Έγινε κι αυτό, τελικά. Μετά τις φασαρίες των Μουσουλμάνων για το Κοράνι πέρυσι, όταν είχαμε τα πρώτα δείγματα ότι η νέα φουρνιά Μουσουλμάνων ίσως να μην ήταν ανεκτική και ήσυχη σαν τους Αλβανούς που είχαμε γνωρίσει μέχρι τώρα, προχτές είχαμε ως ανταπάντηση τα πρώτα εμφανή δείγματα ισλαμοφοβίας στην Ελλάδα, κατά τη διάρκεια της προσευχής σε ανοιχτούς χώρους που διοργανώθηκε σε 12 σημεία της Αττικής. Το πρόβλημα δημιουργήθηκε στην Πλατεία Αττικής, όταν κάποιοι άρχισαν να πετάνε αυγά στους προσευχόμενους. Το ποιοι το έκαναν ποικίλουν ανάλογα με την εφημερίδα που θα διαβάσει κανείς, από την Χρυσή Αυγή μέχρι απλούς περίοικους, αλλά από αυτά που είδα υποπτεύομαι πως ήταν ένας συνδυασμός, όπου ενδεχομένως η Χρυσή Αυγή λειτούργησε σαν καταλύτης (δεν παίρνω και όρκο, όμως).
Το περιστατικό αυτό υπήρξε αφορμή για να αναδυθεί άλλη μια φορά ένα πρόβλημα που η ελληνική κοινωνία κρατάει επιμόνως κάτω από το χαλί: Το ζήτημα της ελευθερίας θρησκευτικής έκφρασης.
Μέχρι τώρα δεν είχαμε πρόβλημα. Η δημόσια λατρεία περιοριζόταν ουσιαστικά μόνο στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Οι υπόλοιπες θρησκείες είτε τελούσαν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα κατ’ιδίαν ή δημόσια μόνο όπου είχαν κάποια αριθμητική υπεροχή (Θράκη για τους Μουσουλμάνους, Κυκλάδες για Καθολικούς). Έλα όμως που τώρα έχουμε αποκτήσει μια μουσουλμανική κοινότητα στην Αττική, όπου δεν υπάρχει χώρος λατρείας.
Η ελληνική κοινωνία είναι πλέον υποχρεωμένη να έρθει αντιμέτωπη με την ισλαμοφοβία της. Για την ακρίβεια, την Τουρκοφοβία της γιατί αν οι Άγγλοι βλέπουν τους Μουσουλμάνους ως έχοντες κάτι από Μπιν Λάντεν, εμείς βλέπουμε το έργο “Ο Ιμπραήμ ξανάρχεται”. Αλλά ασχέτως, είναι δικαιολογημένος ο φόβος;
Θα ήθελα να απαντήσω με ένα ξεκάθαρο “όχι”, αλλά αδυνατώ. Όχι επειδή είναι βέβαιο ότι οι Μουσουλμάνοι θα μας δημιουργήσουν πρόβλημα, αλλά επειδή το ελληνικό κράτος έχει αποδείξει επανειλημμένα την ανικανότητά του να απορροφήσει αποτελεσματικά πληθυσμούς διαφορετικού θρησκεύματος, εθνότητας ή κουλτούρας.
Track Record
Τα της Θράκης τα γνωρίζουμε λίγο-πολύ όλοι μας. Κοντά 100 χρόνια συμβίωσης και οι ενέργειες του κράτους στην περιοχή περιορίζονται σε επίσημες δηλώσεις του τύπου “οι Μουσουλμάνοι της Θράκης είναι Έλληνες πολίτες” και “δεν υπάρχει τουρκική, αλλά μουσουλμανική μειονότητα”, λες και η απορρόφηση και ενσωμάτωση μιας πληθυσμιακής ομάδας γίνεται με επίσημες δηλώσεις.
Εν τω μεταξύ οι Πομάκοι κρατιούνται με νύχια και με δόντια να μην τουρκοποιηθούν, καθαρά λόγω της δικής τους εθνικής υπερηφάνειας και με μηδαμινή στήριξη από το επίσημο κράτος, ενώ το τουρκικό προξενείο φροντίζει κάθε τόσο να ρίχνει ξύλα στις φλόγες της διαφορετικότητας.
