Αν και αυτό δε μοιάζει εκ πρώτης όψεως αρκετά διαφωτιστικό, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σα βάση για ένα ισχυρότατο συμπέρασμα. Θα προωθήσω τώρα ένα τολμηρό συμπέρασμα και για μεγαλύτερη σαφήνεια θα δηλώσω τη λύση του πειράματος πριν εξηγήσω τη λογική που οδηγεί σ’αυτή. Σε έναν κόσμο που υπακούει στους φυσικούς νόμους που γνωρίζουμε, είναι λογικά αδύνατο να κατασκευαστεί μια "μηχανή πρόβλεψης".
Γιατί όμως; Σκεφτείτε το κλασσικό νοητικό πείραμα ονόματι "ο δαίμονας του Μάξγουελ". Ο δαίμονας του Μάξγουελ είναι ένα μικροσκοπικό πλασματάκι που ελέγχει μια πόρτα μεγέθους ατόμου μεταξύ δυο δοχείων με αέριο ίσης θερμοκρασίας. Όταν ο δαίμονας βλέπει ένα ταχύ άτομο (δηλαδή θερμότερο) να πλησιάζει από τη μία μεριά, ανοίγει την πόρτα για να το αφήσει να περάσει. Όταν βλέπει ένα αργό άτομο (δηλαδή ψυχρότερο) από την άλλη μεριά να πλησιάζει, το αφήνει κι αυτό. Διαφορετικά κρατάει τα υπόλοιπα άτομα στη μεριά που είναι. Αυτό θα μπορούσε να δημιουργήσει μια διαφορά θερμοκρασίας, αντιστρέφοντας την εντροπία και παράγοντας ενέργεια χωρίς κατανάλωση έργου· θα παραβίαζε δηλαδή, τον Δεύτερο Νόμο της Θερμοδυναμικής.
Η λύση στο παράδοξο δεν είναι φιλοσοφική, αλλά πρακτική. Αν ο δαίμονας του Μάξγουελ ήταν παντογνώστης και μπορούσε να μετρήσει τη θερμοκρασία κάθε ατόμου χωρίς να αλληλεπιδράσει μαζί του, τότε όντως θα μπορούσε να παραβιάσει το Δεύτερο Νόμο της Θερμοδυναμικής. Αλλά στον κόσμο μας αυτό είναι αδύνατο. Ο μόνος τρόπος για να μάθει κανείς πόσο γρήγορα κινείται ένα άτομο είναι να αναπηδήσει ένα φωτόνιο πάνω του (να το δει, δηλαδή) αλλά η αύξηση εντροπίας που προκαλεί αυτό, εξουδετερώνει τη μείωση της εντροπίας που παράγει αυτό το face-control στο πορτάκι του δαίμονα, οπότε το όλο σύστημα πάλι θα υπακούει στους νόμους της Θερμοδυναμικής.
Για τον ίδιο λόγο η μηχανή πρόβλεψης είναι αδύνατη. Στον πραγματικό κόσμο η πρόβλεψη απαιτεί μέτρηση, η μέτρηση απαιτεί αλληλεπίδραση και η αλληλεπίδραση αλλάζει το σύστημα που παρατηρείται. Αυτές οι αλλοιώσεις καθιστούν την ακριβή πρόβλεψη των πράξεων ενός ατόμου με ελεύθερη βούληση αδύνατη.
Ένα πιο απτό παράδειγμα. Φανταστείτε ότι έχετε να διαλέξετε ανάμεσα σε μια κόκκινη και μια μπλε κάρτα. Για να αποδείξετε ότι υπάρχει ελεύθερη βούληση και ότι η επιλογή σας δεν είναι αποτέλεσμα μηχανιστικών νόμων αιτίου-αιτιατού, συνδέεστε με τη μηχανή πρόβλεψης πριν επιλέξετε και η μηχανή πρέπει να προβλέψει ποια κάρτα θα διαλέξετε. Η μηχανή εξετάζει όλα τα υποατομικά σωματίδιο στο κεφάλι σας και κάνει μια πρόβλεψη.
