Ένα από τα ωραία παρελκόμενα της έρευνας που έκανα για την Αθεΐα+ ήταν ότι ανακάλυψα πολλά νέα ιστολόγια. Ένα από αυτά είναι το ιστολόγιο “Παραληρήματα μέσα στον Απέθαντο Θεό” του Benjamin Cain, που αναλύει τη φιλοσοφία τού του Υπαρξιακού Λαβκραφτιανού Συμπαντισμού.
Ομολογουμένως οι μηδενιστικές και υπερβολικά ρεαλιστικές προεκτάσεις της αθεϊστικής οπτικής δεν είναι καθόλου δημοφιλείς στους αθεϊστικούς κύκλους, αφού οι περισσότεροι αρεσκόμαστε να παριστάνουμε τους μες στην τρελή χαρά, μην τυχόν και μας δουν τεθλιμμένους οι ένθεοι και μας πουν “είστε θλιμμένοι επειδή είστε άθεοι” (λες και η ανυπαρξία ή όχι του Θεού εξαρτάται από τις επιπτώσεις της θεϊστικής ή αθεϊστικής θεώρησης του κόσμου). Αλλά τα κείμενα του Cain που διάβασα με ιντριγκάρισαν, μου προκάλεσαν αυτό το παράξενο αίσθημα που προσωπικά μπορώ να περιγράψω ως τόσο ανατριχιαστικό, που κάπου πρέπει να αγγίζει την αλήθεια. Οπότε μια στο τόσο θα σας μεταφέρω στα Ελληνικά τις απόψεις του (πάντα με την άδειά του, εννοείται) και με επιφύλαξη καθώς, ενώσω μεταφράζω, στην πορεία τα επεξεργάζομαι και εγώ.
Το πρώτο του άρθρο που αποφάσισα να σας μεταφέρω είναι ένα που συμπληρώνει ένα δικό μου παλιό άρθρο, το “Θεϊστική Κοσμογονία (εις άτοπον απαγωγή)”, ενώ επικαλύπτει και ένα άρθρο του Κώστα, ονόματι “Η καραμέλα των «ανθρωπομορφικών εκφράσεων»”. Έψαχνα καιρό να βρω ένα άρθρο που να αναλύει παρόμοια ζητήματα, οπότε είναι ταιριαστό να ξεκινήσω με αυτό.
The World’s Creation as God’s Self-Destruction 29.11.2012 © Benjamin Cain |
Τι σημαίνει όταν λέμε πως ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο; Υπάρχουν δύο θρησκευτικές απαντήσεις, η εσωτεριστική και η εξωτεριστική. Οι γνώστες, που κατανοούν τις θεϊστικές ιδέες, θεωρούν την έννοια της θεϊστικής δημιουργίας σχεδόν τελείως κενή. Η υποψία είναι ότι ο κόσμος αποτελείται από ό,τι μπορούμε να κατανοήσουμε, αλλά δεδομένου ότι η δυνατότητα κατανόησής μας είναι περιορισμένες, ο κόσμος μάλλον αναδύθηκε από κάτι που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε, κάτι αφύσικο. Οι θρήσκοι αποκαλούν αυτό το αφύσικο και την ανάδυση αυτή, αντίστοιχα Θεό και ανώτερη δημιουργική πράξη. Αλλά επειδή οι κρυφές ρίζες αυτών των θρησκευτικών ιδεών είναι ο μυστηριανισμός, ο συμπαντισμός και ο μυστικισμός, οι θρησκευτικές ιδέες έχουν αποφατικό και όχι καταφατικό περιεχόμενο. Μπορούμε να γνωρίσουμε πλαγίως ότι ό,τι και να είναι ο θεός, είναι ξένος και ως εκ τούτου τρομακτικός για φιλάρεσκα και κοινωνικά πλάσματα όπως εμείς, που ενστικτωδώς προσωποποιούμε οτιδήποτε συναντήσουμε για να αισθανόμαστε άνετα στην ερημιά της φύσης. (Θα αναφέρομαι στο Θεό με κεφαλαίο “Θ” μόνο όταν μιλάω για την εξωτεριστική προβολή των προσωπικών μας ιδιοτήτων στο αγνώσιμο).