Παράλληλα έχουμε φροντίσει να μπαστακώσουμε έναν δικό μας μουφτή με την έγκριση του τοπικού μητροπολίτη και να αναρωτιόμαστε γιατί δεν αποδέχονται οι ντόπιοι (μα τι τζαναμπέτηδες άνθρωποι). Εν τω μεταξύ αυτόν που διαλέγουνε οι ίδοι τον λέμε ψευδομουφτή και τον κοιτάμε ύποπτα, ως διορισμένο εκπρόσωπο της Τουρκιάς. Πιθανώς και να είναι, αλλά μεταξύ των δύο, ο δεύτερος πρέπει να φαντάζει ως καλύτερη επιλογή για τους ντόπιους. Στη Θράκη έχει τζαμιά, βέβαια, αλλά κι αυτά τα κοιτάμε με μισό μάτι, ενώ η φωνή του ιμάμη είναι ενοχλητική (οι καμπάνες δεν ενοχλούν καθόλου στις 7 το πρωί κυριακάτικα). Το μόνο που μας σώζει τόσα χρόνια, ώστε να μην έχουμε ουσιαστικό πρόβλημα είναι ότι η Ελλάδα ίσως είναι πιο ελκυστική από θέμα διαβίωσης από την Τουρκία (με πάσα επιφύλαξη).
Για το ζήτημα των Ρομά (γνωστών και ως γιούφτων στην Ελλαδίτσα μας) τα πράγματα είναι κι αυτά γνωστά. Ανέκαθεν αντιμετωπίζονταν ως ανήθικοι ζήτουλες που ζούσαν ως παράσιτα της “καλής κοινωνίας” (εξ ου και κομψές εκφράσεις “φάε το φαΐ σου γιατί θά’ρθει ο γιούφτος να σε πάρει” ή “κάτσε φρόνιμα γιατί θα σε πουλήσω στο γύφτο”) μόνο που πριν το ’50 γανώνανε και κανένα μπακίρι και μαζεύανε και τα μπαμπάκια ελλείψει βαμβακοσυλλεκτικών και μας βολεύανε. Σήμερα τους έχουμε για το φολκλορ (για να μας λεν τα κάλαντα στις γιορτές) και να πουλάνε και κανένα χαρτομάντιλο στις καφετέριες.
Τι κι αν έχει φανεί επανειλλημένα ότι αν τους δοθεί η ευκαιρία να αποκτήσουν μόνιμη κατοικία, μπορούν να αρχίσουν να ενσωματώνονται άνετα στην κοινωνία. Τα παιδιά τους δεν αστράφτουν από καθαριότητα, βρωμάνε κι έχουν ψείρες, οπότε δεν θα θέλουμε στα σχολεία μας, μην τυχόν κι ανοίξουν τα μάτια τους και θελήσουν να ξεφύγουν από τη μιζέρια. Άλλωστε, δεν είναι γνωστόν ότι αυτοί επιλέγουν μόνοι τους να ζήσουν έτσι; Εμείς τι φταίμε; Κι άμα εκλείψουν τα τσαντίρια, τι θα έχουμε να βλέπουμε και να ονειροπολούμε πώς θα ήταν η ζωή χωρίς τα προβλήματα της σύγχρονης κοινωνίας, τώρα που αποξενωθήκαμε κι απ’τα χωριά μας; Το τσαντίρι άμα το βλέπεις από μακριά είναι πολύ ρομαντικό.
Θρησκευτικά προβλήματα δεν είχαμε μ’αυτούς πάντως γιατί είναι Χριστιανοί και υπεραγαπάνε και την αγια-Παρασκευούλα τους, πράγμα που επιδεικνύουν κάθε χρόνο στα Τέμπη προς φολκλορική τέρψη των προσκηνυτών που μαζεύονται εκεί τσουναμιδώς.
Έπειτα το σύγχρονο ελληνικό κράτος είχε 20 περίπου χρόνια να απορροφήσει τους Αλβανούς μετανάστες. Κι εκεί τζίφος. Σχεδόν όλες οι προσπάθειες γίνανε σε τοπικό επίπεδο από τοπικούς παράγοντες που έπρεπε να αντιπαλέψουν τις ειδήσεις των 9, όπου εξισώνονται οι έννοιες Αλβανός-Αλλοδαπός-Εγκληματίας. Όχι ότι δεν υπήρξε αλβανική μαφία στην Ελλάδα (κατά τα πρότυπα της ελληνικής και ιταλικής στις ΗΠΑ) αλλά ξαφνικά νόμιζες πως όλοι οι Αλβανοί ήταν καθάρματα και όλοι οι Έλληνες αθώα θύματα (είναι γνωστό, άλλωστε, ότι πριν το ’90 οι φυλακές μας ήταν καθαρά διακοσμητικές).
