Untangling Scientific and Philosophical Atheism 22.03.2012 © Benjamin Cain |
Η Νέα Αθεΐα ταλανίζεται από ένα σχίσμα που σπάνια τίθεται επί τάπητος, αυτό μεταξύ επιστημονικών και φιλοσοφικών αθέων, το οποίο και αποκαλύπτει κάποιες εντυπωσιακές σχέσεις μεταξύ της επιστημονιστικής αθεΐας, του σωκρατικού φιλοσοφικού σκεπτικισμού και του θεϊσμού. Συγκεκριμένα το κάθε ένα πρέπει να γίνει κατανοητό ως απάντηση στην μυστικιστική αντίληψη πως η πραγματικότητα πίσω από τον προφανή φυσικό κόσμο είναι κάθε άλλο παρά ιδανική για μας. Οι Δυτικοί Φιλόσοφοι και οι Ανατολίτες Μύστες παλεύουν με αυτή τη σκληρή αλήθεια και τις επιπλοκές της, θυσιάζοντας την ευτυχία τους στην πορεία. Οι επιστημονιστές άθεοι παριστάνουν πως απορρίπτουν όλες τις θρησκείες, μειώνοντας παράλληλα την φιλοσοφική αθεΐα για να δημιουργήσουν μια επιστημονικο-κεντρική σέκτα. Ο Επιστημονισμός και η κυριολεκτικός, εξωτεριστικός Θεϊσμός αντιπροσωπεύουν και οι δύο τη φυγή από τις τραγικές επιπτώσεις του μυστικισμού και αυτή είναι η κύρια αδυναμία και των δύο, σύμφωνα με τον φιλοσοφικό άθεο που, ασυγκίνητος από τις πραγματιστικές κοινωνικές συμβάσεις, μοιράζεται με τον Ανατολίτη μύστη το φορτίο των δεινών της αντιπαράθεσης με την φριχτή αλήθεια της υπαρξιακής μας κατάστασης. Στο κείμενο που ακολουθεί εξερευνώ αυτές τις ιδέες με στόχο τον τονισμό των διαφορών μεταξύ της επιστημονικής και της φιλοσοφικής αθεΐας.
Το πρόσφατο ιστορικό πλαίσιο
Το κίνημα των Νέων Αθέων ξεκίνησε ως αντεπίθεση στους φονταμενταλιστές Μουσουλμάνους που πήραν τον μακροχρόνιο πόλεμο μεταξύ λευκών Αμερικανών και Ευρωπαίων ολιγαρχών από τη μία και του μουσουλμανικού κόσμου από την άλλη και τον κατέστησαν προφανή με την τρομοκρατική ενέργεια της 11ης Σεπτεμβρίου. (Οι μετριοπαθείς Μουσουλμάνου αντιτίθενται σ’αυτό και λένε πως τα μέλη της Αλ Κάιντα δεν έχουν καμία σχέση με τον Ισλαμισμό, αλλά δεδομένου πως η θεολογία δεν είναι επιστήμη, δεν υπάρχει κριτήριο για τη διάκριση μεταξύ γνήσιων και ψεύτικων Μουσουλμάνων που να μην προϋποθέτει το ζητούμενο. Ο τρομοκράτης επιλέγει χωρία από τις μουσουλμανικές γραφές και τα απομονώνει από τα συμφραζόμενά τους, ενώ ο μετριοπαθής, κοσμικός ή μεταρρυθμιστής Μουσουλμάνος κάνει το ίδιο με άλλα χωρία). Ο πόλεμος μεταξύ των κοσμικών πολιτισμών και των μουσουλμανικών ορδών μαίνεται για δεκαετίες με τη βοήθεια των μεσαζόντων των κοσμικών ολιγαρχών, δηλαδή με τη βοήθεια των φιλοδυτικών δικτατόρων που -μέχρι τις αναταραχές της πρόσφατης Αραβικής Άνοιξης- κρατούσαν υπό έλεγχο τον εθνικισμό των μουσουλμανικών πλειοψηφιών στη Μέση Ανατολή. Οι κοσμικιστές δεν χρειάζεται καν να εμπλακούν σε πνευματικό πόλεμο ιδεών με την ακόμα μεσαιωνική ισλαμική θρησκεία, αφού, όπως λάτρευε να λέει ο Hitchens, οι κοσμικιστές ήδη εξευτελίζουν τους Μεσανατολίτες Μουσουλμάνους κυβερνώντας τους με τη βοήθεια του στρατού των ΗΠΑ και των μεσαζόντων τους. Ωστόσο, οι Νέοι Άθεοι όπως ο Sam Harris, ο Richard Dawkins και ο Christopher Hitchens αποφάσισαν να υπερβάλουν, εξαπολύοντας φραστικές επιθέσεις κατά του θεϊσμού με τα βιβλία τους και τις δημόσιες συζητήσεις τους.
Αυτές οι φραστικές επιθέσεις ικανοποίησαν τη συναισθηματική ανάγκη για να καλυφθεί το τραύμα των εξαιρετικά επιτυχημένων τρομοκρατικών επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου. Η υπόθεση του Δυτικού κοσμικιστή είναι ότι οι Μουσουλμάνοι είναι υπάνθρωποι που τους αξίζει να διοικούνται από βάναυσα καθεστώτα-μαριονέτες. Η θαυμαστή ψυχολογική επίθεση των τρομοκρατών υπέσκαψε αυτή την υπόθεση και πολλοί Νέοι Άθεοι θέλησαν να επανεδραιώσουν την προκατάληψη αυτή κατά των πιστών Μουσουλμάνων με μια μηντιακή καμπάνια που εμπεριείχε έναν τόνο μη συμβιβασμού από άθεους λόγιους που ως επί το πλείστον αρνούνταν να μιλήσουν για κοινωνικά θέματα, όντας μεταμοντέρνοι, νεοφιλελεύθεροι μηδενιστές (βλ. Φιλελευθερισμός και Νεοφιλελευθερισμός.) Οι μετριοπαθείς θρήσκοι, ή “συμβιβαστικοί” κατά τον Jerry Coyne και P.Z. Myers, αντιτίθενται στον δηκτικό τόνο των Νέων Άθεων, λες και η διανόηση της Νέας Αθεΐας δεν ήταν ήδη μια υπερφίαλη απόπειρα να τρίψουμε τη μύτη των Μεσανατολιτών Μουσουλμάνων στα απεκρίμματα της μεταμοντέρνας κατάστασης. Τα δηκτικά λόγια είναι σαν το φιλί μιας ανοιξιάτικης αύρας, αν συγκριθεί με την άμεση ή έμμεση στρατιωτική διακυβέρνηση που ασκεί ο κοσμικιστής στον μουσουλμανικό κόσμο. (Αυτό μου θυμίζει την αντανακλαστική αντίδραση του Wolf Blitzer του CNN που αποκαλεί κάθε αποτελεσματική χρήση της ρητορικής από τον συνεντευξιαζόμενο ως “δυνατά λόγια”. Κάποιος πρέπει να του πει πως όλα τα λόγια είναι συγκριτικά πολύ αδύναμα.)
Το να επικρίνουμε τον σκληρό τόνο των Νέων Άθεων είναι παράλογο για πολλούς λόγους, όπως το γεγονός πως ο μουσουλμανικός κόσμος είναι υπερευαίσθητος, δεδομένου ότι ζουν υπό τον έλεγχο των Δυτικών κοσμικών δυνάμεων, οπότε είναι έτοιμοι να ξεσηκωθούν με το παραμικρό, όπως ένα σατιρικό σκίτσο, επιδεικνύοντας τα δυο τους μέτρα και σταθμά (το μένος τους κατά των Εβραίων είναι παροιμιώδες) καθώς και την πολύ μικρή ανοχή τους σε οτιδήποτε κρίνουν ως μη καθωσπρέπει εναντίον τους. Επιπλέον, το να επικεντρωνόμαστε στον τόνο της Νέας Αθεΐας είναι βαρετό και αισθητικά απωθητικό, δεδομένου πως από τον καιρό του Νίτσε έχει καταστεί σαφές πως οι επιπτώσεις της αθεΐας είναι τουλάχιστον συνταρακτικές.
