Professing and Cheering
02.08.2007 © Eliezer Yudkowsky |
Κάποτε συμμετείχα σε μια συζήτηση με θέμα “Είναι η επιστήμη και η θρησκεία συμβατές;” Μια γυναίκα, που ήταν μέλος της ομάδας συζήτησης, μια παγανίστρια, άρχισε να μιλάει ασταμάτητα για πώς πίστευε ότι είχε πλαστεί η Γη – μια τεράστια, αρχέγονη αγελάδα γεννήθηκε στην αρχέγονη άβυσσο, η οποία έφτιαξε γλύφοντας την πρώτη θεότητα, της οποίας οι απόγονοι σκότωσαν έναν αρχέγονο γίγαντα και χρησιμοποίησαν το πτώμα του για να δημιουργήσουν τη Γη κ.λπ. Η ιστορία ήταν πολύ μεγάλη και λεπτομερής και πιο παράλογη κι από εκείνο το μύθο που λέει ότι η Γη στηρίζεται στη ράχη μιας γιγάντιας χελώνας. Και η ομιλήτρια προφανώς γνώριζε αρκετά από επιστήμη για να καταλαβαίνει τον παραλογισμό.
Ακόμα και τώρα δεν μπορώ να βρω λέξεις για να περιγράψω το πώς μιλούσε η γυναίκα αυτή. Μιλούσε με… υπερηφάνεια; Αυταρέσκεια; Εσκεμμένη αυτοπροβολή;
Η γυναίκα συνέχισε να περιγράφει το μύθο δημιουργίας της θρησκείας της και ορκίζομαι πως μου φάνηκε μια αιωνιότητα, αν και μάλλον πρέπει να ήταν γύρω στα πέντε λεπτά. Εκείνη η παράξενη περηφάνια/αυταρέσκεια/αυτοπροβολή προφανώς είχε σχέση με το γεγονός ότι γνώριζε πως οι πεποιθήσεις της ήταν επιστημονικά εξωφρενικές. Και δεν ήταν ότι μισούσε την επιστήμη. Ως μέλος της συζήτησης είχε ισχυριστεί πως η θρησκεία και η επιστήμη ήταν συμβατές. Μέχρι που μίλησε και για το ότι θεωρούσε δικαιολογημένο πως οι Βίκινγκ μιλούσαν για μια αρχέγονη άβυσσο, δεδομένου του πού ζούσαν – καταρρίπτοντας την ίδια της τη θρησκεία! – και όμως επέμενε πως αυτό που περιέγραψε ήταν αυτό στο οποίο “πίστευε”, όπως είπε με ιδιαίτερα παράδοξη ικανοποίηση.
Δεν είμαι σίγουρος πως η “πίστη στην πίστη” του Daniel Dennett αρκεί για να καλύψει αυτό το περιστατικό. Ήταν πολύ πιο παράξενο. Δεν έλεγε το μύθο με το φανατισμό κάποιου που αναζητούσε επιβεβαίωση. Δε συμπεριφερόταν λες και περίμενε πως θα πείσει το κοινό, ούτε πως χρειαζόταν να πειστούμε για να νιώσει επιβεβαίωση.
Ο Dennett, εκτός του ότι αναφέρθηκε στην πίστη στην πίστη, έχει πει επίσης πως ένα μεγάλο τμήμα αυτού που ονομάζουμε “θρησκευτική πίστη” είναι στην πραγματικότητα “θρησκευτικοί ισχυρισμοί”. Ας υποθέσουμε πως ένας εξωγήινος ανθρωπολόγος μελετά μια ομάδα μεταμοντερνιστών φοιτητών λογοτεχνίας, που όλοι τους φαίνεται να πιστεύουν πως ο Τάδε Ταδόπουλος ήταν ένας μετα-ουτοπικός συγγραφέας. Η σωστή ερώτηση ίσως δεν είναι το “Γιατί πιστεύουν αυτό το παράξενο πράγμα όλοι οι φοιτητές”, αλλά “Γιατί γράφουν αυτή την παράξενη πρόταση στα τεστ;” Ακόμα κι αν μια πρόταση στερείται νοήματος, ίσως να θεωρείς πως πρέπει να την μηρυκάσεις ως απάντηση φωναχτά.