Εν τω μεταξύ, όσο οι Αλβανοί μας έχτιζαν τα σπίτια και μας μαζεύανε τις σοδειές για αστείους μισθούς, εμείς φροντίζαμε να τους δείχνουμε ανά πάσα στιγμή ότι είναι ανεπιθύμητοι (το να γνωρίζουμε για την ύπαρξή τους στη γειτονιά μας μάς πείραζε βασικά, γιατί η φτηνή εργασία που μας προσέφεραν μια χαρά μας καλάρεσε και πρόθυμα φωνάζαμε τον Αλβανό να μας βάψει το σπίτι και να φτιάξει τα υδραυλικά). Ευτυχώς που δεν είχαμε ιδιαίτερο θρησκευτικό πρόβλημα γιατί οι Αλβανοί ήταν ως επί το πλείστον μη θρησκευόμενοι (ακόμα και από πριν την εποχή του Χότζα), ενώ όσοι ήταν Μουσουλμάνοι, ήταν ηπίων τόνων και δεν φραγγελώνονταν φολκλορικώς με μαχαίρια στους δρόμους, όπως βλέπαμε έντρομοι να γίνεται στη Μέση Ανατολή. Μια στο τόσο έσκαγε μύτη κάποιο ρεπορτάζ για ανεπίσημους χώρους προσευχής, αλλά χάνονταν στα ψιλά γράμματα της επικαιρότητας.
Επιπλέον, μετά από 20 χρόνια οι Αλβανοί γίνανε με τις δικές τους δυνάμεις και προσπάθειες νοικοκυραίοι, οπότε τους ψιλοξεχάσαμε.
Ορίστε, λοιπόν. Με τόσες ευκαιρίες στην ιστορία του σύγχρονου ελληνικού κράτους, θα περίμενε κανείς πως θα είχαμε γίνει εξπέρ στην συμβίωση με άλλες εθνικές ή θρησκευτικές ομάδες. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν ισχύει, αφού η προτιμώμενη λύση είναι το χώσιμο των προβλημάτων κάτω από το χαλί. Φτάσαμε στο 2010 με 100.000 μουσουλμάνους στη Θράκη, 250.000 Ρομά (περίπου, γιατί το νούμερο αλλάζει, ανάλογα με τον ποιον ρωτήσεις) και 500.000 Αλβανούς και συνεχίσαμε να παριστάνουμε πως ήμασταν όλοι μια χαρούμενη παρέα Ελληνορθόδοξων που σούβλιζε αρνιά το Πάσχα και τσίγγριζε κόκκινα αυγά. Τυχεροί ήμασταν, θα πω εγώ, που τα κρυμμένα προβλήματα δεν σκάσανε στη μούρη μας τόσα χρόνια. Τώρα όμως;
Μ’αρέσει κι εμένα υπαίθρια
Και ερχόμαστε στα προχθεσινά. Μουσουλμάνοι στοιβάζονταν στην Αθήνα επί χρόνια. Μετανάστες στην πλειοψηφία, νόμιμοι και παράνομοι. Και τώρα ξαφνικά διεκδικούν το αδιανόητο για τα ελληνικά δεδομένα: ένα χώρο για να λατρεύουν ανοιχτά τον Αλλάχ. (Μη χειρότερα! Τι είναι η Αθήνα; Κομοτηνή;)
Ελλείψει τέτοιου χώρου αποφάσισαν να γιορτάσουν τη θυσία του Αβραάμ (ο σχολιασμός αυτής της βάρβαρης ιστορίας δεν είναι της παρούσης) υπαίθρια και νόμιμα με άδεια της αστυνομίας, ώστε παράλληλα να λειτουργήσει και ως διαμαρτυρία για την έλλειψη λατρευτικών χώρων στην Αττική.
Ξαφνικά η θέα 13.000 Μουσουλμάνων στις γειτονιές της Αθήνας μας τάραξε, τα ανθρώπινα δικαιώματα (που δεν βασίζονται στη νομιμότητα ή μη του αποδέκτη) μας κάτσανε βαριά και η ανεξιθρησκεία, όταν αξιοποιείται φανερά και όχι εν κρυπτώ, μας βγήκε από τα δεξιά χωρίς φλας, οπότε αντιδράσαμε με τον ίδιο τρόπο, όπως και στο δρόμο· με μούτζα (και εν προκειμένω αυγουλάκια, ενδεχομένως χωριάτικα).