Επιστημονική Αθεΐα
Για να έρθω στο προκείμενο θα παραφράσω τον Νίτσε· η επιστημονική αθεΐα πιστεύει πως η επιστήμη είναι το κυρίαρχο, αν όχι το μοναδικό, όπλο που σκοτώνει το Θεό, πως η θεϊστική πίστη καθίσταται παράλογη ως αποτέλεσμα του πλούτου των σύγχρονων επιστημονικών ανακαλύψεων. Η επιστήμη μας παρουσιάζει έναν φυσικό κόσμο χωρίς χώρο για το Θεό, οπότε οι παραδοσιακές θεϊστικές θρησκείες καθίσταται οπισθοδρομικές και αναχρονιστικές. Επιπλέον, οι επιστημονικές λογικές μέθοδοι αντικαθιστούν την ίδια τη λογική και έτσι η θρησκευτική πίστη είναι παράλογη.
Πολλά από αυτά είναι ακριβή, κατ’εμέ, αλλά η επιστημονική αθεΐα έχει τη ίδια σχέση με τη φιλοσοφική, όπως η λιτεραλιστική θρησκεία με την εσωτεριστική, μυστικιστική θρησκεία. Η επιστημονική αθεΐα είναι φιλοσοφικά πρωτόγονη και αυτό δεν είναι τυχαίο, αφού ο επιστημονοκεντρικός άθεος τυπικά παριστάνει ότι απορρίπτει τη φιλοσοφία μαζί με τη θεολογία. Και παρόλο που κάποιες θρησκευτικές πεποιθήσεις πράγματι αντιμετωπίζονται από την επιστήμη, οι βαθύτερες μένουν ανέγγιχτες επειδή είναι φύσει φιλοσοφικές. Ο επιστημονικός άθεος πάσχει από ένα τεράστιο τυφλό σημείο· το κατά πόσο οι αθεϊστικές θέσεις πρέπει να είναι φιλοσοφικές και όχι απλά επιστημονικές. Πάρτε για παράδειγμα την αλήθεια ότι επιστήμονες εξηγούν τις φυσικές διεργασίες του σύμπαντος. Η ύπαρξη του φυσικού σύμπαντος σημαίνει πως δεν υπάρχει θεός; Φυσικά όχι, αφού ο Θεός ορίζεται ως ο εσωτεριστικός, αν όχι εξωτεριστικός, υπερφυσικός δημιουργός του σύμπαντος αυτούς, ως ο υπερβατικός, άυλος νους ή πνεύματος που βρίσκεται πάνω από τις δυνατότητές μας να κατανοήσουμε. Πώς θα μπορούσε ένα επιστημονικό πείραμα να δείξει πως δεν υπάρχει ένα τέτοιο ον; Οι επιστήμονες προϋποθέτουν τη μεθοδολογική φυσιοκρατία, σύμφωνα με την οποία οτιδήποτε μελετάται πρέπει να θεωρείται φυσικά και κατά συνέπεια επιστημονικά ερμηνεύσιμο για χάρη της έρευνας. Αυτός ο πραγματιστική αισιοδοξία για το εύρος της επιστημονικής μεθόδου είναι εύλογη εντός των ορίων της επιστήμης, αλλά ο μεθοδολογικός φυσιοκράτης είναι αναγκασμένος να αγνοήσει το ερώτημα του θεϊσμού.
Επιπλέον, παρόλο που η άσκηση της επιστήμης είναι ουσιαστικά λογική, ο επιστήμονας και ο επιστημονικός άθεος τείνουν, ως ανθρώπινα ζώα, να επενδύουν το συναισθηματικό τους φορτίο κάπου και όπως λένε ο κοινωνιολόγος Emile Durkheim και ο θεολόγος Paul Tillich, αυτό το αντικείμενο πίστης θα λειτουργήσει ως θεός, το ιερό κέντρο του σύμπαντός τους. Αλλά ενώ οι φιλοσοφικοί άθεοι όπως ο Νίτσε είναι ελεύθεροι να αντιμετωπίσουν αυτή την απειλή κατά του αθεϊστικού ουμανισμού, ο επιστημονικός άθεος τείνει να εθελοτυφλεί ως προς αυτό το πρόβλημα. Αν και υπάρχουν πάμπολα εμπειρικά στοιχεία ότι οι άνθρωποι είναι εγγενώς φυλετιστές και ειδωλολάτρες, ο επιστημονικός άθεος προτιμά να αγνοεί το κανονιστικό ερώτημα που ρωτά ποιος είδωλο θα πρέπει να αντικαταστήσει τον παραδοσιακό Θεό και αν η κατάργηση κάθε μύθου και θρησκευτικής πίστης θα ήταν σώφρων ενέργεια, ακόμα και αν ήταν καν δυνατή.
Κατασκευάζοντας το ερώτημα της ύπαρξης του Θεού ως αποφασιστικά επιστημονικό, ο επιστημονικός άθεος χρησιμοποιεί τη μεγαλύτερη δύναμη της κοσμικής κοινωνίας, τη δύναμη της τεχνοεπιστήμης. Αλλά κάνοντάς το αυτό επιδεικνύει την ίδια διεστραμμένη μονομανία, όπως ένας πολεμοκάπηλος που θεωρεί πως υπάρχει στρατιωτική λύση σε κάθε κοινωνικοπολιτικό πρόβλημα ή όπως ο οπαδός της σκληρής αγάπης που βλέπει τα πάντα ως καρύδια για σπάσιμο. Υπάρχουν πράγματι πτυχές της θρησκείας που είναι ευάλωτες στην επιστημονική έρευνα και τη διάψευση· για παράδειγμα η δαρβίνεια εξέλιξη στη βιολογία κλονίζει τη λιτεραλιστική ανάγνωση των μονοθεϊστικών γραφών. Αυτοί οι λιτεραλιστές κάνουν το σφάλμα να ακολουθούν τον Θωμά τον Ακινάτη στην ψευδαίσθησή του ότι ο καλύτερος τρόπος να αντιμετωπιστεί ο παγανισμός είναι να χρησιμοποιηθεί το παγανιστικό όπλο της Λογικής. Οπότε οι λιτεραλιστές χειρίζονται τις γραφές τους λες και ενδιαφέρονται περισσότερο για εμπειρικές παρά για κανονιστικές αλήθειες, παρά το γεγονός ότι πέρα από την Αρχαία Ελλάδα και ίσως και την Ινδία, οι αρχαίοι δεν διαχώριζαν απόλυτα τις έννοιες “γεγονός” και “αξία”. Παρόλο που σήμερα είναι σύνηθες να μιλάμε για το τι ισχύει πραγματικά ασχέτως για το αν το εγκρίνουμε ή όχι, οι αρχαίες κοσμοθεωρίες που γέννησαν τις σύγχρονες μονοθεϊστικές ήταν ανθρωποκεντρικές ή ανιμιστικές. Ο φυσικός κόσμος θεωρούνταν πως εξαρτώταν από θεϊκά άτομα, όπως ο τοπικός τεχνητός κόσμος εξαρτώταν από τους θνητούς ανθρώπους. Η φύση θεωρούνταν τεχνητή και κάθε τι, από την κίνηση του ήλιου μέχρι τα κύματα του ωκεανού, ήταν το συνειδητό αποτέλεσμα των ενεργειών μιας θεότητας, οπότε κάθε ερώτημα εμπειρικής φύσεως ήταν συνδεδεμένο με το ψυχολογικό ερώτημα του σκοπού μιας θεότητας ή με το κοινωνικό ερώτημα αν μια ομάδα ανθρώπων λάτρευε ορθά τις θεότητες για να καθοδηγήσουν τη φύση προς όφελός τους.
Εν ολίγοις, το σφάλμα του επιστημονικού άθεου είναι τόσο χοντρό όσο και του λιτεραλιστή θρήσκου. Η επιστήμη συγκρούεται με τη θρησκεία μόνο στα σημεία που ένα θρησκευτικό δόγμα μπορεί να αναχθεί σε επιστημονική θεωρία ή όταν οι αξίες μπορούν να αναχθούν σε γεγονότα και οι ηθικές επιταγές σε απλές περιγραφές. Δέχομαι πάντως ακόμα και αν οι θρησκείες ασχολούνται κυρίως με τα πρακτικά ερωτήματα του πώς θα πρέπει να ζούμε δεδομένης της θνητότητάς μας, κάποιες θρησκευτικές δηλώσεις εύκολα μπορούν να ερμηνευθούν ότι έχουν εμπειρικές επιπτώσεις. Σίγουρα ο θεϊστής είναι προσηλωμένος στις ιδέες πως ο Θεός έπλασε το σύμπαν με σκοπό τη ζωή και ότι αλληλεπιδρά με τη φυσική τάξη, ότι απαντά σε προσευχές και κάνει θαύματα -ειδικά θαύματα που είναι απαραίτητα για τη διαιώνιση της μονοθεϊστικής αφήγησης. Αλλά το να καταρριφθούν αυτές οι έννοιες καθαρά με εμπειρικούς όρους, το να συγκεντρωθούν επιστημονικά στοιχεία πως δεν υπάρχει μια τέτοια αλληλεπίδραση Θεού-Φύσης, είναι παντελώς άσκοπο, αφού ο θεϊστής έχει πάντα το ελεύθερο να επανερμηνεύσει τις γραφές ή να αναπλάσει την κατανόηση που έχει για το ποια είναι η σχέση του Θεού με εμάς.