Για λόγους που τους αναλύουν ο Leo Strauss, ο Πλάτωνας και άλλοι, η φιλοσοφική αλήθεια τείνει να υποσκάπτει την κοινωνική συνοχή και έτσι πρέπει να κρύβεται από την ευρύτερη κοινωνία. Ο Πλάτωνας μίλησε για την ανάγκη ευγενών ψευδών που λέει η ελίτ στις μάζες για να διατηρήσει την τάξη. Συνεπώς η μη θεϊστική βάση των μεγάλων θρησκειών, δηλαδή ο φόβος ενός ανεξήγητου Χ ως πηγή πάντων των λογικά ερμηνεύσιμων, αποκτά ένα θεϊστικό, εξωτεριστικό ένδυμα για λαϊκή κατανάλωση. Ενώ ο μύστης λέει πως η σιωπή είναι προτιμότερη, όταν αναλογίζεται αν θα μιλήσει για το πώς είναι ο θεός, ο θεϊστής μπλέκεται με ανθρωπομορφικές μεταφορές. Όπως λέει ο Dennett στο “Λύνοντας το Ξόρκι” ο θεϊσμός, ως προς αυτό το χαρακτηριστικό, καθορίζεται βιολογικά. Ο θεϊστής υπερχρησιμοποιεί τη νοητική λειτουργία, ή το νευρολογικό εξοπλισμό, που διευκολύνει τη συνεργασία μεταξύ των μελών του είδους μας, επιτρέποντάς μας να προβλέψουμε τη συμπεριφορά τους, συμπεραίνοντας και ερμηνεύοντας τη νοητική κατάσταση τρίτων. Εν ολίγοις, ο θεϊστής μιλάει λες και ο θεός είναι μέλος του είδους μας, με ικανότητα για λογική, συναίσθημα, επιλογή, κ.ο.κ. Αυτές οι ανθρωποκεντρικές μεταφορές είναι όλες προφανώς παράλογες όταν αποδίδονται στο αφύσικο και εκλαμβάνονται κυριολεκτικά, ενώ όταν αναγνωρίζονται ως απλές μεταφορές καθίστανται άσχετες από την οπτική γωνία ενός μύστη.
Με αυτή τη διάκριση κατά νου, μεταξύ του εσωτεριστικού και εξωτεριστικού, ας επιστρέψουμε στο νόημα της δήλωσης ότι ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο. εσωτεριστικά, η απάντηση η αποφατική και πλάγια είναι ότι κάτι αφύσικο, και κατά συνέπεια πέραν της δυνατότητάς μας για κατανόηση, “προϋπήρχε” των πάντων στη φύση, συμπεριλαμβανομένων και όλων εκείνων που περιέχουν οι θεωρίες φυσικών και κοσμολόγων, και ήταν και η “αιτία” της φύσης. Και πάλι, μόλις προσπαθήσεις να μιλήσει καταφατικά για τη σχέση μεταξύ θεού και κόσμου, καταλήγεις να χρησιμοποιείς μεταφορές που δεν αντέχουν σε ανάλυση. εξωτεριστικά, η πιο συνήθης μονοθεϊστική απάντηση, για παράδειγμα, είναι ότι ένας λευκός, άρρεν δημιουργός κατασκεύασε το σύμπαν, σπαζοκεφαλιάζοντας πάνω από την επιφάνεια των υδάτων, δημιουργώντας μορφές με το λόγο κ.ο.κ. με κεντρικό στόχο να δημιουργήσει ζωή με την οποία θα μπορούσε να αλληλεπιδράσει. Το πρόβλημα όλων των μονοθεϊστικών μύθων δημιουργίας είναι ότι ο Θεός ήθελε να δημιουργήσει ένα μέρος όπου θα μπορούσαν να ζήσουν τα παιδιά του, τα οποία είναι κατ’ανάγκην πιο περιορισμένα όντα, και ότι αυτό το έκανε όχι από καλοσύνη, αλλά από μοναξιά.
Όταν οι Καθολικοί και άλλοι ερμηνεύουν τη Δημιουργία ως ελεύθερη, αβίαστη και κατά συνέπεια θαυματουργή έκλυση θείας αγάπης, είναι εσκεμμένα παραπλανητικοί, χοροπηδώντας μεταξύ της εξωτεριστικής και εσωτεριστικής έννοιας του Θεού. Η έννοια της άνευ όρων ήτοι ανεξήγητης αγάπης είναι αυτο-αναιρούμενη, όπως και κάθε άλλη θεϊστική μεταφορά: την αγάπη ως φαινόμενο την καταλαβαίνουμε καλά και ακόμα και όταν είναι αλτρουιστική έχει ως στόχο κάποιο ανώτερο καλό, κάποιο το οποίο απαιτεί θυσία. Αν παρατηρήσετε προσεκτικά την θεϊστική παραδοχή, βρίσκετε το Θεό ως ένα παντοδύναμο άτομο που στέκει αναγκαστικά μόνο του. Θυμηθείτε πως μόνο στον πολυθεϊσμό ο δημιουργός Θεός έχει ίσους· σε αυτή την περίπτωση ο ανθρωπομορφισμός δεν έγκειται μόνο στην απόδοση προσωπικών χαρακτηριστικών στο αγνώσιμο, αλλά και κοινωνικών. Στο μονοθεϊσμό όμως υπάρχει μόνο μία, ανώτατη θεότητα που στέκει στην κορυφή της ιεραρχίας των πάντων· αυτή η θεότητα είναι η πάνσοφη Πρώτη Αιτία των πάντων.