Το ερώτημα είναι αν είναι αιτιολογημένη η αντίδραση. Είναι βέβαιο πως το Ισλάμ δεν έχει τελευταία την έξωθεν καλή μαρτυρία, αλλά όπως συμβαίνει και με το Χριστιανισμό, οι μετριοπαθείς φωνές δεν ακούγονται, ενώ για προβολή προτιμούνται οι πιο φωνακλάδες εξτρεμιστές· οι μετριοπαθείς δεν πουλάνε, άλλωστε. Θα προτιμήσω πάντως να σταματήσω εδώ και δε θα διακινδυνέψω να προτείνω λύσεις ως άσχετος με τις πολιτικές επιστήμες, πάντως είμαι πεπεισμένος πως λύση υπάρχει και είναι δυνατή η συνύπαρξη εντός ενός αμερόληπτου, ευνομούμενου κοσμικού κράτους… αρκεί να είμαστε πρόθυμοι να ψάξουμε να τη βρούμε (τι ζητάω κι εγώ θα μου πείτε, ε; Μήπως να ζητήσω τον ουρανό με τ’άστρα;)
Σχετικά άρθρα με διάφορες οπτικές για το ζήτημα:
- Του Κλείτορα: Δεν πάμε καλά! Δεν πάμε καθόλου καλά. και Φανατισμός ένθεν κι ένθεν.
- Του Ροΐδη: Αθήνα: Η πιό μισαλλόδοξη πρωτεύουσα του κόσμου;
- Του Σαραντάκου: Η προσευχή που ενόχλησε
Στους μεγάλους ειδησεογραφικούς οργανισμούς πάντως, το θέμα φαίνεται πέρασε στα ψιλά.
Άλλη μια οπτική θα βρείς στο
spetses.wordpress.com/politeia/simaia1/
Δυστυχώς, οι καλές αναλύσεις δεν λύνουν τα προβλήματα. Οπότε, αν δεν υπάρχουν προτάσεις πολιτικής, μέτρων, δεν προχωράμε.
Τα σκληρά, αμείλικτα ερωτήματα είναι:
Απελάσεις: ναι ή όχι; Αν ναι, πόσες και ποιες;
Πλαφόν στην εισροή: ναι ή όχι;
Δικαίωμα μιας έννομης τάξης να λέει όχι στα σύνορα: ναι ή όχι;
Μεταρρύθμιση Δουβλίνου: ναι ή όχι; και αν ναι, τι είδους;
Αυτά πρέπει να απαντηθούν ξεκάθαρα ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ με το σεβασμό των δικαιωμάτων, και όχι να απαντηθούν μετά ή η απάντησή τους να αναβάλλεται διαρκώς. Αλλιώς, κι αυτό κρύψιμο κάτω απ’ το χαλί είναι.
Ευχαριστώ για το λινκ, Πέτρο.
@Κώστας
Συμφωνώ, Κώστα, αλλά δεν προτίθεμαι (προσωπικά μιλώντας) να παραστήσω τον ειδήμονα, γι’αυτό περιορίστηκα στην παρουσίαση των φαινομένων όπως τα βιώνω.
Θα μου ήταν πολύ εύκολο να αρχίσω να φωνάζω “λευτεριά στους μετανάστες” και “πλήρη δικαιώματα σε όλους” ή “όξω όλοι” και “να πάνε από εκεί πού’ρθανε” αλλά θα ήταν τραγικά ανεύθυνο εκ μέρους μου. Το θέμα είναι πολύ ευαίσθητο και σοβαρό για να παραστήσω τον ατζαμή ειδικό επί ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πολιτικής επιστήμης. Εδώ θέλει σοβαρή δουλειά και μελέτη.
Θα μου πεις βέβαια, είναι οι πολιτικοί μας σε θέση να τα βγάλουνε πέρα με κάτι τέτοιο; Είναι ένα ζήτημα κι αυτό και δε θέλω να φανώ ισοπεδωτικός, αλλά τα δείγματα γραφής μέχρι τώρα δε μου αφήνουν και πολλά περιθώρια αισιοδοξίας (όπως ήδη περιέγραψα). Αλλά ανάγκα και θεοί πείθονται. Το ζήτημα είναι να πιέσουμε και εμείς για να δοθεί λύση.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι ούτε η ακροαριστερή ρητορική θα μας δώσει βιώσιμη λύση, ούτε η ακροδεξιά κινδυνολογία.