Αυτός είναι και ο λόγος που η θεολογία δεν είναι επιστήμη· επειδή ο θεϊστής υποθέτει πως η ύλη εξαρτάται από κάποιο νου και όχι το αντίστροφο και δεδομένου πως ο νους του Θεού είναι πολύ ανώτερος από τον δικό μας, έχουμε μια ελαττωματική αντίληψη του θεϊκού σχεδίου. Ακόμα και οι καθημερινές ψυχολογικές ερμηνείες των δικών μας προθέσεων είναι ατελείωτες και ανακριβείς, επειδή οι πεποιθήσεις μας και οι επιθυμίες μας διαπλέκονται σε ένα τεράστιο δίκτυο διαρκώς εναλλασσόμενων νοητικών καταστάσεων που κάπως σχετίζονται με την αρχιτεκτονική του εγκεφάλου, οπότε υπάρχει πάντα η δυνατότητα να ερμηνευθεί η συμπεριφορά κάποιου τονίζοντας κάποια άλλη σχέση μεταξύ των πεποιθήσεων και των επιθυμιών του. Ο θεολόγος έχει προφανώς λιγότερο λόγο να επικεντρωθεί σε μία και μόνη ερμηνεία της νοητικής κατάσταση του Θεού, αφού ο νους του Θεού ξεπερνά την κατανόησή μας και δεν θα ήμασταν ποτέ σίγουροι ότι κατανοούμε τις ενέργειές του. Επιπλέον, όπως ήδη είπα, ένας νους ασχολείται με τις κανονιστικές ερωτήσεις του πώς θα πρέπει να ζούμε, οι οποίες ποτέ δεν απαντώνται μόνο βάσει εμπειρικών στοιχείων, οπότε και δεν μπορεί να τις απαντήσει η επιστήμη. Υπό αυτή την έννοια ο θεϊσμός είναι υποκειμενικός και όχι αντικειμενικός, επειδή ο θεϊσμός διακρίνεται από την υπόθεση ότι υπάρχει ένας μεγάλος νους. Όπως είπε και ο φιλόσοφος Karl Popper, η θεολογία και η (φροϋδική) ψυχιατρική είναι οι δυο μη επιστημονικές, αφού τα συμπεράσματά τους δεν είναι διαψεύσιμα.
Η ειρωνική δικαίωση της Φιλοσοφίας από τον Επιστημονισμό
Ο επιστημονικός άθεος τώρα τυπικά θεωρεί την μη διαψευσιμότητα των θρησκευτικών δηλώσεων ως ένα καταστροφικό μειονέκτημα που καθιστά τη θρησκεία άχρηστη και αξιολύπητη. Αυτό όμως οφείλεται στο ότι ο επιστημονικός άθεος πολύ απλά και ειρωνικά είναι προσκολλημένος στη θρησκεία που αποκαλώ Επιστημονισμό, που είναι περίπου το αντίστοιχο του συνδυασμού του θετικισμού με τον ανθρωπισμό του Διαφωτισμού. Συγκεκριμένα αυτός ο άθεος τείνει να φτάνει στο συμπέρασμα πως η επιστημονική μέθοδος είναι η μόνη μέθοδος απόκτησης γνώσης και κάθε πεποίθηση που αποτυγχάνει με επιστημονικά κριτήρια είναι άχρηστη. Αυτός ο θετικισμός είναι επιστημολογικά πρωτόγονος και εξευτελιστικά αδαής. Κατ’αρχάς, οι άνθρωποι είναι ζώα και όχι ρομπότ, οπότε σπάνια μας ενδιαφέρει η γνώση από μόνη της. Προφανώς έχουμε πολλά ενδιαφέροντα, όπως πολιτικά, προσωπικά και αισθητικά. Όταν ο θετικιστής Νέος Άθεος παριστάνει πως είναι υπερλογικός, όπως ένας Βουλκάνιος από το Σταρ Τρεκ, χαζογελώντας με τις αρχαίες προλήψεις του θρήσκου, τους ευσεβείς πόθους του και τις άλλες συναισθηματικές του αδυναμίες, απλά ρωτήστε τον άθεο για τη σεξουαλική του ζωή: ζητήστε του έναν ψυχρό υπολογισμό όλων των σεξουαλικών του στάσεων, μια ανάλυση των διεστραμμένων του φαντασιών και οπτικό υλικό των σεξουαλικών του δραστηριοτήτων. Δείτε αν ο επιφανειακά υπερλογικός άθεος ανταποκρίνεται στις μετα-ανθρώπινες επιταγές της θρησκείας του και αν ζει πράγματι σε ένα επίπεδο πάνω από τους πρωτόγονους προγόνους μας ή αν αντίθετα υποκύψει και απαντήσει ως το ζώο που πράγματι είναι και καταφύγει σε συναισθηματικές άμυνες της ντροπιαστικά πρωτόγονης προσωπικής του ζωής. (βλ. Το σεξ είναι βίαιο.)
Δεύτερον, επειδή είμαστε ζώα και όχι ρομπότ με την κλασσική έννοια της επιστημονικής φαντασίας, η γνώση μας είναι μπλεγμένη με τις αξίες μας, δηλαδή οι πεποιθήσεις μας είναι μπλεγμένες με τα ενδιαφέροντά μας, ώστε η γνώση δεν είναι απλά ένα σύνολο δηλώσεων που ανταποκρίνονται στην αλήθεια, παρέα με μια θεωρία που προβλέπει και εξηγεί τα στοιχεία που αναμένουμε να δούμε· εκτός από όλα αυτά τα λογικά υπάρχει και η ανάγκη οι πεποιθήσεις μας να έχουν συνάφεια μεταξύ τους και με τις επιθυμίες μας. (βλ. Υπερλογικότητα.) Μπορεί η Γη να έχει διάμετρο περίπου 12.700 km, αλλά η γνώση αυτούς του γεγονότος συνίσταται στην αφομοίωσή του σε μια ευρύτερη κοσμοθεωρία που δεν βασίζεται μόνο στην επιστημονική μέθοδο συγκέντρωσης και εξέτασης στοιχείων, αλλά και στις πρακτικές μας ανάγκες και ανησυχίες. Μια μηχανή μπορεί να καταγράψει μια αναπαράσταση των φυσικών χαρακτηριστικών της Γης, αλλά ένα άτομο γνωρίζει αυτά τα χαρακτηριστικά κατανοώντας τη σχέση τους δεδομένης μιας ευρύτερης, εν μέρει κανονιστικής, οπτικής γωνίας. Αυτή η οπτική γωνία πάντα βασίζεται σε κλάδους πέρα από τον επιστημονικό, ακόμα και για έναν επίδοξο υπερλογικό άθεο.
Ο Επιστημονισμός με την ευρύτερη έννοια εξηγεί το συνεχιζόμενο φαινόμενο του θετικισμού στην επιστημονοκεντρική μας κουλτούρα και κατά συνέπεια εξηγεί τον επιστημονισμό με την στενότερη έννοια (για διάκριση, το πρώτο είδος θα το γράφω με κεφαλαίο). Με τη στενότερη έννοια, ο επιστημονισμός είναι απλά η άποψη ότι όλη η γνώση αποκτάται με την επιστημονική μέθοδο και ότι οι μη επιστημονικοί κλάδοι είναι λιγότερο σημαντικοί, αν όχι παντελώς άχρηστοι. Με την ευρύτερη έννοια, ο Επιστημονισμός είναι η επιστημοκεντρική θρησκεία που στα κρυφά αντικαθιστά την πιο παραδοσιακή και βασίζεται στο ότι ο πιστός της δεν κατανοεί καν ότι την ακολουθεί. Συγκεκριμένα ο Επιστημονιστικός άθεος παριστάνει πως η φιλοσοφία είναι στην ουσία τόσο άχρηστη και αντιπαραγωγική όσο η θεολογία, παρόλο που η αντίρρηση του άθεου στη θρησκεία είναι πάντα θεμελιωδώς φιλοσοφική.