Τώρα, όταν αναγκάζεσαι να προσδώσεις στο μοναχικό, παντοδύναμο Θεό ένα φύλο, επειδή δεν μπορείς να κατανοήσεις τον μυστηριανισμό ή τον συμπαντισμό ή επειδή προτιμάς να μη σε στοιχειώσουν τα συμπεράσματά τους, τότε ντύνεις το Θεό με ανθρώπινα ενδύματα τα οποία απαιτούν γλωσσική συνέπεια, οπότε αναγκάζεσαι να συμπεράνεις πως η Πλάση είχε σκοπό να απαλύνει τη μοναξιά του Θεού. Όπως έχουν δηλώσει οι φεμινιστές, η προκατάληψη πως η υπέρτατη δημιουργική πράξη είναι αρσενική, χωρίς τη συνεργασία κάποιας θηλυκής αρχής, είναι τερατώδης. Τουλάχιστον μία θεά θα είχε κάποιο είδος μήτρας από την οποία θα μπορούσαμε να φανταστούμε πως προέκυψε το σύμπαν. Αντ’αυτού, ο αρσενικός δημιουργός Θεός πρέπει να παίξει με εργαλεία και να φτιάξει το σύμπαν από απλούστερα υλικά. Οι άνθρωποι αρχιτέκτονες και μηχανικοί φτιάχνουν κατασκευές για το κοινωνικό καλό, για προσωπικό όφελος κ.ο.κ., ενώ ο Θεός δεν θα είχε τέτοια κίνητρα.
Όχι, η πιο εύλογη ερμηνεία, πάλι βάσει γλωσσικών στάνταρ, είναι ότι η ζωή του Θεού πριν τη Δημιουργία του ήταν τελείως ανυπόφορη. Κατ’αρχάς είναι αρσενικός χωρίς θηλυκό ίσο για ταίρι. Δεύτερο, είναι πανάγαθος χωρίς κάποιον να μοιραστεί το μεγαλείο του· όπως λέει το γλυκανάλατο κλισέ, είχε πολύ αγάπη να δώσει που πήγαινε χαμένη. Άλλος για να τον συμβουλέψει δεν υπάρχει. Πρέπει να βρει μόνος την απάντηση διότι, αν δεν ξέρει ο ίδιος τι να κάνει τα ταλέντα του, τότε δεν το ξέρει κανείς. Οπότε ο Θεός αποφασίζει να κάνει παιδιά. Δεδομένου του μονοθεϊσμού, ο Θεός δεν μπορεί να δημιουργήσει όντα ίσα με αυτόν, οπότε τα παιδιά του δεν μπορούν να ζήσουν μαζί του. Άρα ο Θεός πρέπει να δημιουργήσει ένα μέρος που χαρακτηρίζεται από χαμηλότερες διαστάσεις, το οποίο είναι το σύμπαν των ατόμων, των άστρων και των πλανητών. Ο Θεός αναγκαστικά βρίσκεται εκτός της Πλάσης του και μακριά από τα παιδιά του, επειδή βρίσκεται σε ανώτερο επίπεδο ύπαρξης, αλλά τουλάχιστον δεν είναι πλέον τελείως μόνος. Τώρα τουλάχιστον μπορεί να κατασκοπεύει τους άνδρες και τις γυναίκες, σαν ηδονοβλεψίας με τρανσδιαστασιακό τηλεσκόπιο, και να μας στέλνει μηνύματα εδώ κι εκεί, σαν κρυφός θαυμαστής.