Συμφωνώ απολύτως με όσα μου απάντησες. Απλώς τα ερωτήματα αυτά (και πολλά άλλα, εννοείται), αν δεν μπω στον κόπο να τα απαντήσω για μένανε, με βάση τις πεπερασμένες γνώσεις μου, και με το συνακόλουθο ρίσκο λάθους, γιατί περιμένω από κάποιους άλλους να το κάνουν; Η πολιτική σημαίνει αποφασίζω και ρισκάρω το λάθος. Όσες εισηγητικές εκθέσεις κι αν διαβάσω, αντικρουόμενες άλλωστε συχνά μεταξύ τους, τελικά θα πρέπει να πιάσω το μαχαίρι και να κόψω το καρπούζι. Οπότε, έστω και χωρίς να είμαι πολιτικός, έστω και χωρίς τους συμβούλους γύρω μου, και χωρίς τις εκθέσεις κλπ., πρέπει να φανταστώ τον εαυτό μου στη θέση του αποφασίζοντος και να πάρω κάποιες αποφάσεις, για να ενεργοποιήσω μέσα μου την αίσθηση της πράξης. Δηλ. πριν από τη δράση μέσα στην πραγματικότητα, υπάρχει η δράση μέσα στο μυαλό, αλλά με την προϋπόθεση ότι η νοητική αυτή δράση δεν περιορίζεται στη ζύγιση και τη στάθμιση αλλά περνά και στη φαντασίωση της επιλογής και της απόφασης. “Ως εάν”. Φαντάζομαι ο Λογιόλα θα είχε να σχολιάσει επ’ αυτού!
Απο καθαρά αθειστική σκοπιά δεν μπορώ να αποφασίσω αν είναι προς το όφελος “μας” η όχι.. Από τη μία, η εισαγωγή και επισημοποίηση και άλλων θρησκειών “δίπλα” στην κυρίαρχη Χ.Ο. ίσως τραυματίσει για κάποιους την φούσκα της “μίας και μοναδικής αληθινής θρησκείας” στον κόσμο, θα προωθήθεί η ανεκτικότητα απέναντι στις διαφορετικές απόψεις μιας και δεν θα είναι μόνο οι άθεοι/συγγενείς καθολικοί στο προσκήνιο, και ίσως αναγκαστούν να διαχωρίσουν πραγματικά την θρησκεία απο τον κρατικό μηχανισμό.
Από την άλλη δεν μπορώ να “χωνέψω” την προώθηση άλλης μιας φονταμενταλιστικής ιδεολογίας, και να μην ανυσυχώ οτι οι φανατικοί της κάθε πλευράς θα προσπαθήσουν με κάθε μέσο να κάνουν το βίο αβίωτο για τους “άλλους”, με ότι αυτό συνεπάγεται για την κοινωνική συνοχή και ειρήνη.
Για τους ίδιους σίγουρα έχουν το δικαίωμα να προσεύχονται σε ότι πιστεύουν, και να έχουν χώρους όπως έχουν οι ορθόδοξοι.
(αλλά ανησυχώ δεν θα παραμείνουν στην προσευχή στους δικούς τους χώρους)
Επίσης μου κάθεται κάπως στο λαιμό ότι πληρώνουμε τους ιερείς των Χ.Ο. μέσω της φορολογίας, τώρα θα πληρώνουμε και τους αντίστοιχους των μουσουλμάνων; και μετα που θα έρθουν οι σαιεντολόγοι, οι ευαγγελιστές κλπ, θα πληρώνουμε και αυτών τους ιερείς; Η πρώτη επιταγή, είναι 15.000.000 ευρώ, που θα μπορούσαν μια χαρά να γίνουν εξοπλισμός σε σχολεία, η να δοθούν να πληρωθεί καμιά δόση δανείου (πολλά άλλα, μην επεκταθώ), η εν πάση περιπτώσει κάτι πιο χρήσιμο απο την προώθηση άλλης μιας φανατικής θρησκευτικής σέκτας που θα δοξολογεί το κενό. Επίσης έχω βάσιμες υποψίες οτι η περιοχή γύρω απο το “ναό” μπορεί να γκετοποιηθεί πολιτιστικά, αλλά αυτό είναι άλλη συζήτηση (που έχει να κάνει με την ανικανότητα του κρατικού μηχανισμού).