Για παράδειγμα, σε αυτή την ανάρτηση, ο επιστημονικός Νέος Άθεος Jerry Coyne μεταφέρει τα λόγια του Stephen Hawking και την επίκληση της πραγματιστικής αρχής του ότι η επιστήμη είναι ανώτερη της φιλοσοφίας επειδή “η επιστήμη δουλεύει”. Με βάση αυτή την άποψη η θεολογία και η φιλοσοφία δεν προοδεύουν επειδή οι θεολόγοι και οι φιλόσοφοι δεν συμφωνούν όλοι στις απαντήσεις στα ερωτήματά τους και εν πάσι περιπτώσει οι κλάδοι τους δεν παράγουν έργο επειδή δεν μας βοηθούν να ελέγξουμε τις φυσικές δυνάμεις και να βελτιώσουμε το επίπεδο ζωής μας. Και πάλι αυτή η θετικιστική, αντιφιλοσοφική φιλοσοφία είναι ντροπιαστικά παιδαριώδης όπως η αγάπη που τρέφουν οι νεοφιλελεύθεροι για την Ayn Rand. Δεν χρειάζεται και πολύ σκέψη για να καταλάβει κανείς αν αυτή η πραγματιστική επιθετικότητα προς τη φιλοσοφία δεν είναι εντελώς αυτοκαταστροφική. Απλά αναρωτηθείτε αν αυτή η πραγματιστική άποψη δικαιολογείται επιστημονικά ή φιλοσοφικά. Το ότι η επιστήμη “δουλεύει” συνίσταται στο ότι μας επιτρέπει να ελέγξουμε τις φυσικές δυνάμεις και να εντοπίσουμε τα αίτιά τους. Υπό αυτή την έννοια η τεχνοεπιστήμη είναι πολύ χρήσιμη, αλλά είναι ακριβές να πει κανείς πως ούτε η φιλοσοφία, ούτε η θεολογία δεν δουλεύουν με τον δικό τους τρόπο; Το να λέμε πως η φιλοσοφία πρέπει να δουλεύει ακριβώς όπως η επιστήμη δεν είναι παρά προϋπόθεση του ζητουμένου υπέρ του επιστημονισμού. Όχι, η φιλοσοφία και η θεολογία δουλεύουν ως νοητικοί κλάδοι που ασχολούνται με τις κανονιστικές προεκτάσεις της γνώσης και τις ευρύτερες σχέσεις συνάφειάς της. Η φιλοσοφία δουλεύει παράγοντας σκεπτικισμό ως προς τις κοινωνικές συμβάσεις, ενώ η εξωτεριστική θεολογία δουλεύει ενώνοντας μια φυλή γύρω από ένα συναισθηματικά ικανοποιητικό τοτέμ ή άλλο είδωλο.
Και όπως και η φιλοσοφία και η θεολογία έχουν τις μεγάλες αδυναμίες τους (η φιλοσοφία προκαλεί άγχος και αποξένωση, ενώ η κλασσική θεολογία ακμάζει με την ευπιστία, την άγνοια και τις καταπιεστικές τάσεις του ανθρώπου) η τεχνοεπιστήμη προφανώς έχει τα δικά της μειονεκτήματα. Θα μεταφέρω τα λόγια του Erik Davis στο Techgnosis,
Κάθε σοβαρός παρατηρητης πρέπει να αμφιβάλλει για την ανανεωσιμότητα των εξορυκτικών, βιομηχανικών και γεωργικών πρακτικών μας, των επιπέδων της κατανάλωσής μας και της μυωπικής μας επίθεσης στη βιόσφαιρα. Ούτε όλα τα κουλ προϊόντα του κόσμου δεν μπορούν να δικαιολογήσουν ένα μέλλον που θα φέρει μαζί του σίγουρα μαζικές εξαφανίσεις φυτών και ζώων, την καταστροφική απώλεια του καλλιεργήσιμου εδάφους και των δασών του Αμαζονίου, μια τεράστια ποικιλία μονοκαλλιεργείων τίγκα στο φυτοφάρμακο και τροφίμων-φρανκενστάιν, και την κλιματική αστάθεια της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Και αν η παγκοσμιοποίηση φέρνει μια σχετική ευμάρεια σε κάποιες κοινωνικές ομάδες και γεωγραφικές περιοχές, ένας τέτοιος πλουτισμός θα μπορούσε να αποδειχθεί ότι είναι μια οικολογική ωρολογιακή βόμβα, αν η υπερφίαλη κατανάλωση της Δύσης αναπαραχθεί σε παγκόσμιο επίπεδο. (314)
Δεν φταίει η επιστήμη αποκλειστικά για αυτούς τους κινδύνους, αλλά η επιστήμη είναι πάραυτα ο κύριος υποκινητής της παγκοσμιοποίησης και δεδομένου πως η παγκοσμιοποίηση έχει και μια σκοτεινή όψη, είναι λάθος να πούμε ότι η επιστήμη απλά δουλεύει. Αλλά για να εκτιμήσουμε τις κανονιστικές προεκτάσεις αυτής της πραγματικιστικής εξύμνησης της επιστήμης, πρέπει να κάνουμε τουλάχιστον μια φιλοσοφική (ηθική ή αισθητική) σύγκριση της επιστήμης με άλλους κλάδους.
Παρομοίως, το να λέμε πως η φιλοσοφία δεν προοδεύει σημαίνει πως εκφέρουμε μια κανονιστική κρίση που κανένα είδος επιστημονικού πειράματα στον κόσμο δεν θα μπορούσε να αιτιολογήσει. Και αυτό γιατί ό,τι μετράει ως πρόοδος εξαρτάται από τα ενδιαφέροντά μας και η επιστήμη δεν μπορεί να αποδείξει τι είναι αυτό που πρέπει να θέλουμε. Είναι η ομοψυχία ή η συμφωνία αναγκαστικά αυτό που διακρίνει την πρόοδο ή ότι ένας κλάδος δουλεύει ή πρόκειται για χαρακτηριστικά ενός δυσλειτουργικού κλάδου; Ποια αυστηρά επιστημονική μέθοδος θα μπορούσε να το αποδείξει αυτό ως εμπειρικό γεγονός. Ίσως η διαφωνία σε ευρύτερα υποκειμενικά ζητήματα έχει το κοινωνικό πλεονέκτημα της διατήρησης της πολυποικιλότητας και κατά συνέπεια της μεγαλύτερης ανθρώπινης προσαρμοστικότητας. Ίσως υπάρχει περισσότερη διαφωνία στη φιλοσοφία και τη θρησκεία επειδή οι κανονιστικές, γενικές και συναισθηματικά καίριες ερωτήσεις είναι πιο δύσκολο να απαντηθούν από εκείνες που μπορούν να εξεταστούν εμπειρικά. Πιο πιθανό ίσως είναι ότι το να απαντηθούν τελειωτικά τα ερωτήματα δεν είναι καν ο σκοπός, επειδή η ενασχόληση με φιλοσοφικά ερωτήματα είναι ένας τρόπος αποκρυστάλλωσης μιας προσωπικής κοσμοθεώρησης ή μιας κουλτούρας χωρίς το πλεονέκτημα των προκαταλήψεων, ενώ οι επιστήμονες είναι ελεύθεροι να προϋποθέτουν τη μεθοδολογική φυσιοκρατία, τον πραγματισμό, τον πλατωνισμό ή κάποια άλλη φιλοσοφική θέση χωρίς να παραμελούν τις υποχρεώσεις τους ως επιστήμονες.
Η επιστημονική, υποτιθέμενα υπερλογική αθεΐα, είναι στην ουσία μια φιλοσοφική θέση και παρά την επιφανειακή επιθετικότητα του άθεου προς τη φιλοσοφία, ως το μωρό στα βρωμόνερα της θεολογίας, ο ανυποψίαστος λάτρης της επιστήμης αναπόφευκτα δικαιώνει τη φιλοσοφία και τουλάχιστον την ανάγκη για θεολογία, αν και όχι κάποιας ξεπερασμένης θρησκείας. Η νοητική διαμερισματοποίηση που απαιτείται από έναν σύγχρονο μονοθεϊστή για να διατηρήσει μία λογική κοσμοθεωρία παρά τις αντιφάσεις μεταξύ μιας τέτοιας θρησκείας και της σύγχρονης νοοτροπίας μπορεί να συγκριθεί με τον Επιστημονιστή άθεο που βλέπει τον κόσμο μόνο μέσα από τα γυαλιά της επιστήμης, τυφλός στον φιλοσοφικό και θεολογικό σκελετό που κρατάει τους φακούς μπροστά από τα μάτια του.