Ο Κυριολεκτικός Θάνατος του Θεού
Αυτή η ιστοριούλα θείας δημιουργίας σας ικανοποιεί; Σας φαίνεται καλή σαν ιστορία; Δεν νομίζω, τουλάχιστον όχι στις αποκαμωμένες σύγχρονες κοινωνίες. Κατ’αρχάς έχουμε μάθει από την ιστορία, όπως το έχει θέσει ο Λόρδος Άκτον, ότι η εξουσία διαφθείρει και ότι η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα. Ο μονοθεϊστικός Θεός είναι ένα άτομο καταραμένο με απόλυτη εξουσία, η οποία πρέπει να τον έχει διαφθείρει. Το να υποθέσουμε κάτι διαφορετικό είναι κακή χρήση της γλώσσας και πισωγύρισμα στην προσπάθεια να εξανθρωπίσουμε κάτι που θα έπρεπε να μας ταπεινώνει λόγω της τρομερής απανθρωπότητάς του και να μας κάνει να διστάζουμε πριν φορτώσουμε οτιδήποτε άλλο με ανθρώπινα χαρακτηριστικά. (Τι εννοώ με την τελευταία πρόταση; Να σας πω· όταν μελετάς ξένες κουλτούρες, που φυσικά μοιάζουν γελοίες σε σένα, το να είσαι ξένος που δεν ενδιαφέρεται για τους κανόνες που τις κυβερνούν, οι οποίοι μοιάζουν τυχαίοι σε σένα, σημαίνει πως είσαι πολύ κοντά στο να δεις τα πράγματα και από την άλλη μεριά, δηλαδή να γυρίσεις αυτή τη λογική ανάποδα και να κατανοήσεις πως και οι δικές σου κοινωνικές συμβάσεις πρέπει να μοιάζουν ομοίως ανόητες σε έναν ξένο.) Θέλω να πω πως, όταν ανόητα εμπλέκεσαι με ανθρωπομορφικές μεταφορές, πρέπει να τις τηρήσεις, σαν ηθοποιός αυτοσχεδιασμού ο οποίος πρέπει να ανταποκριθεί κατάλληλα στις κινήσεις των συμπρωταγωνιστών του· πράγματι, μια θεϊστική μεταφορά είναι τόσο γελοία και κενή όπως η ηθοποιία αυτοσχεδιασμού ως προς το ότι και οι δυο βασίζονται στην αναστολή της δυσπιστίας.
Εν πάση περιπτώσει, όταν εξισώνεις την πρωτεύουσα πραγματικότητα με ένα μοναδικό, παντοδύναμο πρόσωπο, αναγκάζεσαι να αποδώσεις στο Θεό την προσωπική σου αντίληψη για Αυτόν. Αν οι άνθρωποι τείνουν να διαφθείρονται από την εξουσία, το ίδιο πρέπει να ισχύει και για το Θεό· διαφορετικά δεν είναι πρόσωπο, η μεταφορά καταρρέει και ο ένθεος βρίσκεται αντιμέτωπος με την αποτρόπαια πιθανότητα να εγκλωβιστεί σε μια ζωή γεμάτη άγχος, στα χέρια της εσωτεριστικής, συμπαντικής φιλοσοφίας. Οπότε ο Θεός σίγουρα δεν δημιούργησε από αγάπη. Ίσως ο Θεός να έχει αγαθοποιές τάσεις, αλλά είναι βέβαιο ότι θα είναι διεφθαρμένες από την αγεφύρωτη διαφορά δύναμης που Τον χωρίζει από κάθε ον που θα μπορούσε να φανταστεί να κατασκευάσει.
Για να είμαστε σωστοί, τα δυο μας καλύτερα μοντέλα που έχουμε για την κατανόηση της σχέσης του Θεού με τη φύση είναι αυτά του δικτάτορα και του νηπίου. Όπως ο Θεός, ένας πολιτικός δικτάτορας ο οποίος δεν έχει αντίπαλο στέκει στην κορυφή της ιεραρχίας· και όπως ο Θεός, ο δικτάτορας απλά μιλά και τα λόγια του γίνονται έργα από τα τσιράκια του που τσακίζονται να εκτελέσουν τις διαταγές του. Αυτή η ανισότητα εξουσίας απομονώνει το δικτάτορα, οπότε είτε εκφυλίζεται σε τέρας ή οι αντικοινωνικές ιδιότητες που τον έφεραν στην εξουσία αποκτούν περισσότερη ελευθερία. Και στις δύο περιπτώσεις ο δικτάτορας μετατρέπεται σε βρέφος καθώς κάθε καπρίτσιο του ικανοποιείται, οπότε το παλάτι του λειτουργεί σαν τεχνητή μήτρα που τον απομονώνει από τη σκληρή πραγματικότητα, συμπεριλαμβανομένης και της μιζέριας που προκαλεί στους υποτελείς του. Αυτό με φέρνει στο δεύτερο μοντέλο. Όπως ο Θεός του μονοθεϊσμού, ένας βρέφος αναγκαστικά νιώθει απομονωμένο, αφού το βρέφος δεν μπορεί να διακρίνει τον εαυτό του από οτιδήποτε άλλο. Και πώς αντιδρά το βρέφος σε αυτή την μοναξιά; Συνήθως ένας βρέφος περνά τον περισσότερο χρόνο που είναι ξύπνιο σκούζοντας για θαλπωρή. Αντίθετα με το Θεό όμως, το βρέφος έχει μια μητέρα που το ηρεμεί ταΐζοντάς το ή κουνώντας το μέχρι να κοιμηθεί. Ένας Θεός δεν θα είχε κάποιον να του αποσπά έτσι την προσοχή.
