Διάβασα την παρακάτω ιστορία στο ιστολόγιο του αμερικανού θεολόγου James McGrath, “Exploring our Matrix”. Το άρθρο είναι αρκετά παλιό, αλλά η ιστοριούλα είναι πολύ ενδιαφέρουσα και δε θέλω να την παραβλέψω. Για την ακρίβεια ήταν σωσμένη στον υπολογιστή μου εδώ και ένα χρόνο, πριν ακόμα ξεκινήσω το ιστολόγιο, και τη βρήκα τυχαία πριν από μερικές ημέρες.
Η ιστορία προέρχεται από το βιβλίο “How (not) to speak of God” του Peter Rollins και φέρεται ότι είναι παραλλαγμένη μουσουλμανική ιστορία.
Υπάρχει μια αρχαία ιστορία που περνά από γενιά σε γενιά και μιλάει για μια ομάδα αγνώστων μαθητών που ήταν μάρτυρες της αιματηρής σταύρωσης του Χριστού. Μη μπορώντας να μείνουν ούτε στιγμή στο μέρος όπου ο Μεσσίας του μόλις είχε σταυρωθεί, μαζέψανε τα λιγοστά υπάρχοντά τους και αναχωρήσανε για μια μακρινή ακτή. Με μεγάλη θλίψη γύρισαν την πλάτη στη γενέτειρά τους και δεν επέστρεψαν ποτέ, ιδρύοντας μια απομονωμένη κοινότητα μακριά από την Ιερουσαλήμ. Την πρώτη νύχτα που κατασκήνωσαν, ο καθένας τους ορκίστηκε να μη επιτρέψει να βεβηλωθεί η γη και υποσχέθηκε να κρατήσει τη μνήμη του Χριστού ζωντανή και να προσπαθήσει να ακολουθήσει το δρόμο που δίδαξε.
Η κοινότητα έζησε σε μεγάλη απομόνωση για πάνω από εκατό χρόνια, περνώντας τις ημέρες τους αναλογιζόμενοι τη ζωή του Ιησού και προσπαθώντας να παραμείνουν πιστοί στα διδάγματά Του. Και όλα αυτά, παρά τη μεγάλη θλίψη τους και τις απίστευτες θυσίες που μια τόσο αφοσιωμένη ζωή απαιτούσε.
Ατελείωτες ημέρες πέρασαν, ώσπου ένα πρωινό, την αυγή, μια μικρή ομάδα ιεραποστόλων έφτασε κατά τύχη στον απομονωμένο οικισμό. Αυτοί οι ιεροκήρυκες του Λόγου έμειναν έκθαμβοι από την κοινότητα που βρήκαν και ξαφνιάστηκαν από το γεγονός ότι αυτοί οι αφοσιωμένοι μαθητές του Χριστού δεν ήξεραν τίποτα για την Ανάσταση και την Ανάληψη. Χωρίς δισταγμό, μάζεψαν όλη την κοινότητα και τους δίδαξαν για τα γεγονότα που συνέβησαν μετά τη φρικιαστική Σταύρωση του Κυρίου, μιλώντας του για τη νίκη Του κατά της αμαρτίας και του θανάτου και τους καρπούς που μπορούμε να απολαύσουμε εξ αιτίας της.
Εκείνο το βράδυ οργανώθηκε μια μεγάλη γιορτή στον καταυλισμό. Ωστόσο, όσο περνούσε η ώρα, ένας από νεώτερους ιεραποστόλους παρατήρησε πως ο αρχηγός της κοινότητας έλειπε. Αυτό τον ενόχλησε και άρχισε να τον ψάχνει. Μετά από κάμποση ώρα βρήκε τον αρχηγό γονατισμένο στη γωνία μιας μικρής καλύβας στην άκρη του χωριού να προσεύχεται και να κλαίει.
— Γιατί είσαι τόσο θλιμμένος; ρώτησε ο ιεραπόστολος παραξενεμένος. Τώρα είναι ώρα μεγάλης χαράς.
— Πράγματι, απάντησε ο γηραιός, που ήταν καθισμένος στο έδαφος. Είναι ώρα χαράς, αλλά και μεγάλης θλίψης. Για πάνω από εκατό χρόνια τηρούσαμε εκείνα που μας δίδαξε ο Χριστός. Κάναμε πιστά πράξη τα διδάγματά του, παρόλο που μας κόστιζε ακριβά και παραμείναμε σταθεροί, παρά το ότι πιστεύαμε πως ο θάνατος Τον είχε νικήσει και μια μέρα θα νικούσε κι εμάς.