Πράγματι, ο Coyne θέλει να εξισώσει την επιστήμη με την λογική εν γένει, να αποκρύψει τον παραλογισμό της αντιφιλοσοφικής του φιλοσοφίας και την υποβόσκουσα θρησκευτική πίστη στην επιστήμη. (Δείτε για παράδειγμα αυτή την ανάρτησή του όπου λέει: “Εγώ δηλώνω πως αν ορίσεις την επιστήμη τόσο ευρέως όπως έκανα, τότε ναι, το να είσαι υδραυλικός είναι ένα είδος επιστήμης επειδή χρησιμοποιείς εμπειρική έρευνα και λογική για να εντοπίσεις και να επισκευάσεις διαρροές.”) Δηλαδή, αντί να πει πως όλη η γνώση προκύπτει από τη θεσπισμένη επιστήμη, ο Coyne και οι όμοιοί του επιστημονικοί άθεοι χαράσσουν τη γραμμή μεταξύ αθεΐας και θεϊσμού στο σημείο της γενικής λογικής. Αλλά επειδή εξισώνουν τη λογική με την επιστήμη, χρησιμοποιώντας έναν απλό ορισμό νιώθουν πως μπορούν να απονείμουν στην επιστήμη και όχι, ας πούμε, στη φιλοσοφία, τα εύσημα για την αθεΐα, ικανοποιώντας με αυτή την εξίσωση την θρησκευτική και πολύ στενότερη προτίμησή σου για την επιστήμη, με την στενότερη έννοια.
Δεν αντιλέγω, ας δοξάζουν οι επιστημονικοί άθεοι τα επιτεύγματα της τεχνοεπιστήμης, που είναι πολλά και εντυπωσιακά! Αλλά όταν ο γεμάτος ύβρι άθεος εισέρχεται στην περιοχή της φονταμενταλιστικής θρησκείας έχοντας υπνωτιστεί από τα επιτεύγματα αυτά σε σημείο που να μην βλέπει γνωστική αξία σε τίποτα έξω από την επιστήμη, τότε ο επιστημονικός άθεος έχει δημιουργήσει μια αυτοκαταστροφική κοσμοθεωρία, εγκαταλείποντας τους φιλοσοφικούς συμμάχους του για χάρη της θρησκευτικής καθαρότητας.
Φιλοσοφική Αθεΐα και Μυστικιστικός Πεσιμισμός
Αντίθετα, ο φιλοσοφικός άθεος θεωρεί το ερώτημα του θεϊσμού ως φιλοσοφικό. Αλλά πως κρατά τη φιλοσοφία, ενώ απορρίπτει τη θεολογία; Άλλωστε, όπως αρέσκεται να λέει ο επιστημονικός άθεος, η φιλοσοφία έχει περισσότερα κοινά με τη θεολογία, παρά με την επιστήμη. Λοιπόν, επιφανειακά ο φιλοσοφικός άθεος προχωρά χτίζοντας μία εκ των προτέρων επίθεση κατά του λεγόμενου θεού των φιλοσόφων· έναν αφαιρετικό θεό που ανακατασκευάζεται λογικά από τους θρησκευτικούς μύθους. Για παράδειγμα, ένας φιλόσοφος είναι ελεύθερος να αποδομήσει έναν ορισμό του Θεού, ανάγοντας τον ορισμό σε άτοπο με την εξαγωγή αντιφάσεων από την αναπαραγωγή των εικασιών των θρήσκων. Αυτό είναι μάλλον μάταιο, αφού υπάρχει πάντοτε ένα κενό μεταξύ μιας λογικής αναπαράστασης και του Θεού που στην πράξη λατρεύουν οι θρήσκοι· αναμενόμενο αφού ότι η φιλοσοφία δεν είναι θεολογία.
Οπότε ο θεϊστής έχει την ελευθερία να πει ότι ο θεός των φιλοσόφων είναι απατηλός, ότι ο λογικός ορισμός του “Θεού” θα πρέπει να αλλάξει για να αναπαραστήσει τη θεότητα μιας συγκεκριμένης θρησκείας και ότι δεν υπάρχει τέλος στις απαιτούμενες αλλαγές γιατί εν τέλει ο μυστικισμός υπερνικά τον λιτεραλισμό. Όπως θα δείξω σε λίγο, αυτή η θεϊστική υποχώρηση στο μυστικισμό δεν είναι απλά μια θυρίδα διαφυγής από την κριτική, αλλά μας δείχνει τη βασική διαφορά μεταξύ φιλοσοφίας και θεολογίας. Υπάρχουν όμως και άλλα φιλοσοφικά επιχειρήματα που μπορεί να χρησιμοποιήσει ένας άθεος στην κριτική του ενάντια στη θρησκεία, κάποια από τα οποία θα συνοψίσω στο άρθρο Θεϊσμός. Φυσικά, ένας φιλόσοφος μπορεί να κριτικάρει άνετα τις εκ των προτέρων αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού και εν γένει να δείξει πως ο θεϊσμός είναι λανθασμένος. Δηλαδή ο φιλόσοφος μπορεί να παρουσιάσει την αθεΐα του ως μια πιο μετριοπαθή μορφή της επιστημονοκεντρικής αθεΐας, όπως ένας Δημοκρατικός μπορεί να παρουσιαστεί ως μετριοπαθής Ρεπουμπλικάνος.
Αλλά αυτό δεν αποκαλύπτει αυτό που πραγματικά κρίνεται στη σύγκρουση μεταξύ φιλοσοφικών άθεων και θεϊστών. Όπως είπα πιο πάνω, η λογική ή φυσική θεολογία μοιάζει με πολιτική στρατηγική, σαν αυτές που υιοθετούν οι Καθολικοί και Μουσουλμάνοι για να μεταστρέψουν κάποιους απίστους. Η ιδέα είναι ότι όλες οι ιερές οδοί οδηγούν στο Θεό, ότι η επιστήμη και η λογική δεν αποτελούν πρόβλημα για τη θρησκεία. Αλλά αυτό εγείρει το ερώτημα αν η λογική και η επιστήμη είναι καθαγιασμένες ή ανίερες ή αν είναι ευλογημένες από το Θεό ή δαιμονικές. Σίγουρα, από μια εβραϊκή, χριστιανική ή ισλαμική οπτική γωνία, οι κοσμικιστικές δυνάμεις δεν κολλάνε και πολύ με τη θρησκεία, εκτός και αν η θρησκεία έχει εκκοσμικευτεί. Άλλωστε η λογική είναι μια ικανότητα που αναπτύξαμε στην πεπτωκότα μας κατάσταση για να επιβιώσουμε σε αυτό που ο μονοθεϊστής θεωρεί ως το προσωρινό μας σπίτι, ενώ η τεχνοεπιστήμη είναι μια μετεξέλιξη της λογικής που μας επιτρέπει να επανακατασκευάσουμε τον κόσμο που θα είχε φτιάξει ο Θεός για μας έτσι κι αλλιώς, ανοίγοντας το δικό μας μονοπάτι με τη δική μας ευφυΐα και δύναμη. Είναι φανερός ότι ο μονοθεϊστής δεν χρειάζεται και πολύ φαντασία για να χαρακτηρίσει τον ρασιοναλισμό ως σημάδι αμαρτωλής υπεροψίας -κυριολεκτικά μονοπάτι του Σατανά, με τον Σατανά να είναι μια φιγούρα σαν τον Προμηθέα, ο αρχετυπικός επαναστάτης που δημιουργεί τον δικό του κόσμο αντί να είναι σκλάβος στο σχέδιο του Θεού. Ο Παύλος από την Ταρσό είπε πως η φυσική σοφία αντί της πνευματικής είναι ανοησία για το Θεό, ενώ η Καινή Διαθήκη βάζει τον Ιησού να λέει πως μπορεί να έχει κερδίσει όλο τον φυσικό κόσμο και να χάσεις τον εαυτό σου κατά την Ημέρα της Κρίσεως. Μερικοί μονοθεϊστές προσπαθούν να οικειοποιηθούν κοσμικά εργαλεία, αλλά όταν το κάνουν αναπόφευκτα διαβρώνουν τη θρησκεία τους. Όπως λέω και στο άρθρο Χριστιανικό χούτσπα, η πιο φρικαλέα τρέχουσα περίπτωση είναι το απεχθές θέαμα του Συντηρητικού Αμερικανικού Χριστιανισμού, όπου η θρησκεία λειτουργεί καθαρά ως πολιτικό όπλο στα χέρια των Ρεπουμπλικανών δημαγωγών, ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με τις αρχικές χριστιανικές αρχές.