Με αυτή την πληρέστερη εικόνα του Θεού στο μυαλό, αναρωτιέμαι ξανά: Γιατί ο Θεός, ο χαρακτήρας της μονοθεϊστικής μυθολογίας, θα έφτιαχνε ένα σύμπαν κατοικημένο εν μέρει από ανθρώπους; Η αγάπη δεν θα ήταν το κυρίως κίνητρο του Θεού. Αντ’αυτού πρέπει να φανταστούμε μια αξιολύπητη ψυχή γεμάτη άγχος, βαρεμάρα, φόβο και διαστροφές -άγχος από τον τρόμο του να είσαι λόγω θέσης αναγκαστικά μόνος και πέρα από την κατανόηση και τη συμπόνοια του οιουδήποτε· βαρεμάρα λόγω παντογνωσίας και, κατά συνέπεια, μιας αιωνιότητας χωρίς εκπλήξεις· φόβο από το ότι ο Θεός δεν έχει διέξοδο από το υπαρξιακό του πρόβλημα· και διαστροφές καθώς ο χαρακτήρας του μεταλλάσσεται σε εκείνον ενός κοινού θηρευτή. Αν οι ένθεοι σταματούσαν και σκέφτονταν λιγάκι τις θρησκευτικές μεταφορές που πετάν απο’δώ κι απο’κεί ως κενά μιμίδια, ίσως να κατανοούσαν πως η κόλαση που περιγράφουν οι προφήτες πρέπει να είναι ίδια με τον παράδεισο για το Θεό, δηλαδή πρέπει να είναι κόλαση να είσαι ο μονοθεϊστικός Θεός.
Μια πολύ ανώτερη άποψη για τη θεία δημιουργία ανέπτυξε ο Γερμανός φιλόσοφος του 19ου αιώνα Philipp Mainlander, ο οποίος συνέλαβε την ίσως πιο καταθλιπτική ιδέα που πέρασε ποτέ από ανθρώπινο νου και που έγραψε ίσως το πιο ριζοσπαστικό σύστημα φιλοσοφικού πεσιμισμού βασισμένο στην ιδέα αυτή, το δίτομο έργο “Η Φιλοσοφία της Λύτρωσης”, πριν τελικά αυτοκτονήσει. (“Η Φιλοσοφία της Λύτρωσης” για τους αγγλόφωνους φαντάζει ως πραγματικό Νεκρονομικό, αφού δεν έχει μεταφραστεί ποτέ στα Αγγλικά από τα Γερμανικά.) Η άποψη του Mainlander ήταν ότι ο Θεός αυτοκτόνησε και ότι το αποσυντιθέμενο πτώμα του είναι το υλικό σύμπαν· δηλαδή για να μπορέσει να αυτοκτονήσει ο Θεός έπρεπε να μεταμορφωθεί σε κάτι που θα μπορούσε να να διασπαστεί και τελικά να εξαλειφθεί, σε ένα τσούρμο κουάρκ, πρωτόνια, γαλαξίες και άλλες φυσικές δομές. Αυτό που εμείς θεωρούμε ως θαυμαστή ενέργεια δημιουργίας ήταν η διαφυγή του Θεού από την κόλαση του να είναι Θεός και η φυσική εξέλιξη είναι η διαδικασία αποσύνθεσης ενός σώματος τόσο ξένου που δεν μπορούμε να το αναγνωρίσουμε ως τέτοιο. Ως προς αυτό, είμαστε όντως σαν τους τυφλούς που αγγίζουν διαφορετικά μέρη ενός ελέφαντα προσπαθώντας να τον αναγνωρίσουν και καταλήγουν σε ριζικά διαφορετικά συμπεράσματα.