Αλλά με το που κάνει την πρόβλεψη η μηχανή, ταυτόχρονα την αναιρεί. Μετρώντας την κατάσταση του εγκεφάλου σας, η μηχανή άλλαξε την κατάσταση αυτή και τώρα μπορεί η πρόβλεψη να βγει λανθασμένη. (Αυτό μπορείτε να το καταλάβετε ως εξής: π.χ. η μηχανή ελέγχει τις σχετικές συγκεντρώσεις νευροδιαβιβαστών, το ηλεκτροχημικό δυναμικό βασικών νευρώνων κ.λπ. αλλά μπορεί να άλλαξε την κατάστασή τους με τη μέτρηση, οπότε μπορεί να αλλάξετε κι εσείς την επιλογή σας. Ή ακόμα, σε ανώτερο επίπεδο, επειδή ξέρετε ότι η μηχανή προσπαθεί να μαντέψει τι θα διαλέξετε, αλλάζετε την επιλογή σας. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο.) Ο μόνος τρόπος για να εξασφαλιστεί η επιτυχία της πρόβλεψης είναι να γίνει κι άλλη μέτρηση, που όμως θα ξαναλλάξει την κατάσταση του εγκεφάλου, ακυρώνοντας και τη δεύτερη πρόβλεψη. Μπορεί το μηχάνημα να μαντέψει σωστά, αλλά πλέον δε θα μπορεί να έχει 100% εγγυημένο αποτέλεσμα.
Το συμπέρασμα είναι προφανές. Όσες φορές κι αν δουλέψει η μηχανή, ποτέ δε θα παράγει μια εντελώς σωστή πρόβλεψη. Αυτό δεν έχει σχέση με τους πρακτικούς περιορισμούς της μηχανής ή την ικανότητα των κατασκευαστών της. Αφ’ης στιγμής η μηχανή πρέπει να υπακούει στους νόμους της φυσικής, η αλάνθαστη πρόβλεψη είναι αδύνατη. Η μηχανή μπορεί να κάνει προβλέψεις που είναι συχνά σωστές, αλλά δεν μπορεί να προβλέπει πάντα σωστά. Εν ολίγοις, η ανθρώπινη συμπεριφορά μπορεί να είναι προβλέψιμη στατιστικά, αλλά όχι σε ατομικό επίπεδο. Αυτό είναι βασικό στοιχείο αυτού που η κοινή λογική εννοεί με τον όρο "ελεύθερη βούληση".
πρέπει να φτιάξεις το Link που πηγαίνει στο 5.2.4 εδώ, μάλλον σου ξέφυγε 🙂
Ναι, όντως. Το ξέχασα.
Χμμμ…Δεν περιγραφεται η διαφορα μεταξυ αδυναμιας γνωσης (uncertainty-μια γνωσιολογικη κατηγορια) και αδυνατοτοτητας προσδιορισμου ( interderminancy-μια οντολογικη κατηγορια). Η πρωτη οφειλεται στην υποκειμενικη αδυναμια καθε παρατηρητου να παρατηρησει κατι χωρις να το διαταραξει, και η δευτερη στην αντικειμενικη αδυναμια ενος κβαντικου συστηματος να υπαρχει ταυτοχρονα σε δυο αμοιβαια αποκλειομενες, συζυγεις καταστασεις, π.χ. ως κυμα και ως σωματιδιο.
Θα πρεπει να σημειωθει οτι υπαρχουν κορυφαιοι φυσικοι που μαλιστα εχουν συμμετασχει στην εξελιξη της κβαντικης θεωριας, που, παρ ολα αυτα, ειναι ντετερμινιστες. ( o Gerald D Hooft, π.χ.) Πως τα καταφερνουν, δεν ξερω, αλλα, θα φαινεται οτι το θεμα δεν εχει ληξει, οπως ισως υπονοειται απο το αρθρο.
Να σου πω την αλήθεια, την Κβαντομηχανική δεν προσποιούμαι πως την καταλαβαίνω. Ξέρω αρκετά για να κατανοήσω την τεράστια σημασία του Πειράματος της Διπλής Σχισμής (και για να μεταφράσω αυτό το τμήμα του άρθρου) και είμαι πανευτυχής που ξέρω και τόσα (δεδομένης της ποιοτικής επιστημονικής παιδείας στην Ελλάδα) 😛 Από εκεί και πέρα δηλώνω άγνοια.