολεύομαι πχ να πιστέψω ότι ένας θρήσκος που δέρνει τη γυναίκα του είναι ευτυχισμένος, διότι ακόμα κ να είναι το βρίσκω δύσκολο κ η γυναίκα του να είναι. Κ επίσης το βρίσκω λίγο δύσκολο να επιχειρηματολογήσει κάποιος στα όρια της λογικής ότι το να πιστέυεις σε πράγματα που δεν υπάρχουν, αρκέι να σε κανουν ευτυχισμένο, είναι πάντα καλλιτερο από ότι να πιστεύεις σε πραγματα που υπάρχουν. Οπότε σίγουρα υπάρχει κάποιο πάτημα σε αυτά τα επιχειρήματα. Αλλά, όπως κ να εχει…νομιζω οι περισσότεροι πιστοί πραγματικά πιστεύουν ότι αυτό που τους κάνει ευτυχισμένους υπάρχει κ ίγοι αυτοι που δέχονται να πιστέψουν σε κατι που δεν υπάρχει αρκει να τους κάνει ευτυχισμένους.
Προφανώς και δεν είναι δυνατόν να επιχειρηματολογήσουμε πως “το να πιστεύεις σε πράγματα που δεν [μπορεί να αποδειχθεί ότι] υπάρχουν, αρκεί να σε κάνουν ευτυχισμένο, είναι πάντα καλλίτερο από ότι να πιστεύεις σε πράγματα που υπάρχουν”.
Αλλά θα πρέπει να δεχθούμε πως για κάποιους ανθρώπους αυτό ισχύει. Η ανθρώπινη ευτυχία (ή μάλλον ορθότερα η ψυχική γαλήνη), δυστυχώς, είναι πάντα à la carte.
Εν συντομία, επειδή αναφέρθηκες δυο φορές, να πω πως βίντεο ηθικής με τον Sam Harris έχω δει (και θα χρειαζόταν χωριστό άρθρο για να σχολιαστούν) αλλά πέρα από τα πιο χονδροειδή ηθικά ζητήματα (φόνο, κλοπή κ.λπ.) οι απόψεις του κολλάνε στο πρόβλημα is-ought που εντόπισε εδώ και μερικούς αιώνες ο Hume.
Πάντως γενικότερα δεν πιστεύω ότι το κύριο επιχείρημα των άθεων ειναι ότι πιστεύοντας στην πραγματικότητα θα εισαι πιο ευτυχισμένος…διότι θα δυσκολευτείς να βρεις θειστες να παραδεχθούν ότι δεν πιστεύουν σε κάτι αληθινο.
Παρόλαυτα….τίποτα δεν είναι απόλυτο..προφανώς….ΑΛΛΑ..θα πρεπει να ξεκινησουμε όλες τις συζητησεις ότι η γνώση της πραγματικότητας είναι καλλιτερη από τη μη γνώση….όσο σχετική κ ας φαινεται αυτη η πρόταση.
Ειδάλλως…ας είμαστε σολοψιστές να τελειώνει η υπόθεση
Σίγουρα όχι, δεν θα το δεις γραμμένο, αλλά αν κυκλοφορείς στους αθεϊστικούς κύκλους (στο Facebook ειδικά) κυκλοφορούν πολλές εικόνες/μπανεράκια με αυτό το γενικό μήνυμα (αν και αυτό εντάσσεται ίσως καλύτερα στα πλαίσια της επίκλησης επιπτώσεων)
Και ναι, σαν γενική αρχή η γνώση είναι πάντα καλύτερη από την άγνοια, αλλά -μην κοροϊδευόμαστε- δεν είναι όλοι ικανοί να αποδεχθούν και να διαχειριστούν την αλήθεια, ειδικά όταν είναι δυσάρεστη.
Αγαπητέ EvanT,
παρακολουθώ τελευταία με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις δημοσιεύσεις και μεταφράσεις σου και σε ευχαριστώ ιδιαίτερα για τον πλούτο των ιδεών που προσφέρεις.
Στο ερώτημα που θέτει ο συγγραφέας, θα ήθελα να προσθέσω την δική μου σκέψη.
Στο παράδειγμα της ερωτικής επιλογής, ξέρουμε πολύ καλά ότι φυσικά και δεν υπάρχει αρχικά λογική αντιμετώπιση, ξέρουμε όμως ότι με την πάροδο του χρόνου, η λογική αρχίζει και επηρεάζει την σχέση, λογική που έρχεται από τους άμεσα εμπλεκόμενους όσο και τον περίγυρο ή τις καταστάσεις.