Η ανθρωποκεντρική και βαθιά πεσιμιστική εικασία του Mainlander έχει πολλά πλεονεκτήματα έναντι του κλασσικού θεϊσμού. Κατ’αρχάς, όπως είπα, η “κοσμογονία” του είναι σύμφωνη με αυτά που γνωρίζουμε για τους εαυτούς μας και έτσι αποτελεί μια πιο συμπαγή μεταφορά, αν και μία που εξακολουθεί να είναι απλά μια ρυπαρή μεταφορά και πρέπει να θεωρείται απλά ως έργο φαντασίας και υποκείμενη τουλάχιστον στα πρότυπα αισθητικής αξιολόγησης. Κατά δεύτερον, ο θεϊσμός του Mainlander εύκολα εξηγεί και την ύπαρξη φυσικού κακού στον κόσμο και την απουσία του Θεού. Τρίτον και ίσως σημαντικότερο, αυτός ο πεσιμιστικός μύθος φαντάζει αληθινός στους μυημένους της θρησκείας, στους μύστες και στους Γνωστικούς, που νιώθουν αποξενωμένοι από τον κόσμο και οι οποίοι, όπως ο Θεός, αναζητούν απελευθέρωση από το μαρτύριο της ζωής (και της αναγέννησης σε μια κοσμική φυλακή). Το άγχος είναι η πιο αυθεντική πηγή έμπνευσης, η πιο ταιριαστή αντίδραση στην υπαρξιακή μας κατάστασης που προκαλεί ευγενή δράση. Η ευτυχία είναι για τα αφώτιστα πρόβατα· το πάθος για εκείνους που τσιμπάν το δόλωμα της Λογικής και ανακαλύπτουν πως τα ιδανικά μας είναι κοινωνικά κατασκευάσματα, οι κοινωνίες μας ολιγαρχικές ερημιές, η μοίρα μας ως είδος η ατιμωτική λήθη. Οπότε αν ήταν να νιώθουμε σαν το Θεό, θα έπρεπε να νιώθουμε απόμακροι και απομονωμένοι λόγω κατανόησης και αντικειμενικότητας· και αν ένας μύθος (όπως οποιοδήποτε έργο φαντασίας) έχει σκοπό να μιλήσει κυρίως στη φαινομενολογική αλήθεια του τι σημαίνει να είναι κανείς ζωντανός, τότε ο μύθος της δημιουργικής αυτοκτονίας του Mainlander είναι πολύ πιο συγκινητικός και συναφής με την πραγματικότητα από την απαρχαιωμένη και ξεφτισμένη ιστοριούλα του επουράνιου Πατέρα που μας αγαπάει μέχρι αηδίας.
Ζώντας στο Απέθαντο Σώμα του Θεού
Θέλω τώρα να επιστρέψω σε ένα ερώτημα με το οποίο ασχολήθηκα στο τέλος του άρθρου “Από το Θεϊσμό στον Συμπαντισμό”, της σχέσης μεταξύ του υπερφυσικού θεού του μύστη και εκείνου που αποκαλώ ‘απέθαντο θεό’, το πανθεϊστικά πλασμένο σύμπαν που τυφλά αναπτύσσει όλο και πιο περίπλοκες μορφές. Η εσωτεριστική εξήγηση αυτής της σχέσης είναι απλά η δειλή, αρνητική εξήγηση που μας γαργαλάει με μια υπόσχεση που ποτέ δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί: μπορούμε να ξέρουμε πως πιθανώς υπάρχουν πράγματα που δεν θα μπορέσουμε να μάθουμε ποτέ· όπως το πώς όλα εκείνα τα οποία εξηγούνται λογικά μπορεί να έχουν προκύψει από κάτι άλλο, κάτι αφύσικο που για μας δεν έχει σχεδόν καθόλου σημασία.
Αλλά η καλύτερη, εξωτεριστική, μεταφορική εξήγηση ίσως να έχει μορφή παρόμοια με τον σκοτεινό μύθο του Mainlander. Ο Θεός δεν δημιούργησε λόγω αγάπης ή γενναιοδωρίας ή καλλιτεχνικού πειραματισμού, αλλά λόγω απόγνωσης και επιθυμίας να ξεφύγει από τα βάσανα που ταλανίζουν και τους καλύτερους από εμάς. Είπα πως ο φανταστικός χαρακτήρας του μονοθεϊστικού Θεού θα είχε λόγο να φοβάται πως δεν έχει τα μέσα να ξεφύγει από το να είναι Θεός, δηλαδή να ξεφύγει από το να είναι σαν βρέφος ή διεφθαρμένος δικτάτορας, τρελός από τη μοναξιά και την έλλειψη ισάξιας συντροφιάς. Αλλά η πιο ακριβής ερμηνεία θα ήταν ότι ένας τέτοιος χαρακτήρας δεν θα είχε κάποια δημιουργική οδό διαφυγής. Το μόνο που θα μπορούσε να δημιουργήσει ένας τέτοιος Θεός πέρα από τον εαυτό του θα ήταν ένας κόσμος από κατώτερα όντα. Δεκτόν, κάποια από τα όντα αυτά, όπως οι άγγελοι, ίσως να μπορούσαν να κατανοήσουν το Θεό καλύτερα από άλλα, αλλά δεδομένου του μονοθεϊσμού και του μυστηριανισμού, θα εξακολουθούσε να υπάρχει ένα χάσμα μεταξύ του ό,τι είναι λογικά κατανοήσιμο στον κόσμο και στην πιθανή πηγή του κόσμου αυτού. Εφόσον οι άγγελοι θα ήταν δημιουργήματα με σώματα και νοητικές λειτουργίες, η καντιανή διάκριση μεταξύ φαινομένων και νοουμένων θα ίσχυε: οι άγγελοι θα μπορούσαν να κατανοήσουν μόνο ότι έπεφτε εντός των ορίων της περιορισμένων τους δυνατοτήτων. Οπότε ο Θεός θα εξακολουθούσε να στέκει μακριά από τη Δημιουργία Του· θα εξακολουθούσε να βασανίζεται από τις φλόγες της κολάσεως, και ως έκφραση της εσωτερικής ταραχής του και ως αυτο-τιμωρίες για τις αναπόφευκτες αμαρτίες του ως διεφθαρμένο τέρας.