— Ο γηραιός σηκώθηκε αργά όρθιος και κοίταξε τον ιεραπόστολο στοργικά στα μάτια.
Κάθε μέρα Του προσφέραμε τη ζωή μας. Γιατί; Επειδή Τον κρίναμε άξιο για τη θυσία της ύπαρξής μας. Με βρίσκεις τώρα να προσεύχομαι για τον εαυτό μου και για τις μελλοντικές γενεές γιατί φοβάμαι πως μια μέρα δε θα Τον ακολουθούμε επειδή Τον αγαπάμε και πιστεύουμε πως είναι άξιος μιας τέτοιας αγάπης, αλλά επειδή αγαπάμε τους εαυτούς μας και επιθυμούμε τους θησαυρούς της αιώνιας ζωής που προσφέρει.
Αφού τα είπε αυτά στον νεαρό ιεραπόστολο, ο γηραιός έφυγε από την καλύβα και επέστρεψε στη γιορτή, αφήνοντας το δάσκαλο γονατισμένο σε περισυλλογή.
Πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία, δε βρίσκετε; Μου θυμίζει ένα από τα βασικότερα προβλήματα που είχα ως Χριστιανός από το Γυμνάσιο ακόμα· το δίλημμα του να κάνεις κάτι επειδή είναι σωστό και να κάνεις κάτι για την προσωπική σου σωτηρία.
Αυτή είναι κατά τη γνώμη μου και η τραγική ειρωνεία του Χριστιανισμού. Η πίστη πατάει στην αναγκαιότητα για σωτηρία της ψυχής του ατόμου (την ημετέραν σωτηρίαν), αλλά τα απαιτούμενα έργα δεν μπορούν να βασίζονται σε μια τέτοια εγωιστική λογική και ταυτόχρονα μπορούν εύκολα να παράγουν την ψευδαίσθηση της ηθικής ανωτερότητας. Το αποτέλεσμα είναι μια βάναυση και ψυχοφθόρα διελκυστίνδα, που δεν μπορεί να σπάσει παρά με την παραδοχή ότι κάνεις κάτι καλό, επειδή θέλεις να βοηθήσεις το συνάνθρωπό σου και όχι επειδή αποτελεί εντολή κάποιας θεότητας. Αλλά η έννοια της υπακοής στη θεϊκή εντολή είναι τόσο έντονα συνυφασμένη στη χριστιανική ευεργεσία και τόσο προφανής ακόμα και στις πιο απλές τελετές της Εκκλησίας που και να θες ν’αγιάσεις, δε σ’αφήνουν.
Ουσιαστικά η ίδια η Εκκλησία δημιουργεί ένα αυτοκαταστροφικό δίλημμα που υπερβαίνει κατά πολύ την αποξένωση της από τους πιστούς με τις κραυγές περί ανηθικότητας. Χτυπά στην καρδιά της ανθρώπινης ηθικής. Ζητά από τους πιστούς αλτρουιστικές πράξεις αγνής αγάπης προς τον πλησίον, αλλά τους υπενθυμίζει σε κάθε ευκαιρία ότι κάθε πράξη τους έχει ως στόχο τον Παράδεισο. Δε μου κάνει εντύπωση πως τόσοι και τόσοι απομακρύνονται από την Εκκλησία χωρίς να απεκδύονται την ιδιότητά τους ως Χριστιανοί. Ίσως είναι η μόνη λύση για να διατηρήσουν και την πίστη τους, και την ανθρωπιά τους και τα λογικά τους.
Πολύ ωραίο άρθρο EvanT. Από μικρός είχα αυτή την απορία: πως να πείσεις τον εαυτό σου, πάνω απ’όλα ότι πράττεις το καλό από αλτρουισμό, όχι από μακροπρόθεσμο όφελος. Αλλά και να τον πείσεις δε σημαίνει ότι είναι αλήθεια…
Λίγο δύσκολο να το κάνεις άμα ακους διαρκώς στην εκκλησία “τα καλά και συμφέροντα ταις ψυχαίς ημών του Κυρίου δεηθώμεν” και “της ημετέρας σωτηρίας του Κυρίου δεηθώμεν”. Αρχίζω να καταλαβαίνω γιατί κάποιοι πάνε σε σκήτες. Defense mechanism είναι.