Σαν σήμερα, 15 Δεκεμβρίου, πριν από ένα χρόνο πέθανε από καρκίνο του οισοφάγου ο Christopher Hitchens. Θα μπορούσα να πω πολλά για τον Χριστόφορο (τι ειρωνικό φαντάζει το όνομα) αλλά θα ήταν άσκοπο· ούτως ή άλλως δεν είμαι και οπαδός του, αν και είχε πολλούς. Θα αφήσω τα ευχολόγια σ’εκείνους).
Όποιος θέλει μπορεί να τον ακούσει ανά πάσα στιγμή στο YouTube. Μερικές φορές τα βίντεό του πετιούνται τόσο φυσικά στα αποτελέσματα των αναζητήσεων που θέλει κόπο να θυμηθείς ότι έχει πεθάνει.
Ενώ πέθαινε, ο Χριστόφορος φρόντισε να καταγράψει τις εμπειρίες του και τις σκέψεις του σε ένα βιβλίο με τίτλο “Θνητότητα”, ενώ ετοιμαζόταν για το μοιραίο, ενώ έχανε τη φωνή του από τον καρκίνο, ενώ ένιωθε χάλια από τις χημειοθεραπείες και τις ακτινοθεραπείες, ενώ σκεφτόταν το επέκεινα και το τι θα έλεγε ο κόσμος αφού πέθαινε. Άκουγε ήδη τι έλεγε ο κόσμος ενώ πέθαινε: άλλοι να του εύχονται περαστικά, άλλοι να προσεύχονται για την υγεία του και για να δει το φως και άλλοι να γελάνε χαιρέκακα που ο “μεγάλος” Χίτσενς χτυπήθηκε στο όργανο με το οποίο βλασφημούσε τόσα χρόνια).
Στον επίλογο του βιβλίου του η γυναίκα του, Κάρολ Μπλου, μας γράφει με συγκινητικό τρόπο ότι στην πράξη ο Χιτς μπορεί να πέθανε, αλλά μας άφησε πίσω το καλύτερο κομμάτι του εαυτού του: τις σκέψεις του.
Ήταν πολύ δύσκολο να βγεις στη σκηνή μετά τον άντρα μου.
Και όμως, τώρα πρέπει να το κάνω. Είμαι αναγκασμένη να έχω τον τελευταίο λόγο.Στο σπίτι στην Ουάσινγκτον βγάζω βιβλία από τα ράφια, από τους πύργους βιβλίων στο πάτωμα, από τις στοίβες τόμων στα τραπέζια. Μέσα από τα εξώφυλλα υπάρχουν σημειώσεις από το χέρι του που έγραφε τόσο για να κάνει κριτική, αλλά και για τον ίδιο. Βουνά χαρτιά και σημειώσεις σε κάθε επιφάνεια σε όλο το διαμέρισμα, μερικά από οποία προέρχονται από τη βαλίτσα που έφερα πίσω από το Χιούστον. Ανά πάσα στιγμή μπορώ να συμβουλευτώ τη βιβλιοθήκη μας ή τις σημειώσεις του και να τον ξανανακαλύψω και να τον ανακτήσω. Όταν το κάνω, τον ακούω και τότε έχει τον τελευταίο λόγο. Ξανά και ξανά, ο Χριστόφορος έχει τον τελευταίο λόγο.
Να μερικές από τις τελευταίες σκέψεις του, από τα τελευταία λόγια του (το βιβλίο απ’όσο ξέρω δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμα στα Ελληνικά)
Αυτό που σε απορροφάει όταν είσαι θανάσιμα άρρωστος είναι ότι ξοδεύεις ένα αξιόλογο τμήμα του χρόνου σου για να προετοιμαστείς να πεθάνεις με έναν άλφα στοϊκισμό (και έχοντας φροντίσει για τους αγαπημένους σου), ενώ ταυτόχρονα σε ενδιαφέρει ιδιαίτερα να επιβιώσεις. Πρόκειται για έναν ιδιαίτερα παράδοξο “ζειν” -δικηγόροι το πρωί και γιατροί το απόγευμα- και σημαίνει ότι περισσότερο από κάθε άλλη φορά πρέπει να ζεις με διπλή νοοτροπία.