Μια ερωτική σχέση για να δέσει, πρέπει συνήθως να δοκιμαστεί στον χρόνο και την κοινωνία και να μετατραπεί σταδιακά σε μία βαθιά συντροφική αγάπη ή να διαλύσει. Ειδάλλως θα έχουμε μια ακόμα αποτυχημένη σχέση ή γάμο και ενίοτε δυστυχισμένη οικογένεια και εδώ έχει ήδη υπεισέλθει η λογική ή τουλάχιστον οφείλει.
Το ενδιαφέρον είναι ότι ακόμα και αν δεν υπάρχει λογική στην ερωτική συνεύρεση, η κοινωνία την στιγμή εκείνη αλλά και ο μετέπειτα σχολιασμός της ακόμα και από τους δύο ενδιαφερόμενους, επεξεργάζεται τα δεδομένα λογικότατα.
Με την ίδια αντιστοιχία θα έλεγα, ότι σε θέματα υπαρξιακής σημασίας σαφώς και τα ηθικά στάνταρτ είναι αυτά που καθορίζουν την προσέγγιση, αλλά σε προσωπικό επίπεδο και όχι κοινωνίας. Η ελεύθερη κοινωνία βλέπει και θα βλέπει τα πράγματα επεξεργασμένα με την λογική ή με κάποιου είδους λογική, ανεξάρτητα από την προσωπική ματιά των μελών της, άρα επηρεάζοντας έτσι και ως ένα βαθμό κάθε μέλος της.
Κατ’ αναλογία και σε προσωπικό επίπεδο όταν ξεπεραστεί ο θεϊστικός “έρως” (αν ξεπεραστεί) τότε αρχίζει και δουλεύει η λογική είτε για να τεκμηριώσει την θεϊστική υπόθεση, είτε για να την εκλογικεύσει ότι και να σημαίνει αυτό, δηλαδή στο τέλος η λογική θα μιλήσει όπως και να έχουμε, εκτός αν ο άλλος είναι κολλημένος κάτι που συμβαίνει αντίστοιχα και σε ερωτικά θέματα.
Βέβαια για ποια κοινωνία και μέλη της μιλάμε;
Αγνοούμε ότι τα θεϊστικά κίνητρα είναι βαθιά ριζωμένα στους περισσότερους από την κούνια τους. Στους περισσότερους ανθρώπους δεν μιλάμε για ένα απλό συναίσθημα προς το θείο, αλλά για μια τέλεια δομημένη κατάσταση που θεωρεί δεδομένο, τον συγκεκριμένο μάλιστα θεϊσμό. Εδώ η κατανόηση του πραγματικού συναισθήματος και ο διαχωρισμός από την υποχρεωτική στάση ή πίστη ή αγάπη που έχει εμπεδωθεί τόσο βαθιά είναι μάλλον ουτοπία.
Το θέμα δεν είναι απλά να δουλέψει η λογική ή ένα ελεύθερο συναίσθημα αλλά να καταλάβουμε ότι για τους περισσότερους θεϊστές, μιλάμε για συγκεκριμένο τρόπο κατανόησης, συστήματος αξιών τους, δομής του κόσμου ολόκληρου, όπως ακριβώς έμαθαν από μικροί. Δηλαδή είναι δύσκολο σήμερα να ξεχωρίσουμε τα κίνητρα και να αποδώσουμε στον κάθε θεϊστή ένα γνήσιο θρησκευτικό συναίσθημα.
Άρα όλα αυτά τα θεωρητικά έχουν πραγματικό νόημα σε μια κοινωνία μεγάλης ελευθερίας και ανθρώπους χωρίς προσηλυτιστικές επιρροές που μάλλον θα αργήσει να έρθει.
Γεια σου, Ιβάν, καλωσήλθες και ευχαριστώ για τις απόψεις σου. Μερικά σχολιάκια για τα γραφόμενά σου:
Για τα περί σχέσεων, παρατηρώ το εξής παράδοξο· ενώ όπως είπες, κάποια στιγμή υπεισέρχεται η λογική στη σχέση, είναι συνήθως ταμπού να παραδεχθείς στον σύντροφο ότι αναλύεις τη σχέση λογικά καθώς αυτό είναι παραδοχή ότι έχει ξεθυμάνει το έντονο συναισθηματικό στοιχείο (εξ ου και τα διάφορα άρθρα “πως να μείνετε ερωτευμένοι μετά από πολλά χρόνια γάμου” κ.λπ.) Η λογική είναι ταμπού στις ερωτικές σχέσεις και συχνά deal-breaker (τουλάχιστον, έτσι αντιλαμβάνομαι το κοινωνικό zeitgeist, ειδικά το εξ ΗΠΑ ορμώμενο). Ο παραλληλισμός που αναφέρεις πάντως με τη θρησκεία ίσως δεν είναι τόσο ακριβής, γιατί η λογική απόπειρα αιτιολόγηση της θρησκείας είναι πολύ πρόσφατο φρούτο του Διαφωτισμού. Παλιότερα ήταν της μόδας το “credo quia absurdum est”.