Ίσως ο Θεός χρησιμοποίησε την ιδιοφυΐα του για να φτιάξει ένας θεοκτόνο όπλο που θα τον απελευθέρωνε από τη γελοιότητα του να είναι Θεός. Εμείς οι Δυτικοί γελάμε εκ τους ασφαλούς με θεάματα όπως ο Μουαμάρ Καντάφι ή ο Μάικλ Τζάκσον και συνεχίζουμε να χλευάζουμε άτομα που έχουν τόσο προφανώς διαστρεβλωθεί από την κατάρα της υπερδύναμης. Πόσο πιο γελοίος δεν φαντάζει ένας Θεός -όχι σοφός ή αγαπησιάρικος όπως τον θέλουν οι κακοφτιαγμένες θεϊστικές φαντασιώσεις, αλλά γκροτέσκος στην απόλυτη ελευθερίας αυτο-έκφρασης. Ίσως αυτό το κολοσσιαίο τερατούργημα που είναι το πολυσύμπαν να μας παρέχει άφθονα εμπειρικά στοιχεία για την αξιοθρήνητη, τελευταία ενέργεια του πιο μεγαλομανούς όντος που έζησε ποτέ. Ίσως η φύση να είναι το τρομακτικό μέρος που είναι, τόσο άηθες και απάνθρωπο, επειδή το σύμπαν είναι το πώς θα έμοιαζε το μυαλό ενός διεφθαρμένου τυράννου αν μπορούσε να μεταμορφωθεί σε ένα άψυχο κέλυφος.
Α! Μα όχι τελείως άψυχο! Ακόμα και με τον επιθανάτιο ρόγχο του, ο Θεός πρέπει να γελάσει τελευταίος στα μούτρα των αποδιοπομπαίων τράγων του· εμείς οι σταγόνες του αίματος του Θεού πρέπει να υποφέρουμε από παρεμφερές υπαρξιακό άγχος· οι κραυγές μας αντηχούν τις παιδιάστικες κραυγές του Θεού στο κενό. Μέσα στον απέθαντο θεό, ο οποίος δημιουργικά καταστρέφει τον εαυτό του με όλο και πιο περίπλοκες μορφές διαφθοράς μέχρι να σβήσουν κι αυτές λόγω εντροπίας, εμείς, τα απομονωμένα και καταραμένα πλάσματα πρέπει να ζήσουμε ως θεοί, χοροπηδώντας δεξιά κι αριστερά σε κόσμους πολιτικά ορθών φαντασιουργημάτων ή να παραμιλάμε εμπρός στον τρόμο της πραγματικότητας. Αυτό που θα έπρεπε να κάνουμε όμως δεν είναι πώς θα παίξουμε με τους θεούς-παιχνίδια του εξωτεριστικού θεϊσμού, αλλά πως να προχωρήσουμε δημιουργικά από τον πιο ταιριαστό θεϊστικό μύθο του Mainlander. Η πρόκληση του μύστη είναι να αποφύγει τη μοίρα του Θεού, πώς θα μετουσιώσει το άγχος, ώστε η προσωπική ή συλλογική αυτοκτονία να μην είναι η μόνη βιώσιμη επιλογή. Το όνειρο του τρανσουμανιστή να καταφορτώσει το νου του σε έναν υπολογιστή αιώνιας ζωής ακούγεται ως μια ύποπτα επιχρυσωμένη μορφή αυτοκαταστροφής, παρόμοια με την εκλογίκευση που μπορεί να έκανε και ο Θεός για να αιτιολογήσει τη μεταμόρφωσή του. Και η μεταμοντέρνα μονοκουλτούρα μοιάζει ως στάδιο κοινωνικής παρακμής, όπως την περιγράφει ο Oswald Spengler. Ο μύθος του Mainlander μας παρέχει ως εφαλτήριο μια ταιριαστή, σοβαρή θρησκεία, μια σπουδαία ιστορία που τιμά το μαρτύριο που βρίσκεται στον πυρήνα της υπαρξιακής αυθεντικότητας. Αλλά, για να αντιστρέψω τη χριστιανική διήγηση, που μοιάζει με μπουρδουκλωμένη βερζιόν της σύλληψης του Mainlander, πρέπει να διαλογιστούμε ως προς το πώς ακόμα και οι ζωές αξιολύπητων όντων σαν κι εμάς μπορούν να εξιλεώσουν το θάνατο του Θεού μας.