Αναλύοντας τη μελαγχολία στην οποία είχα περιέλθει εκείνες τις εφτά απαίσιες μέρες, ανακάλυψα πως ένιωθα όχι μόνο απογοητευμένος, αλλά σαν να με είχαν ξεγελάσει. “Μέχρι να κάνεις κάτι για την ανθρωπότητα”, εγραψε ο μεγάλος αμερικανός δάσκαλος Οράτιος Μαν, “θα πρέπει να ντρέπεσαι να πεθάνεις”. Με μεγάλη χαρά θα προσφερόμουν ως πειραματόζωο για νέα φάρμακα ή νέες χειρουργικές επεμβάσεις, εν μέρει ελπίζοντας ότι θα με σώσουν, αλλά και λόγω της αρχής Μαν.
Τώρα κάθε μέρα πάω σε ένα θάλαμο αναμονής και βλέπω φριχτά νέα από την Ιαπωνία [το ατύχημα της Φουκουσίμα] στην καλωδιακή (άμα θέλω να βασανίσω τον εαυτό μου βάζω και υπότιτλους) και περιμένω ανυπόμονα να μου ρίξουν μια μεγάλη δόση πρωτονίων στο κορμί μου με ταχύτητα τα δύο-τρίτα της ταχύτητας του φωτός. Σε τι ελπίζω; Αν όχι γιατρειά, ίσως ύφεση. Και τι θέλω να ξαναποκτήσω; Την πιο όμορφη σύνθεση των δύο απλούστερων λέξεων της γλώσσας μας: ελευθερία λόγου.
Αν αλλαξοπιστήσω, θα το κάνω επειδή είναι καλύτερα να πεθάνει ένας πιστός, παρά ένας άθεος.
Από το περίτεχνο μυθιστόρημα του Άλαν Λάιτμαν του 1993 “Τα όνειρα του Αϊνστάιν” που διαδραματίζεται στη Βέρνη το 1905:
“Με άπειρη ζωή έρχεται και μια άπειρη λίστα συγγενών. Οι παππούδες δεν πεθαίνουν ποτέ, ούτε οι προπάπποι, ούτε οι παραθείες… και ούτω καθεξής, όλες οι γενιές, όλες ζωντανές και προσφέρουν συμβουλές. Οι γιοι ποτέ δεν ξεφεύγουν από τη σκιά των πατεράδων τους. Ούτε οι κόρες από των μανάδων τους. Κανείς ποτέ δεν βρίσκει τον εαυτό του… Αυτό είναι το κόστος της θνητότητας. Κανείς δεν είναι ολόκληρος. Κανείς δεν είναι ελεύθερος.”
Διατήρησε το χιούμορ του ακέραιο μέχρι τέλους. Διατήρησε το θάρρος του απέναντι στο θάνατο, έμεινε άπιστος μέχρι να πέσει η αυλαία. Ήταν πολλές φορές εξτρεμιστής, χαρακτηριστικό ενός μαχητικού άθεου, που δε χαμπαριάζει και δεν υποχωρεί σε συναισθηματικά τερτίπια.
Δε μπορώ να πω πως συμφωνούσε με όλες του τις απόψεις, πριν το τέλος μου τα είχε χαλάσει στο πολιτικό πεδίο. Αλλά πόσοι είναι οι άνθρωποι στον πλανήτη που μπορούν να απαντήσουν σε κάποιους φανατικούς που τους βρίζουν αχαρακτήριστα, ακόμη και about their asses, έλα τώρα να τον δεις! (αυτό με άφησε άφωνη, γιατί είχε το σθένος να κάνει πλάκα ακόμη και με το πώς είχε καταντήσει το σώμα του από την ταλαιπωρία του καρκίνου και της επακόλουθης χημειοθεραπείας)
Όσο για το “χτυπήθηκε στο όργανο με το οποίο βλασφημούσε” είναι απλά άλλη μία απόδειξη ότι η θρησκεία δε κάνει κανέναν άνθρωπο πιο “μεγαλόψυχο”, πιο γενναιόδωρο, πιο σώφρονα, πιο ηθικό. Αυτά, και όπως ο ίδιος το είχε πει πριν πεθάνει και ενώ έβλεπε το θάνατο να πλησιάζει, “and don’t keep the faith!”