Για το δεύτερο θέμα που θίγεις, δεν διαφωνώ με όσα γράφεις κατ’αρχήν, αλλά νομίζω ότι επικεντρώνεσαι λανθασμένα στο θέμα της προσφοράς (θρησκεία και προσηλυτισμός) ενώ το βασικότερο νομίζω είναι το θέμα της ζήτησης, δηλαδή το ότι οι θρησκείες έρχονται να καλύψουν υπαρκτές υπαρξιακές ανάγκες και αγωνίες. Θεωρώ δηλαδή ελάχιστα σημαντικό το αν το θρησκευτικό συναίσθημα είναι γνήσιο (αλλά ούτως ή άλλως, τι το ανθρώπινο μπορεί να θεωρηθεί πραγματικά γνήσιο μετά από χιλιετηρίδες ιστορίας) και περισσότερο το ότι είναι γνησιότατο το υπαρξιακό υπόβαθρο στο οποίο πατάει.
Είτε ένας άνθρωπος εισαχθεί σε μια θρησκεία, είτε όχι, δεν θα πάψει να αντιλαμβάνεται τον θάνατο και τον πόνο και τα συναισθήματα που προκύπτουν από αυτά τα γεγονότα της ανθρώπινης φύσης και του φυσικού περιβάλλοντος και θα αναζητήσει απαντήσεις. Και κακά τα ψέματα, η θρησκεία είναι μανούλα στο να προσφέρει απαντήσεις με το τσουβάλι. Οι επικλήσεις στον ανθρώπινο εγωισμό στις οποίες συχνά καταφεύγουν οι διάσημοι άθεοι (βλ. π.χ. το λογύδριο Dawkins περί πόσο μοναδικοί είμαστε και πόσο τυχεροί που καταφέραμε και γεννηθήκαμε against all odds κ.λπ) είναι μια συμπαθητική απόπειρα μίμησης θρησκευτικής παραμυθίας, αλλά προσωπικά με αφήνουν αδιάφορο (και αν δεν επηρεάζουν εμένα που είμαι άθεος, φαντάσου πόσο αγγίζουν ένα θρήσκο).
Είναι φανερό πως η θρησκεία φθίνει όταν υποχωρούν αυτοί οι παράγοντες (π.χ. πόνος, δυσκολία βιοπορισμού), αλλά μέχρι ο άνθρωπος να πετύχει κάποιο είδος τεχνολογικής αθανασίας η ζήτηση απαντήσεων για το επέκεινα και ο φόβος του θανάτου θα κρατήσει τις θρησκείες επαρκώς ζωντανές για το προβλεπόμενο μέλλον. Και οι συναισθηματικές ανάγκες που θα καλύπτουν θα είναι πραγματικές.
> ενώ όπως είπες, κάποια στιγμή υπεισέρχεται η λογική στη σχέση, είναι συνήθως ταμπού να παραδεχθείς στον σύντροφο ότι αναλύεις τη σχέση λογικά καθώς αυτό είναι παραδοχή ότι έχει ξεθυμάνει το έντονο συναισθηματικό στοιχείο
Συμφωνώ μόνο που είναι άσχετο με το θέμα, σημασία δεν έχει τι λες αλλά τι κάνεις και η λογική καλώς η κακώς δεν μπορεί εύκολα να σταματήσει να λειτουργεί αν τουλάχιστον ξεκινήσει.
> νομίζω ότι επικεντρώνεσαι λανθασμένα στο θέμα της προσφοράς (θρησκεία και προσηλυτισμός) ενώ το βασικότερο νομίζω είναι το θέμα της ζήτησης,
Μα στην σημερινή κοινωνία είναι δύσκολο να τα ξεχωρίσεις. Φυσικά και υπάρχει το υπαρξιακό υπόβαθρό και η αδυναμία της θρησκείας έχει φέρει το θέμα στην επιστήμη στην Ψυχολογία και την Ψυχανάλυση. Το πρόβλημα είναι ότι ακριβώς λόγω του προσηλυτισμού από την κούνια, της υπερβολικής προσφοράς που υπάρχει, και του γεγονότος ότι οι σύγχρονες θρησκείες είναι ιδιαίτερα εξωστρεφείς και υποχρεωτικές, καλύπτουν το θέμα της ζήτησης για να μην πω εφευρίσκουν ζήτηση ακόμα και όταν δεν υπάρχει και είναι δύσκολο να βρεις άκρη.