Δεκτόν, στη Γένεση ο Θεός διατάσσει “να κατακυριεύσουμε τη γη”, αλλά όπως δείχνει ο Jack Miles στο “Θεός: Μια βιογραφία” ο χαρακτήρας του Θεού εξελίσσεται στη διήγηση, καθώς ανακαλύπτει τις προτιμήσεις του αλληλεπιδρώντας με τα αγαπημένα του πλάσματα και, απ’ό,τι φαίνεται, δεν έχει προηγούμενη ιστορία για να καθορίσει το χαρακτήρα του. Οπότε ο Θεός μας διατάσσει να αυξάνουμε και να πληθύνουμε, αλλά μετά ανακαλύπτει πως τελικά δεν την εγκρίνει την εντολή, αφού είχε την έμμεση συνέπεια να γίνουμε πολύ δυνατοί, οπότε ο Θεός χρειάστηκε να μας καταστρέψει και να το πάρει πάλι απ΄την αρχή. Αυτή η αρχική εντολή που έφτιαξε ο Θεός κατ’εικόνα του είναι η πιο αφελής σύλληψη του σκοπού του για μας, αντικατοπτρίζοντας την επιφανειακή του κατανόηση του ίδιου του του εαυτού, οπότε προφανώς δεν θα μπορούσε να ίσχυε ακόμη. Αυτό που η Βίβλος δείχνει το Θεό να ανακαλύπτει μαζί με τα πλάσματά του είναι ότι η υπερηφάνεια που χρειάζεται για να κατακυριεύσουμε τον κόσμο οδηγεί σε πολέμους μεταξύ μας και κατά συνέπεια στο να παραβούμε την μετέπειτα εντολή κατά του φόνου και σε μια δαιμονική επανάσταση κατά του Θεού. Μη ικανοποιημένοι να κυβερνούν τον κόσμο, οι άνθρωποι έφτιαξαν τον Πύργο της Βαβέλ για να φτάσουν στους ουρανούς, οπότε ο Θεός χρειάστηκε να αποδυναμώσει τα πλάσματά του παρεμποδίζοντας την ικανότητά τους να επικοινωνούν. Για την ακρίβεια η λιτεραλιστική ανάγνωση της Βίβλου ως αλάνθαστης προδίδει μια υποβόσκουσα εχθρότητα προς τη Βίβλο, μια απέχθεια προς το γεγονός ότι η Βίβλος είναι δύσκολη στην κατανόηση και μια παραδοχή πως ο λιτεραλιστής δεν έχει την υπομονή να διαβάσει τη Βίβλο με τα μάτια ενός κριτικού λογοτεχνίας. Η απομνημόνευση και παπαγαλία αγαπημένων χωρίων λες και παραμένουν σημαντικά σε όλο το χρόνο και το χώρο είναι το πιο επιφανειακό του προσωπείο, που δεν χρειάζεται ερμηνεία ή κατανόηση του ιστορικού και λογοτεχνικού πλαισίου και είναι τεμπέλικο και προσβλητικό προς τους συγγραφείς και τους συντάκτες.
Για να επιστρέψουμε στο θέμα μας όμως, τα κανονικά επιχειρήματα στη Δυτική φιλοσοφία κατά της θρησκείας είναι εν γένει ασήμαντα, που είναι και ο λόγος που η φιλοσοφία ως κλάδος είναι τόσο περιθωριοποιημένη ακόμα και στις ΗΠΑ, παρά την πληθώρα Αμερικανών με ενδιαφέρον για τη θρησκεία. Ο ρασιοναλισμός που απαιτείται για τις θεϊστικές αποδείξεις και τα κοσμικιστικά αντεπιχειρήματα προδίδουν μια εξωτεριστική κατανόηση του Θεού και αφήνουν στην άκρη τη διάκριση μεταξύ λιτεραλισμού και μυστικισμού. Αυτό που αναπαριστά η θεολογία είναι στο κάτω-κάτω ένα κάλεσμα για ταπεινοφροσύνη, δεδομένης της πίστης ή της άλογης γνώσης (απευθείας αντίληψης) ότι υπάρχει μεγαλύτερο από εμάς στο οποίο οφείλουμε τη ζωή μας. Η θεϊστική θρησκεία είναι κυρίως ένα φράγμα στην υπερηφάνεια μας· τουλάχιστον αυτό είναι το συμπέρασμα που προκύπτει από τον μυστικιστικό πυρήνα αυτού του είδους θρησκείας. Αλλά το πρόβλημα είναι ότι οι περισσότεροι θρήσκοι μπλέκονται με υπεραπλουστεύσεις του Θεού ως προσώπου -ως δημιουργού, σχεδιαστή, πολέμαρχου, πατέρα, υιού ή παρόχου δώρων. Ο θεός του εξωτεριστικού, λιτεραλιστικού θεϊσμού μπορεί να είναι ευκολότερο να γίνει κατανοητός και να δηλωθεί η πίστη σ’αυτόν, αλλά το μειονέκτημα είναι ότι αυτός ο θεός μετατρέπεται σε έναν από εμάς αντί να είναι ένα υπερβατικό ον που καθιστά την υπερηφάνεια μας ανόητη. Πράγματι, η αναλογία που κάνει ο λιτεραλιστής μεταξύ Θεού και ανθρώπου εκκοσμικεύει τη θρησκεία του, φανερά θεοποιώντας την ανθρώπινη φύση. Ο λιτερελιστικός θεϊσμός αιτιολογεί τον ουμανισμό, ενώ ο μυστικιστικός θεϊσμός καταδικάζει τη φύση μας ως απατηλή ή ως τιποτένια σε σχέση με την υπερβατική ενότητα της υπέρτατης πραγματικότητας.
Ακόμα κι ένα επιχείρημα όπως το κοσμολογικό, ότι ο Θεός είναι η Πρώτη Αιτία, μετατρέπει το Θεό σε φυσικό ον για χάρη της λογικής Του κατανόησης, οπότε και χάνει το βαθύτερο νόημα του μυστικισμού που είναι απαραίτητο στο θεϊσμό. Οπότε όπως ήδη είπα, η επίκληση του μυστικισμού από το θεϊστή δεν είναι υποχώρηση από την ανάγκη για αυστηρή φιλοσοφία· αντίθετα η ακαδημαϊκή Δυτική φιλοσοφία της θρησκείας είναι ως επί το πλείστον μια μελέτη παρανοήσεων. Η φιλοσοφία είναι φυσιοκρατική και κατά συνέπεια επιστημοκεντρική και ανθρωπιστική, ενώ για χιλιάδες χρόνια οι θεϊστικές θρησκείες στέκουν ως πρόκληση σε εκείνους που νομίζουν πως μπορούν να βρουν την ευτυχία από μόνοι τους. Η μη εκκοσμικευμένη θρησκευτική πίστη πάντα εδραιώνεται στην πίστη, το ένστικτο ή την ερμηνεία εμπειριών αντί για την επιστήμη ή τη λογική, το οποίο καθιστά την πεποίθηση μη λογική (υποκειμενική και συναισθηματική). Ο θεϊστής νιώθει πεπεισμένος από την εμπειρία του ότι ασχέτως της δύναμης και της γνώσης μας, υπάρχουν μεγαλύτερες μορφές που μας καθιστούν ταπεινούς· και υποπτεύεται πως η υπερηφάνεια μας στους εαυτούς μας είναι ελάττωμα και αποτέλεσμα της μυωπικής μας όρασης. Λόγω αυτής της διορατικότητας, ο μυστικιστής θρήσκος έρχεται στα χέρια με τη λατρεμένη κοσμική πίστη στην αυτονομία του ατόμου, στα δικαιώματά του και την αξιοπρέπειά του ως θεόμορφο ον που κατακυριεύει τη φύση με την τεχνοεπιστήμη. Εν τω μεταξύ ο λιτεραλιστής θεϊστής χάνει από τα μάτια του αυτό το συμπέρασμα και γίνεται άθελά του πιόνι των κοσμικών δυνάμεων, καθώς αγκαλιάζει θρησκευτικές μεταφορές που ύπουλα θεοποιούν την ανθρώπινη φύση.