“Ομολογουμένως οι μηδενιστικές και υπερβολικά ρεαλιστικές προεκτάσεις της αθεϊστικής οπτικής δεν είναι καθόλου δημοφιλείς στους αθεϊστικούς κύκλους” Κατά παράδοξο τρόπο θα πρόσθετα, αντίθετα γνωρίζω Χριστιανούς πού είναι καταθλιπτική. Φαίνεται η πραγματικότητα υπερνικά τις αυταπάτες πολλές φορές. Αν λοιπόν πίστευα ότι υπάρχει Θεός θα ήμουν τουλάχιστον ευτυχισμένος,προβλέποντας πως στο τέλος οι Μήδοι δεν θα διαβούνε.
Να σημειώσω πάντως πως ο μηδενισμός και η κατάθλιψη πάντως δεν ταυτίζονται.
Ίσως να κάνω λάθος αλλα εφόσον ο μηδενισμός αρνείται την ύπαρξη νοήματος στη ζωή θα έλεγα οτι ταυτίζονται
Ανακριβές. Ο υπαρξιακός μηδενισμός ασχολείται με την μη ύπαρξη εγγενούς νοήματος της ανθρώπινης ζωής, χωρίς αυτό να απαγορεύει να εφεύρεις εσύ ό,τι αυθαίρετο νόημα θέλεις.
Οι περισσότεροι άθεοι (ειδικά στο ρεύμα της λεγόμενης Νέας Αθεΐας) είναι πράξει υπαρξιακοί μηδενιστές, αλλά κανείς δεν χρησιμοποιεί τον όρο γιατί, λόγω δεκαετιών θρησκευτικής προπαγάνδας ο μηδενισμός είναι όρος τζιζ-κακά (Πώς ήταν και ο Επίκουρος που ακόμα και τώρα θεωρείται πως πρέσβευε τον ηδονισμό, ενώ στην ουσία δίδασκε το εντελώς αντίθετο; Αυτό.)
Ο Benjamin Cain ανήκει βέβαια στο στρατόπεδο που δεν πρεσβεύει την Αθεΐα τύπου “τρελή χαρά/frolic in the woods” -να εξηγούμαστε- αλλά αυτό δεν είναι χαρακτηριστικό του μηδενισμού ως γενικότερη φιλοσοφία.
Οφείλω να το δεχτώ ήσουν σαφής
Ναι, αυτό κάνει ο υπαρξιακός μηδενισμός. Καταρρίπτει τους μύθους, αφήνοντας το πεδίο γυμνό. Πολλοί άνθρωποι σ’αυτό το γυμνό, άδειο πεδίο τείνουν να αποδίδουν δυστυχία, μιζέρια, αναγκαστικό πεσσιμισμό. Δεν είναι αλήθεια. Το γκρέμισμα της μυθολογίας δεν συνεπάγεται πως δεν μπορεί να υπάρξει εθελούσια νοηματοδότηση, απλά αυτή είναι προαιρετική.
Η δυνατότερη κριτική απέναντι στον μηδενισμό είναι αυτή η απόδοση της μέγιστης κοινωνικής εντροπίας, αλλά είναι pop culture κριτική. Αντίθετα εμπεριέχει τα σπέρματα μίας αποφατικής στάσης απέναντι στην πραγματικότητα, αφήνοντας ελεύθερη τη δυνατότητα της αποδοχής της ως ανεξάρτητης από τον υποκειμενισμό της ανθρώπινης νοητικής εμπειρίας. Δηλαδή είναι υπέρ της πραγματικότητας πάντα και όχι υπέρ της υποκειμενικής πραγματικότητας.
Έτσι γίνεται κατανοητό ένα σύμπαν που δεν είναι ανθρωποκεντρικό, δίχως ανθρωπομορφικούς θεούς και την ανθρώπινη τάση να βλέπουμε το σύμπαν ως “φτιαγμένο για τη δική μας και μόνο ευχαρίστηση και χρήση”.
Αν το καλοσκεφτείς αποδομεί εντελώς ως επιχείρημα το fine tuning, που βασίζεται σε αυτή την κολοσσιαια αυταπάτη, την ultra ναρκισσιστική, ο κόσμος υπάρχει γιατί υπάρχω εγώ. Νοηματοδοτούμε τις ζωές μας γιατί το χρειαζόμαστε σαν είδος, αυτή η γνώση απελευθερώνει και είναι και η πλέον ηθική κατά την άποψή μου. Και σχετικοποιείς τον ανθρώπινο πολιτισμό, τα ανθρώπινα οικοδομήματα, βλέπεις γυμνό τον βασιλιά αλλά καταλαβαίνεις γιατί θέλει να φαίνεται ντυμένος.