Ίσως πρέπει να πάμε στις αρχαίες ελεύθερες κοινωνίες (εννοώ τις ελληνικές δημοκρατίες που έχουμε και αρκετή πληροφόρηση) που δεν υπήρχαν θρησκείες αλλά λατρείες, χωρίς υποχρεωτική ψυχολογική στάση και θέση προς τους θεούς. Και εκεί από τα στοιχεία που έχουμε βρίσκουμε όλη την γκάμα των περιπτώσεων από θρησκόληπτους έως αδιάφορους ή αμφισβητίες, όπως λογικά θα έπρεπε και να είναι και ίσως να αντιπροσωπεύουν σε αληθέστερο βαθμό μια αντίστοιχη βαθύτερη ανάγκη.
Οι σύγχρονες θρησκείες δεν έρχονται να καλύψουν ακριβώς το κενό, η κάθε μια ισχυρίζεται ότι έχει ξεκάθαρες απαντήσεις για το υπαρξιακό κενό, το αν το λύνουν είναι ένα θέμα μολονότι δείχνει να βοηθάει ή έστω να παρηγορεί αρκετούς. Ανάλογα πάντως με την ψυχοσύνθεση, την γνώση και την αυτοπεποίθηση του ανθρώπου, αυτός εμπλέκεται και αντίστοιχα, και ίσως και το ποσοστό ζήτησης να είναι ανάλογο.
Το θέμα είναι πόσο ο κάθε εις εξ αυτών απαντάει στα υπαρξιακά του ή έστω έχει υπαρξιακά προβλήματα, τη στιγμή που οι πράξεις των περισσοτέρων δείχνουν, όπως αναφέρει και ο Cain για τους χριστιανούς καταναλωτές, που εμφανίζουν μια υποκρισία στο θέμα αυτό. Άρα φαίνεται ότι δεν τους καλύπτει πραγματικά στο είναι τους αλλά μόνο θεωρητικά στη σκέψη που και αυτή μάλλον είναι θέμα συνήθειας, προσηλυτισμού κλπ κλπ.
Nομίζω πως ξεφεύγουμε από το επιχείρημα του Ben. Το δικό του πατάει στο πώς εγκαθίσταται ένας αισθηματικός δεσμός, όχι για το πώς συντηρείται ή λύνεται στην πορεία. Σε γενικές γραμμές δεν διαφωνούμε, όμως.
Ως προς το δεύτερο, επειδή δεν είμαι ψυχολόγος, αναγκαστικά βασίζομαι στις βασικές αρχές της Ψυχολογίας (απλής και εξελικτικής). Αν και ο Φρόυντ δεν είναι πλέον της μόδας, δεν νομίζω ότι έχει παραμεριστεί η βασική άποψη περί του φόβου του θανάτου και του άγχους για το επέκεινα ως θεμελιώδη αρχή της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης, το οποίο και βλέπω να δημιουργεί την ανάγκη για απαντήσεις (πιθανότατα να είναι και απότοκο του βιολογικού ένστικτου αυτοσυντήρησης). Και στο καπάκι έχουμε και το “agency detection” της ανθρώπινης βιολογίας, που αποζητά έλλογα αίτια και σκοπό ακόμα κι εκεί που δεν υπάρχει. Θάνατος και Σκοπός.
Προσωπικά δεν τα θεωρώ όλα αυτά ως υπαρξιακό κενό το οποίο πρέπει να καλυφθεί από κάποια θεότητα (όπως αρέσκονται να λένε οι θρήσκοι), αλλά καταλύτες του υπαρξιακού άγχους το οποίο πρέπει να απαλυνθεί αρκετά, ώστε να μην παρεμβαίνει διαρκώς με την καθημερινότητα. Όντως, οι θρησκείες πλέον φροντίζουν να εντείνουν το υπαρξιακό άγχος, ώστε να πουλήσουν ευκολότερα το προϊόν τους, αλλά θεωρώ πως το θεμελιώδες υπόβαθρο υπάρχει εκ φύσεως σ’αυτή την εκδοχή του είδους Homo.
Για τον καταναλωτισμό πάντως, η υποκρισία στην οποία αναφέρεται ο Ben είναι σε σχέση με τα αρχικά διδάγματα της ΚΔ. Οι επανερμηνείες της ΚΔ και οι διάφορες χριστιανικές ομολογίες έχουν φροντίσει να τα κουκουλώσουν, τουλάχιστον για τις ανάγκες του ευρύτερου κοινού. Άλλωστε το θρησκεύεσθαι ήταν και είναι μια καταναλωτική δραστηριότητα, τόσο υλικά, όσο και νοητικά.