Τι τελικά χωρίζει τον Δυτικό μυστικιστικό θεϊσμό από τη φιλοσοφική αθεΐα; Αυτό είναι το βαθύτερο ερώτημα. Η απάντηση είναι ότι ο πρώτος είναι κωμικός, ενώ ο δεύτερος τραγικός. Ο Δυτικός μυστικισμός είναι τόσο περιθωριοποιημένος συγκριτικά με το Δυτικό ενδιαφέρον στον εξωτεριστικό μονοθεϊσμό που τα μαθήματα του Δυτικού μύστη λερώνονται από εξωτεριστικές μεταφορές. Δηλαδή, ακόμα και ο εκλεπτυσμένος Θεός των Δυτικών εμφανίζεται πολύ ανθρώπινος και ο Δυτικός θεϊσμός χάνει τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει τον κοσμικό ουμανισμό. Ακόμα και ο εκλεπτυσμένος φιλελεύθερος Χριστιανός που λέει πως απορρίπτει την κυριολεκτική ερμηνεία των περισσότερων βιβλικών χωρίων θεωρεί πως ο Θεός είναι κάτι τόσο γλυκανάλατο όπως η αγάπη ή ίσως μια ημιφυσική δύναμη όπως το πλατωνικό Καλό, που οδηγεί τα πάντα προς ένα ευτυχές πεπρωμένο. Ο Δυτικός θεϊσμός είναι κωμικός επειδή είναι υπερβολικά αισιόδοξος για τους ανθρώπους. Οι Εβραίοι, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι αυτή τη στιγμή δεν φοβούνται το Θεό, επειδή τον έχουν εξανθρωπίσει, χάνοντας το νόημα της μυστικιστής γνώσης. Ο θεϊστικός ουμανισμός είναι, από την άλλη, μια δύναμη εκκοσμίκευσης. (Δεκτόν, το Ισλάμ δίνει την εντύπωση πως αποτελεί εξαίρεση, αλλά αυτό ισχύει γιατί οι τρέχουσες συνθήκες οδηγούν τους περισσότερους Μουσουλμάνους να επικεντρώνονται στην μεταφορά του Θεού ως πολέμαρχου που είναι πιο τρομακτική, π.χ. από τη χριστιανική μεταφορά του Θεού ως Πατέρα ή Υιού.)
Από την άλλη, ο Ανατολικός μυστικισμός είναι πιο ζωντανός και έχει περισσότερη ανοσία στην εξωτεριστική μόλυνση. Αλλά για αυτό το λόγο και μόνο, ο Ανατολικός θεϊσμός θεωρείται από τους Δυτικούς ως πιο φιλοσοφικός παρά θρησκευτικός, παρά το γεγονός ότι οι Ινδουιστές, Τζαϊνιστές και Ταοϊστές ενδιαφέρονται περισσότερο για τους τύπους παρά για τα δόγματα. Και αυτό με φέρνει στη σημαντική διαφορά μεταξύ φιλοσοφικής αθεΐας και θεϊσμού: οι θεϊστές φεύγουν έντρομοι από τις καταστροφικές επιπλοκές του μυστικισμού, ενώ οι φιλόσοφοι θαρραλέα (ή μήπως ανόητα;) καταπιάνονται με αυτές). Οι Δυτικοί θεϊστές καταφεύγουν έντρομοι στη θαλπωρή των απλοϊκών μεταφορών, ενώ οι Ανατολίτες τείνουν να εγκαταλείπουν τελείως το θεϊσμό, τιμώντας τη φιλοσοφική σύγκρουση με το μυστικισμό και στην πράξη αγκαλιάζουν την αθεΐα. Δεκτόν, πολλοί Ινδουιστές λατρεύουν διάφορους θεούς και πολλοί Βουδιστές λατρεύουν διάφορους γκουρού, αλλά ο μυστικισμός είναι πολύ πιο κεντρικός σ’αυτές τις θρησκείες από ότι είναι στον Ιουδαϊσμό, το Χριστιανισμό ή το Ισλάμ.
Να επαναλάβω πως ως “μυστικισμό” εννοώ την αποκήρυξη των φυσικών φαινομένων ως αίτια της άγνοιας και των βασάνων· και την αποκήρυξη των ηδονών και των λογικών δυνάμεων που μας εκτρέπουν από αυτή την αντι-φυσική συνειδητοποίηση. Αυτός ο μυστικισμός ξεκίνησε από τον Ινδουϊσμό και πέρασε στη Δύση αφού ο Μέγας Αλέξανδρος άνοιξε διαύλους επικοινωνίας μεταξύ των δύο άκρων του Παλαιού Κόσμου. Οι Ανατολικές θρησκείες είναι τραγικές αφού θεωρούν την απελευθέρωση του πνεύματος ως διαφυγή από τη φυλακή της φύσης και, κατά συνέπεια, από την ανθρώπινη προσωπικότητα: στο τέλος νικάμε επειδή καταλαβαίνουμε πως δεν είμαστε τίποτα, ότι η ευδαιμονία σε έναν προσωπικό παράδεισο σε ένα αιθέριο επίπεδο ύπαρξης είναι απλά μια φαντασία. Αντίθετα οι Δυτικές θρησκείες είναι κωμικές: δεν δείχνουν καμιά μυστικιστική αποστροφή για τον κόσμο των φαινομένων και αποκαλύπτουν την έκταση του εξωτεριστικού τους ατομισμού με τους Εβραίους, Χριστιανούς και Μουσουλμάνους να φαντάζονται τον παράδεισο ως ζωή σε ένα αναστημένο σώμα, με τους Μουσουλμάνους να τονίζουν μέχρι και την υλική τελειότητα του παραδείσου. Στις Δυτικές θρησκείες τα πιο τρελά μας όνειρα στο τέλος πραγματοποιούνται, μαζί με το όνειρο της τέλειας δικαιοσύνης για τους φαύλους στην κόλαση, ενώ στις Ανατολικές θρησκείες αυτά τα όνειρα απορρίπτονται ως ακριβώς όνειρα και αντικαθίστανται με μια απομάκρυνση από τον κόσμο που μοιάζει πολύ με την αποξένωση και την αγωνία του υπαρξιστή. (βλ. Βουδισμός.)
Και αυτό με φέρνει στο φιλοσοφικό μυστικισμό, δηλαδή στην έχθρα του Σωκρατικού φιλοσόφου στις κοινωνικές συμβάσεις, η οποία είναι κεντρική στη Δυτική φιλοσοφία, παρόλο που πολλοί Δυτικοί φιλόσοφοι δεν είναι σωκρατικοί. Εκεί που ο Δυτικός μυστικιστής θεϊστής υποπίπτει σε εξωτεριστικές γλυκοκουβέντες και καθιστά το θεϊσμό κωμικό και αντίθετο προς τη μυστικιστική εχθρότητα προς τις φυσικές (σαμσαρικές) τάσεις, ο Σωκρατικός φιλόσοφος μοιράζεται με τον Ανατολίτη μύστη την άποψη πως η φιλοσοφία καταστρέφει το εγώ και την κοινωνία γενικότερα, υπονομεύοντας τις αισιόδοξες και πραγματιστικές απόψεις, αυτά που ο Πλάτωνας αποκαλούσε “ευγενή ψεύδη”. Αυτός είναι ο λόγος που εκτελέστηκε ο Σωκράτης. Αναγνώρισε πως η μόνη σοφία που κατείχε είναι ότι δεν ήξερε τίποτα, το οποίο ειρωνικά τον καθιστούσε το σοφότερο άτομο στην Ελλάδα· δεν ήξερε τίποτα υπό την έννοια ότι με πείσμα δεν είχε καμία πίστη στην παράδοση και την εξουσία. Ο Σωκρατικός φιλόσοφος είναι αυτοκαταστροφικός, αφού αυτό το είδος φιλοσόφου ωθείται να απορρίψει τις αξίες της κοινωνίες, η οποία άνετα τον περιθωριοποιεί. Οι παραλληλισμοί μεταξύ του Σωκρατικού φιλοσόφου και του Ανατολίτη μύστη πρέπει να είναι προφανείς.