Θεωρώ πως ο Dennett ίσως παραείναι κυνικός όταν λέει πως οι θρησκευτικοί ισχυρισμοί είναι απλά το να λες μια πεποίθηση φωναχτά – οι περισσότεροι άνθρωποι είναι αρκετά ειλικρινείς και, αν πουν μια θρησκευτική δήλωση φωναχτά, θα νιώσουν υποχρεωμένοι να στριμώξουν την ίδια πρόταση και στο συνειδητό τους.
Αλλά ακόμα και η έννοια του “θρησκευτικού ισχυρισμού” δεν φαινόταν να καλύπτει τον ισχυρισμό της παγανίστριας ότι πίστευε στο αρχέγονο γελάδι. Αν χρειαζόταν να αναμασήσεις έναν θρησκευτικό ισχυρισμό για να ικανοποιήσεις έναν ιερέα ή ένα μέλος της εκκλησίας σου – ή ακόμα και την εικόνα που έχεις για τον εαυτό σου – θα έπρεπε να προσποιηθείς ότι πιστεύεις πολύ πιο πειστικά απ’ό,τι έκανε αυτή η γυναίκα. Καθώς έλεγε την ιστορία της αρχέγονης αγελάδας, με την ίδια παράδοξη αυταρέσκεια, ούτε καν προσπαθούσε να είναι πειστική – ούτε καν προσπαθούσε να μας κάνει να πάρουμε στα σοβαρά τη θρησκεία της. Νομίζω πως αυτό είναι που με εξέπληξε. Γνωρίζω ανθρώπους που πιστεύουν γελοία πράγματα, αλλά όταν τα λένε, ξοδεύουν πολύ κόπο για να πείσουν τους εαυτούς τους ότι παίρνουν τις πεποιθήσεις τους στα σοβαρά.
Εν τέλει συνειδητοποίησα πως η γυναίκα αυτή δεν προσπαθούσε να μας πείσει, ούτε καν να πειστεί η ίδια. Η διήγηση της κοσμογονίας δεν είχε καμία σχέση με τη δημιουργία του κόσμου. Αντ’αυτού, με το να μιλάει επί πεντάλεπτο για την αρχέγονη αγελάδα, ζητωκραύγαζε για τον παγανισμό, όπως όταν κρατάμε ένα πανό σε ένα ποδοσφαιρικό αγώνα. Ένα πανό που γράφει ΖΗΤΩ ΟΙ ΒÈΝΕΤΟΙ δεν είναι δήλωση γεγονότος, ούτε προσπάθεια πειθούς· δεν προσπαθεί να πείσει – είναι μια ζητωκραυγή.
Εκείνη η παράξενη, αυτάρεσκη υπερηφάνεια… ήταν λες και παρήλαυνε γυμνή σε γκέι πράιντ (παρεμπιπτόντως, δεν θα είχα κανένα πρόβλημα αν όντως παρήλαυνε γυμνή σε γκέι πράιντ. Ο λεσβιανισμός δεν είναι κάτι που μπορεί να καταστρέψει η αλήθεια.) Δεν ήταν απλή ζητωκραυγή, όπως η συμμετοχή σε μια παρέλαση, αλλά μια εξωφρενική ζητωκραυγή, όπως το να παρελαύνει γυμνή – θεωρώντας πως κανείς δε θα τη συνελάμβανε ή θα την έκρινε, επειδή ό,τι έκανε το έκανε για την παρέλασή της.
Γι’αυτό την ενδιέφερε αυτά που έλεγε να ήταν εξωφρενικά γελοία. Αν τα έλεγε πιο πιστευτά, θα ήταν σαν να φόραγε ρούχα.
Τα σχόλιά σας είναι ευπρόσδεκτα / Your comments are welcome