Τώρα, η νέα εκδοχή του καυστικού σωκρατικού σκεπτικισμού ενισχύεται φυσικά από τη σύγχρονη επιστήμη, η οποία υπονομεύει την πίστη του θεϊστή ότι η ιστορία μας θα έχει ευτυχή έκβαση. Τουναντίον, λέει ο επιστήμονας, κανείς δεν επιβιώνει του σωματικού θανάτου του και, δεδομένου πως είμαστε εξελισσόμενα ζώα, θα εξαφανιστούμε κι εμείς όπως κάθε άλλο είδος. Δεν θα υπάρξει από μηχανής θεός για εμάς (εκτός και αν πραγματοποιηθούν οι τρανσουμανιστικές ελπίδες για μια τεχνολογική αποθέωση). Αλλά και πάλι η λογική προσέγγιση κατά του θεϊσμού αγνοεί το μυστικιστικό υπόβαθρο, που δεν είναι άλλο από το ότι η λογική μας, η δύναμή μας, η αγάπη μας και κάθε τι που κάνουμε και κατέχουν είναι παντελώς αδιάφορα για το συμπαντικό σχέδιο. Ο μύστης αντιλαμβάνεται θαυμαστή δυναμική σ’αυτό το σχέδιο -κυρίως το πως ό,τι μοιάζει ανεξάρτητο είναι στην ουσία αλληλένδετο. Αυτό που ο Σωκρατικός φιλόσοφος βρίσκει αποθητικό στο θεϊσμό είναι λοιπόν η δειλή οπισθοχώρηση σε έναν αισιόδοξο, ανθρωπιστικό και κατ’ουσίαν εκκοσμικευμένο λιτεραλισμό. Αντίθετα η φιλοσοφική εκδοχή του μυστικισμού μοιάζει με μια σύνθεση του υπαρξισμού και του συμπαντισμού. Αντί να θεωρούμε πως ο καθένας μας θα σωθεί από έναν θείο Υιό, ότι η θεία Αγάπη τα νικά όλα, ότι το προσωπικό μας πνεύμα είναι αιώνιο ή ότι ο Θεός είναι αγαθός και κατευθύνει το σύμπαν, ο φιλοσοφικός μύστης, ή υπερσκεπτικιστής, ασχολείται με τον τρόμο: τρόμο για τον παραλογισμό των εγωκεντρικών ψευδαισθήσεών μας, τρόμο για την φανερή απανθρωπιά του σύμπαντος την οποία εξακολουθούμε να βρίσκουμε τρόπους για να απαρνηθούμε, τρόμο για το ότι η κοινωνία βασίζεται στην απάτη και τη φαυλότητα, τρόμο ότι η φύση εξέλιξε όντα με αυτοσυνείδηση που αναγκάζονται να ζήσουν τη ζωή τους ως υποβαθμισμένα αγρίμια ή να βασανίζονται από ζοφερή γνώση.
Για να το δείτε αυτό πιο παραστατικά, θυμηθείτε πως ο εξωτεριστικός θεϊστής δαιμονοποιεί το χαρακτήρα του Σατανά επειδή τολμά να αψηφά το Θεό απορρίπτοντας τη θέση του στο θεϊκό σχέδιο και διαδραματίζει το ρόλο θεού σε έναν δικό του κόσμο, ονόματι κόλαση. Σε αυτή τη διήγηση του μύθου ο κοσμικός ουμανισμός (Επιστημονισμός) καθίσταται Σατανικός. Αλλά ο μυστικιστής, Γνωστικός Χριστιανός επανερμηνεύει το μύθο, βάζοντας το Σατανά στο ρόλο του σοφού ήρωα που ξεφεύγει από την τυραννία ενός ψευδούς Θεού. Ο θεός του λιτεραλιστή είναι πράγματι ψευδής, μια προβολή του εγωκεντρισμού του λόγω του φόβου να αντιμετωπίσει τις τρομακτικές αλήθειες της υπαρξιακής μας κατάστασης που αποκαλύπτει η σύγχρονη επιστήμη σε όλους τους μορφωμένους ανθρώπους. (βλ. Ευτυχία.) Όπως και ο Ανατολίτης μύστης και ο Γνωστικός Σατανάς, ο Σωκρατικός φιλόσοφος “χάνει τη χάρη”, δηλαδή εξοστρακίζεται κοινωνικά για τον άνευ ορίων σκεπτικισμό του. Πράγματι, αυτός είναι και ο βαθύτερος λόγος για το ότι η ακαδημαϊκή φιλοσοφία δεν είναι ευρέως δημοφιλής. Όπως ο Σατανάς εκδιώκεται από έναν ψεύτικο παράδεισο, από τη συμμετοχή σε ένα Μάτριξ ψευδαισθήσεων που αποτελεί το φυσικό επίπεδο, ο Ανατολίτης μύστης ελπίζει να απελευθερωθεί από τον κύκλο της αναγέννησης, να εξαφανιστεί ώστε η ταλαιπωρία του και η ντροπιαστική του μετενσάρκωση ως ευφυούς πιθήκου να σταματήσει. Όπως ο Σατανάς ταλαιπωρείται στην κόλαση, και ο φιλόσοφος και ο μύστης είναι γεμάτοι άγχος, ταρακουνημένοι από αυτό που αντιλαμβάνονται ως ευρεία ειρωνεία και ανοησία· έλκονται από το υπερβατικό μυστήριο σε όλα τα πράγματα, ενώ καταδικάζουν κάθε λογική ή οπτιμιστική λύση.
Εν ολίγοις, και η Σωκρατική φιλοσοφία και ο Ανατολικός μυστικισμός ερμηνεύουν τον κόσμο ως μια τερατώδη τραγωδία και ως ειρωνικά παράλογο. Ο φιλόσοφος θα έπρεπε να απορρίπτει τον εξωτεριστικό θεϊσμό όχι επειδή τα θεϊστικά επιχειρήματα είναι λανθασμένα, αν και είναι, αλλά επειδή ο θεϊστικός λιτεραλισμός αποτελεί προδοσία του μυστικισμού τον οποίο δικαιούνται τόσο οι θεϊστές όσο και οι άθεοι. Όταν ο θεϊστής μασκαρεύει το Θεό σαν άνθρωπο με ανθρωποκεντρικές μεταφορές, παρελαύνει άκομψα το ναρκισσισμό του και επιλέγει ένα πραγματιστικό, κοσμικό, ουμανιστικό τρόπο ζωής· το να ικανοποιεί τον εαυτό του με αυταπάτες. Για τον Σωκρατικό φιλόσοφο, οι περισσότερες μορφές θεϊσμού δεν είναι επαρκώς μυστικιστικές (Λαβκραφτιανές ή υπαρξιστικές) και το πρόβλημα με τον επιστημονικό αθεϊσμό είναι ομοίως ότι ο Επιστημονισμός του άθεου είναι άλλη μια κωμική, ουμανιστική πίστη. Ο εξωτεριστικός θεϊστής και ο επιστημονικός άθεος αποτυγχάνουν αμφότεροι στο να εκτιμήσουν τις μυστικιστικές, εντελώς τραγικές αποκαλύψεις της σύγχρονης επιστήμης, τον Σωκρατικό υπερσκεπτικισμό ή τις Ανατολικές παραδόσεις περί φώτισης. Έτσι, ενώ ο επιστημονικός άθεος ορθά απορρίπτει τον λιτεραλιστικό θεϊσμό ως παιδιάστικο, αυτός ο άθεος ομοίως ορίζεται υπακοή στη λάθος πίστη, τον Επιστημονισμό ή θετικιστικό ουμανισμό, ο οποίος είναι βαθύτατα αντιφιλοσοφικός. Κατ’εμέ η θρησκευτική πίστη που χρειάζεται σε έναν μεταμοντέρνο, υπερβολικά τεχνοεπιστημονικό πολιτισμό μοιάζει με συνδυασμό του υπαρξισμού, συμπαντισμού, Ανατολικού μυστικισμού και επιστημονικής φαντασίας. (βλ. Μεταμοντέρνα Θρησκεία.)
Το άρθρο είναι εξαιρετικό. Αλλά θα πιαστώ μόνο από ένα μικρό απόσπασμα. “Ωστόσο, οι Νέοι Άθεοι όπως ο Sam Harris, ο Richard Dawkins και ο Christopher Hitchens αποφάσισαν να υπερβάλουν, εξαπολύοντας φραστικές επιθέσεις κατά του θεϊσμού με τα βιβλία τους και τις δημόσιες συζητήσεις τους.”
Νομίζω το έχουμε συζητήσει και παλιότερα αυτό το θέμα Εβαν (κάπως φευγαλέα είναι η αλήθεια). Θεωρώ ότι ο αρθρογράφος το έχει θέσει το ζήτημα στην πραγματική του διάσταση. Πράγματι, ειδικά ο Dawkins, αναλώνεται σε φραστικές επιθέσεις, που το μόνο που καταφέρνουν είναι πυροδοτούν ένα ακόμη πιο μανιασμένο μίσος για την άθεη κοινότητα από την θεϊστική πλευρά.